Του Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Το κέντρο της ζωής της Εκκλησίας είναι η Θεία Μετάληψη. Είναι ο πυρήν της Εκκλησίας, η οποία πιστή στην θεία εντολή του Κυρίου τελεί αδιακόπως το μέγα Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας.
Εκκλησία και Θεία Ευχαριστία ταυτίζονται. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς Θεία Ευχαριστία και Θεία Ευχαριστία χωρίς Θεία Μετάληψη από τους πιστούς χριστιανούς. Χριστιανός σημαίνει συμμετοχή στην Θεία Μετάληψη, την θεία Κοινωνία, όπου ο πιστός «συνανακιρνάται» με το Θεό (αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας) γίνεται «σύσσωμος Χριστού» (Ιω. Δαμασκηνός), «συνυφαίνει και συνάπτει αυτόν, με την θεία φύση» (Ι. Χρυσόστομος).
Τι είναι λοιπόν η θεία Μετάληψη; Eίναι το ιερότατο Μυστήριο, όπου ο πιστεύων χριστιανός μεταλαμβάνει υπό μεν το είδος του αγιασμένου άρτου, αυτού του Σώματος του Χριστού, υπό δε το είδος του αγιασμένου οίνου, αυτού του Αίματος του Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον. Το πως γίνεται η μεταβολή αυτή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού δεν δυνάμεθα να εννοήσουμε. Ούτε τον λόγον, ούτε τον τρόπον. Μόνον με το φως της πίστεως προσεγγίζεται το Μυστήριον, γιατί τα πάντα εν τω Χριστώ είναι θείον μυστήριον. Μυστήριον του οποίου η εμπειρία ενέχει λυτρωτικόν χαρακτήρα για τον πιστόν. Αυτή η εμπειρία επιφυλάσσεται ως αποκάλυψη για τους πιστεύοντας, γι’ αυτό και η εντολή είναι:«Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων» (Ματθ. ζ’,6). Στην αρχαία Εκκλησία πρόσεχαν πολύ αυτό το σημείο και κατεβάλλοντο προσπάθειες για την διαφύλαξη του απορρήτου των μυστηρίων της χριστιανικής διδασκαλίας. Η αποκάλυψη γίνεται κατά την δυναμικότητα και δεκτικότητα των πιστών «καθώς ηδύναντο». Η τάξη των «κατηχουμένων» και των «φωτιζομένων» υπηρετούσε αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Η Θεία Ευχαριστία, το κορυφαίο Μυστήριο έμεινε το «σεσιγημένον Μυστήριο», προ του Οποίου «σιγά πάσα σαρξ βροτεία και στέκεται μετά φόβου και τρόμου». (Ύμνος αντί Χερουβικού κατά το Μ. Σάββατο). Έχει λοιπόν χαρακτήρα μυστηριακό, υπερκόσμιο και δεν κατανοείται με λογικά κριτήρια, γήινα και ανθρώπινα. Μάλιστα οι σχετικές «Κατηχήσεις» των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας χειραγωγούν τα νέα μέλη της Εκκλησίας ένδον του καταπετάσματος, όπου τελούνται τα ανερμήνευτα και υπέρ την ανθρώπινη λογική Θεία Μυστήρια. Ο Ι. Χρυσόστομος λέγει προς τους νεοφωτίστους: «Όλοι λοιπόν όσοι αξιωθήκατε να εγγραφείτε στην επουράνια αυτή βίβλο, προσφέρατε πλούσια την πίστη σας και υγιή το λογισμό σας. Γιατί τα όσα γίνονται εδώ χρειάζονται πίστη και τα μάτια της ψυχής, ώστε να μη προσέχει κανείς μόνο τα όσα βλέπει, αλλ’ ορμώμενος απ’ αυτά να φαντάζεται και εκείνα που δεν βλέπονται. Γιατί τέτοια είναι τα μάτια της πίστεως˙ όπως ακριβώς δηλαδή τα μάτια του σώματος μπορούν να βλέπουν εκείνα μόνο που υποπίπτουν στην αίσθηση, έτσι και τα μάτια της πίστεως βλέπουν τα αντίθετα μ’ εκείνα. Γιατί τίποτε από τα ορατά δεν βλέπουν αλλ’ εκείνα που δεν βλέπονται τα βλέπουν αυτά έτσι, σαν να βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας. Καθόσον αυτό είναι πίστη, το να βλέπει σαν ορατά εκείνα που δεν βλέπονται». (ΕΠΕ, 30, Κατήχησις, ΙΙ,9). Είναι γεγονός ότι η νοησιαρχία και ο ορθολογισμός απωθεί το μυστήριον, αλλά τούτο είναι θεμέλιον της ύπαρξης του ανθρώπου ακριβώς γιατί είναι ον που θρησκεύει, που «αίρει την ψυχήν του» προς τον Θεόν και αυτά είναι μυστήρια που δεν εξηγούνται. Αφήνονται στη πανσοφία του Θεού. Πολύ εύστοχα εν προκειμένω η Εκκλησία μεταλαμβάνει και τα νήπια, γιατί η Θ. Μετάληψη δεν είναι θέμα λογικής. Εδώ έχουμε όχι το παράλογο αλλά το υπέρλογο.
Το Μυστήριο αυτό της Θ. Ευχαριστίας και κατά συνέπειαν της Θ. Μεταλήψεως ή Θ. Κοινωνίας είναι θεοσύστατο Μυστήριο. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός το ίδρυσε και το παρέδωσε στην Εκκλησία κατά τον ακόλουθο τρόπο. Στο υπερώο των Ιεροσολύμων, προ του Αγίου Του Πάθους συνέβη τούτο: «Εσθιόντων δε αυτών λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε (= τεμάχισε) και εδίδου τοις μαθηταίς και είπε˙ λάβετε φάγετε˙ τούτο εστι το σώμα μου˙ και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς λέγων˙ τούτο εστι το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.» (Ματθ. 26,26-28). Τούτο ποιείται εις την εμήν ανάμνησιν». (Λουκ. 22,19). Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν είπε συμβολίζει το σώμα μου, αλλά είπε είναι το Σώμα μου. Το ίδιο και για το Αίμα Του και τούτο «ποιείται» σε χρόνο ενεστώτα που δηλώνει συνέχεια, διάρκεια, έως της συντελείας των αιώνων. Μάλιστα οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν ότι η Θ. Ευχαριστία είναι αναίμακτος θυσία διότι έτσι έπρεπε να είναι για την ανθρώπινη δική μας προσέγγιση. Ο αγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ονομάζει ακριβώς την Αγία Τράπεζα «θυσιαστήριον». Και το μέγιστον θαύμα της μεταβολής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού επιτελεί το Πανάγιον Πνεύμα ώστε υπέροχα ο Ι. Δαμασκηνός να λέγει: «Ει τον τρόπον επιζητείς, πως γίνεται, αρκεί σοι ακούσαι, ότι διά Πνεύματος Αγίου, ώσπερ και εκ της αγίας Θεοτόκου διά Πνεύματος αγίου εαυτώ και εν εαυτώ ο Κύριος σάρκα υπεσπάσατο και πλέον ουδέν γινώσκωμεν, αλλ’ ότι ο λόγος του Θεού αληθής εστι και ενεργής και παντοδύναμος» (P.G. 94,1145). Και βλέπουμε, κατά την Θ. Μετάληψη με τα χοικά μάτια μας άρτον και οίνον και γευόμεθα ταύτα, γιατί έτσι πρέπει για την ανθρώπινη δυνατότητα και συνάμα αδυναμία μας, αλλά υπό τα είδη άρτου και οίνου, αυτό τούτο το τίμιον και πανάγιον Σώμα και τίμιον και πανάγιον και ζωηρόν Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μεταλαμβάνομεν εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Αυτό πιστεύουμε και αυτό ομολογούμεν.
Έτσι αυτή είναι η σύσταση και η παράδοση του Μυστηρίου. Και αυτή είναι η πράξη και η ζωή της Εκκλησίας απ’ την πρώτη της στιγμή. Οι πρώτοι χριστιανοί μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή: «Ήσαν προσκαρτερούντες (=αφοσιωμένοι) τη διδασκαλία των Αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταίς προσευχαίς» (Πραξ. β’, 42).
Βασική πεποίθηση κάθε Ορθοδόξου Χριστιανού είναι ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού δεν ήλθε στη γη μας για να μας δώσει μόνο μια υπέροχη και υψηλού επιπέδου διδασκαλία, αλλά για να προσφέρει τη θυσία του σώματός Του και του αίματός Του. Και αυτή η θυσία πρέπει να διαιωνίζεται, ώστε οι πιστεύοντες εις Αυτόν να κοινωνούν αυτό το σώμα Του και το αίμα Του. Αυτή είναι η κατάληξη της θείας διδασκαλίας Του.
Η θεία Λειτουργία, η θεία Ευχαριστία τελείται για να μεταλάβουν οι πιστοί Σώμα και Αίμα Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Δεν μπορεί να υπάρξει αληθής συνειδητός χριστιανός χωρίς Θεία Μετάληψη. Δεν μπορεί να ζήσει πνευματικά ο χριστιανός έχοντας αποχή από την Θ. Κοινωνία. Είναι θεία τα λόγια: «Λάβετε φάγετε…» «Πίετε εξ αυτού πάντες…». Λόγια σαφή, ιερά, λόγοι Κυρίου Ιησού Χριστού και Λυτρωτή μας. Την επαύριον του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων είπε ακόμη ο αιώνιος Διδάσκαλος: «Εγώ ειμι ο άρτος ο ζων, ο εκ του ουρανού καταβάς˙ εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα, και ο άρτος δε ον εγώ δώσω, η σαρξ μου εστιν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής» (Ιω., 6,51).
Είναι χαρακτηριστικό ότι και στην μεταποστολική εποχή, οι διάδοχοι των Αποστόλων τονίζουν το γεγονός του Μυστικού Δείπνου του Κυρίου. Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, ο Θεοφόρος γράφει προς τους χριστιανούς της Εφέσου: «Σπουδάζετε ούν πυκνότερον συνέρχεσθαι εις ευχαριστίαν Θεού και εις δόξαν… ένα άρτον κλώντες, ος εστι φάρμακον αθανασίας, αντίδοτος του μη αποθανείν, αλλά ζην εν Ιησού Χριστώ διά παντός». (Προς Εφεσ. ΧΙΙΙ και ΧΧ). Το αρχαίο σύγγραμμα που ονομάζεται «Διδαχή των Αποστόλων» πιστοποιεί την σταθερή πίστη των χριστιανών των πρώτων αιώνων, ότι το Μυστήριο είναι αληθινή τροφή της ψυχής. Μία ευχή προς τον Θεόν λέγει: «Ευχαριστούμεν σοι, πάτερ άγιε, υπέρ του αγίου ονόματός σου, ου κατεσκήνωσας εν ταίς καρδίαις ημών, και υπέρ της γνώσεως και πίστεως και αθανασίας, ης εγνώρισας ημίν διά Ιησού του παιδός σου˙ σοι η δόξα εις τους αιώνας. Συ, δέσποτα παντοκράτορ, έκτισας τα πάντα ένεκεν του ονόματός σου, τροφήν τε και ποτόν έδωκας τοις ανθρώποις εις απόλαυσιν, ίνα σοι ευχαριστήσωσιν, ημίν δε εχαρίσω πνευματικήν τροφήν και ποτόν και ζωήν αιώνιον διά του παιδός σου». (Διδαχή Αγ. Αποστόλων,Χ,2). Τον επόμενο αιώνα, τόσον ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς όσον και ο Ι. Κυπριανός Καρχηδόνος επαναλαμβάνουν ότι έχουμε ανάγκη αυτής της θείας Μεταλήψεως, της θείας Κοινωνίας.
Πολύ περισσότερο οι τρεις μεγάλοι ιεράρχες Μέγας Βασίλειος, Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ι. Χρυσόστομος επιμένουν στο θέμα αυτό και αναπτύσσουν με πολλά παραδείγματα την σπουδαιότητα και αναγκαιότητα του μοναδικού μυστηρίου της θείας «μετουσίας». Το ίδιο επαναλαμβάνουν ο Κύριλλος Ιεροσολύμων και ο Μάξιμος ο ομολογητής, καθώς και ο Συμεών ο νέος θεολόγος με συγκλονιστικές εκφράσεις και αργότερα οι δύο κορυφαίοι Βυζαντινοί θεολόγοι Γρηγόριος Παλαμάς και Νικόλαος Καβάσιλας τονίζοντας ότι το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας είναι αληθής βρώσις και πόσις εις ζωήν αιώνιον.
Την μεγάλη αυτή αλήθεια ανακαλύπτουν και πάλι εν καιρώ Τουρκοκρατίας, οι δύο σοφοί άγιοι Μακάριος Νοταράς και Νικόδημος Αγιορείτης και την αναπτύσσουν στο βιβλίο τους «Περί της συνεχούς μεταλήψεως των αχράντων του Χριστού Μυστηρίων» (1783) με πολλές μαρτυρίες αγίων Πατέρων. Γράφουν πολύ χαρακτηριστικά: «Από την τράπεζαν των σωματικών φαγητών, αν μας υστερήση τις μίαν μόνην ημέραν, λυπούμεθα, αδημονούμεν και μας φαίνεται μέγα κακόν˙ από δε την πνευματικήν και ουράνιαν τράπεζαν των θείων μυστηρίων, αν υστερηθώμεν… και μήνας ολοκλήρους, δεν το νομίζομεν κακόν… Αχ, αδελφοί… και να εβλέπαμεν μίαν φοράν με τους νοητούς οφθαλμούς της ψυχής μας, ποία υψηλά και πόσον μεγάλα αγαθά υστερούμεθα, μη μεταλαμβάνοντες συνεχώς, τότε, ναί, ηθέλαμεν βάλει όλα μας τα δυνατά να ετοιμαζώμεθα και να μεταλαμβάνωμεν, αν ήτο τρόπος, κάθε ημέραν» (σ.74). Τις θέσεις αυτές επιβεβαίωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο επί Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’ του εθνομάρτυρος το 1819 τονίζοντας ότι έχουν χρέος «οι ευσεβείς εν εκάστη ιερά μυσταγωγία να προσέρχωνται και να μεταλαμβάνωσι…» Ιδιαίτερα οι Κολλυβάδες Πατέρες συνέχισαν την αξία και σημασία της συχνής θείας Μεταλήψεως. Αργότερα ο Άγιος Νεκτάριος θα υπογραμμίσει ότι στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας λαμβάνει χώρα το «θαύμα των θαυμάτων». Γράφει στη μελέτη του «Περί θείων Μυστηρίων»: «Το παραδοθέν παρά του Κυρίου μυστήριον της θείας Ευχαριστίας είναι το ανώτερον όλων των μυστηρίων είναι το θαυμασιώτερον των θαυμάτων, όσα η δύναμις του Θεού εξετέλεσεν˙ είναι το υψηλότερον εξ’ όσων η σοφία του Θεού επενόησεν˙ είναι δε και το τιμιώτερον όλων των χαρισμάτων, όσα η αγάπη του Θεού εχαρίσατο τοις ανθρώποις… διό και δικαίως το θαύμα των θαυμάτων και το μυστήριον των μυστηρίων δύναται να κληθή και να θεωρηθή».
Όσον αφορά την μετάδοση της Θ. Κοινωνίας στους πιστούς ιστορικώς έχει ως εξής: Τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους που ήσαν και ολίγοι οι πιστοί, η Θ. Μετάληψη γινόταν όπως σήμερα μεταλαμβάνουν οι ιερείς στο Ιερό Βήμα. Συγκεκριμένα ο κάθε πιστός «την αριστεράν θρόνον ποιήσας τη δεξιά» έπαιρνε την αγία μερίδα, Σώμα Χριστού, και έτρωγε και κατόπιν έπινε εκ του κοινού και ενός Αγίου Ποτηρίου το Αίμα Χριστού. Μάλιστα το Άγιον Ποτήριον το κρατούσε ο διάκονος. Οι «Αποστολικές Διαταγές» μας περιγράφουν την Θ. Μετάληψη ως εξής: «Ο μεν Επίσκοπος διδότω την προσφοράν λέγων Σώμα Χριστού και ο δεχόμενος λεγέτω Αμήν˙ ο δε διάκονος κατεχέτω το Ποτήριον και επιδιδούς λεγέτω Αίμα Χριστού» (Απ. Διατ. P.G.1,1109). Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων γράφει: «Προσιών μη τεταμένοις τοις των χειρών καρποίς προσέρχου μηδέ διηρημένοις τοις δακτύλοις αλλά την αριστεράν θρόνον ποιήσας τη δεξιά, ως μελλούση Βασιλέα υποδέχεσθαι και κοιλάνας την παλάμην δέχου το Σώμα Χριστού, προσέρχου και τω Ποτηρίω του Αίματος» (Κατήχ. ΚΓ’ 21-22,P.G.33,1124). Μάλιστα η σειρά με την οποία μετελάμβαναν οι πιστοί ήταν: Πρώτα ο Επίσκοπος και ύστερα οι λοιποί κληρικοί «είτα τα παιδία καί τότε πας ο λαός κατά τάξιν μετά αιδούς και ευλαβείας» (Διατ. Αποστ. ΒΕΠ 2, VIII,14,158). Περαιτέρω μετά τους πρώτους αιώνες, όταν αυξήθηκαν οι πιστοί χριστιανοί, για καθαρώς πρακτικούς λόγους δηλαδή για να μη παρατηρηθεί αταξία εισήχθη η λαβίς με την οποία μετελάμβανον οι πιστοί Σώματος και Αίματος Χριστού. Θαυμάσια είναι η παράσταση με τον αββά Ζωσιμά, ο οποίος μεταδίδει την Θ. Κοινωνία στην Οσία Μαρία την Αιγυπτία με την αγία λαβίδα, όπως μας περιγράφει ο άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων τον 7ον αιώνα (Βίος οσίας Μαρίας P.G.87,3721). Όλοι πιστοί, λοιπόν, μετελάμβαναν από την μία λαβίδα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, όλους τους κατοπινούς αιώνες μέχρι και σήμερα αυτό τούτο το «φάρμακον αθανασίας», το «εφόδιον ζωής αιωνίου», το «αφανίζον φθοράν», το «φυλακτήριον ψυχής και σώματος». Μάλιστα ο Μ. Βασίλειος γράφει στην 93η επιστολή του «προς Καισαρίαν Πατρικίαν περί κοινωνίας» ότι: «Και το κοινωνείν δε καθ’ εκάστην ημέραν και μεταλαμβάνειν του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού, καλόν και επωφελές, αυτού σαφώς λέγοντος˙ «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον». Τις γαρ αμφιβάλλει, ότι το μετέχειν συνεχώς της ζωής ουδέν άλλο εστίν ή ζην πολλαχώς; Ημείς μέντοι γε τέταρτον καθ’ εκάστην εβδομάδα κοινωνούμεν, εν τη κυριακή, εν τη τετράδι και εν τη παρασκευή και τω σαββάτω και εν ταίς άλλαις ημέρες, εάν η μνήμη αγίου τινός». (P.G.,32,484).
Ακόμη υπάρχουν και οι Αποστολικοί Κανόνες οι οποίοι διακελεύουν αυστηρά ότι αν κάποιος επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος ή (άλλοι) από τον ιερατικό κατάλογο, δεν μεταλάβει όταν τελείται η Θ. Ευχαριστία, πρέπει να πεί την αιτία. Αν είναι εύλογη συγχωρείται, αν δεν την πεί, πρέπει να αφορίζεται γιατί έγινε αιτία να βλαφτεί ο λαός και γιατί κίνησε εναντίον εκείνου που τέλεσε την Θ. Λειτουργία υποψίες ότι δεν την έκανε σωστά (8ος κανών) και έπειτα όλοι οι πιστοί που προσέρχονται στην εκκλησία όταν τελείται η θεία Ευχαριστία και ακούνε μάλιστα τις Γραφές αλλά δεν παραμένουν στις κύριες ευχές και δεν προσέρχονται στη θεία Μετάληψη πρέπει να αφορίζονται γιατί δημιουργούν αταξία στο εκκλησίασμα. (9ος κανών). Οι παραπάνω κανόνες υπογραμμίζουν ότι δεν αρκεί ο εκκλησιασμός. Δεν είναι απλώς μία ατομική προσευχή στο ναό η θεία Λειτουργία, ούτε θέαμα και ακρόαμα. Ούτε μπορεί να αρκείται στο αντίδωρο ο πιστός. Θεία Λειτουργία και θεία Ευχαριστία, τέλεση του Ιερού αυτού Μυστηρίου σημαίνει μετοχή στη Θεία Μετάληψη. Σαφέστατα η Εκκλησία το λέγει: «Γεύσασθε και ίδετε ότι Χριστός ο Κύριος». Άλλωστε, πως θα εκφωνήσουμε: «Ορθοί μεταλαβόντες…» και θα ψάλλουμε «Είδομεν το Φως το αληθινόν…». Συνειδητός χριστιανός είναι και ονομάζεται ο προσερχόμενος καταλλήλως, πνευματικά προετοιμασμένος στην θεία Μετάληψη των Αχράντων και φρικτών Μυστηρίων.
Αναφορικώς με το ερώτημα ή την αμφιβολία την οποία διατυπώνουν μερικοί αν δηλ. υπάρχει κίνδυνος μεταδόσεως ασθενείας από την Θεία Μετάληψη επειδή χρησιμοποιείται η ιδία λαβίδα, η απάντηση είναι σαφέστατη ότι ουδείς απολύτως κίνδυνος υφίσταται εν προκειμένω. Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού που κοινωνούμε είναι Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός, ο Κύριος και Θεός μας, και ο Χριστός είναι η ζωή, η υγεία και όχι η ασθένεια, η πτώση και ο θάνατος. Ο Χριστός ούτε μολύνεται, ούτε μολύνει. Μόνον αγιάζει και χαριτώνει, γιατί είναι η Αυτοζωή και Ανάσταση. Η Θεία Μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων είναι «φάρμακον αθανασίας», Πηγή Ζωής. Άλλωστε, ποτέ κανείς ανά τους αιώνες δεν έπαθε το παραμικρό από τη Θεία Μετάληψη με την ίδια λαβίδα, ούτε λαικός ούτε κληρικός. Πρώτοι θα είχαν ασθενήσει και αποθάνει οι τόσοι και τόσοι κληρικοί! Ιδιαίτερα εν προκειμένω, πλείστες είναι οι μαρτυρίες των κληρικών που διηκόνησαν ή διακονούν στα νοσηλευτικά ιδρύματα, οι οποίοι ουδέποτε έπαθαν τίποτα από μεταδοτική νόσο, τη στιγμή μάλιστα που «καταλύουν» – όπως είναι γνωστό- ο,τι έχει απομείνει στο Άγιο Ποτήριο μετά τη μετάληψη των ασθενών και μάλιστα φυματικών, λεπρών παλαιότερα κ.α., γλείφοντας στην κυριολεξία την Αγία Λαβίδα και καθαρίζοντας πλήρως το Άγιο Ποτήριο. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε, μερικούς μόνον, ιερείς – εφημερίους Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων της πατρίδος μας οι οποίοι διηκόνησαν επί πολλές δεκαετίες σε μεγάλα νοσηλευτικά κέντρα˙ Ουδέποτε έπαθαν τι από την Θ. Μετάληψη. Πρόκειται για τους κάτωθι: Πρώτον βεβαίως αναφέρουμε τον ιερέα π. Χρύσανθο Κουτσουλογιαννάκη (†1972) στο Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας-Κρήτης και τον Άγιο Πορφύριο (†1991) στην Πολυκλινική Αθηνών. Έπειτα τους: π. Γεώργιο Κουτή (†1969) στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο «Αγ. Σάββας», π. Ελπίδιο Ορουντιώτη (†1983), ο δίδυμος αδελφός του Αγίου Φιλουμένου του Νεομάρτυρος, στον «Ερυθρό», π. Αναστάσιο Δραπανιώτη (†1984) στο «Λαικό», π. Ηλία Τσακογιάννη (μετέπειτα Μητροπολίτη Δημητριάδος, †1990) στον «Ευαγγελισμό», π. Ευσέβιο Γιαννακάκη (†1995) στο «Ιπποκράτειο», π. Ευμένιο Σαριδάκη (†1999) στο Λεπροκομείο Αθηνών, π. Σωτήριο Κανναβό (†2014) στον «Ευαγγελισμό» κ.α.
Απόψεις και γνώμες όπως:«Είναι απαίτηση της σύγχρονης κοινωνίας, ο καθείς να φέρνει από το σπίτι του ένα πλαστικό κουταλάκι», ή «οι λοιμωξιολόγοι να μη διστάζουν να πούν ότι υπάρχει κίνδυνος δημόσιας υγείας η μετάληψη με το ίδιο κουταλάκι» ή «να διατάξει η κυβέρνηση απαγόρευση της Θ. Κοινωνίας» ή «η Εκκλησία κάμνει εισπήδηση στην επιστήμη» ή «να πάμε την Θ. Κοινωνία στο Χημείο να εξετάσουμε αν είναι Αίμα Χριστού», όλες αυτές οι θέσεις εγγίζουν τα όρια της άγνοιας, της ημιμάθειας, της θεολογικής απαιδευσίας, της ανυπαρξίας εκκλησιαστικής εμπειρίας, τελικά της απιστίας.
Αλλ’ η Εκκλησία είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος της ελευθερίας. Κανένα δεν εξαναγκάζει. Η προτροπή είναι διηνεκής. «Όσοι πιστοί» και «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης» προσκαλεί η Εκκλησία να προσέλθουν για την θεία Μετάληψη. Μάλιστα ο Απ. Παύλος υπογραμμίζει ότι προκειμένου να μετάσχει ο πιστός στη Θεία Κοινωνία πρέπει να έχει προετοιμαστεί αναλόγως. Γράφει:«Δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω, ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (Α’ Κορ. ια’ 28-29). Ιδιαίτερα ο Ι. Χρυσόστομος γράφει γι’ αυτή την πνευματική προετοιμασία: «Εάν δεν τολμά κανείς με ακάθαρτα χέρια ούτε απλώς να θίξει ανθρώπινο ιμάτιο βασιλικό, πως θα τολμήσουμε περιφρονητικά να πάρουμε το σώμα του παντοκράτορος Θεού, το άμωμο, το καθαρό, αυτό που ενώθηκε με τη θεία φύσι, που με την χάρι του υπάρχουμε και ζούμε, αυτό που συνέτριψε τις πύλες του θανάτου και άνοιξε τις αψίδες του ουρανού; Παρακαλώ, ας μην κατασφάξωμε τους εαυτούς μας με την αναισχυντία, αλλά με δέος και καθαρότητα ας το πλησιάσουμε. Και όταν το ίδης αυτό το σώμα ενώπιον σου, λέγε στον εαυτό σου: Χάρις σ’ αυτό το σώμα δεν είμαι πλέον εγώ γη και σποδός, δεν είμαι πλέον αιχμάλωτος, αλλά ελεύθερος. Χάρις σ’ αυτό ελπίζω να απολαύσω τους ουρανούς και τα αγαθά τους, την αθάνατη ζωή, την αγγελική πολιτεία, τη συντροφιά με τον Χριστό…Καθάριζε λοιπόν την ψυχή σου, προετοίμαζε τη διάνοια, για να υποδεχθής τα μυστήρια αυτά». (Α’ Κορινθ., Λόγος κδ’, ΕΠΕ, 18Α, σελ. 96 επ.).
Η Θεία Μετάληψη είναι θέμα πίστεως. Γι’ αυτό και η εκφώνηση – πρόσκληση περιέχει, τον φόβο του Θεού, την πίστη, την αγάπη. Ειδικά η πίστη εν προκειμένω δεν έρχεται να καταργήσει την λογική. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η πλάνη εκείνων που θεωρούν την πίστη ως κατάργηση της λογικής. Η πίστη υπερνικά την λογική δίχως όμως να την θέτει σε αργία. Η πίστη είναι μεταφυσική, «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Είναι ο χώρος του επέκεινα γιατί η λογική είναι προωρισμένη για τα πεπερασμένα με εργαλείο την απόδειξη. Η πίστη δεν έχει απόδειξη. Ο Θεός δεν αποδεικνύεται. Δεν εφευρίσκεται από τον άνθρωπο. Αποκαλύπτεται. Βιώνεται. Γι’ αυτό και όποιος δεν γνωρίζει τι είναι ο Χριστός, δεν μπορεί να καταλάβει και τι είναι η Εκκλησία και τι επιτελείται στη Θ. Λειτουργία και τι είναι η θ. Μετάληψη. Για όλα χρειάζεται η άλλη διόπτρα, εκείνης της πίστεως.
Το σπουδαιότερο της Εκκλησίας είναι η μετάδοση της αθανασίας, από την Πηγή της αθανασίας που είναι η Θεία Μετάληψη. Όταν κοινωνούμε Σώματος και Αίματος του Χριστού τότε ζούμε ένα συνεχές Πάσχα, μία διάβαση στην άλλη βιοτή της αιωνίου ζωής, της νίκης κατά του θανάτου. Πρόκειται για την συμμετοχή μας στο Δείπνο της αναστάσιμης χαράς, της χαράς και ευφροσύνης εν Θεώ. Και «η χαρά εν Θεώ ισχυροτέρα εστί της ενταύθα ζωής». Και ο ευρών αυτήν, ου μόνον εις τα πάθη ου περιβλέψεται, αλλ’ ουδέ επί την εαυτού ζωήν επιστραφήσεται, ουδέ αίσθησις ετέρα γεννήσεται εκείθεν, ει εξ’ αληθείας γέγονεν αύτη» (Ισαάκ Σύρου, Τα ευρεθέντα ασκητικά, σ.163 επ.). Η Θεία Μετάληψη είναι η μυστηριακή πρόγευση της Αναστάσεως, της Βασιλείας του Θεού, της εισόδου μας στη Χαρά του Νυμφίου της Εκκλησίας, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Είναι ο αρραβών της μελλούσης ζωής του Παραδείσου.
Μακάρι, μέχρι της εσχάτης αναπνοής μας να μετέχουμε επαξίως της αθανάτου Τραπέζης ως συνδαιτυμόνες, μεταλαμβάνοντες Σώματος και Αίματος Χριστού.