Σχετικά με την πρόσφατη πρόταση συμφωνίας μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους που ήλθε στο προσκήνιο, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ΄ προέβη σε σχετική δήλωση.
Συγκεκριμένα, αναφέρει:
Αναφανδόν τάσσομαι κατά της αναθεώρησης του άρθρου 3 του Ελληνικού Συντάγματος, καθ’ ότι τούτο άριστα έχει διατυπωθεί και ουδόλως χρήζει τροποποιήσεως ή οιασδήποτε αλλαγής. Ειδικότερα, η προτεσταντική θεωρία περί θρησκευτικής ουδετερότητας δεν συνάδει με τον μακραίωνο ιστορικό, νομικό, κοινωνικό και Χριστιανικό ορθόδοξο πολιτισμό μας. Το δε άρθρο 13 του Συντάγματος καλύπτει όλα τα ζητήματα της ανεξιθρησκείας και της θρησκευτικής ελευθερίας.
Όσο αφορά τον ιερό κλήρο, ως γνωστόν, οι Εφημέριοι ιερείς και διάκονοι συνδέονται με το ν.π.δ.δ. του Ιερού Ναού ή της Μητρόπολης με σχέση δημοσίου Δικαίου, σύμφωνα με τα άρθρα 36 και 42 του ν. 590/1977 και η αμοιβή τους καταβάλλεται από το δημόσιο (άρθρο 38 ν. 590/1977, α.ν. 536/1945 και 469/1948). Πρόκειται για τριμερή σχέση εργασίας.
Ειδικότερα το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 507/1983 (Τμ. Γ΄) απόφασή του δέχθηκε ότι «οι Εφημέριοι ιερείς είναι θρησκευτικοί λειτουργοί». Πρόκειται για ειδική κατηγορία υπαλλήλων, όπως υπάρχουν οι στρατιωτικοί, οι δικαστικοί, οι διπλωματικοί υπάλληλοι, οι εμπειρογνώμονες κ.α.
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του εφημεριακού κλήρου ως θρησκευτικών λειτουργών και το ειδικό καθεστώς βάσει του οποίου υφίσταται και οριοθετείται το ποιμαντικό και κοινωνικό έργο τους και ιδία το μισθολογικό σημερινό καθεστώς πρέπει να διαφυλαχθεί ως έχει.
Οι κληρικοί όλων των βαθμών ως θρησκευτικοί λειτουργοί πρέπει να μισθοδοτούνται από το κράτος. Μία αποσύνδεση του μισθολογίου των κληρικών από το κράτος αυτομάτως θα επισημάνει υποβάθμιση της θέσης και της κοινωνικής και μισθολογικής καταστάσεως τους.
Ειδικότερα: 1) Ο μισθοδοτούμενος από την Ελληνική Πολιτεία έχει ως εργοδότη του ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου , το οποίο ασκεί εξουσία πρωτογενή, την οποία κανένα άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου δεν έχει. 2) Όπως είναι σήμερα θεσμοθετημένο το νομικό καθεστώς το οποίο αφορά τους εφημερίους, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την εφαρμογή διατάξεων οικονομικού περιεχομένου, δεν εξαιρεί αυτούς από τον ευρύτερο κύκλο των υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. (Ελεγκτικό Συνέδριο 7/1997 Α΄ Κλιμακίου) και η Γνωμοδότηση 41/2008 (Γ Τμήμα) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, δέχεται την υπαγωγή των κληρικών στις διατάξεις του άρθρου 18 Ν. 3448/2006, οι οποίες αφορούν στην πρόσληψη στο Δημόσιο συγγενούς αποβιώσαντος κατά την εκτέλεση του υπηρεσιακού καθήκοντος.
Μία απεικόνιση του εργατικού δυναμικού της χώρας θα μας δείξει ότι οι 8000 περίπου εφημέριοι οι οποίοι μισθοδοτούνται από το κράτος είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό των μισθοδοτούμενων από αυτό, και δεν επηρεάζει καίρια τα οικονομικά του κράτους, και εν προκειμένω άλλες είναι οι βουλές, αντιθέτου ρύθμισης.
Είναι ένα βήμα χαλάρωσης του δεσμού του κράτους με τους εφημερίους. Σύμφωνα με έρευνα του συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) το πρώτο τρίμηνο του 2017 οι μισθωτοί του δημοσίου τομέα ήταν 806,2 χιλιάδες που αντιστοιχούσαν στο 51% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (1.585.000 εργαζόμενοι), δηλαδή το 34% του συνόλου των μισθωτών.
Έπειτα, η μετατροπή της τακτικής μισθοδοσίας σε «επιδότηση» εμπεριέχει πασιφανώς τον κίνδυνο μίας μελλοντικής μείωσης ή και κατάργησης ένεκεν οικονομικής αδυναμίας του κράτους.
Η επιδότηση δεν παρέχει τα εχέγγυα της κρατικής μισθοδοσίας. Συνωδά, ασάφεια υφίσταται για τις συντάξεις και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Εν κατακλείδι, κατά σοφή κίνηση δεν ετέθη καμία υπογραφή ούτε υφίσταται νομικό κείμενο και επειδή ακριβώς βρισκόμεθα σε μη ώριμη χρονική περίοδο, το πλέον συνετό θα ήταν, να μην συνεχισθεί η περαιτέρω συζήτηση και να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν.
Η μεγάλη πείρα του Αρχιεπισκόπου και η αδιαμφισβήτητη αγάπη του για την Εκκλησία, τους κληρικούς και το Έθνος, από κοινού με την Ιεραρχία, θα δώσουν τελικά την δέουσα διευθέτηση του όλου ζητήματος. Μη λησμονούμε δε, τους πάντα επίκαιρους λόγους του Ιερού Χρυσοστόμου. «Τοιούτον έχει μέγεθος η Εκκλησία˙ πολεμουμένη νικά και χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει».