Του Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Οι Τρεις Ιεράρχες της Εκκλησίας μας, οι: Μέγας Βασίλειος, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Αρχιεπίσκοποι Κων/λεως, υπήρξαν μεγάλες, φωτεινές προσωπικότητες που λάμπρυναν το πνευματικό στερέωμα του 4ου και 5ου αιώνα, αλλά και εξακολουθούν να διδάσκουν και την σύγχρονη κοινωνία μας.
Και αυτό, γιατί είναι εκείνοι οι σοφοί και θεόπνευστοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας που πέτυχαν την σύζευξη ελληνισμού και χριστιανισμού, το σπουδαίο αυτό ευεργέτημα στο χώρο της σκέψης, της παιδείας και του βιώματος.
Δεν είναι μόνο το Βυζάντιο η οι αιώνες της τουρκοκρατίας αλλά και ο νεώτερος ελληνισμός όπου διατηρήθηκε η ενότητα του γένους μας με τροφή την αρχαία ελληνική ιστορία, το Ευαγγέλιο και τα διδάγματα των Τριών Ιεραρχών.
Το γένος των ελλήνων ορθοδόξων τους τιμά ως «πύργους της πίστεως», ως «ποιμένες και διδασκάλους», ως «οικοδόμους ψυχών», ως «πρότυπα παιδείας».
Πανεπιστήμονες και οι Τρεις. Είχαν σπουδάσει από φιλολογία και φιλοσοφία μέχρι ιατρική και αστρονομία.
Η επίδοσή τους αρίστη και οι διδάσκαλοί τους τους είχαν πάντοτε ως υποδείγματα. Εκείνο βέβαια που έχει ιδιαίτερη αξία είναι η επιτυχία σε άριστο βαθμό του συνδυασμού γνώσης και ήθους.
Όπως έγραψε ο Νύσσης Γρηγόριος, για τον Μ. Βασίλειο και ισχύει και για τους άλλους δύο Ιεράρχες: «Ο Ιεράρχης φυσιολογικά έκλινε προς το Θεό, πατρίδα είχε την αρετή, η σωφροσύνη ήταν σ’ αυτόν πάγια κατάσταση και η σοφία μόνιμο απόκτημα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι είτε τους προσεγγίσουμε ως διδασκάλους, κήρυκες θείας διδασκαλίας και συγγραφείς, είτε ως ιερουργούς, μύστες της λατρείας του Θεού, είτε ως ποιμένες του λαού με απροσμέτρητη αγάπη, πάντοτε θα διαπιστώσουμε ότι υπήρξαν Ιεράρχες με θεία χαρίσματα, ταλαντούχοι άνθρωποι, με θαυμαστή πληρότητα, εξαγνισμένοι και θεωμένοι.
[irp posts=”544845″ name=”Μάνης: Λόγω των προκλήσεων της Τουρκίας χρειάζεται ομοψυχία και ενότητα””]
Μια συμβολή της διδασκαλίας τους για την σημασία του ανθρώπου ως της ανωτάτης αξίας του κόσμου, εξόχως επίκαιρη, κατακλείουμε το παρόν άρθρο μας.
Ο Μ. Βασίλειος θα γράψει: Εάν διά του «κατ’ εικόνα» έχει ενσφραγισθή μέσα μας το «θεοειδές», το «καθ’ ομοίωσιν» φανερώνει το δυναμικόν της ψυχής, την δυνατότητα προς τελείωσιν.
«Το μεν γαρ «κατ’ εικόνα» φύσει δέδοται ημίν – συνεχίζει ο ουρανοφάντωρ. Το δε «καθ’ ομοίωσιν» εκ προαιρέσεως και οίκοθεν κατορθούμεν ύστερον… διά της αρίστης πολιτείας… και των περί τα «καλά πόνων» (ΕΠ. 30, 29 και 32).
Ο Ι. Χρυσόστομος θα διδάξει: «Άνθρωπός εστιν, ουχ όστις απλώς χείρας και πόδας έχει ανθρώπου, ουδ’ όστις εστί λογικός μόνον, αλλ’ όστις ευσέβειαν και αρετήν μετά παρρησίας ασκεί». (ΕΠ. 49, 232).
Και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος θα γράψει: «Ο αριστοτέχνης Λόγος του Θεού εδημιούργησε τον άνθρωπο… επίγειο και ουράνιο, πρόσκαιρο και αθάνατο, ορατό και διά του νού εγγιζόμενο, ευρισκόμενο στο μέσον του μεγαλείου και της ταπεινότητος». (ΕΠ. 36, 321).
Σε μία εποχή παρακμής σε πολλά επίπεδα, δεν αξίζει άραγε να επιδιώξουμε, κατά προτεραιότητα πλέον, μια συνάντηση με τη σοφία τους;
Ασφαλώς θα πρόκειται για πεφωτισμένη ενέργεια.