Του Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Στο κείμενο της Θείας Λειτουργίας συναντάμε μικρές λέξεις, μοναδικές ή και μικρές εκφράσεις δύο -τριών λέξεων. Ναί, είναι μικρές. Ωστόσο κρύβουν μεγάλο θεολογικό νόημα. Έχουν πνευματική αξία παρ’ ότι είναι μία λέξη, δυό λέξεις.
Αναφέρουμε, λοιπόν, μερικές:
Α’. «Κύριε ελέησον».
Αυτές οι δύο λέξεις πολύ συχνά λέγονται ή ψάλλονται κατά την διάρκεια της Θ. Λειτουργίας. Αλλά και στις άλλες – σ’ όλες τις Ιερές Ακολουθίες της Εκκλησίας μας τις ακούμε. Άλλοτε μία φορά, άλλοτε τρεις και δώδεκα και σαράντα. Συνήθως στη Θ. Λειτουργία μετά από μία δέηση και ικεσία προς τον Χριστόν ακολουθεί το «Κύριε Ελέησον». Είναι δύο λέξεις αλλά με βαθύτατο θεολογικό περιεχόμενο, μεγάλης πνευματικής αξίας.
Αλλά τι σημαίνει η φράση αυτή; Κατ’ αρχήν λέγοντας το «Κύριε», σημαίνει ότι αναγνωρίζω και παραδέχομαι τον Υιόν και Λόγον του Θεού, τον Χριστόν ως τον Κύριόν μου και τον Θεόν μου. Καταθέτω την στιγμή που προφέρω την λέξη αυτή, την βαθύτατη εγκάρδια ομολογία μου ότι ο Χριστός είναι ο Κυβερνήτης της ζωής μου, ο Αρχηγός της Ζωής και ο Λυτρωτής εκ του θανάτου. Και έπειτα η άλλη λέξη: «Ελέησον». Σημαίνει ότι ζητώ το έλεος, την φιλανθρωπία και την Χάρι του Κυρίου μου. Σημαίνει ότι επιθυμώ με συντριβή και ταπείνωση στη καρδιά μου να έλθει το θείο έλεος για να με λυτρώσει από την αιχμαλωσία της αμαρτίας και να με φέρει στη χαρά της σωτηρίας.
Μ’ αυτές τις δύο, μικρές μεν, αλλά μεγάλες λέξεις, «Κύριε Ελέησον», εκφράζεται η αληθινή θέση μας απέναντι στον Πλάστη μας και στο όλο μυστήριο της σωτηρίας και της αποκαταστάσεως του ανθρωπίνου γένους. Χωρίς το έλεος του φιλευσπλάχνου Θεού δεν υπάρχει σωτηρία. Γιατί το έλεος της Εσταυρωμένης Αγάπης μας σώζει και αυτό μας φέρνει στον Παράδεισο.
Με την ικεσία αυτή, το: «Κύριε Ελέησον», έζησε αιώνες η Εκκλησία. Στο αρχαιότατο σύγγραμμα «Διαταγαί των Αποστόλων» αναφέρεται ότι στη Θεία Λειτουργία όλος ο λαός έλεγε το: «Κύριε Ελέησον» και «προ πάντων τα παιδία». (P.G. 1, 6, 1077). Αυτό το επιβεβαιώνει και ο άγιος Ιερώνυμος, ο οποίος γράφει ότι όταν λεγόταν το: «Κύριε Ελέησον», αυτό ακουγόταν ως βροντή, η οποία ανέβαινε από τη γη στον ουρανό. Μακάρι και σήμερα όλοι οι εκκλησιαζόμενοι να προφέρουν το: «Κύριε Ελέησον», όπως το έκαναν οι πιστοί των πρώτων αιώνων με ιερό πόθο και αγάπη προς τον Σωτήρα Χριστό. Ιδιαίτερα, για τους μοναχούς και τους ασκητές το: «Κύριε Ελέησον» είναι η αρχή, η μεσότητα και το τέλος της βιοτής τους. Δεν νοείται μοναχός χωρίς το: «Κύριε Ελέησον» στα χείλη και στην καρδιά, στην καρδιά και στα χείλη. Αλλά και κάθε πιστός, κάθε ψυχή οφείλει να προφέρει με πίστη και ταπείνωση τη μικρή αυτή και μεγαλειωδέστατη προσευχή, το: «Κύριε Ελέησον», που όπως έλεγε ο άγιος Παΐσιος περιέχει «όλες τις βιταμίνες». Φυσικά αυτή η ικεσία δεν πρέπει να λέγεται ξερά και τυπικά, αδιάφορα και επιπόλαια.
Οφείλουμε, λοιπόν, αυτό το τόσο σημαντικό αίτημα, το: «Κύριε Ελέησον» να το απαγγέλλουμε, «εν παντί καιρώ και πάση περιστάσει», κατ’ εξοχήν βέβαια στην ευχαριστιακή σύναξη. Με το «Κύριε Ελέησον» ανοίγει ο δρόμος προς την μετάνοια προς την συνάντησή μας με τον Μακρόθυμο, Πολυέλαιο, Παντελεήμονα και Φιλάνθρωπο Κύριόν μας, προς την απάντηση της αγάπης Εκείνου, προς την «αγίαν θεωρίαν». Το «Κύριε Ελέησον» μπορούμε ακόμη να το λέμε και σε ώρες δύσκολες, σε στιγμές μοναξιάς, και θλίψης και χαράς, όπου και αν βρισκόμεθα. Και στο σπίτι και στο γραφείο μας, και στο νοσοκομείο, στο κατάστημα, στο αεροπλάνο, στο δρόμο, στο σχολείο και στο στρατό, και στον ερχομό της ζωής και στις στιγμές προ του θανάτου. Ο Ι. Χρυσόστομος υπογραμμίζοντας μάλιστα την αξία αυτής της δεήσεως γράφει:
«Όπου γαρ έλεος, εξέτασις ουκ έστιν˙
όπου έλεος, δικαστήριον ου κάθηται˙
όπου έλεος ανεξέταστος σωτηρία˙
όπου έλεος συγχωρείται η απολογία˙
Ελεηθήναι ζητώ μόνον» (P.G., 55, 577).
Σε μία εποχή όπου ο νούς, η καρδιά, οι αισθήσεις και οι προκλήσεις μας καθηλώνουν στη φθαρτή γη, «όσοι πιστοί», ας προστρέχουμε στο θεικό έλεος. Το «Κύριε Ελέησον», η επίκληση αυτή του Ονόματος του Ιησού Χριστού και η εκζήτηση του ελέους του αποτελεί το ισχυρότερο πνευματικό καταφύγιο. Είναι δύναμη ψυχής.
Β’. «Παράσχου Κύριε».
Είναι μία άλλη μικρή φράση, γεμάτη παράκληση, ικεσία προς τον Κύριον. Λέγεται κυρίως σε κάθε δέηση όταν λέγονται τα «Πληρωτικά». Σημαίνει «δώσε μας Κύριε αυτό που σου ζητήσαμε και σε παρακαλέσαμε εμείς οι αδύνατοι αλλά πιστοί δούλοι Σου». Χάρισε αυτό που σου ζητάμε. «Παράσχου Κύριε».
Εδώ καταφαίνεται, ότι χωρίς τον Θεό τίποτα δεν μπορούμε να επιτύχουμε. Ισχύει το του Απ. Παύλου: «Το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστί, και το ασθενές του Θεού ισχυρότερον των ανθρώπων εστί» (Α’ Κορ. α’,25). Ακρογωνιαίος λίθος της ύπαρξής μας είναι Αυτός, Ούτος ο Κύριος. Αυτός να δώσει τα αγαθά Του, τα θεία δωρήματά Του, την χάριν και ευδοκία Του. Ο Ψαλμωδός θα πεί: «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες» (Ψ. 126,1). Τα πάντα εκ Θεού. Τι ζητάμε με τα «Πληρωτικά»; Η ημέρα μας να είναι τέλεια, αγία, ειρηνική, αναμάρτητη, να μας στείλει φύλακα άγγελο. Ζητάμε τα καλά και συμφέροντα για τις ψυχές μας, ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής μας να’ ναι ειρηνικός και να έχουμε χριστιανά τέλη. Όλα αυτά από την θεία Πρόνοια, την θεία αντίληψη, από τον Κύριόν μας. Αλλοίμονο στον άνθρωπο, ο οποίος απώλεσε την συναίσθηση της αδυναμίας του και νομίζει ότι τα πάντα τα οφείλει στις δικές του ικανότητες. Αυτή η αίσθηση είναι μία επανάσταση κατά του Θεού. Ο Απ. Παύλος τονίζει πολύ χαρακτηριστικά: «Πεποίθησιν δε τοιαύτην έχομεν διά του Χριστού προς τον Θεόν ουχ ότι ικανοί εσμεν αφ’ εαυτών λογίσασθαί τι ως εξ εαυτών , αλλ’ η ικανότης ημών εκ Θεού» (Β’ Κορ. γ’, 4-5). Με χριστιανική μετριοφροσύνη και με επίγνωση της αδυναμίας μας να λέγουμε το «Παράσχου Κύριε».
Έπειτα στο «Παράσχου Κύριε», κρύπτεται και η έννοια της υπακοής. Υπακοή στο θείο θέλημα. Εμείς ζητάμε, αλλ’ Εκείνος αποφασίζει και χαρίζει. Άλλωστε Αυτός Ούτος ο Κύριος έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Επομένως η υπακοή είναι μίμηση Χριστού. Και αυτή η μίμηση μας εξυψώνει, φέρει την γαλήνη της ψυχής, την πνευματική μας αναγέννηση. Δεν αγωνιούμε, δεν μεμψιμοιρούμε, δεν αμφιβάλλουμε για την Πρόνοια του Θεού. Εκείνος γνωρίζει τι και πως θα μας δώσει απ’ αυτά που του ζητάμε με τις δεήσεις μας. Και ο Θεός βραβεύει την υπακοή μας.
Γ’. «Αλληλούια».
Συχνή και αυτή η λέξη στη Θ. Λειτουργία. Μία λέξη μοναδική, υπέροχη, γεμάτη μεγαλοπρέπεια. Πραγματικά μία λέξη άθροισμα χαρισμάτων, γεμάτη θεικό μυστήριο. Ειλικρινά το «αλληλούια» παίρνει τον πιστό και τον αναβιβάζει στα ουράνια, τον κάμνει συμψαλμωδό των ουρανίων αγγελικών ταγμάτων, Τω όντι, μία θαυμάσια όλως εκκλησιαστική λέξη, της λατρείας της Εκκλησίας μας.
Προέρχεται από την εβραική γλώσσα και σημαίνει: «Αινείτε τον Κύριον». Πρόκειται για την πλέον σύντομη και θριαμβευτική δοξολογία προς τον Κύριον των όλων, τον Θεό. Φέρεται επί κεφαλής είκοσι Ψαλμών του Ψαλτηρίου, για αυτό και ο ιερός Αυγουστίνος τους ψαλμούς αυτούς τους ονόμασε «αλληλουιακούς», αλλά και στην Αποκάλυψη έρχεται ως επινίκιος ιαχή. Στο 19ο κεφάλαιο του προφητικού αυτού βιβλίου της Καινής Διαθήκης αναφέρεται τέσσερις φορές στους στίχους ακριβώς όπου γίνεται λόγος για την θριαμβευτική νίκη του Χριστού, κατά του θηρίου και κατά των εχθρών της αποστασίας. Είναι η ωδή του θριάμβου στους ουρανούς, είναι το Αλληλούια των αγγέλων, ο θαυμάσιος δοξολογητικός ύμνος τους. Είναι, λοιπόν, προσευχή, δοξολογητική ανάβαση της ψυχής μας προς τον Ύψιστο και Θεό μας. Με το «Αλληλούια» πραγματικά δοξολογούμε το Θεό. Και δεν υπάρχει επί της γης αλλά και στον ουρανό θαυμασιότερο, μυσταγωγικώτερο, ιεροπρεπέστερο, λαμπρότερο υπαρξιακό γεγονός από το να δοξάζει ο χοικός άνθρωπος τον Πλάστη και Δημιουργό του. Ο Απ. Παύλος τονίζει πολύ χαρακτηριστικά: «Δοξάσατε δη τον Θεό εν τω σώματι υμών άτινα εστί του Θεού» (Α’ Κορ., 6,20).
Γι’ αυτό δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Για την αιώνια δοξολογία του Θεού. «Το υμνείν και δοξάζειν απαύστως τον Θεόν». Γι’ αυτή την ανείπωτη χαρά και πνευματική ευφροσύνη να «ορά», να βλέπει το Θεό και να τον δοξάζει. Υπέροχα είναι εν προκειμένω τα λόγια του Ι. Χρυσοστόμου: «Η ψυχή είναι ένας μουσικός, είναι ένας τεχνίτης, ενώ το σώμα είναι όργανο, που κατέχει τη θέση της κιθάρας, του αυλού και της λύρας. Οι άλλοι λοιπόν μουσικοί δεν βρίσκονται διαρκώς με όλα τα όργανα, αλλ’ άλλοτε κρατούν αυτά στα χέρια τους και άλλοτε τ’ αφήνουν διότι ο καιρός της μελωδίας δεν είναι γι’ αυτούς διαρκής γι’ αυτό ακριβώς ούτε και μεταχειρίζονται διαρκώς τα όργανα˙ εσένα όμως ο Θεός θέλοντας να σε διδάξει, ότι οφείλεις πάντοτε ν’ ανυμνείς και να δοξάζεις αυτόν, ένωσε για πάντα το όργανο με τον τεχνίτη. Πρέπει αδιάκοπα να προσευχόμαστε να είναι αδιάκοπα συνδεδεμένο το όργανο με τον τεχνίτη». (Ομιλία εις την Μεγ. Εβδομάδα, ΕΠΕ 335,3).
Έτσι στη Θ. Λειτουργία προ της αναγνώσεως του Ι. Ευαγγελίου ακούγεται το «Αλληλουάριον». Η «Τάξις» αναφέρει τα κάτωθι: «Ηχίζει ο μονοφωνάρης το ενήχημα του τυχόντος ήχου και άρχεται ο α’ χορός ψάλλειν το τριπλούν Αλληλούια. Είτα ο μονοφωνάρης του ετέρου χορού εκφωνεί τον α’ στίχον και ο χορός ψάλλει πάλιν το Αλληλούια εις το αυτό μέλος. Και τριττεύεται το ψάλμα του μονοφωνάρη του α’ χορού απαγγέλλοντος τον β’ στίχον και του χορού ψάλλοντος το Αλληλούια εις μέλος το αυτό, ή και εις άλλαγμα μέλους, πάντως του αυτού ήχου, και ποιούντος τέλος. Κατά τον καιρόν της ψαλμωδήσεως του Αλληλούια ο διάκονος θυμιά την αγίαν τράπεζαν γύρωθεν και από των βημοθύρων τας αγίας εικόνας και τον περιεστώτα λαόν. Ακολούθως ανέρχεται, κατά την τάξιν, εις τον Άμβωνα διά την εκφωνητικήν απαγγελίαν του Ευαγγελικού Αναγνώσματος».
Με το «Αλληλούια» λοιπόν ο πιστός, δοξάζει και ευχαριστεί τον Θεό. Και δοξάζοντας τον Θεό δοξάζει τον εαυτό του γιατί αρχίζει πλέον να γνωρίζει τον Θεό και να τον αναγνωρίζει ως Σωτήρα και Λυτρωτή του, ως Κύριο και Πλάστη του. Ψάλλοντας «Αλληλούια» ο πιστός χριστιανός δεν μπορεί να μένει στα πάθη του. Πρέπει να τα κατακάψει. Δεν μπορεί να περπατά στα μονοπάτια της ανομίας. Οφείλει να βαδίσει μια νέα πορεία με οδηγητικό φως το νόμο του Θεού.
Ας υμνούμε και ας δοξολογούμε το Θεό με το «Αλληλούια», όχι μόνο με τα χείλη μας, αλλά πολύ περισσότερο με τη ζωή μας. Ο Θεός θέλει να ψάλλουμε «Αλληλούια» χωρίς σκιά αμαρτωλή μέσα μας. Τότε το «Αλληλούια» είναι ευπρόσδεκτο, γνήσιο αληθινό, μακάριο. Αγγέλων, λοιπόν, συνόμιλοι, ας καλλιεργούμε στο είναι μας τον δοξολογικό ύμνο «Αλληλούια».
Δ’. «Σοι Κύριε».
Άλλες δύο λέξεις. Σε σένα Κύριε. «Σοι Κύριε».
Ο Χριστός, ο Κύριος και Θεός μου που είναι «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας (Εβρ. ιγ,8) βοηθεί να επιτύχουμε μέσα στην Εκκλησία τη βίωση του εσχατολογικού στοιχείου και της αιωνιότητος ως διαρκούς παρόντος. Το «Σοι Κύριε» ανταποκρίνεται σ’ αυτό. Στο πρόσωπο του Θεανθρώπου οι πιστοί ζούν «τα μεν οπίσω επιλανθανόμενοι, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενοι» (Φιλιπ. γ’, 14). Έτσι ωριμάζουμε εν Χριστώ όταν όλα τα αναθέτουμε σ΄ Εκείνον. Ο Απ. Παύλος θα υπογραμμίσει: «Μόνον εν Κυρίω» (Α’ Κορ. 7,39) και θα προσθέσει «δοκιμάζοντες τι εστιν ευάρεστον τω Κυρίω» (Εφεσ. ε’,10) σε κάθε περίπτωση. Δεν μπορεί από μόνοι μας τίποτα να κάμνουμε. Ο Θεός δύναται εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα Αβραάμ» (Ματθ.γ’,9), γι’ αυτό ουδόλως πρέπει να απελπιζόμεθα. Να προσευχόμεθα, «Σοι Κύριε», σε Σένα Κύριε όλα τα αναθέτουμε. Η μικρή αυτή φράση ως ικεσία είναι «κλείς θαυμαστή» με την οποία ανοίγονται οι ουρανοί και κατέρχονται οι πλούσιες δωρεές του Ουρανίου Πατρός.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το: «Σοι Κύριε» λέγεται κάθε φορά που έχει προηγηθεί η σπουδαιοτάτη φράση:«Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Προσέτι λέγεται όταν έρχεται η πρόσκληση: «Τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν». Ναί, σε Εσένα Κύριέ μας σκύβουμε ταπεινά τας κεφαλάς μας για την Χάρι Σου. Η Χάρις αυτή όταν με όλο μας το είναι ψάλλουμε το «Σοι Κύριε» προσφέρεται δωρεάν ως έκφραση της αγάπης Του. Είναι η εύνοια και η ευδοκία του Πατέρα για μας, τα παιδιά του. Ο Απ. Παύλος θα τονίσει: «Χάριτι εστέ σεσωσμένοι» (Εφεσ. β’,5) και σε μία άλλη του επιστολή, την προς Ρωμαίους, μας υπενθυμίζει, ότι έχουμε δικαιωθεί και έχουμε σωθεί «δωρεάν τη αυτού χάριτι διά της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού» (γ’,24).
Έτσι η συνεχής εμπειρία του πιστού, που ζει λειτουργικά, που βιώνει το «Σοι Κύριε» είναι τω όντι ένα πνευματικό θάμβος και ένα ιερό δέος ενώπιον του Κυρίου. Ευλογία ανεκτίμητη.
Ε’. «Ειρήνη πάσι».
Πολλά λόγια για την ειρήνη. Πολλές οι κοσμικές πορείες. Έχουμε σκεφθεί όμως ότι το μεγαλύτερο «κίνημα ειρήνης» είναι η Εκκλησία; Ότι η κιβωτός και το λιμάνι της ειρήνης κρύβεται στο μέγα μυστήριο της Εκκλησίας; Ότι αιώνες τώρα η μητέρα Εκκλησία δέεται στον Κύριο και Λυτρωτή για την ειρήνη στον κόσμο;
Πράγματι, «Ειρήνη πάσι». Αυτές τις δύο λέξεις, τόσες και τόσες φορές τις ακούμε στην ορθόδοξη λατρεία μας. Σε κάθε ιερή ακολουθία και προπαντός στη Θεία Λειτουργία ακούμε τις δύο αυτές λέξεις. «Ειρήνη πάσι». «Ειρήνη σε όλους». Ειδικότερα η Θ. Λειτουργία ξεκινά με τις δεήσεις εκείνες που ονομάζονται «Ειρηνικά» και τελειώνει με το «εν ειρήνη προέλθετε». Παντού λοιπόν η «τελειοτάτη των ευλογιών», όπως έχει ονομασθεί, η γεμάτη θεολογική περιεχόμενο φράση: «Ειρήνη πάσι». Ωραιότατα ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει: «Πανταχού ειρήνην αιτούμεν. Ουδέν γαρ ταύτης ίσον εν ταίς εκκλησίαις ειρήνην, εν ταίς ευχαίς, εν ταίς λιταίς, εν ταίς προσρήσεσι και άπαξ, και δις, και τρις, και πολλάκις αυτήν δίδωσιν ο της Εκκλησίας προεστώς, Ειρήνη υμίν, επιλέγων. Διά τι; Ότι αύτη μήτηρ πάντων των αγαθών εστιν, αύτη της χαράς υπόθεσις. Διά τούτο και ο Χριστός εισιούσιν εις τας οικίας τοις αποστόλοις τούτο λέγειν προσέταξεν ευθέως, καθάπερ τι σύμβολον των αγαθών˙ «Εισερχόμενοι γαρ», φησίν, «εις τα οικίας, λέγετε, Ειρήνη υμίν». Ταύτης γαρ ουκ ούσης, πάντα περιττά. Και πάλιν τοις μαθηταίς έλεγεν, «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν». Αύτη τη αγάπη προοδοποιεί. Και ου λέγει ο της Εκκλησίας προεστώς, Ειρήνη πάσι. Τι γαρ όφελος, αν μετά τούδε μεν ειρήνην έχωμεν, μεθ’ ετέρου δε πόλεμον και μάχην; τι το κέρδος;». (P.G. 62, Ομιλία ΙΙΙ,322). Και ο Πατριάρχης Κων/λεως Γερμανός ο Α’ (8ος αι.) γράφει: «Ώσπερ μεσίτης διαλάσσων και ειρηνοποιών τους μαχομένους, ούτως εστίν ιερεύς, μέσον Θεού και ανθρώπων εστώς, τα προς ειρήνην ζητών».
Αυτής της ειρήνης της εν Κυρίω ειρήνης, έμπρακτη εκδήλωση και επισφράγιση ήταν στην αρχαία Θ. Λειτουργία «ο ασπασμός της ειρήνης». Το ιερό αυτό φίλημα δεν το έδιναν μόνο οι ιερείς μεταξύ τους αλλά και όλοι οι πιστοί με σοβαρότητα και σεμνότητα. Το νόημα της αρχαιοτάτης αυτής συνήθειας το δείχνουν τα λόγια που έλεγε προ του ασπασμού ο διάκονος προς τον λαόν: «Μη τις κατά τινος, μη τις εν αποκρίσει» (Αποστ. Διαταγαί Β’, ΝΖ’).
Η Εκκλησία, λοιπόν, διά του ιερουργούντος ιερέως μεταδίδει στους πιστούς την ειρήνη του Χριστού. Άλλωστε για να προσευχηθούμε πραγματικά χρειαζόμεθα την ειρήνη. Και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά αφού πρώτος ο Χριστός μετά την Ανάστασίν Του ευλόγησε τους μαθητές Του με την φράση: «Ειρήνη υμίν» (Ιω. κ’,19). Ο ίδιος ο Χριστός είναι η ειρήνη! Είπε: «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιω. ιδ’,27). Ο Απ. Παύλος το διακηρύττει στην προς Εφεσίους επιστολή του: «Αυτός εστιν η ειρήνη ημών» (Εφεσ. β’,14). Συνεπώς όταν η Εκκλησία λέγει το «Ειρήνη πάσι» στους πιστούς χριστιανούς δεν δίνει απλώς μια φλύαρη, επιπόλαιη, τυπική ειρήνη, αλλά προσφέρει την σαρκωμένη ειρήνη που είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο Θεός της ειρήνης. Ο Χριστός είναι ειρήνη με τα θεία Του λόγια. Διότι η αλήθεια την οποία κήρυξε και παρέδωσε στους Αποστόλους, στην Εκκλησία Του και στους πιστούς, αυτή επαναπαύει και ειρηνεύει την ανθρώπινη καρδιά. Μόνο η αλήθεια του Ευαγγελίου ειρηνεύει το ανθρώπινο πνεύμα αφού δίνει τις πραγματικές και αληθινές «σταθερές» τις αρχές εκείνες οι οποίες προφυλάσσουν από την πλάνη και φωτίζουν τον νού του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος τηρεί την θεία διδασκαλία στη ζωή του, το νόμο του Θεού, τότε αληθινά ειρηνεύει μέσα του. Αλλά βέβαια για να κατοικήσει ο «Άρχων της ειρήνης» ο Χριστός μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, χρειάζεται η αναγεννητική χάρη του Παναγίου Πνεύματος και η συνέργεια του ίδιου του ανθρώπου.
Η ειρήνη έρχεται σ’ εκείνον τον πιστό που έχει αναγεννηθεί με το Βάπτισμα, που μετανοεί και εξομολογείται τις αμαρτίες του, που τρέφεται με το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Τότε ο Χριστός που είναι η ειρήνη γίνεται και «ειρήνη ημών». Ζώντας έτσι την ειρήνη εν τω Χριστώ ειρηνεύει και ο διπλανός, ο συνάνθρωπος, ειρηνεύει όλη η κτίση. Υπέροχα το διατυπώνει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Ειρήνευσον εν σεαυτώ και ειρηνεύσει σοι ο ουρανός και η γη».
Τον πανανθρώπινο αυτόν πόθο, την ειρήνη, μόνο ο Χριστός προσφέρει αληθινά στον κόσμο, γιατί Αυτός είναι η ρίζα και η πηγή της πραγματικής ειρήνης.
Σήμερα που ψάχνει ο άνθρωπος για να βρεί την ειρήνη, που προσπαθεί να υπερβεί τους διχασμούς και τις διαιρέσεις και που ακούγονται απειλές πολέμου και ποικίλες ταραχές, η ευχή και προσευχή πρέπει να είναι πιο έντονη και πιο ικετευτική. «Κύριε… ειρήνην τω κόσμω σου δώρησαι, ταίς Εκκλησίαις σου, τοις ιερεύσι, τοις άρχουσιν ημών, τω στρατώ και παντί τω λαώ σου».
ΣΤ’. «Άνω σχώμεν τας καρδίας».
Κατά την ιερή στιγμή της Αγίας Αναφοράς στη Θεία Λειτουργία, καθώς όλο και προχωρούμε προς το κέντρο της Ευχαριστίας, της αναιμάκτου θυσίας, ακούγεται η εκφώνηση από τον λειτουργό ιερέα: «Άνω σχώμεν τας καρδίας». Και ο λαός απαντά: «Έχομεν προς τον Κύριον».
Πραγματικά, εκείνη τη φοβερή στιγμή ανεβαίνουμε πνευματικά και τίποτα άλλο δεν απασχολεί το νού μας παρά ολόκληρο το είναι μας, είναι στα χέρια του Θεού. Ανεβαίνουμε όλοι μας, κληρικοί και λαικοί, στο μυστικό όρος της μεταμορφώσεώς μας. Οι καρδιές μας είναι στον ουρανό. Ζούμε στην αγάπη του Χριστού που Εκείνος είναι τώρα Θύτης και Θύμα για τη σωτηρία μας.
Ο λειτουργός ιερέας σηκώνει τα χέρια του και δείχνει και κοιτάζει ψηλά, προς τον θόλο του ναού, προς το Παντοκράτορα, δηλώνοντας ότι όλοι μας εκείνη την ώρα της Θείας Ευχαριστίας οφείλουμε να έχουμε τις καρδιές μας στον ουράνιο και στον υψηλό θρόνο του Θεού. «Άνω σχώμεν τας καρδίας».
Αλλά γιατί το ιερό κείμενο αναφέρει την καρδιά; Γιατί «άνω σχώμεν τας καρδίας» και όχι κάτι άλλο; Τούτο, γιατί η καρδιά στην ορθόδοξη πνευματικότητα δηλώνει το κέντρον του ανθρώπου, δηλαδή όλον τον εσωτερικόν του κόσμο. Η καρδιά δεν δηλώνει μόνον εκείνη του σώματος ή την συναισθηματική ζωή. Έχει ευρύτερη σημασία. Στην Αγία Γραφή ειδικότερα η καρδιά φανερώνεται ως η ίδια η πηγή της συνειδητής προσωπικότητος, ο νοητός τόπος των σχεδίων και των αποφάσεων. Στην καρδιά συναντά ο άνθρωπος τον Θεό. Ο δε Θεός γνωρίζει την καρδιά κάθε ανθρώπου, διότι ο Θεός «ετάζει καρδίας και δοκιμάζει νεφρούς» και ξέρει πολύ καλά το ψεύδος όταν διαπιστώνεται ότι «εγγίζει μοι ο λαός ούτος εν τω στόματι αυτού… η δε καρδία πόρρω απέχει απ’ εμού». (Ησ. 29,13). Ο Θεός θέλει «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» (Ψαλμ. 50,19), καρδία καθαρή και αγνή από κάθε μολυσμό αμαρτίας. Σ’ αυτή την καθαρή καρδιά ο Θεός δίνει την θέα του Θεού κατά το «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’, 8). Ως λέγει ο άγιος Μάξιμος, ο πιστός που έχει καθαρά καρδιά «ενορά τον Θεόν, όπερ εστιν ακρότατον τέλος των αγαθών». Εκεί είναι «η τελεία των τελείων ατέλευτος τελειότης» (Αγ. Ιωάννης της Κλίμακος).
Στην καρδιά, λοιπόν, όπου διεξάγονται πνευματικές μάχες, πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή. Χρειάζεται να μη μείνει ακάθαρτη και απερίτμητος, αλλά να καταβληθεί κάθε προσπάθεια και πνευματική επιμέλεια ώστε να είναι πάντοτε ο χώρος όπου θα δοξάζεται και θα αγιάζεται ο Θεός. Ωραιότατα το υπενθυμίζει αυτό ο Απ. Πέτρος γράφοντας: «Κύριον τον Θεόν αγιάσατε εν ταίς καρδίαις υμών» (Α’ Πετρ., 3,15). Όταν μάλιστα η καρδιά μας έχει όντως απομακρυνθεί από την αμαρτία και τη σκληρότητα των παθών, τότε, ως λέγει ο θείος Παύλος, ο Κύριος είναι κάτοικος αυτής. Ο ίδιος ο Απόστολος προσευχόταν γονατιστός για τους Εφεσίους προκειμένου «κατοικήσαι τον Χριστόν διά της πίστεως εν ταίς καρδίαις» αυτών (Εφεσ. γ’,17).
«Άνω σχώμεν τας καρδίας»! Εκφώνηση και αναβάση όλης της ύπαρξής μας στο όρος της λειτουργικής εμπειρίας, μπροστά στο θυσιαστήριο, συνδαιτημόνες στη Μυστική Τράπεζα του Κυρίου. Τι μεγαλειώδης στιγμή! Πόσο ιερό δέος πρέπει να διακατέχει τον κάθε πιστό! Ο αείμνηστος θεολόγος και ποιητής Ελ. Μάινας γράφει ωραιότατα:
«Κόμπο φωτιάς ο ιερέας πιάνει στη λαβίδα
απ’ της Αγίας Τράπεζας τη φλεγομένη βάτο.
Σε ματωμένο της καρδιάς τριαντάφυλλο τον στάζει
που δίχως στάχτη καίγεται ως τη στερνή ρανίδα».
Ζ’. «Αμήν».
Μονολεκτική και μοναδική η εκφώνηση του ιερουργούντος και του λαού. «Αμήν». Περίπου σαράντα φορές αναφέρεται κατά την τέλεση της Θ. Λειτουργίας. Στις κορυφαίες στιγμές, όπως στην αρχή με την εκφώνηση «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός…», την ιεροτάτη στιγμή της μεταβολής του Άρτου και του Οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού και στο τέλος κατά την Απόλυσιν εκφωνείται το «Αμήν».
Το «Αμήν», δεν σημαίνει μόνο το «είθε», «γένοιτο». Δεν είναι σχήμα μόνον ευχητικόν. «Αμήν» σημαίνει κατά κύριον λόγον αληθώς, βεβαίως, επιρρηματικώς με την έννοια του «ναί». Σημαίνει την συγκατάθεσή μας στα λεχθέντα, στην προσευχή της Εκκλησίας.
Η άκλιτος αυτή εβραική λέξη που διατηρήθηκε στην Αγία Γραφή και στα λατρευτικά χριστιανικά κείμενα δηλώνει επακριβώς την βεβαίωση, την συνομολογία, την συμφωνία και σταθερότητα της ευχαριστιακής κοινότητος, την κοινή πίστη στον μόνον αληθινό Θεό. Με την απαγγελία ή το ψάλσιμο του «Αμήν» συμφωνούμε με την αγία πίστη της Εκκλησίας. Προσευχόμεθα και λατρεύουμε τον Θεόν, όπως προσεύχεται και λατρεύει το «εν σώμα», η Εκκλησία. Το επί μέρους μέλος του σώματος της Εκκλησίας, δηλαδή, δεν διαφωνεί με το άλλο, δεν έρχεται σε διάσταση με την ολότητα και δεν αντιλέγει. Δεν ψάλλει διαφορετικά και δεν προσεύχεται πεπλανημένα. Το «Αμήν» δηλώνει την από κοινού ομολογία προς την Καθολική πίστη της Εκκλησίας.
Το «Αμήν» εισήχθη πολύ νωρίς στη λειτουργική ζωή της πρώτης Εκκλησίας. Συνήθως επισφραγίζει τις ευχές και τις εκφωνήσεις και φανερώνει την αλήθεια των λεχθέντων, την βεβαιότητα των λόγων του Θεού. Οι πρώτοι χριστιανοί απαντούσαν με το «Αμήν» μετά τις δεήσεις και τις ευχές κατά την ευχαριστιακή σύναξη. Έχουμε αρχαιότατες μαρτυρίες κατά τις οποίες το «Αμήν» λεγόταν απ’ όλους τους πιστούς. Ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος του β’ αιώνα στην Α’ Απολογία του που γράφτηκε μεταξύ των ετών 150 και 155 στο 67ο κεφάλαιο αναφέρει: «Έπειτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και παυσαμένων υμών της ευχής άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ αναπέμπει. Και ο λαός επευφημεί λέγων το:«Αμήν» (ΒΕΠ, 3,67). Ο άγιος Ιερώνυμος (420 μ.Χ.) γράφει ότι, όταν έλεγε το εκκλησίασμα το «Αμήν, ακουγόταν ως βροντή η οποία ανέβαινε από τη γη στον ουρανό. Και ο Ιερός Χρυσόστομος επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη σημασία που είχε το «Αμήν» που έλεγε όλος ο λαός κατά την τέλεση της αναιμάκτου θυσίας.
Ο λαός, λοιπόν, συνίσταται, συμπορεύεται προς τον ουράνιο θρόνο όταν μετέχει ολόψυχα στα τελούμενα. Αυτό ακριβώς το «Αμήν» δηλώνει την πλήρη και ζωντανή συμμετοχή του πληρώματος στην προσφορά της Θυσίας. Γι’ αυτό δεν είναι άλλωστε χωρίς σημασία ότι στο βιβλίο της Αποκαλύψεως μυριάδες λειτουργικών αγγέλων επιφωνούν το Αρνίον μ’ ένα συνεχές και πανηγυρικό «Αμήν» (Αποκ. 3, 14 και 5,14). Γι’ αυτό η αρχαία αυτή πρακτική, η ιερή αυτή συνήθεια των πρώτων χριστιανών θα πρέπει να επανέλθει και στην σημερινή λατρευτική πράξη. Η μοναδική αυτή λέξη που παρέμεινε αμετάφραστη σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, ας είναι όχι μόνο στα χείλη αλλά και στην καρδιά του κάθε πιστού χριστιανού. Το «Αμήν» να παραμένει ως η σφραγίδα και η υπογραφή της λειτουργικής συνείδησης όλων των πιστών.