Μεσσηνίας Χρυσόστομος : Είναι, νομίζω, απαραίτητο να συνεχιστεί μία γόνιμη διαλεκτική, όπου οι αρνήσεις, οι συγκρούσεις, οι αντιπαλότητες και οι ιδεοληπτικές αγκυλώσεις του παρελθόντος δεν θα έχουν πλέον καμμία θέση. η διαλεκτική μεταξύ Ιατρικής και Θεολογίας δεν θα πρέπει να αποβλέπει παρά μόνο στην ωφέλεια του ανθρώπου.
«η Ιατρική και η Θεολογία σε διάλογο», ήταν το ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα της ομιλίας του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, μετά τα εγκαίνια της νεοσύστατης Β Αγγειοχειρουργικής Κλινικής του ε. Κ. Π. α., στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Λαϊκό».
Παρότι η σχέση Ιατρικής και Θεολογίας ανέκαθεν τροφοδοτούσε τον κοινωνικό και επιστημονικό διάλογο,, στις ημέρες μας -εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού- επανήλθε με αμφίδρομο ενδιαφέρον, και με εκκωφαντικό θόρυβο κάποιες φορές.
στη δημόσια συζήτηση διατυπώθηκαν αμφισβητήσεις και ενστάσεις, ενώ άλλες φορές αναζητήθηκε, με επιστημονικό τρόπο, να προσδιοριστούν τα όρια μιας διαλεκτικής, με σαφή νοηματοδότηση.
θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, ότι στην ιστορική τους διαδρομή και ανάπτυξη, Ιατρική και Θεολογία, κάποτε διαλέγονται αλληλοπεριχωρούμενες και κάποτε συγκρούονται αλληλοαμφισβητούμενες.
Ήδη με το κίνημα του Διαφωτισμού, η επιστήμη της Ιατρικής επιχειρεί να υποκαταστήσει, ενίοτε και να αντικαταστήσει την Θεολογία. η αλήθεια για τον Θεό και τον άνθρωπο προσεγγίζεται με την κριτική του ορθού λόγου, την φαινομενολογία του πειράματος και με τα μετρήσιμα αντιληπτά χαρακτηριστικά του. στην ιστορία αυτής της μακράς συγκρουσιακής λογικής η θεολογική κατάφαση ότι η αλήθεια του Θεού και του ανθρώπου είναι και καρπός εμπειρικής γνώσης, δηλαδή, βιώματος ως έκφρασης της πίστης, υπήρξε μάλλον αποδυναμωμένη.
εξ αυτών προκύπτει το ερώτημα που μας αφορά : από μία τέτοιου είδους συγκρουσιακή αντιπαράθεση και εκ διαμέτρου αντίθετη θεώρηση, μπορούμε να ομιλούμε σήμερα για διαλεκτική σχέση Ιατρικής και Θεολογίας και να αναζητούμε τα όρια της σύμπτωσής τους ;
Όσοι παρακολουθούν με επιμέλεια και προσοχή την εξέλιξη της σύγχρονης επιστήμης σε όλα τα πεδία της, διαπιστώνουν ότι η θεωρία του απόλυτου επιστημονισμού δεν υπηρετείται πλέον και η εμφατική απομόνωση των κλάδων της αμφισβητείται διαρκώς. τα στεγανά μεταξύ των διαφόρων επιστημών, ακόμη και των ιατρικών εξειδικεύσεων, αρχίζουν και καταρρέουν και κανένας μας δεν μπορεί να πει στον άλλον, κατά την παύλειο ρήση, «χρείαν σου ουκ έχω» (α κορ. 12. 21).
Όλα αυτά ισχύουν πρώτιστα στη σχέση Ιατρικής και Θεολογίας, όταν μάλιστα τόσο η μία όσο και η άλλη έχουν ως υποκείμενό τους τον άνθρωπο.
Σ αυτήν, λοιπόν, την λογική της διαλεκτικής μεταξύ Ιατρικής και Θεολογίας, μάλιστα υπό το πρίσμα της ολιστικής προσέγγισης, το κατεξοχήν σημείο σύμπτωσής τους είναι ο άνθρωπος, ο οποίος μετέχει στο αγαθό της ζωής και το βιώνει ως γεγονός σχέσης τόσο προς τους συνανθρώπους όσο και προς το περιβάλλον του. το κοινό σημείο συνάντησης της Ιατρικής και της Θεολογίας αποτελεί η περί του ανθρώπου αλήθεια και η περί του τρόπου επιβίωσης και δικαίωσής του προσπάθεια και συνεργασία.
ο τρόπος όμως επιβίωσης του ανθρώπου παρότι οδηγεί όπως προείπαμε σε μιας μορφής διαλεκτική σχέση, συγχρόνως επισημαίνει και την μεθοδολογική διαφοροποίηση της Ιατρικής σε σχέση προς την Θεολογία. η μεν πρώτη, τον προσδιορίζει εδραζόμενη στο πείραμα και την παρατήρηση, τη νόσηση και τη θεραπεία. η δεύτερη εδράζεται στην συγκεκριμένη σχέση του ανθρώπου προς τον Θεό, προς το φυσικό περιβάλλον και προς τους συνανθρώπους του.
Όλα αυτά αποτελούν το πρώτο όριο της διαλεκτικής μεταξύ Ιατρικής και Θεολογίας.
το δεύτερο και ουσιαστικότερο, το οποίο υπαγορεύεται και από την προηγούμενη οριοθέτηση, βρίσκεται στο ερώτημα τι είναι άνθρωπος και ποιος ο προορισμός του. Μάλιστα γύρω από αυτό το ερώτημα διαπλέκεται τόσο το νόημα για τη ζωή όσο και ο σκοπός και η προοπτική της ίδιας της ζωής του ανθρώπου.
Από τη μέθοδο προσδιορισμού και διερεύνησης του περιεχομένου της ζωής καθορίζεται η επιστημονική πολλαπλότητα και ποικιλία, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό όχι μία συγκρουσιακή αλλά μία συμπληρωματική θεώρηση της Ιατρικής και της Θεολογίας, ως Επιστημών, αναφορικά προς την έννοια άνθρωπος, προς τον τελικό προορισμό του και την προοπτική του.
για την Θεολογία η προοπτική αυτή προσδιορίζεται ως η κατάσταση της «αιώνιας ζωής». για την Ιατρική αποτελεί το στόχο για τη διατήρηση και διαιώνιση της ίδιας της ζωής.
για την Θεολογία η ασθένεια είναι μία «φυσική ομαλό-τητα», επειδή ο κτιστός άνθρωπος ρέπει προς τη φθορά και το θάνατο. για την Ιατρική είναι απολύτως «φυσικό» να νοσήσει κάποιος, όλοι οι άνθρωποι νοσούν και πεθαίνουν, όπως και για τήνη Θεολογία νοσούν και πεθαίνουν, ακόμα και οι άγιοι και αμαρτωλοί, αφού η φθορά και η θνητότητα κληροδοτούνται βιολογικά από γενεά σε γενεά και μαζί τους και οι ασθένειες.
για την Ιατρική η θεραπεία επίσης είναι η απαλλαγή του ανθρώπου από τη νοσηρότητα και τα συμπτώματά της. για την Θεολογία η θεραπεία σημασιολογεί την υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου δια της απαλλαγής και της εκούσιας απελευθέρωσής μας από τα πάθη.
α) η πρώτη αρχή η οποία οριοθετεί τον διάλογο Ιατρικής και Θεολογίας, καλείται να απαντήσει στο ερώτημα τι είναι ο άνθρωπος, ως ένα ερώτημα καθαρά οντολογικό, το οποίο οδηγεί στη γνώση και όχι απλώς στην ηθική κατανόηση του βαθύτερου περιεχομένου του ερωτήματος και της σημασίας του για την ζωή του ανθρώπου. η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να αποτελέσει και την κοινή συνισταμένη μεταξύ της αλήθειας της γνώσης και της αλήθειας της πίστης. Είναι χαρακτηριστική η ρήση του Ιπποκράτη, ότι «ουκ ένι ιατρικήν ειδέναι, όστις μη οίδεν ότι τι έστιν ο άνθρωπος» (είναι αδύνατον να γνωρίζει την ιατρική αυτός που δεν γνωρίζει ακριβώς τι είναι άνθρωπος).
β) η δεύτερη αρχή είναι η ταυτότητα της υπόστασης του ανθρώπου.
ο άνθρωπος αποτελεί ψυχοσωματική οντότητα. η αλή-θεια για τον άνθρωπο δεν είναι μόνο η ψυχή του αλλά η οργανική ενότητα ψυχής, σώματος και πνεύματος (πρβλ. τα περί δημιουργίας του ανθρώπου αναφερόμενα, σώμα-σάρκα, πνεύμα-ψυχή. γεν. Β΄, 7). η ψυχή του ανθρώπου γεννιέται μαζί με το σώμα του και το σπουδαιότερο δεν αναπαύεται «αιώνια» εάν δεν ανακτήσει το σώμα της (βλ. Ιεζεκιήλ ΛΖ΄, 4-9). Ένας μεγάλος θεολόγος του παρελθόντος αιώνα το εξέφρασε επιγραμματικά : «ο άνθρωπος χωρίς την ψυχή είναι πτώμα, αλλά και χωρίς το σώμα είναι φάντασμα, δεν είναι σε καμμία περίπτωση άνθρωπος. δεν είναι η αλήθεια άνθρωπος» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ).
Συνεπώς, κάθε θρησκευτικότητα, η οποία καταργεί είτε αποδυναμώνει το ρόλο του σώματος υπέρ σωτηρίας της ψυχής με σκοπό την επίτευξη της αθανασίας αντιβαίνει στην αλήθεια και στην οντολογική θεώρηση του ανθρώπου σε σχέση προς τη σωματικότητά του. Τόσο για την Ιατρική όσο και για την Θεολογία ο άνθρωπος νοείται με τη σωματικότητά του·τό σώμα μας αποτελεί οργανικό μέρος του εαυτού μας.
Εξίσου, κάθε επιστημονική έρευνα που καταργεί είτε αμφισβητεί την ψυχή, ως στοιχείο ταυτότητας του ανθρώπου στο όνομα μιας σωματικής αποκλειστικότητας, οδηγείται σε μία μονιστική θεώρηση της ανθρώπινης ύπαρξης και ζωής.
Όσο όμως η ψυχή είναι ταυτοτικό στοιχείο του ανθρώπου άλλο τόσο είναι απαραίτητο και το σώμα του για την προσωπική παρουσία στο φυσικό του περιβάλλον και στην σχέση του με τους άλλους συνανθρώπους. η ιδιαίτερη αυτή σχέση του με τους άλλους ανθρώπους αλλά και με το φυσικό του περιβάλλον είναι απαραίτητη προκειμένου να συν-υπάρχουν. η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από τις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες της φυσικής και της κοσμολογίας, κυρίως από τη λεγόμενη ανθρωπική αρχή (anthropic principle), όπου δεν προσαρμόζεται μόνο ο άνθρωπος στον κόσμο αλλά επίσης και ο κόσμος στον άνθρωπο (Barrow and Tipler). Αυτή η σχέση αλληλοεξάρτησης συνεπάγεται ότι ο άνθρωπος δεν νοείται αποκλειστικά μόνος αλλά πάντοτε βρίσκεται σε μία σχέση ανάπτυξης και δημιουργίας με το φυσικό του περιβάλλον, δίνοντάς του έναν άλλο προορισμό και μία άλλη θεώρηση και λειτουργία. Αυτό υποδεικνύεται και στην βιβλική μας παράδοση, όταν ήδη από την πρώτη δημιουργική στιγμή ο άνθρωπος λαμβάνει τη θεία εντολή να εργάζεται και να φυλάττει τη δημιουργία (γεν. α΄, 26-28 και Β΄, 15 ). Χωρίς τον άνθρωπο η δημιουργία είναι νεκρά και ο άνθρωπος χωρίς τη λοιπή δημιουργία είναι αποκλειστικά μόνος.
γ) εξ αιτίας αυτής της σχέσης του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον αναδεικνύεται και η τρίτη αρχή, αυτή της κίνησης, ως το ουσιώδες χαρακτηριστικό πραγμάτωσης του κόσμου και της ύπαρξης ως ζωής, αφού ο κόσμος δεν έγινε απλώς για να παραμένει στάσιμος αλλά για να «κτίζεται πάντοτε» (Γρηγόριος Νύσσης), δηλαδή να κινείται δυναμικά μέσα στην ιστορία και να δίνει μία προοπτική σ αυτό που ονομάζουμε ζωή, η οποία κατανοείται όχι με την έννοια κάποιας ισόρροπης και ομοιοστατικής σχέσης συστατικών αλλά ως γεγονός αναφοράς και σχέσης προς τους άλλους, γι αυτό και κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο ο άνθρωπος «και ήρηται, και ου παύσεται».
Αυτή η έννοια της συνεχούς κινήσεως είναι στενά συνδεδεμένη, τόσο στη Θεολογία όσο και στην Ιατρική, με την ίδια τη διαιώνιση της ζωής και την αιώνια προσπάθεια διασφάλισή της υπέρ του ανθρώπου. Είναι η υγιής κατάστασή του. Είναι παραδεκτό άλλωστε ότι η υγεία είναι η στενή, η ισορ-ροπημένη και η αδιατάρακτη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του, μέσα από την οποία ορίζεται συγχρόνως και το περιεχόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αντίθετα ως ασθένεια περιγράφεται η οποιαδήποτε διατάραξη η διαταραχή αυτής της σχέσης.
δ) Ανάλογη είναι και η θεώρηση της ζωής, από την Ιατρική Επιστήμη και την Θεολογία, όχι ως κάτι το κεκτημένο και ατομικό η ως μία κατάσταση απομονωμένης επιβίωσης αλλά ως υπαρκτικό γεγονός σχέσης και κοινωνίας, τόσο με τον Θεό, ως «αιώνια ζωή», όσο και με τους ανθρώπους, ως διατήρηση της ζωής, κυρίως μέσα από την οποιαδήποτε μετα-μοσχευτική προσφορά οργάνων, στοιχείων και υγρών του σώματός του. Είναι μία κίνηση προς ζωή από τον δότη προς τον λήπτη, ώστε ο λήπτης «ζωήν έχει και περισσόν έχει». γι αυτό ζωή που δεν μοιράζεται είναι ζωή κλεμμένη, επειδή «ουκ έστιν άλλως σωθήναι ει μη δια του πλησίον» (Μακάριος Αιγύπτιος).
ε) Τέλος η αλματώδης επιστημονική πρόοδος της βιο-ϊατρικής και οι προκλήσεις της για την ίδια την Θεολογία θέτει και την επομένη αρχή με τους αντίστοιχους προβληματισμούς, όχι ηθικούς αλλά οντολογικούς, αφού καλούμεθα να απαντή-σουμε πλέον όχι εάν έχουμε καλό η κακό άνθρωπο αλλά τελικά αν έχουμε άνθρωπο, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχουμε ήδη περιγράψει.
οι επιστήμονες σήμερα κατάφεραν να χαρτογραφήσουν τα περισσότερα από τα χρωματοσώματά μας, κάνοντας έτσι δυνατό τον «αναγνωστικό» χειρισμό της ίδιας της ζωής. Μέσα από αυτήν την χαρτογράφηση έχουν επιτύχει να επιβεβαιώσουν σημαντικά τα χρονικά όρια της ζωής, να προσδιορίσουν την προοπτική της ζωής αλλά και να επιβεβαιώ-σουν την μοναδικότητα και το ανεπανάληπτο κάθε ανθρώπι-νου προσώπου, σε σημείο μάλιστα να ομιλούν πλέον με βεβαιότητα για την μοναδικότητα της γονιδιακής μας ταυτότη-τας (πρβλ. Στυλιανός Αντωναράκης, Καθηγητής Γενετικής).
Πέραν τούτου, μέσα από την σχετικά σύγχρονη διαδικασία της κλωνοποίησης, οι επιστήμονες επαναφέρουν και το σημαντικό ζήτημα της ετερότητας του ανθρώπου ως υποκειμένου. και σε αυτό το σημείο οφείλουμε να επισημάνουμε ότι για την Θεολογία ένα ταυτόσημο DNA (κλωνοποίηση) δεν αναιρεί την ετερότητα του υποκειμένου ανθρώπου, επειδή ο άνθρωπος εικονίζεται όχι μόνο με την βιολογική του σύσταση και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του αλλά και από την σχεσιακή του δυνατότητα, η οποία κάθε στιγμή επιβεβαιώνει τη μοναδικότητά και το αναντικατάστατο του προσώπου του.
Επιπλέον, η γονιδιακή χαρτογράφηση επιβεβαίωσε και την οντολογική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του, σχέση αλληλοπροσδιοριστική, σχέση συνεχής και αδιάκοπη, δια της οποίας κατανοείται η ιδιαιτερότητα του φαινομένου της ζωής για κάθε άνθρωπο και ερμηνεύεται η εξελικτική και αναπτυξιακή του διαφοροποίηση.
Όλα αυτά, τα όντως θαυμαστά, δεν μπορούμε πλέον να τα παρατηρούμε με αδιαφορία. Είναι θέματα που απαιτούν σοβαρό προβληματισμό, εξαιτίας των συνεπειών τους. και καθώς είναι τόσο καινούργια, κάθε προβληματισμός χωρίς οριοθετήσεις οδηγεί αναγκαστικά σε νέα περίπλοκα ζητήματα οντολογίας, όπως η διάκριση γένους και είδους για τον ίδιο τον άνθρωπο η η αμφισβήτηση της διάκρισης των φύλων, μία -ας μου επιτραπεί- σύγχρονη έκφραση βλασφημίας κατά του Δημιουργού Θεού, αφού για την Θεολογία «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς». (γεν. 1, 27).
Ακόμη και στο επίπεδο της θεραπείας δεν μπορεί να αμφισβητήσει κάποιος την οριοθέτησή της, με βάση την αρχή ότι κάθε νοσογόνος κατάσταση δεν είναι δεδομένη είτε στο βιολογικό, είτε στο πνευματικό επίπεδο. το σημείο όπου η Ιατρική και η Θεολογία διαφοροποιούνται είναι η μεταβλητή ως προς την τεχνική, τη μέθοδο και την εφαρμογή της στην υπηρεσία του κοινού σκοπού, ο οποίος παραμένει η επίτευξη της θεραπείας και η απάλειψη της νοσογόνου αιτίας. Είναι γνωστό, ότι σε κάθε εφαρμοζόμενη θεραπευτική η αρχή της εξατομίκευσης της θεραπείας θεωρείται δεδομένη, είτε στην Ιατρική, ως εξειδικευμένη και εξατομικευμένη θεραπευτική αγωγή, είτε μέσω του μυστηρίου της μετανοίας/εξομολογήσεως στην Εκκλησία μας, με την εξατομικευμένη θεραπευτική μέσω της εφαρμογής των εκκλησιαστικών επιτιμίων (αρχή της εκκλησιαστικής οικονομίας, διάκρισης και φιλανθρωπίας).
Κατακλείοντας, θα ήθελα να πω, ότι είναι μάλλον αφελής η θεώρηση πως τα προβλήματα αυτά μπορούμε να τα προσεγγίσουμε αποκλειστικά και μόνο ως θέματα εθνικής νομοθεσίας είτε ηθικής αξιολόγησης, διότι δεν αφορούν τρόπους συμπεριφοράς του ανθρώπου αλλά αγγίζουν ορίζοντες οντολογίας και εξυπηρετούν το σκοπό αυτής της ανθρώπινης ζωής και ύπαρξης.
Είναι, νομίζω, απαραίτητο να συνεχιστεί μία γόνιμη διαλεκτική, όπου οι αρνήσεις, οι συγκρούσεις, οι αντιπαλότητες και οι ιδεοληπτικές αγκυλώσεις του παρελθόντος δεν θα έχουν πλέον καμμία θέση. η διαλεκτική μεταξύ Ιατρικής και Θεολογίας δεν θα πρέπει να αποβλέπει παρά μόνο στην ωφέλεια του ανθρώπου.
* Ομιλία στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Λαϊκό», 6 Απριλίου 2023.