Tου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Το θέμα του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, το οποίο έρχεται και πάλιν στο προσκήνιο, ως μη ώφελε, δεν είναι επάναγκες να συνδεθεί με το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος.
Η μεν αναθεώρηση ευκταία, ο δε χωρισμός τι νόημα έχει και κυρίως τι σημαίνει και εις τι αποσκοπεί; Θέματα αναθεώρησης υφίστανται, όπως των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, τα των βουλευτών και υπουργών ζητήματα, τα περί των ιδιωτικών πανεπιστημίων, τα σχετικά ζητήματα με τους δικαστικούς λειτουργούς και τόσα άλλα. Το θέμα όμως του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους εις τι θα ωφελήσει και ποίον;
Ιδιαίτερα, στους δύσκολους καιρούς μας για τον ελληνισμό, με ανοικτά ποικίλα μέτωπα, τα οποία συνδέονται με την εξωτερική πολιτική της Χώρας, συγχρόνως δε με την όλη πνευματική και οικονομική κρίση, το να τίθεται θέμα χωρισμού των δύο μεγίστων αυτών μεγεθών της υπόστασης του έθνους, το λιγότερο, φανερώνει ιδεολογική αγκύλωση, αχαριστία και σοβαρότητο έλλειμμα γνώσεων.
Την ώρα, όπου άλλοι λαοί, κυρίως στον ευρωπαικό χώρο, ομολογούν το λάθος τους από την αποξένωση από την Εκκλησία και αναζητούν συνεργασία και διάλογο και σύσφιξη των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους για την συνοχή των κοινωνιών τους, εμείς, με την τόση παράδοση, τον νομικό πολιτισμό και το εθιμικό μας δίκαιο να θέτουμε σε αμφισβήτηση την συναλληλία και τους διακριτούς ρόλους όπως άριστα είναι διατυπωμένα στο Σύνταγμα, δεν είναι της σωφροσύνης γέννημα αλλά ούτε προς το συμφέρον του ελληνισμού γενικότερα.
Έπειτα προς τι ο χωρισμός; Σε τι συνίσταται; Όσοι το διατυμπανίζουν και το επαναλαμβάνουν γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται; Εάν νοείται χωρισμός για θέματα όπως π.χ. η ορκοδοσία, ο πολιτικός γάμος, η πολιτική κηδεία, η καύσις των νεκρών, ζητήματα ειδικότερα οικογενειακού δικαίου, εκπαίδευσης κ.α. ήδη, οι διακριτοί ρόλοι υφίστανται και σχετικά νομοθετήματα έχουν υπάρξει.
Βέβαια, πολλοί νόμοι και τροποποιήσεις εισήλθον στο νομικό καθεστώς της χώρας, χωρίς ουδόλως να ληφθεί υπ᾿ όψιν και η γνώμη έστω της Εκκλησίας. Όχι ότι νομοθετεί η Εκκλησία, αλλά δεν είναι δυνατόν ν᾿ αγνοείται παντελώς και να θεωρείται ως τι το δευτερεύον στην ελληνική κοινωνία, την στιγμή που η Εκκλησία αείποτε υπήρχε, στήριξε το έθνος, δεινοπάθησε για την υπόστασή του και βέβαια το κράτος ήλθε κατόπιν στο ιστορικώς γίγνεσθαι.
Μη λησμονούμε, συνάμα, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι υπέρ της Εκκλησίας και θέλει και επιζητεί αλλά και καταφεύγει στη θαλπωρή της. Στο βάθος της ελληνικής ψυχής κρύπτεται η ζύμη της Εκκλησίας και η επιδιωκόμενη αλλοίωση, μετατροπή του ελληνικού κράτους σε άθεο η άθρησκο η ουδέτερο η état laïc η άλλο τι, δεν τυγχάνει της ιδιοσυγκρασίας του Έλληνα.
Ειρήσθω εν παρόδω, ότι λέγονται πολλά μυθεύματα για την Εκκλησία και τους λειτουργούς της, και ποικίλες πρόχειρες, επιπόλαιες απόψεις διατυπώνονται για τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους.
Ωστόσο οφείλει να διερωτηθεί κανείς. Χωρίς την βάσανο της νομικής, εκκλησιαστικής, εθνολογικής, ιστορικής και θεολογικής επιστήμης μπορούμε ν᾿ αποφαινόμεθα περί του σοβαροτάτου τούτου θέματος;
Ποία κατάρτιση έχουμε; Άραγε έχουμε μελετήσει επισταμένως και έχουμε σκεφθεί εις βάθος, τι είναι Εκκλησία και τι είναι Κράτος και περαιτέρω, τι σημαίνει ελληνικό έθνος και ορθόδοξος χριστιανισμός;
Επιπροσθέτως οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι καμμία σχέση δεν έχει το ζήτημα του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους με τα της συμμετοχής μας στην Ευρωπαική Ένωση, καθ᾿ ότι υφίσταται η κοινή Δήλωση υπ᾿ αριθμ. 11 της Συνθήκης του Άμστερνταμ (1999), η οποία σαφώς διατυπώνει τα ακόλουθα: «Η Ευρωπαική Ένωση σέβεται και δεν προδικάζει το σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο καθεστώς των εκκλησιών και των θρησκευτικών ενώσεων η κοινοτήτων στα κράτη μέλη. Η Ε.Ε. σέβεται με τον ίδιο τρόπο το καθεστώς των φιλοσοφικών και ομολογιακών ενώσεων».
Ούτε το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο, ούτε το Συμβούλιο της Ε.Ε., ούτε η Ευρωπαική Επιτροπή διά της «Συνήθους Νομοθετικής Διαδικασίας» επιτάσσουν η εκδίδουν Κανονισμούς η Οδηγίες η νομοθετούν σχετικώς με το πως θα διαμορφωθούν οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους σ᾿ ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε.
Το εθνικό δίκαιο, το ίδιο το κράτος σε συμφωνία με την Εκκλησία προσδιορίζει τις σχέσεις αυτές και όποιες είναι αυτές η Ε.Ε. τις αποδέχεται με σεβασμό. Αυτό σημαίνει ελευθερία και τιμή στην ιδιαιτερότητα εκάστου κράτους-μέλους και αυτό εξυψώνει την Ευρωπαική Ένωση και την βοηθά στην πορεία της και σε μια μάθηση του ενός λαού από τον άλλο.
Να προστεθεί ακόμη ότι ένας χωρισμός υπό την έννοια του διαχωρισμού των θεσμικών λειτουργιών του κράτους δεν συμφέρει αυτό τούτο το κράτος, καθ᾿ ότι αν προχωρήσει συνταγματικώς στο επικίνδυνο αυτό εγχείρημα, ασφαλώς θα υπάρξει και η ανάλογη νομική υποχρέωση εκ μέρους των κρατικών φορέων όπως τηρηθούν οι σχετικές συμβάσεις κυρίως σε ζητήματα εκκλησιαστικής περιουσίας, μισθοδοσίας του κλήρου και σ᾿ άλλα λεπτότατα θέματα σε σχέση με τα Πατριαρχεία και τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των ετεροδόξων και αλλοθρήσκων.
Γι᾿ όλους τους παραπάνω λόγους, το Προοίμιον του Συντάγματος, ως υφίσταται για ιστορικούς και ουσιαστικούς λόγους ως και τα άρθρα 3, 13, 16, 18 και 105 τα οποία σχετίζονται με την Εκκλησία γενικότερα είναι άριστα διατυπωμένα και καμμία απολύτως δεν χρήζουν αλλαγής με τυχόν αναθεώρηση του Συντάγματος. Αξίζει να παραμείνουν ως έχουν.
Όταν ο Ηρόδοτος μιλούσε για το ομόαιμον, το ομόγλωσσον, τα κοινά των θεών, το ομότροπον μιλούσε για την αυτοσυνειδησία ενός λαού. Αν εμείς δεν κρατήσουμε αυτά και συνεχώς τα κτυπούμε ποικιλοτρόποως τότε είμαστε κλέπτες του μέλλοντος των παιδιών μας και έχουμε μεγίστη ευθύνη γι᾿ αυτό. Άλλως, ο νέος συνταγματικός νομοθέτης, ας σκεφθεί και το ηθικό κεφάλαιο που ονομάζεται «τύψεις».