Γράφει ο Φώτης Μιχαήλ, ιατρός
Ο όσιος γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής σε απαντητική του επιστολή (1), σχολιάζοντας το πάθος του θυμού, γράφει: ‘‘…Όταν σοι έλθη θυμός, κλείσε το στόμα δυνατά και μη ομιλήσης εις τον υβρίζοντα ή ατιμάζοντα ή ελεγχοντα ή πολυειδώς σε πειράζοντα άνευ λόγου’’.
Αυτά συμβουλεύει σε δόκιμο μοναχό, δηλαδή, αυτοσυγκράτηση, για τις περιπτώσεις εκείνες, που η καρδιά του κινδυνεύει να καταληφθεί από θυμό εξ αιτίας προσβολών, ύβρεων και γενικώς απρεπούς συμπεριφοράς άλλων μοναχών απέναντί του.
Για τον θυμό, όμως, που είναι δυνατόν να γεννηθεί μέσα μας σε περιπτώσεις δαιμονικών επιθέσεων ή σε απόπειρες αιρετικών να αλλοιώσουν την Πίστη μας, ο όσιος γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής προτείνει εντελώς αλλιώτικη τακτική. Στην ίδια επιστολή γράφει επί λέξει τα εξής: ‘’Ο θυμός καθ’ εαυτόν είναι φυσικός. Όπως τα νεύρα στο σώμα. Είναι και αυτός νεύρον ψυχής. Και οφείλει να τον μεταχειρίζεται ο καθείς εναντίον των δαιμόνων, ανθρώπων αιρετικών, και παντός κωλύοντος από την οδόν του Θεού’’.
Όταν, δηλαδή, ο Ορθόδοξος Χριστιανός εμποδίζεται στον αγιαστικό του αγώνα από τους δαίμονες η από ανθρώπους αιρετικούς, τότε ο θυμός οφείλει να γίνει μέσον προστασίας και αντίστασης πνευματικής στα χέρια του Πιστού.
Αξίζει να παρατηρήσουμε, ότι ο όσιος γέροντας βάζει τους δαίμονες και τους αιρετικούς στην ίδια σειρά. Διότι την ίδια λύσσα έχουν εναντίον μας, τον ίδιο κίνδυνο διατρέχουμε και από τις δυό πλευρές!
Εδώ είναι, που εφαρμόζεται το αγιογραφικό ‘’οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε’’ (Εφεσ. 4, 26). Ο άγιος γέροντας είναι σαφής: Στον αδελφό, που τυχόν μας πικραίνει, μας υβρίζει και μας περιφρονεί, απαντάμε πάντοτε με αγάπη και τρόπο ήμερο. Στις επιθέσεις, όμως, των δαιμόνων, αλλά και σε ανθρώπους αιρετικούς χρειάζεται να δουλέψει το νεύρο της ψυχής. Δηλαδή ο θυμός.
Ο μεγάλος αυτός δάσκαλος της νοεράς προσευχής δεν λέει λόγια δικά του. Επόμενος τοις Αγίοις Πατράσι, επαναλαμβάνει στην ουσία τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος μας διδάσκει: ’’Νεύρον γαρ εστι της ψυχής ο θυμός. Δείν γαρ οίμαι την ίσην σπουδήν έχειν περί τε την αγάπην της αρετής, και περί το μίσος της αμαρτίας’’. (2)
Τώρα λοιπόν που, επισήμως πλέον, τους αμετανόητους αιρετικούς τους ονομάσαμε ‘’εκκλησία’’, που αναγνωρίσαμε ιερωσύνη και μυστήρια στους ψευτοχριστιανούς της Δύσης, που ανώτατοι ρασοφόροι μας καταργούν με την ζωή τους ολόκληρα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεώς μας, που οι περισσότεροι Επίσκοποί μας κρατάνε το στόμα τους κλειστό, λες και δεν συμβαίνει τίποτε, τι δέον γενέσθαι από την πλευρά του κατώτερου κλήρου και των λαικών μελών της Εκκλησίας μας;
Από την μια μεριά το συνέδριο Επισκόπων του Κολυμβαρίου με τις αποφάσεις του μας καλεί, να ενωθούμε απροϋπόθετα με τους αιρετικούς (3) και να πέσουμε έτσι εθελουσίως στην δαιμονική παγίδα της απιστίας. (4)
Άρα: α) Να άρνηθούμε την μοναδικότητα της πολυτίμητης Ορθοδοξίας μας και να γίνουμε ένα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, την ‘’κουρελού του διαβόλου’’, όπως έλεγε και ο αγαπημένος μας άγιος Παίσιος, και
β) να γυρίσουμε την πλάτη στους αγίους Πατέρες μας και να συνταχθούμε με τους λεγόμενους μεταπατερικούς, με την πανθρησκεία και την παναίρεση του οικουμενισμού. (5)
Από την άλλη, όμως, ο Μέγας Βασίλειος και ο όσιος γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, στις επιθέσεις των δαιμόνων και των αιρετικών, μας καλούν να απαντήσουμε με το νεύρο της ψυχής μας, που είναι ο θυμός.
Πάντως, για εμάς τους Όρθοδόξους, εδώ και δυό χιλιάδες χρόνια, η Πίστη είναι αδιαπραγμάτευτη και οι Άγιοι οδοδείκτες μας.
(1). Από το βιβλίο Γέροντος Ιωσήφ ‘’Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας’’, εκδόσεως Ιεράς Μονής Φιλοθέου, σελ. 61.
(2). Ερμηνεία εις την προς Εφεσίους επιστολήν, Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Εκδόσεις ‘’Ορθόδοξος κυψέλη’’, σελ. 446. (Λογ. κατά οργιζομέν.).
(3). ‘’Οι παπικοί και οι Προτεστάντες είναι αιρετικοί, αποτελούν μία κοινότητα, μία δική τους συναγωγή, αλλά δεν είναι Εκκλησία. Οι Παπικοί και οι Προτεστάντες θα είναι και θα γίνουν πάλι Εκκλησία, όταν μετανοήσουν για τις πλάνες τους και έτσι μετανοημένοι ζητήσουν να ξαναγυρίσουν στην Εκκλησία, από την οποία αποκόπηκαν’’. (Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας)
(4). Σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, μία από τις τρεις μορφές απιστίας και αθείας είναι η σιωπή απέναντι στην αίρεση και στους αιρετικούς.
(5). ‘’Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα διά τους ψευδοχριστιανισμούς, διά τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόν ευαγγελικόν όνομά των είναι η παναίρεσις’’ (Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ‘’Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός’’, σελ. 224.).