Του Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Εκτός από τα διοικητικής και οργανωτικής φύσεως συμπεράσματα, η πρόσφατη δοκιμασία της πανδημίας του κορωνοιού φέρει στο κοινωνικό και δη εκκλησιαστικό γίγνεσθαι και πνευματικά συμπεράσματα.
Δεν επιτρέπεται, άλλωστε, η όλη αυτή υγειονομική κρίση και περιπέτεια στη ζωή όλων των ανθρώπων να μας αφήσει αδιάφορους, νωθρούς και οκνηρούς, εξ επόψεως πνευματικής, χριστιανικής παιδαγωγίας και θρησκευτικής εν γένει καταστάσεως. Πάντοτε, ένας αυτοέλεγχος, μία αυτεπίγνωση και μία μελέτη των δεδομένων τα οποία παρουσιάζονται ενώπιον μας είτε από την προσωπική μας εμπειρία είτε μέσω του έντυπου και προφορικού λόγου δίδουν, όλα αυτά, την ευκαιρία μιάς πνευματικής αποτίμησης. Κατά την ταπεινή μας, λοιπόν, άποψη, τέσσερα θέματα, μεταξύ άλλων βεβαίως εξόχως σημαντικών, παρουσιάζουμε ως πνευματικά συμπεράσματα στις παρακάτω γραμμές, τα οποία έρχονται στο προσκήνιο:
1ον. Η Εκκλησία.
Στις ημέρες μας το πρώτο θέμα είναι το ερώτημα: Τι είναι Εκκλησία; Και τούτο, γιατί παρουσιάζεται μία λανθασμένη αντίληψη περί της Εκκλησίας. Άλλοι θεωρούν ότι Εκκλησία είναι η διοίκηση, οι κληρικοί μόνον. Άλλοι έχουν την άποψη ότι η Εκκλησία είναι απλώς ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, μία ΜΚΟ, ένα κοινωφελές ίδρυμα, ένα σωματείο αστικού δικαίου, μία οργάνωση, όπως όλες οι άλλες κοινωνικές οργανώσεις. Μία οργάνωση για να στηρίζει ψυχολογικά τους ανθρώπους με τις ποικίλες εκδηλώσεις της. Έπειτα άλλοι θεωρούν ότι είναι μία κρατική υπόσταση ή ένα οργανικό τμήμα του κράτους. Με τις παραπάνω όμως αντιλήψεις, φθάνουμε επακριβώς σε μία άλλης φύσεως ιδέα και εικόνα για την Εκκλησία. Έτσι η Εκκλησία θεωρείται καλή για εκδηλώσεις, ώστε απασχολεί τους ανθρώπους ή για να προσφέρει κοινωνική υλική βοήθεια αλλά μέχρις εκεί. Ως επίσης καλή είναι και χρήσιμη για την συνοχή και ηρεμία της κοινωνίας και την ιστορική συνέχεια του Έθνους. Αλλά και από άλλους φθάνουμε στο σημείο να θεωρείται η Εκκλησία ότι έχει μία όψη σκοταδιστική, οπισθοδρομική, εχθρική προς τον σύγχρονο άνθρωπο και φυσικά ακατανόητη. Και άλλοι βέβαια διατείνονται ότι δεν εκσυγχρονίζεται και ότι ζει στον μεσαίωνα.
Το ζήτημα όμως τι είναι Εκκλησία δεν είναι απλό και εύκολο. Δεν μπορείς με επιπόλαιες σκέψεις ή ανθρώπινα διανοήματα να το προσεγγίσεις. Όπως ακριβώς στο χώρο της επιστήμης υπάρχει η άβυσσος των μυστηρίων της, τοιουτοτρόπως και στη πνευματική ζωή, όπου ανήκει το γεγονός της Εκκλησίας, υπάρχει το μυστήριον. Αλλά όταν λέγουμε μυστήριο, δεν εννοούμε κάτι το κρυφό και μυστηριώδες, αλλά μυστήριον είναι το ιδιάζον χαρακτηριστικό που συνθέτει την παρουσία του αχρόνου και απείρου Θεού μέσα στο χρόνο και τόπο, ως θεία αγάπη εκχεομένη προς το ανθρώπινο γένος. Και τούτο συντελείται με την ενανθρώπηση και το σταυρό και τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού και συνάμα, ένδον στο μέγα μυστήριο την Εκκλησία. Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν με τον νού του να εισδύσει στο βάθος του περιεχομένου της έννοιας της Εκκλησίας. Η αδυναμία αυτή του ανθρώπου οφείλεται στο ότι η Εκκλησία συνάπτεται προς αυτόν τον Θεόν. Ποίος μπορεί να εισδύσει, να πλησιάσει, να αποδείξει και να καταλάβει τι είναι ο Θεός! Και όταν λέμε Θεός, εννοούμε τον Τριαδικόν Θεόν. Και ποιος είναι ικανός να εισδύσει στο μέγα μυστήριο της Αγίας Τριάδος; Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πλήρης ορισμός για την Εκκλησία και μόνον με εικόνες είναι δυνατόν να προσεγγίσουμε τον μυστηριακό χαρακτήρα της Εκκλησίας, τον θεανθρώπινο χαρακτήρα της.
Έτσι το μυστήριο Εκκλησία δεν σταματά στη λογική. Την υπερβαίνει. Δεν είναι κάτι το παράλογο αλλά είναι κάτι το υπέρλογο που ανήκει στους πνευματικούς νόμους. Το Μυστήριο μένει πάντα μυστήριο και όταν επιχειρήσεις να το απομυστηριοποιήσεις τότε παύει να είναι το απόρρητο σχέδιο του Θεού, η παρουσία και η Χάρις Του στον κόσμο και καθίσταται εντελώς γήινο και ανθρώπινο. Έτσι μόνον με τους οφθαλμούς της ψυχής προσεγγίζεται το Μυστήριον Εκκλησίας. Γι’ αυτό η Εκκλησία, είναι άλλη πραγματικότητα που σ’ αυτή ενεργεί αδιάκοπα το Άγιο Πνεύμα και δεν είναι πρόσκαιρη αλλά αιώνια. Επί πλέον για να καταλάβεις έστω αμυδρώς τι είναι η Εκκλησία και τι επιτελεί είναι επάναγκες να γνωρίσεις τον Χριστό. Ποίος είναι ο Χριστός; Είναι μύθος; Είναι ένας ιδεολόγος επαναστάτης, αρχηγός μιάς θρησκείας, ένας θαυματοποιός; Τι σημαίνουν οι φράσεις «Υιός Θεού», Λυτρωτής και Σωτήρ του κόσμου, «Εγώ ειμί το φως του κόσμου», «Εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια και η ζωή»; Τι σημαίνουν αυτά τα: ο Σαρκωθείς, ο Παθών, ο Σταυρωθείς, ο Αναστάς εκ νεκρών; Τι είναι για τον άνθρωπο ο Χριστός; Έτσι χωρίς, λοιπόν, τον Χριστό δεν κατανοείς τίποτα και από Εκκλησία. Άμα δεν ξέρεις τι είναι ο Χριστός και δεν πιστεύεις στη θεότητα του Χριστού, επόμενον είναι, να μη γνωρίζεις και το τι είναι η Εκκλησία. Ωραιότατα το διατυπώνει αυτό ο Τερτυλλιανός (2ος αι.) «Ecclesia vero Christus» και ο λόγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς θα γράψει: «Συμπάσης Εκκλησίας στέφανος ο Χριστός».
Αλλά η εποχή μας φέρει τα στίγματα της τυραννίας του ορθού λόγου, του θετικισμού και της άρνησης και Χριστός-Εκκλησία είναι ζητήματα ακατανόητα. Ο ορθός λόγος δεν σε αφήνει να βιώσεις το μυστήριο, δεν σου προσφέρει διείσδυση στο χώρο της Εκκλησίας, όπου ο Χριστός. Ο ορθολογισμός, έπειτα δεν σε συγκινεί εσωτερικά. Παραμένεις έξω από το μυστήριο, αμύητος, άγευστος, απληροφόρητος, ψυχρός. Τελικά η ψυχή δεν τροφοδοτείται, δεν εμπνέεται, δεν διδάσκεται, δεν μεταρσιώνεται, δεν αποκτά θεογνωσία. Γι’ αυτό και κουβαλάς μια παρεξηγημένη εικόνα για την Εκκλησία και έχεις ένα αρνητισμό γι’ αυτήν. Κατ’ ακολουθίαν, όταν ο Απ. Παύλος εξεικονίζει την Εκκλησία ως «Σώμα Χριστού», έχον κεφαλήν αυτόν τον Κύριον και μέλη τους πιστούς και καλεί την Εκκλησία «σώμα Χριστού» (Κολ. 1,261) αυτό όλο είναι εντελώς ακατανόητο. Κατά συνέπειαν, όλα τα τελούμενα μυστήρια στην Εκκλησία είναι ακατανόητα, απλησίαστα, πολύ μακρινά από τον τεχνοκράτη άνθρωπο. Δεν τον συνέχει τίποτα απολύτως. Πως έπειτα να προσεγγίσει και το κορυφαίο Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, την καρδιά της Εκκλησίας, γιατί όπως γράφει ο Ν. Καβάσιλας: «Η Εκκλησία διά της Θείας Ευχαριστίας σημαίνεται» (PG, 150,452). Το υπερκόσμιο του Μυστηρίου έχει γίνει πλέον εγκόσμιο. Η Θεία Λειτουργία είναι μία ωραία τελετή. Η Θεία Κοινωνία ένα απλό έθιμο. Ο ορθολογιστής, ο αμύητος δεν ξέρει τι είναι. Θέλει να κάνει χημική ανάλυση. Αποιεροποίηση. Θεωρεί ότι μπορεί να την ενσωματώσει σε κάποια νομική διάταξη, ένα θέμα που είναι αμιγώς πνευματικής φύσεως, άλλης τάξεως, που εκφεύγει, υπερβαίνει τα ρευστά επιστημονικά πορίσματα. Βρίσκεται στα interna corporis της Εκκλησίας. Πως τότε μ’ αυτό το σκεπτικό ο λογικοκράτης μπορεί να προσεγγίσει το Άγιο Ποτήριο; Και για ποιο λόγο να το προσεγγίσει; Αδυνατεί να απαντήσει στη πρόσκληση: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε».
Αλλ’ η Εκκλησία, από το βράδυ εκείνο του Μυστικού Δείπνου, στο υπερώο, αιώνες τώρα, μ’ αυτή την Θεία Κοινωνία, που είναι Σώμα και Αίμα Χριστού αγιάζει τους μετέχοντας αληθώς, και αναγεννά και προσφέρει την «εν Πνεύματι Αγίω» ζωή και καθιστά τους πιστούς «κοινωνούς θείας φύσεως» (Β’ Πετρ. 1,4). Στο Άγιο Ποτήριο είναι ο Χριστός, το «φάρμακον αθανασίας» κατά τον θεοφόρον Ιγνάτιον (2ος αι.), είναι το Ποτήριον της ζωής και ο Χριστός ούτε μολύνει ούτε μολύνεται. Γι’ αυτό και σ’ αυτόν πρώτον τον οικονόμο του θείου Μυστηρίου, τον λειτουργό ιερέα, παραγγέλλεται: «Βλέψον ιερεύ τον θυόμενον άρτον˙ ούτος φλοξ εστιν ουχ ποτέ εν βάτω αλλά φλοξ φλογός και φλογίνη ρομφαία άπτοντ’ αναιδώς φλέγγουσα ιερέα». (Ανωνύμου).
Έπειτα η Εκκλησία, πάντοτε είχε κατά νούν τους λόγους του Απ. Παύλου: « Δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω, ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α’ Κορ. 11, 28-29) και επιπροσθέτως, σε κάθε Θεία Λειτουργία ακούγεται το: «Τας θύρας, τας θύρας εν σοφία, πρόσχωμεν» με μεγάλη θεολογική – λειτουργική και ιστορική σημασία.
Κατ’ αναλογίαν, λοιπόν, και μ’ όλα τα άλλα ιερά μυστήρια, τα οποία ως επτά στύλοι υποβαστάζουν την εν Χριστώ ζωή μας μεταδίδεται η θεία χάρις. Άλλο μεγάλο πνευματικό κεφάλαιο. Η θεία Χάρις! Αλλά και το πολίτευμα της Εκκλησίας ως συνοδικό, καθ’ ότι κατά τους σοφούς και θεοφόρους Πατέρες «Εκκλησία συνόδου όνομα», αποτελεί θεόσδοτο ιερό καταφύγιο προς ασφάλεια κλήρου και λαού, ώστε απολύτως να ισχύει το του Αποστόλου Παύλου «έκαστος εν ω εκλήθη» (Α’ Κορ. 7,24) και «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Α’ Κορ. 14,40).
Το πρώτο, επομένως, συμπέρασμα είναι ότι η εποχή μας έχει απόλυτη ανάγκη να αισθανθεί βαθύτερα και ουσιαστικότερα το νόημα της Εκκλησίας. Ο σύγχρονος άνθρωπος κουρασμένος από διάφορες άγονες θεωρίες και από πολλά ψυχρά τεχνοκρατικά και υλιστικά συστήματα επιζητεί στο βάθος του είναι του να λύσει τους υπαρξιακούς του προβληματισμούς και επιθυμεί να ζεσταθεί πνευματικώς στους κόλπους της Εκκλησίας. Ίσως δεν το λέγει, αλλά αυτός είναι ο μύχιος πόθος του, καθ’ ότι ο άνθρωπος έχει έμφυτη αναφορά στο Θεό, εκζητεί τον Θεό και «αίρει την ψυχή του» προς Αυτόν.
2ον. Η επικαιρότητα της Απολογητικής
Πρόκειται για μία λησμονησμένη πτυχή της ποιμαντικής της Εκκλησίας. Ακριβώς, επειδή έχουμε φθάσει σ’ ένα σημείο αρνητισμού, ισχυρών αμφισβητήσεων, προκαταλήψεων, επιφανειακής γνώσεως των πνευματικών θεμάτων και των μυστηρίων της Εκκλησίας ως και του τελετουργικού αυτής, η χριστιανική Απολογητική έρχεται ως διακόνημα της μέριμνας και δεοντολογίας της ζώσης Εκκλησίας. Πρόκειται για περισπούδαστο έργο το οποίο έχει τις ρίζες του στη Εκκλησία των πρώτων αιώνων.
Πράγματι, μετά τους Αποστολικούς χρόνους υπήρξε η ιερά εκείνη ομάδα των χριστιανών απολογητών, η οποία υπερασπίστηκε την χριστιανική διδασκαλία, ερμήνευσε τα ρήματα του Ι. Ευαγγελίου, έδωκε απαντήσεις στα ερωτήματα των εθνικών και των Ιουδαίων, διεσαφήνισε παρερμηνείες τους, αντέκρουσε τις κατηγορίες και διαβολές κατά των χριστιανών και υπερασπίστηκε τα θεία δόγματα. Ιδιαίτερα, οι απολογητές αντέκρουσαν τις διαστροφές και συκοφαντίες για το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας των χριστιανών το οποίο οι παρεξηγούντες, οι αρνητές του χριστιανισμού, το απέδιδαν σε Θυέστεια δείπνα και Οιδιποδείους μίξεις, ως αναγράφει η εκκλησιαστική ιστορία. Υπήρξε, πράγματι, μία εκ του συστάδην πνευματική πάλη με τους ποικίλους πολεμίους της χριστιανικής διδασκαλίας. Έτσι ανεδείχθησαν σπουδαίες προσωπικότητες, οι χριστιανοί Απολογητές, ως ο Ιουστίνος φιλόσοφος και μάρτυς, ο Κοδράτος, ο Αριστείδης, ο Κλαύδιος Απολλινάριος, ο Μιλτιάδης, ο αθηναίος Αθηναγόρας, ο Μελίτων, ο Ηγήσιππος, άριστοι γνώστες της θύραθεν και της χριστιανικής γραμματείας. Βέβαια, όπως παρατηρεί ο Ωριγένης εκτός της μεγάλης παιδείας των Απολογητών και ο καθόλου άμεμπτος βίος των χριστιανών υπήρξε η ωραιοτέρα και πειστικοτέρα απολογία στις πολυειδείς κατηγορίες κατά του χριστιανισμού.
Οι Απολογητές αυτοί δεν πρόσθεσαν τι στη θεία Διδασκαλία, αλλά απέκρουσαν κατ’ αυτής τις επιβουλές των εθνικών και μάλιστα με επιχειρηματολογία από την ίδια φιλοσοφία του ορθού λόγου. Αφετηρία τους είχαν την ίδια την ελληνική φιλοσοφία. Δεν την απέρριπταν αλλά την παρέπεμπον στο κριτήριο και την βάσανο της αποκεκαλυμμένης θείας διδασκαλίας με Πλατωνική διαλεκτική τέχνη. Άλλωστε η σύνθεση χριστιανισμού και ελληνισμού έδωκε σ’ όλη την ανθρωπότητα τον πλούσιο καρπό της ως υψηλό ευεργέτημα για όλο τον πολιτισμό.
Έτσι και στις ημέρες μας, μ’ όλα αυτά που ακούγονται και γράφονται, τα οποία πόρρω απέχουν από την αλήθεια του χριστιανισμού και την διδασκαλία και παράδοση της Εκκλησίας, η Απολογητική εντάσσεται πλέον στο ιερό χρέος των χριστιανών. Προκύπτει, συνεπώς, οπωσδήποτε, η ανάγκη να εξηγήσουμε και βέβαια να μη δίδουμε, ως αναφέρει ο Απ. Παύλος, σε κανένα ουδεμία αφορμή προσκόμματος για να μη γίνει κατά κανένα τρόπο θέμα μομφής και εμπαιγμού το έργο της Απολογητικής. «Ίνα μη μωμηθή η διακονία» (Β’ Κορ. 6,3). Έπειτα, ο βιβλικός λόγος είναι σαφής εν προκειμένω: «Έτοιμοι αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος» (Α’ Πετρ. 3,15). Αξίζει να αποδεικνύουμε ως έλεγε ο Ιουστίνος, ότι «ου κενοίς επιστεύσαμεν μύθοις, ουδέ αναποδείκτοις λόγοις, αλλά μεστοίς πνεύματος θείου» (Προς Τρυφ. κεφ. 9). Οφείλουμε να δίδουμε την δέουσα απάντηση με σύνεση, διάκριση και πραότητα, να διορθώνουμε την αμάθεια και ημιμάθεια, να αποτρέπουμε την ανευλάβεια και την ευτραπελία, να προβάλλουμε την σώζουσα αλήθεια της χριστιανικής ορθοδόξου πίστεως, να αναβιβάζουμε το πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο και εν τέλει να αφήνουμε την προκλητική βέβηλη ανάμειξη ιερών μετ’ ανιέρων στην δικαία κρίση του Θεού. Εκείνος «πανθ’ ορά», για να χρησιμοποιήσουμε «κατ’ αναλογίαν» και «κατ’ οικονομίαν» την του Μενάνδρου φράση. Ο Κύριος είναι «ο ων, και ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκ. 1,4), ζει στο αιώνιον παρόν και όλα τα βλέπει, καθ’ ότι «οφθαλμοί Κυρίου μυριοπλασίως ηλίου φωτεινότεροι επιβλέποντες πάσας οδούς ανθρώπων και κατανοούντες εις απόκρυφα μέρη» (Σοφία Σειράχ 23,19). Και αν δυσκολευόμαστε να προφέρουμε την λέξη «Απολογητική», ο όρος μαρτυρία, ορθόδοξη εκκλησιαστική μαρτυρία δηλώνει το ίδιο.
3ον. Η ανάγκη επανακατήχησης του λαού.
Αυτό είναι το τρίτο πνευματικό συμπέρασμα καθ’ ότι όπως διαπιστώνεται η θρησκευτική και ειδικότερα η χριστιανική απαιδευσία οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάγκη και πάλιν να κατηχηθεί ο λαός. Η κατήχηση δεν αφορά μόνον την παιδική ηλικία. Αν στην αρχαία Εκκλησία, η κατήχηση των ενηλίκων προ του βαπτίσματος και της εισόδου στην Εκκλησία διαρκούσε επί μία τριετία, πόσο και μείς σήμερα οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας το θέμα Κατήχηση.
Βασικό σημείο εκκίνησης της Κατήχησης είναι η εκμάθηση των θεολογικών όρων και της εκκλησιαστικής ορολογίας, καθ’ ότι παρουσιάζεται ένα μεγάλο έλλειμμα ακόμη και στοιχειώδους γνώσεως των λέξεων της Εκκλησίας. Όταν η Αγία Γραφή παραμένει κλειστή, όταν τα συγγράμματα των θεοφόρων Πατέρων αγνοούνται, όταν δεν υπάρχει ερμηνευτική προσέγγιση των λειτουργικών ύμνων και δεν εννοούμε ερμηνεία σε άλλο γλωσσικό ιδίωμα, όταν η σχολική εκπαίδευση μακραίνει από την ορθόδοξη χριστιανική κατήχηση, τότε, πως να μην πληθαίνουν και οι έωλες διατυπώσεις για ζητήματα πίστεως; Χωρίς την στοιχειώδη γνώση θεολογίας δεν μπορεί να διεξαχθεί σοβαρή συζήτηση για θέματα πίστεως και Εκκλησίας, καθ’ ότι «ουδέν γαρ πτωχότερον διανοίας εκτός Θεού, φιλοσοφούσης τα του Θεού» (Διάδοχος Φωτικής).
Έπειτα σήμερα τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Όλα πρέπει να διδαχθούν εξ αρχής και πρέπει να διεξάγεται συζήτηση ουσίας πλέον και όχι φληναφημάτων. Ευνόητη καθίσταται λοιπόν η μείζων σοβαρότητα του ζητήματος αυτού της επανακατήχησης του λαού μας. Και από την άλλη, είναι λάθος να λέγεται ότι χριστιανική κατήχηση ταυτίζεται με την οπισθοδρομικότητα και ότι μόνον θρησκευτική ουδετερότητα είναι πρόοδος. Τουναντίον, ο χριστιανισμός καταφάσκει την πρόοδο, είναι η αληθής πρόοδος, επευλογεί την ανάπτυξη της τεχνολογίας και κάθε επιστήμης. Ο σοβαρός επιστήμονας σεμνύνεται την χριστιανική διδασκαλία και επιθυμεί το φως του Ευαγγελίου αντί του σκότους της άρνησης. Έπειτα οι αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας είναι οι βάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών που πολύ αργότερα θεσπίστηκαν σ’ όλα τα Συντάγματα των ελευθέρων κρατών. Ως είναι γνωστόν βέβαια, μία εμμονή σ’ ένα άκριτο διαφωτισμό και νέο ορθολογισμό δεν ευνοεί προφανώς την χριστιανική κατήχηση, αλλά χωρίς χριστιανική παιδεία κτίζουμε απανθρωπία και εξαχρείωση.
Ως περιεχόμενο δε της Κατήχησης θεωρούμε την ανάπτυξη και διασάφηση των ύψιστων θείων αληθειών. Κέντρον της Κατήχησης είναι ο Χριστός, τα άλλα έπονται. Βασικά θέματα στην Κατήχηση είναι το θέμα άνθρωπος ως δημιούργημα του Θεού, το διφυές αυτού, η ψυχή και το σώμα. Έπειτα τα ζητήματα, τι σημαίνει σωτηρία της ψυχής, διάβολος, αμαρτία, θάνατος, ανάσταση, μετά θάνατον ζωή, ποίος ο σκοπός και το νόημα της ύπαρξής μας. Αυτά όλα εντάσσονται επακριβώς στον επανευαγγελισμό του λαού μας και έχουν άμεση σχέση με την Χριστολογία, Εκκλησιολογία, Σωτηριολογία και Εσχατολογία. Το θεολογικό κενό που παρουσιάζεται πρέπει να καλυφθεί. Πρόκειται για κεντρικό θέμα και μάλιστα σε τέτοιους καιρούς άκριτης παγκοσμιοποίησης και πολυπολιτισμικότητας.
και 4ον. Ο προφητικός λόγος.
Το τελευταίο πνευματικό συμπέρασμα είναι η θύμηση του προφητικού λόγου. Αλήθεια, γνωρίζει ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος τι σημαίνει προφητικός λόγος; Γνωρίζει ότι δεν είναι μόνον, ως συνήθως νομίζεται, η εξαγγελία κάποιου μελλοντικού γεγονότος, αλλά η δύναμη του προφητικού λόγου είναι η παρούσα «εν τοις πράγμασιν» εξαγγελία πνευματικών μηνυμάτων, καθ’ ότι ο προφήτης έρχεται με τον λόγο του και κηρύττει, διδάσκει, διαφωτίζει, συμβουλεύει και «λαλεί εις οικοδομήν και παράκλησιν και παραμυθίαν». Έτσι ο προφήτης παρίσταται ως «εκριζούν και κατασκάπτειν και απολλύειν και ανοικοδομείν και καταφυτεύειν» (Ιερεμ. 1,10). Γι’ αυτό και ο προφητικός λόγος καθίσταται δυσχερής «εις ακοήν και εφαρμογήν». Δεν προτίθεται να τον ακούσει ο σημερινός άνθρωπος. Δεν τον επιζητεί, δεν τον γνωρίζει αλλά και δεν τον θέλει. Ωστόσο, η θύμηση και στο σημερινό κοινωνικό γίγνεσθαι μ’ όλη αυτή την περιπέτεια του φαινομένου του κορωνοιού έχει την σπουδαιότητά της.
Κατ’ εξοχήν, ο προφητικός λόγος, έχει μέσα του την αρχή που αποκαλείται «κατ’ αναλογίαν». Δηλαδή, συνδέει το παρελθόν με το παρόν και το παρόν με το μέλλον. Όπως τότε, έτσι και τώρα, «κατ’ αναλογίαν». Γι’ αυτό και μία παραπομπή, μία αναφορά στον λόγο των προφητών έχει αξία. Φέρουμε στο προσκήνιο τέσσερις προφητικούς λόγους: α).Ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας στο 24ο κεφάλαιο του βιβλίου του γράφει: «Ιδού Κύριος καταφθείρει την οικουμένην και ερημώσει αυτήν και ανακαλύψει το πρόσωπον αυτής και διασπερεί τους ενοικούντας εν αυτή… φθορά φθαρήσεται η γη… πτωχοί έσονται οι ενοικούντες εν τη γη και καταλειφθήσονται άνθρωποι ολίγοι… και πέπαυται ευφροσύνη… καθ’ ότι η γη ηνόμησε διά τους κατοικούντας αυτήν ότι παρήλθοσαν τον νόμον και ήλλαξαν τα προστάγματα». Και όλα αυτά είναι θεική απόφαση, «το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα». Όμως, παρά την ανομία και την αποστασία από το Θεό, συνεχίζει ο προφήτης στον στίχο 16 και γράφει ότι υπάρχει «ελπίς τω ευσεβεί», με όποια ευεργετικά αποτελέσματα έχει τούτος ο λόγος. β). Ο άλλος προφητικός λόγος είναι από τον Ωσηέ. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Ακούσατε λόγον Κυρίου, υιοί Ισραήλ, ότι κρίσις τω Κυρίω προς τους κατοικούντας την γην διότι όντι εστιν αλήθεια, ουδέ έλεος, ουδέ επίγνωσις Θεού επί της γης…. ακούσατε ταύτα ιερείς και προσέχετε οίκος Ισραήλ και οίκος του βασιλέως, ενωτίζεσθε διότι προς υμάς εστι το κρίμα… καθ’ ότι «Κύριον εγκατέλιπον» (κεφ. δ’ και ε’). Στον λόγο αυτό είναι πολύ εμφαντικά από την μία πλευρά η διαπίστωση για την μη κατανόηση του θείου θελήματος και εγκατάλειψη του Θεού και από την άλλη, η σπουδαία προτροπή του προφήτου για την προσεκτική ακρόαση και αποδοχή του λόγου του. Εν προκειμένω, το ρήμα «ενωτίζεσθε» είναι πολύ δυνατό.
Οι επόμενοι προφητικοί λόγοι επακριβώς ομιλούν γι’ αυτή την περιφρόνηση των θείων εντολών, την απομάκρυνση από την αλήθεια, την ασέβεια, και ηθική διαστροφή των ανθρώπων με συνέπεια την ερήμωση και την θλίψη ως παιδαγωγία Θεού. γ). Ο προφήτης Ιεζεκιήλ γράφει: «Ερημίαν αιώνιον θήσομαί σε και αι πόλεις σου ου μη κατακοιθώσιν έτι και ποιήσω σοι κατά την έχθραν σου» (κεφ. λε’). δ). Ο δε προφήτης Ιερεμίας τονίζει: «Τι εύροσαν οι πατέρες υμών εν εμοί πλημμέλημα, λέγει Κύριος, ότι απέστησαν μακράν απ’ εμού και επορεύθησαν οπίσω των ματαίων και εματαιώθησαν… πάντες υμείς ησεβήσατε και πάντες υμείς ηνομήσατε… και ελάλησα προς υμάς και ουκ ηκούσατέ μου και εκάλεσα υμάς και ουκ απεκρίθητε… και απορρίψω υμάς από προσώπου ότι εις ερήμωσιν έσται πάσα η γη». (κεφ. β’, ζ’). Αλλά και συμβουλεύει: «Επιστράφητε, υιοί, επιστρέφοντες και ιάσομαι τα συντρίμματα υμών, ιδού δούλοι ημείς εσόμεθά σου ότι συ Κύριος ο Θεός ημών ει… και ευλογημένος ο άνθρωπος, ος πέποιθεν επί τω Κυρίω» (κεφ. γ’ και ιζ’).
Θύμηση, λοιπόν, του προφητικού λόγου για την απεμπόληση του Θεού, την ερημία και τον θρήνο αλλά και την δυναμική της μετάνοιας και επιστροφής στην παιδαγωγούσα φιλανθρωπία Του. Και το ζήτημα σήμερα είναι ότι αποφεύγουμε να μιλάμε ικανώς για αμαρτία και για μετάνοια. Αλλ’ οι προφητικοί λόγοι υπάρχουν και ασφαλώς και οι πνευματικοί νόμοι λειτουργούν.
Συνελόντ’ ειπείν, αυτά τα τέσσερα πνευματικά συμπεράσματα ήτοι: Το ερώτημα τι είναι Εκκλησία, η επικαιρότητα της χριστιανικής Απολογητικής, η ανάγκη της επανακατήχησης του λαού και η επικαιρότητα του προφητικού λόγου φέρουν ενώπιον όλων μας, την προτροπή του Αποστόλου των Εθνών Παύλου για επίγνωση του θείου θελήματος «εν πάση σοφία και συνέσει» (Κολ. 1,9). Ισχύει απόλυτα η βιβλική παρότρυνση: «Αλήθειαν κτήσαι και μη απώσει σοφίαν και παιδείαν και σύνεσιν» (Παροιμ. 23,23) και τέλος μη λησμονηθεί το ρήμα Κυρίου: «Τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν» (Λουκ. 18,27).
Ίσως, στους καιρούς μας, οι λόγοι του τελευταίου βιβλίου της Αγίας Γραφής να είναι εξαιρετικά επίκαιροι: «Ο αδικών αδικησάτω έτι και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι και ο δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω έτι. Ιδού έρχομαι ταχύ… και μακάριοι οι ποιούντες τας εντολάς» (Αποκ. κβ’, 11-12, 14).