«Η πρόταση του Αρχιεπισκόπου για παροχή εκκλησιαστικής γης σε νέους ανέργους είναι πολύ σημαντική για το λαό που δοκιμάζεται, αλλά δεν είναι εύκολα υλοποιήσιμη». Αυτό επισήμανε σήμερα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.
«Θεωρώ», τόνισε ο Μητροπολίτης απαντώντας σε ερώτηση κατά πόσο μπορεί η παροχή αυτή να γίνει άμεσα και εύκολα, «ότι δεν είναι εύκολα υλοποιήσιμη, γιατί υπάρχουν δυσκολίες που προέρχονται από την υφιστάμενη νομοθεσία, γι’ αυτό και ο Μακαριότατος μιλάει για συνδρομή της Πολιτείας.
Πρέπει, δηλαδή, να γίνουν τροποποιήσεις στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο όσον αφορά στη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Πρέπει να προσδιορίσουμε ποια είναι αυτή η εναπομείνασα εκκλησιαστική περιουσία η οποία δεν έχει καταστεί εκμεταλλεύσιμη μέχρι στιγμής. Πρέπει οπωσδήποτε να βάλουμε πλαίσιο προϋποθέσεων κάτω από τις οποίες πρέπει να δοθεί και θα πρέπει να ξέρουμε ποια από αυτά τα κτήματα είναι καλλιεργήσιμα, γιατί δεν είναι όλα. Να δούμε, τι θα καλλιεργείται, διότι δεν μπορεί να καλλιεργείται ένα προϊόν που δεν είναι ανταγωνιστικό, διότι δεν βοηθάει σε τίποτα το νέο αγρότη. Να δούμε αν η καλλιέργεια μπει στη διαδικασία επιδοτήσεων κ.λπ.».
Παράλληλα, ο Μητροπολίτης αναφέρθηκε και στο θέμα που απασχόλησε τις προηγούμενες ημέρες την κοινή γνώμη και δεν είναι άλλο από τα δημοσιεύματα σχετικά με την ύπαρξη μεγάλων λογαριασμών κληρικών. Σε ερώτηση αν αποδειχθεί ότι υπάρχουν λογαριασμοί στο εξωτερικό αρχιερέων τι θα κάνει η Εκκλησία, αλλά και κατά πόσον αυτό είναι συμβατό με την ιδιότητα του κληρικού, ο Μητροπολίτης απάντησε :
«Δεν είναι καθόλου συμβατός ο πλουτισμός, αλλά μέχρι να αποδειχθεί του λόγου το αληθές κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει κανέναν για τίποτα. Μέχρι να επιβεβαιωθεί αν υπάρχει πλουτισμός κάποιων εκκλησιαστικών προσώπων δεν μπορούμε να γίνουμε κατήγοροι κανενός. Η Ιερά Σύνοδος ήδη έχει εκφράσει την εμπιστοσύνη της προς τις ελεγκτικές αρχές της χώρας, και προς την ελληνική Δικαιοσύνη και πιστεύω ότι αν υπάρχει κάτι επισήμως, θα κοινοποιηθεί στην Ιερά Σύνοδο, η οποία θα επιληφθεί των θεμάτων αυτών και από άποψη εκκλησιαστικής νομοθεσίας και από άποψη των ιερών κανόνων».
Ό κ. Χρυσόστομος, επίσης, απάντησε και σε ερωτήσεις σχετικές με τις αντιδράσεις, τόσο τη δική του όσο και άλλων ιεραρχών, εναντίον συμπεριφορών μελών ή φερομένων ως μελών της Χρυσής Αυγής. «Οι απόψεις που εξέφρασα εγώ και οι μητροπολίτες», επεσήμανε ο αρχιερέας, «απορρέουν μέσα από το Ευαγγέλιο. Είχα πει ότι δεν μπορούμε να δίδουμε εκκλησιαστικό ή θρησκευτικό κάλυμμα σε πολιτικές οι οποίες δεν σέβονται την Ελευθερία, τα θρησκευτικά δικαιώματα, τις διακρίσεις ή απορρίπτουν κάθε διαφορετικό από εμάς άνθρωπο, είτε ιδεολογικά, είτε θρησκευτικά, είτε πολιτικά. Η ακόμη προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα νέο μοντέλο κοινωνίας που δεν είναι συμβατό με το μοντέλο κοινωνίας και ανθρωπίνων σχέσεων που περιγράφονται από τον Χριστό μέσα στο Ευαγγέλιο».
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας, με την ιδιότητα του καθηγητή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σχολίασε και τα φαινόμενα βίας μέσα στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, αναφέροντας: «Θεωρώ ότι δεν μπορεί να υπάρχει Παιδεία με βία, δεν συμβαδίζουν αυτά τα δύο πράγματα . Ο πεπαιδευμένος άνθρωπος δεν μπορεί να ενεργεί βιαίως, να προσπαθεί να επιβάλλει μέσα από εκδηλώσεις που δεν σέβονται τον συνομιλητή και το διάλογο, να επιβάλλει κάποιες απόψεις ή κάποιες αντιλήψεις . Μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου υπάρχει ο διάλογος, ο σεβασμός της γνώμης του άλλου, η ελευθερία έκφρασης της γνώμης στα πλαίσια του σεβασμού αξιοπρέπειας και του προσώπου».
Σε ό,τι αφορά στη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία, ο Μητροπολίτης υπογραμμίζει: «Υπήρχε διάλογος εδώ και 4 χρόνια, για το πώς πρέπει να φτιαχτεί η όλη δομή του μαθήματος. Έκανα σχετική εισήγηση στην Ιερά Σύνοδο και έδωσα αρχές που θεωρούσα ότι έπρεπε να πρυτανεύσουν για να δούμε την αναγκαιότητα και υποχρεωτικότητα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Το θέμα δεν είναι αν θα διδαχθούν τα παιδιά θρησκευτικά για να γίνουν καλοί ή κακοί χριστιανοί, αλλά κατά πόσο το μάθημα στα πλαίσια παροχής ολοκληρωμένης παιδείας, στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης ανθρώπινης προσωπικότητας, καλείται να συμβάλλει. Το μάθημα είναι αναγκαίο και απαραίτητο. Η πρόταση μας είναι στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου, που υφίσταται μεγάλη τριβή, να παραμείνουν οι δύο ώρες υποχρεωτικές και ξανασυζητούμε την όλη δομή του όλου αναλυτικού προγράμματος, εφόσον το υπουργείο το θέλει».
Αναφερόμενος στο θέμα του χωρισμού Εκκλησίας-Πολιτείας, αλλά και σ’ αυτό της μισθοδοσίας του κλήρου, ο κ. Χρυσόστομος σημείωσε:
«Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας-.Πολιτείας είναι πολυδιάστατο και πολυδαίδαλο, γιατί η διαπλοκή (με τη θετική έννοια της λέξης) της ελληνικής νομοθεσίας για τα πράγματα της ελληνικής Πολιτείας με την Εκκλησία, όπως διαμορφώθηκε από το 1833 μέχρι σήμερα, έχει δημιουργήσει μια μεγάλη και πολυδαίδαλη νομική εικόνα. Για να μπορέσει να επιλυθεί όλο αυτό το κουβάρι, χρειάζεται να ξεκινήσει ένας διάλογος, μέσα από τον οποίο θα ξεκαθαρίσουμε αρχές και προϋποθέσεις και που θα οριοθετήσουμε πλέον ένα νέο πλαίσιο σχέσεων. Τι θα βγει, δεν το ξέρω. Αυτό θα εξαρτηθεί από το πώς θα διαμορφωθεί η συζήτηση, επί τη βάση της υπαρχούσης νομοθετικής καταστάσεως. Αυτός ο διάλογος δεν μπορεί να είναι σύντομος. Να δώσω ένα παράδειγμα, στη Σουηδία για να κάνουν αυτό τον διαχωρισμό των σχέσεων χρειάσθηκε συζήτηση δέκα ετών.
»Αλλά και στην Ελλάδα συζητείται ως ιδέα επί πολλά χρόνια, αλλά κανείς δεν έχει ακόμη αποφασίσει να το αγγίξουμε. Εάν οι σημερινοί καιροί μας οδηγήσουν να πάρουμε αποφάσεις εν θερμώ ή χωρίς συστηματικό διάλογο, θα είναι εις βάρος του ενός εκ των δύο συνομιλητών. Θα είναι ένα αυτόματο διαζύγιο που δεν θα έχει καλά αποτελέσματα, ούτε για τους μεν ούτε για τους δε. Αλλά θα βγει ζημιωμένη η Εκκλησία, αν ο διάλογος αυτός δεν γίνει σωστά και συστηματικά. Πάντως, δεν είναι το πλέγμα των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας η μισθοδοσία του κλήρου».
Τέλος, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας συσχετίζει το θέμα της μισθοδοσίας του κλήρου με τη «δυσβάσταχτη», όπως τη χαρακτηρίζει, φορολογία της Εκκλησίας λέγοντας ότι θα αντιμετωπιζόταν το θέμα «αν η ελληνική Πολιτεία δεχόταν να μας απαλλάξει απ’ αυτή τη δυσβάσταχτη μορφή φορολογίας που μας εφαρμόζει, δεδομένου ότι μας αντιμετωπίζει όχι ως τα λοιπά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, αλλά ως εταιρία». Ο κ. Χρυσόστομος είπε ότι η μισθοδοσία του κλήρου υπολογίζεται στα 220 εκατομμύρια ευρώ και πρόσθεσε: «Δέχεται το ελληνικό Δημόσιο να σταματήσει να φορολογεί με αυτόν τον τρόπο που φορολογεί την ελληνική εκκλησία;»
Σε ερώτηση αν η Εκκλησία προετοιμάζεται ή υποψιάζεται ότι ενδεχομένως οδεύουμε προς ένα χωρισμό, ο ιεράρχης είπε: «Προετοιμασμένοι δεν είμαστε, ίσως είμαστε υποψιασμένοι βλέποντας τις εξελίξεις των πραγμάτων. Το ερώτημα είναι αν θα μας προλάβουν τα γεγονότα ή αν θα προλάβουμε εμείς τα γεγονότα».