ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ: Πρίν από αρκετά χρόνια με πλησίασε κάποιος νεαρός φοιτητής. Μέ πολλή διστακτικότητα, αλλά καί μέ τήν ένταση τού απαιτητικού αναζητητή, μού δήλωσε ότι είναι άθεος, πού όμως θά ήθελε πολύ νά πιστέψει, αλλά δέν μπορούσε.
Χρόνια προσπαθούσε καί αναζητούσε, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Συνομίλησε μέ καθηγητές καί μορφωμένους. Αλλά δέν ικανοποιήθηκε η δίψα του γιά κάτι σοβαρό.
Άκουσε γιά μένα καί αποφάσισε νά μοιρασθεί μαζί μου τήν υπαρξιακή ανάγκη του. Μού ζήτησε μία επιστημονική απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.
Ξέρεις ολοκληρώματα ή διαφορικές εξισώσεις; τόν ρώτησα. Δυστυχώς όχι, μού άπαντα. Είμαι τής Φιλοσοφικής. Κρίμα! διότι ήξερα μία τέτοια απόδειξη, είπα εμφανώς αστειευόμενος. Ένιωσε αμήχανα καί κάπου σιώπησε γιά λίγο. Κοίταξε, τού λέω. Συγγνώμη πού σέ πείραξα λιγάκι.
Αλλά ο Θεός δέν είναι εξίσωση, ούτε μαθηματική απόδειξη.
Άν ήταν κάτι τέτοιο, τότε όλοι οι μορφωμένοι θά τόν πίστευαν. Νά ξέρεις, αλλιώς προσεγγίζεται ο Θεός. Έχεις πάει ποτέ στό Άγιον Όρος; Έχεις ποτέ συναντήσει κανέναν ασκητή; Όχι, πάτερ, αλλά σκέπτομαι νά πάω, έχω ακούσει τόσα πολλά… Άν μού πείτε, μπορώ νά πάω καί αύριο. Ξέρετε κανέναν μορφωμένο νά πάω νά τόν συναντήσω;
-Τί προτιμάς; Μορφωμένο πού μπορεί νά σέ ζαλίσει, ή άγιο πού μπορεί νά σέ ξυπνήσει;
-Προτιμώ τόν μορφωμένο. Τούς φοβάμαι τούς αγίους.
-Η πίστη είναι υπόθεση τής καρδιάς. Γιά δοκίμασε με κανέναν άγιο. Πώς σέ λένε; ρωτώ. Γαβριήλ, μού απαντά.
Τόν έστειλα σέ έναν ασκητή. Τού περιέγραψα τόν τρόπο προσβάσεως καί τού έδωσα τίς δέουσες οδηγίες. Κάναμε κι ένα σχεδιάγραμμα. Θά πάς, τού είπα, καί θά ρωτήσεις τό ίδιο πράγμα. Είμαι άθεος, θά τού πείς, καί θέλω νά πιστεύσω.
Θέλω μία απόδειξη περί υπάρξεως Θεού. Φοβάμαι, ντρέπομαι, μού απαντά. Γιατί ντρέπεσαι καί φοβάσαι τόν άγιο καί δέν ντρέπεσαι καί φοβάσαι εμένα; ρωτώ. Πήγαινε απλά καί ζήτα τό ίδιο πράγμα.
Σέ λίγες μέρες, πήγε καί βρήκε τόν ασκητή νά συζητάει μέ κάποιον νέο στήν αυλή του. Στήν απέναντι μεριά περίμεναν άλλοι τέσσερις καθισμένοι σέ κάτι κούτσουρα. Ανάμεσα σέ αυτούς καί ο Γαβριήλ βρήκε δειλά τήν θέση του. Δέν πέρασαν περισσότερα από δέκα λεπτά καί η συνομιλία τού Γέροντα μέ τόν νεαρό τελείωσε.
Τί γίνεστε, παιδία; ρωτάει. Έχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Έχετε πιεί λίγο νεράκι; Ευχαριστούμε, Γέροντα, απήντησαν, μέ συμβατική κοσμική ευγένεια.
Έλα εδώ, λέει απευθυνόμενος στόν Γαβριήλ, ξεχωρίζοντάς τον από τούς υπόλοιπους. Θά φέρω εγώ τό νερό, πάρε εσύ τό κουτί αυτό μέ τά λουκούμια. Καί έλα πιό κοντά νά σού πώ ένα μυστικό: Καλά νά είναι κανείς άθεος, άλλα νά έχει όνομα αγγέλου καί νά είναι άθεος; Αυτό πρώτη φορά μού συμβαίνει.
Ο φίλος μας κόντεψε νά πάθει έμφραγμα από τόν αποκαλυπτικό αιφνιδιασμό. Πού εγνώρισε τό όνομά του; Ποιός τού αποκάλυψε τό πρόβλημά του; Τί, τελικά, ήθελε νά τού πεί ο γέροντας;
– Πάτερ, μπορώ νά σάς μιλήσω λίγο; Μόλις πού μπόρεσε νά ψελλίσει. Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πάρε τό λουκούμι, πιές καί λίγο νεράκι καί πήγαινε στό πιό κοντινό μοναστήρι νά διανυκτερεύσεις.
Πάτερ μου, θέλω νά μιλήσουμε, δέν γίνεται; Τί νά πούμε, ρέ παλληκάρι; Γιά ποιόν λόγο ήλθες;
Στό ερώτημα αυτό ένιωσα αμέσως νά ανοίγει η αναπνοή μου, αφηγείται. Η καρδιά μου νά πλημμυρίζει από πίστη. Ο μέσα μου κόσμος νά θερμαίνεται. Οι απορίες νά λύνονται χωρίς κανένα λογικό επιχείρημα, δίχως καμία συζήτηση, χωρίς τήν ύπαρξη μιάς ξεκάθαρης απάντησης. Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αυτομάτως όλα τά άν, τά γιατί, τά μήπως καί έμεινε μόνον τό πώς καί τό τί από δώ κι εμπρός.
Ό,τι δέν τού έδωσε η σκέψη τών μορφωμένων, τού τό χάρισε ο ευγενικός υπαινιγμός ενός αγίου, αποφοίτου μόλις τής τέταρτης τάξης τού δημοτικού. Οι άγιοι είναι πολύ διακριτικοί. Σού κάνουν τήν εγχείρηση χωρίς αναισθησία καί δέν πονάς.
Σού κάνουν τήν μεταμόσχευση χωρίς νά σού ανοίξουν τήν κοιλιά. Σέ ανεβάζουν σέ δυσπρόσιτες κορυφές δίχως τίς σκάλες τής κοσμικής λογικής. Σού φυτεύουν τήν πίστη στήν καρδιά, χωρίς νά σού κουράσουν τό μυαλό.