Επιμέλεια: Στέλλα Μεϊμάρη
Συστάσεις για καλύτερα… “διπλωματικά αποτελέσματα” κάνει ο μητροπολίτης Πειραιώς, κ. Σεραφείμ στον υπουργό Εξωτερικών, κ. Δημήτρη Αβραμόπουλο. εστιάζοντας κυρίως στις ενέργειες του τελευταίου αναφορικά με το θέμα της απαγωγής των δύο μητροπολιτών στη Συρία, καθώς και με το “περιβόητο” υπό ανέγερση τέμενος στο Βοτανικό.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της ανακοίνωσης:
Ο κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος, Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος απηξίωσε να απαντήσει στο υπ’ αριθμ. ημ. Πρωτ. 36/9.1.2013 φιλάδελφο έγγραφό μας για την προστασία της πατρίδος από τις δύο σφηκοφωλιές της γείτονος, τα Τουρκικά Προξενεία Κομοτηνής και Ρόδου με την εφαρμογή των προβλεπομένων στο διεθνές δίκαιο και τον οποίο δυστυχώς είχα αποκαλέσει και φίλο και ο οποίος «αναλύθηκε θεατρικώς» σε «κροκοδείλια δάκρυα» για την εγκληματική απαγωγή του Ελληνορθοδόξου Σεβ. Μητροπολίτου Χαλεπίου κ. Παύλου, κατά σάρκα αδελφού του Μακ. Πατριάρχου Αντιοχείας κ.κ. Ιωάννου και του Συροιακωβίτου «Επισκόπου» Χαλεπίου κ. Ιωάννου και την κακουργηματική δολοφονία και σφαγή των συνοδών των διακόνου και οδηγού από τους καθοδηγουμένους από τις ΗΠΑ και την Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και την Τουρκία φονταμενταλιστές Ισλαμιστές αντάρτες της λεγόμενης Συριακής Αντιπολίτευσης την ίδια στιγμή που «χασκογέλαγε» στην πρόσφατη σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες με τον ενορχηστρωτή όλης αυτής της αισχρής συμμορίας Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Τζων Κέρυ (ΕΘΝΟΣ 24.4.2013, σελ. 11) και την ίδια στιγμή που συνεδρίαζε ανερυθριάστως με τη συμμετοχή του αρχηγού των απαγωγέων, ηγέτη της λεγόμενης Συριακής αντιπολίτευσης κ. G. Sabra.
Ενδεικτική για τα ανωτέρω η πρόσφατη δήλωση στο CNNτου μεγάλου μουφτή της Συρίας ότι μόνο η εντολή του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας, προτεκτοράτων και εντολοδόχων των ΗΠΑ μπορεί να απελευθερώσει -αν ακόμα ζούν- τους δύο απαχθέντες.
Ο ανωτέρω λοιπόν πολυτάλαντος κ. Υπουργός των Εξωτερικών «ομίλησε» και τι είπε; Στην απάντησή του προς τον ανεξάρτητο Βουλευτή κ. Ν. Νικολόπουλο δικαιολόγησε την απόφαση «θεσμοθέτησης» ουσιαστικά του Ισλάμ από το Ελληνικό Κράτος στοιχούμενος με τον έτερο αγωνιστή της δημοκρατίας κ. Γ. Καμίνη που προπαγανδίζει το όραμα του κ. Σόρος, γνωστού Σιωνιστού διατάκτη για την Ισλαμοποίηση της Αθήνας με τα εξής φαιδρεπίφαιδρα λόγια: «…Η κυβέρνηση με διαφάνεια προβαίνει σε κινήσεις που μπορούν να ελεγχθούν από όλους και δεν ετεροπροσδιορίζονται από σκοπιμότητες…τις δράσεις της κυβερνήσεως τις προσδιορίζει το καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον και την απόφαση για την ίδρυση τεμένους στην Αθήνα την έχει προσδιορίσει ακριβώς αυτό το εθνικό συμφέρον, σε βάθος χρόνου, που περιλαμβάνει σειρά κυβερνήσεων».
Με την απάντησή του όμως αυτή αποδεικνύεται άμοιρος των νομικών θεμάτων και των συνταγματικών παραβιάσεων ιδιαίτερα των αρχών της ισότητος και της αναλογικότητος που προκύπτουν ευθέως από την πρακτική στο συγκεκριμένο θέμα των κυβερνώντων και των αντισυνταγματικώς νομοθετησάντων. Γι’ αυτό και προσφύγαμε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο.
Επειδή επιθυμούμε ο κ. Αβραμόπουλος να δίδει σαφέστερες απαντήσεις ας του κάνομε ένα μικρό φροντιστήριο:
Με την διάταξη του άρθρου 43 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας, ότι η σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, που ασκεί την μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με προεδρικά διατάγματα, με τα οποία ρυθμίζονται είτε θέματα καθοριζόμενα σε γενικό πλαίσιο υπό ορισμένους όρους με νόμους που ψηφίζονται από την Ολομέλεια της Βουλής (νόμους-πλαίσια) είτε ειδικά θέματα προσδιοριζόμενα συγκεκριμένα από την εξουσιοδοτική νομοθετική διάταξη. Επιτρέπεται, όμως, κατ’ εξαίρεση από τον τιθέμενο ως άνω κανόνα, να ορισθούν ως φορείς της κατ’ εξουσιοδότηση ασκούμενης κανονιστικής αρμοδιότητος και άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως, εφ’ όσον πρόκειται για ειδικώτερα θέματα η θέματα με τοπικό ενδιαφέρον η με χαρακτήρα τεχνικό η λεπτομερειακό (βλ. ΣτΕ 3973/2009 Ολ.). Ως «ειδικότερα» θέματα, για την ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η νομοθετική εξουσιοδότηση σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα της Διοικήσεως, αποτελούν μερικότερες περιπτώσεις θεμάτων που ρυθμίζονται ήδη, σε γενικό έστω, αλλά πάντως ορισμένο πλαίσιο, στο ίδιο το κείμενο του τυπικού νόμου (βλ. ΣτΕ 4025/1998 Ολ., 2815/2004 Ολ., 125/2009 Ολ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εξουσιοδοτική πράξη του άρθρου 3 παρ. 5 του Ν. 3512/2006, είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί ορισμένη, αφού ελλείπει η οριοθέτηση και απαρίθμηση των ειδικότερων και μερικότερων θεμάτων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης κατά νομοθετική εξουσιοδότηση. Επομένως, δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η επίμαχη εξουσιοδότηση και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη και ανίσχυρη διότι έχουν θεσπισθεί με βάση αντισυνταγματική, κατά τα ανωτέρω και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη διάταξη νόμου.
Ωσαύτως το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο στην ελληνική έννομη τάξη όσον αφορά το ζήτημα της ανέγερσης χώρων λατρείας οποιουδήποτε δόγματος, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Συντάγματος και το άρθρο 9 της Σύμβασης «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, και ειδικότερα, το άρθρο 1 του Α.Ν. 1363/1938 (Α΄ 305), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939 (Α΄ 123).
Οι διατάξεις του νόμου αυτού κρίθηκαν συνταγματικές στο μέτρο που προβλέπουν ότι η ανέγερση η η θέση σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου, ως χώρου θρησκευτικής λατρείας ετεροδόξων η ετεροθρήσκων σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι επιτρεπτή μόνον κατόπιν αδείας, η οποία χορηγείται στους ενδιαφερόμενους από όργανο της Διοικήσεως κατά δεσμία αρμοδιότητα κατόπιν διαπιστώσεως, επί τη βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι αυτοί τελούν θρησκευτική λατρεία υπό τους όρους του Συντάγματος, λαμβανομένης υπ’ όψη και της φύσεως αυτών των όρων.
Ειδικότερα με την υπ’ αριθ. 4202/2012 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ. κρίθηκε ότι δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος : α) το άρθρο 1 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939, καθ’ ο μέρος ορίζει ότι για την ανέγερση η λειτουργία ευκτηρίου οίκου ετεροδόξων η ετεροθρήσκων σε σχέση με τους χριστιανούς της Εκκλησίας της Ελλάδος χορηγείται άδεια σύμφωνα με διατάξεις που καθορίζονται με σχετικό Διάταγμα και β) οι διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότησή του ως άνω άρθρου εκδοθέντος Β.Δ./τος της 205/2.6.1939, καθ’ ο μέρος καθιστούν αποκλειστικώς αρμόδιο για τη χορήγηση της εν λόγω αδείας τον έχοντα γενική αρμοδιότητα επί των υποθέσεων των Θρησκευμάτων Υπουργό (άνευ συμπράξεως εκκλησιαστικής η άλλης αρχής) και περαιτέρω ορίζουν ότι η άδεια χορηγείται κατ’ αίτηση ενδιαφερομένων.
Η μη υποβολή αίτησης κατά τις παραπάνω, κριθείσες συνταγματικές διατάξεις, για την χορήγηση αδείας, αναφέρεται ως μία από τις βασικές αιτίες για τη μη λειτουργία τεμένους στην Αττική, στην εισηγητική έκθεση του Ν. 3512/2006:
«Κύριες αιτίες για τη μη λειτουργία τεμένους στην Αττική έως σήμερα στάθηκαν από τη μία η απουσία ενιαίας έκφρασης του μουσουλμανικού στοιχείου και από την άλλη το ότι δεν είχε υποβληθεί έως σήμερα από τις ίδιες τις μουσουλμανικές κοινότητες επίσημο αίτημα στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που είναι ο αποκλειστικά αρμόδιος φορέας για τη χορήγηση των σχετικών αδειών.»
Έτσι ο νομοθέτης παρακάμπτοντας την διαδικασία που προβλέπουν οι παραπάνω διατάξεις, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία για την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους, παραβιάζοντας αφενός ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, ήτοι την υποβολή αιτήματος και την έκδοση αδείας από την αρμόδια αρχή, και αφετέρου την αρχή της ισότητας αφού επιφυλάσσει προνομιακή μεταχείριση στη θρησκευτική μειονότητα των μουσουλμάνων προκειμένου να ικανοποιήσει την, τεκμαιρόμενη κατά την εισηγητική έκθεση, ανάγκη τους για δημιουργία χώρου λατρείας.
Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1847/2008,3059/2009 Ολ.), από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1, 20 παρ.1, 24 παρ.1 και 2, 26 και 28 παρ.1 και 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι δεν αποκλείεται μεν η, κατ’ απόκλιση από τη συνήθη διοικητική διαδικασία που προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία, θέσπιση με τυπικό νόμο ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, υπό την προϋπόθεση όμως ότι με τις ρυθμίσεις αυτές δεν θίγονται ατομικά δικαιώματα και δεν παραβιάζονται άλλες συνταγματικές διατάξεις η αρχές, καθώς και οι σχετικοί ορισμοί του κοινοτικού δικαίου. Εφ’ όσον, πάντως, πρόκειται για απόκλιση από την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, η θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και, επομένως, οι λόγοι που επιβάλλουν την ανωτέρω απόκλιση και οι οποίοι ανάγονται όχι στη διαδικασία ψηφίσεως του νόμου αλλά στις προϋποθέσεις ασκήσεως της νομοθετικής λειτουργίας πρέπει να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου (βλ. και ΣτΕ 1581/2009, παραπ. Ολ.)
Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ωστόσο τόσο του άρθρου 29 παρ. 5 εδ. β΄ του ν. 4014/2011 όσο και του άρθρου 3 παρ. 5 του ν. 3512/2006, δεν προκύπτουν σε κανένα σημείο οι λόγοι προσφυγής στη ειδική αυτή διαδικασία, παρά μόνο αναδεικνύεται μία προσπάθεια της πολιτικής εξουσίας να ρυθμίσει το επίμαχο ζήτημα, κατά καταστρατήγηση του δικαστικού ελέγχου. Ως εκ τούτου, η επίμαχη ρύθμιση παρίσταται προδήλως αντισυνταγματική και αντίθετη στην πάγια νομολογία του ΣτΕ.
Το άρθρο 24 του Συντάγματος απευθύνει επιταγές στο νομοθέτη (κοινό η κανονιστικό) να ρυθμίσει την χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό, υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με τη φυσιογνωμία, τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλυτέρων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, απαγορεύεται, καταρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού η του διαγραφομένου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κατά πόσο υποβαθμίζεται το περιβάλλον.
Ειδικότερα, κατά τον καθορισμό η την τροποποίηση χρήσεων γης, οι οποίες αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος επιβαλλομένης, κατά τα ανωτέρω, ορθολογικής χωροταξίας και πολεοδομίας και καθορίζουν την πολεοδομική φυσιογνωμία κάθε οικισμού, από την οποία, ενόψει και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, εξαρτάται η λειτουργικότητά του, πρέπει να αναζητείται ο πλέον πρόσφορος τρόπος θεραπείας των πολεοδομικών αναγκών, δυνάμει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, συναπτομένων προς τον σεβασμό του περιβάλλοντος, την ασφάλεια, υγιεινή και αισθητική, αλλά και την λειτουργικότητα των πόλεων και οικισμών, την ικανότητά τους, δηλαδή, να επιτελούν την κύρια λειτουργία τους. Κατά την θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων τόσο η Διοίκηση, όσο και ο κοινός νομοθέτης οφείλουν, προκειμένου να επιτευχθεί ο ανωτέρω σκοπός της εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλυτέρων όρων διαβιώσεως, να λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα και τις εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήμης που αφορά στην συγκεκριμένη ρύθμιση. Επομένως, νομοθετική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, μόνον εφόσον έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινόμενη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης (βλ. ΣτΕ 418/2011(Ολ.) 123/2007, 3838/2009). Η απουσία οιασδήποτε αιτιολογίας, προκύπτει αβίαστα από το περιεχόμενο της παρεμπιπτόντως εξεταζόμενης νομοθετικής διάταξης, γεγονός που την καθιστά αντίθετη στο ως άνω άρθρο του Συντάγματος.
Με τον Ν.3512/2006 δεν αιτιολογείται επαρκώς η αναγκαιότητα της κατασκευής του έργου στην περιοχή του Βοτανικού, στο κέντρο της Αθήνας, με παραχώρηση τμήματος κοινοχρήστου χώρου, και δη σε μία πόλη που κατ’ εξοχήν στερείται κοινοχρήστων χώρων. Κατά τη νομοθετική λοιπόν χωροθέτηση του συγκεκριμένου έργου, δεν ελήφθη υπόψη η επιβάρυνση του περιβάλλοντος (οικιστικού, πολιτιστικού και ανθρωπογενούς) που θα προκύψει με βεβαιότητα από την κατασκευή και λειτουργία στο συγκεκριμένο χώρο τόσο του τεμένους όσο και του γηπέδου του Παναθηναικού. Ωστόσο, η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου έγινε άνευ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και χωρίς να προκύπτει ότι εξετάστηκαν η σταθμίστηκαν άλλες εναλλακτικές λύσεις.
Εξάλλου, όπως έχει κριθεί νομολογιακά, η διατήρηση των κοινοχρήστων χώρων και μάλιστα των χώρων πρασίνου, αποτελεί πρωταρχικό όρο για την προστασία των πόλεων και των οικισμών, ώστε η μείωσή τους η η αναίρεση της πολεοδομικής λειτουργίας τους να συνιστά ανεπίτρεπτη επιδείνωση των όρων διαβιώσεως των κατοίκων και υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η σχετική δε ρύθμιση υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο. Ο έλεγχος όμως αυτός, ως έλεγχος ορίων δεν εξαντλείται σε αριθμητικούς υπολογισμούς της εκτάσεως των κοινοχρήστων χώρων, αλλά λαμβάνει υπόψη και κάθε στοιχείο της συγκεκριμένης περιπτώσεως που επιτρέπει στον δικαστή ακόμη και το συμπέρασμα ότι συγχωρείται εν προκειμένω η αριθμητική μείωση της εκτάσεως των Κοινοχρήστων Χώρων, εν όψει του τελικού, συνολικού, οφέλους που προκύπτει για την πόλη από την αναδιάταξη κοινοχρηστων χώρων και στον βαθμό που η μείωση αυτή παρίσταται ως απολύτως αναγκαία. Ο κανόνας αυτός συνδέεται άμεσα με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και του πολεοδομικού κεκτημένου, στο μέτρο, που οποιαδήποτε μείωση των κοινόχρηστων χώρων συνιστά πολεοδομική οπισθοδρόμηση και επιδείνωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων. Η απαγόρευση απομείωσης των κοινόχρηστων χώρων αποτελεί, συνεπώς, κανόνα αναγνωρισμένο τόσο με την αυξημένη τυπική ισχύ του Συντάγματος (αρθρ. 24 παρ. 2 Συντ.) όσο και με βάση το ειδικό νομοθετικό καθεστώς. (βλ. σχετ. Ι. Μαθιουδάκη, Η αναδιάταξη των κοινοχρήστων χώρων κατά την τροποποίηση του σχεδίου πόλης, Ιαν. 2012, www.nomosphysis.gr)
Η αντίθεση του Ν.3516/2006 σε σειρά συνταγματικών διατάξεων λόγω της μη θέσπισης περιορισμών όσον αφορά τη λειτουργία του τεμένους είναι απόλυτη. Δυστυχώς τα πρόσφατα γεγονότα με τις βομβιστικές επιθέσεις στη Ν. Υόρκη, στη Βοστώνη καθώς και η τραγική απαγωγή του Ελληνορθοδόξου Μητροπολίτου Χαλεπίου κ.κ. Παύλου και του Συροιακωβίτου «’Επισκόπου» Ιωάννου καθώς και η εγκληματική σφαγή του Διακόνου και του οδηγού του και η εγκληματική δράση του Ισλάμ σε άλλες περιοχές σε άλλες περιοχές ανά την υφήλιο αναδεικνύουν έτι περαιτέρω τη σημασία του συγκεκριμένου λόγου. Ο ως άνω νόμος θα έπρεπε να προβαίνει σε αναλυτική πρόβλεψη και ρύθμιση των περιορισμών όσον αφορά την λειτουργία του, ρύθμιση η οποία δεν μπορεί παρά να υπερβαίνει τις γενικές ρυθμίσεις δημόσιας τάξης της έννομης τάξης μας. Καί τούτο, γιατί είναι προφανές, ότι δεδομένου του εξαιρετικά ευαίσθητου χαρακτήρα του ζητήματος, δεν μπορεί η νομοθετική εξουσία να αγνοεί ενδεχόμενους κινδύνους τόσο από τη λειτουργία του τζαμιού, στύλος της θρησκευτικής παραδοχής του οποίου είναι ο λεγόμενος Ιερός πόλεμος κατά των απίστων (Τζιχάντ) και η επιβολή της σαρίας (Ισλαμικού Νόμου). Οι παράγοντες αυτοί οι οποίοι θα καθιστούσαν την περιοχή ιδιαίτερα «εύφλεκτη», επιτάσσουν την αυστηρά προσδιορισμένη ρύθμιση ήδη από τον ως άνω νόμο, η δε απουσία τέτοιων ρυθμίσεων τον καθιστά, όπως και την σχετική υπουργική απόφαση αντίθετους στο Σύνταγμα.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ