Τού Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’
Κατ’ αρχήν θέλω νά σάς συγχαρώ πού ήλθατε σήμερα στήν εκκλησία καί σταθήκατε ήσυχα, μέ ευλάβεια εδώ στόν οίκο τού Θεού.
Θά σάς πώ δύο λόγια γιά τήν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία– τήν ξεχωριστή αυτή Λειτουργία- πού τελείται μόνο κατ’ αυτήν τήν περίοδο τής Μεγ. Τεσσαρακοστής.
Οι σοφοί Πατέρες τής Εκκλησίας μας καθιέρωσαν τήν Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία γιατί αυτή τήν περίοδο δέν μπορούμε νά τελέσουμε τήν κανονική, τήν λαμπρή, τήν τέλεια δηλαδή όπως λέμε θεία Λειτουργία, καί αυτό, γιατί η περίοδος αυτή είναι πένθιμη, περίοδος νηστείας, περισσότερης εγκράτειας καί προσευχής, περίοδος μεγαλυτέρων πνευματικών αγώνων.
Όλα τά λέγουμε σέ πιό χαμηλό τόνο τής φωνής μας, τά φώτα είναι λιγοστά, όλα πιό κατανυκτικά. Ενώ όταν τελούμε τήν κανονική θεία Λειτουργία τότε όλα είναι φωτεινά, χαρμόσυνα, δοξολογικά.
Λέγεται Προηγιασμένη γιατί τά Τίμια Δώρα, δηλ. ο Άρτος καί ο Οίνος πού προσφέρονται στό Ιερό Θυσιαστήριο έχουν μεταβληθεί σέ Σώμα καί Αίμα Χριστού από τήν προηγούμενη Θ. Λειτουργία. Είναι, δηλαδή, από πρίν αγιασμένα.Ψάλλονται κατ’ αυτήν ωραιότατοι ύμνοι, όπως ήδη ακούσατε, τό «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…» ή τό «Νύν αι δυνάμεις τών ουρανών σύν ημίν αοράτως λατρεύουσιν. Ιδού γάρ εισπορεύεται ο Βασιλεύς τής δόξης…».
Ύμνοι υπέροχοι, μέ μυστική καί υπερκόσμια μεγαλοπρέπεια πού ανεβάζουν τίς καρδιές μας στόν ουρανό. Καί όπως τό ωραίο θυμίαμα ανεβαίνει ψηλά στόν ουρανό έτσι καί οι προσευχές μας πηγαίνουν ψηλά στόν ουράνιο θρόνο τού Θεού.
Αλλά η Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία μάς θυμίζει καί κάτι άλλο. Μάς θυμίζει τούς πρώτους χριστιανούς. Τήν αρχαία Εκκλησία. Τούς πιστούς εκείνους χριστιανούς πού είχαν μεγάλη καί φλογερή πίστη στό Χριστό, πού μέ θάρρος ομολογούσαν ότι είναι χριστιανοί, πού τηρούσαν τίς θείες εντολές Του, πού ήσαν αγαπημένοι μεταξύ τους, πού ένας βοηθούσε τόν άλλο, πού δέν φοβόντουσαν τό μαρτύριο καί τόν θάνατο γιά τόν αληθινό Θεό.
Καί ξέρετε οι διωγμοί κατά τών χριστιανών τότε από τούς ειδωλολάτρες, από τούς ασεβείς καί από τούς εχθρούς τού Χριστιανισμού ήσαν πολλοί καί σκληροί.
Πολλούς μάρτυρες τούς αιώνες αυτούς, αγίους δηλαδή, ανέδειξε η Εκκλησία μας, όπως τόν άγιο Ιγνάτιο πού μαρτύρησε στό Κολοσσαίο τής Ρώμης, τόν άγιο γέροντα Πολύκαρπο, τόν άγιο Γεώργιο, τόν άγιο Δημήτριο, τήν αγία Παρασκευή, τήν αγία Βαρβάρα, τήν αγία Μαρίνα, τόν άγιο Σεβαστιανό καί άλλους πολλούς πού τούς γιορτάζουμε καί τούς τιμούμε.
Οι πρώτοι, λοιπόν, Χριστιανοί πού αγαπούσαν πολύ, μέ όλη τους τήν καρδιά τόν Χριστό, δέν μπορούσαν νά ζούν χωρίς τήν θ. Κοινωνία, χωρίς αυτή τήν πνευματική τροφή πού είναι τό Σώμα καί τό Αίμα τού Χριστού. Ήθελαν τό εφόδιο τής ζωής.
Ήθελαν νά κατοικεί μέσα τους ο Χριστός. Νά είναι χριστοφόροι στήν καθημερινή τους ζωή. Εάν ο ένας τούς πόθος ήταν τό βάπτισμα, ο άλλος ήταν η θ. Κοινωνία.
Πόθος ιερός, πόθος άγιος, πόθος πού τούς έσωζε από τήν αμαρτία καί τούς ένωνε μέ τόν Αρχηγό τής Ζωής καί τού Θανάτου, τόν Ιησούν Χριστόν, τόν Λυτρωτήν τού κόσμου.
Αυτόν τόν πόθον τόν απεικόνιζαν, τόν ζωγράφιζαν καί μέσα στίς Κατακόμβες. Όποιος τίς επισκέπτεται (στή Ρώμη) εκεί βλέπει τίς απεικονίσεις αυτές.
Βλέπει τό κάνιστρο μέ τούς Άρτους, τό Άγιο Ποτήριο, πιό πέρα διακρίνει τήν περίφημη παράσταση Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., τό ψάρι, πού σημαίνουν τά αρχικά αυτά γράμματα τό «Ιησούς, Χριστός, Θεού, Υιός, Σωτήρ», βλέπει τό διψασμένο ελάφι, τήν Άμπελο, τόν Καλόν Ποιμένα δηλ. τόν Χριστό.
Όλες αυτές οι παραστάσεις υπενθύμιζαν τόν Μυστικό Δείπνο, τά Τίμια Δώρα, τήν Θ. Ευχαριστία, τήν τέλεση τής Θ. Λειτουργίας.
Συμβολίζουν αυτόν τόν ιερό πόθο καί τήν αγία επιθυμία πού είχαν οι πρώτοι χριστιανοί γιά τήν θ. Κοινωνία. Κοινωνούσαν λοιπόν καί στίς κανονικές θ. Λειτουργίες καί όταν γινόντουσαν οι Προηγιασμένες θ. Λειτουργίες.
Καί μάλιστα, νά προσθέσω ακόμη, ότι στεκόντουσαν μέ πολλή τάξη μέσα στήν εκκλησία, έψελναν όλοι μαζί, έλεγαν όλοι μαζί τό «Πάτερ ημών», τό «Κύριε Ελέησον», καί τό «Αμήν».
Όταν ερχότανε η ώρα νά μεταλάβουν πήγαιναν πάλι προσεκτικά, αθόρυβα, μέ ευλάβεια καί πίστη. Πρώτα κοινωνούσαν οι ιερείς, μετά οι διάκονοι, έπειτα οι υποδιάκονοι, οι αναγνώστες, μετά οι ψάλτες, οι διακόνισσες, ύστερα τά παιδιά καί τέλος όλος ο λαός.
Έψελναν τόν τόσο ωραίο ύμνο: «Γεύσασθε καί ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» καί τά μάτια τους γέμιζαν δάκρυα. Ένοιωθαν θεία κατάνυξη, αγάπη καί χαρά.
Γιά όσους μάλιστα δέν ήταν δυνατόν νά πάνε στήν Εκκλησία επειδή ήσαν άρρωστοι ή βρισκόντουσαν στήν φυλακή ή ήσαν αιχμάλωτοι ή ακόμη ήσαν στό Κολοσσαίο πρό τού μαρτυρίου τους, τότε, γι’ αυτούς ανελάμβαναν οι πιστοί αδελφοί τους χριστιανοί νά τούς μεταφέρουν τήν θ. Κοινωνία γιά νά μήν μείνουν ακοινώνητοι.
Θυμηθείτε τό μικρό παιδί, τόν Ταρσίζιο πού τόν κτύπησαν καί άφησε τήν τελευταία του πνοή πάνω στό δρόμο, στήν Αππία οδό, λίγο έξω από τήν Ρώμη, γιατί δέν ήθελε νά παραδώσει τά Τίμια Δώρα πού έκρυβε πάνω στή καρδιά του καί τά πήγαινε κρυφά στούς φυλακισμένους χριστιανούς καί οι εχθροί τόν πίεζαν νά τά πετάξει κάτω.
*
Θά τελειώσω, λέγοντάς σας καλά μου παιδιά, μερικές συμβουλές τώρα πού θά έλθετε νά κοινωνήσετε.
Όποιο παιδί ξεχάστηκε καί έφαγε τό πρωί ή ήπιε νερό ή κάτι άλλο δέν θά κοινωνήσει σήμερα. Θά έλθει άλλη φορά. Θά τόν περιμένω άλλη μέρα.
Όταν θά έρχεστε γιά νά κοινωνήσετε δέν θά μιλάτε καθόλου. Προσευχόμαστε μέσα μας. Προχωρούμε σιγά-σιγά. Δέν σπρώχνει ο ένας τόν άλλο. Ερχόμαστε μέ σεβασμό καί ευλάβεια. Οι άγιοι άγγελοι είναι εδώ καί μάς βλέπουν.
Όταν φτάνουμε εδώ μπροστά, κάνουμε τόν σταυρό μας, βάζουμε κάτω από τό σαγόνι μας τό κόκκινο μανδήλιο γιατί δέν πρέπει νά πέσει ούτε τό παραμικρό «ψιχουλάκι» κάτω καί ανοίγουμε καλά τό στόμα μας.
Όταν κοινωνήσουμε σκουπίζουμε τό στόμα μας μέ τό μανδήλιο, παίρνουμε τό αντίδωρο καί φεύγουμε καί πάλι ήσυχα γιά τή θέση μας.
Τήν ημέρα αυτή πού κοινωνήσαμε θά πρέπει νά προσέξουμε πολύ νά έχουμε καλή συμπεριφορά καί νά είμαστε χαρούμενοι.
Ο Χριστός, παιδιά, είναι μέσα μας. Κοινωνήσαμε Σώμα καί Αίμα Χριστού. Είμαστε δικά Του παιδιά. Νά είστε βέβαιοι. Ο Χριστός μάς ευλογεί, μάς αγιάζει καί μάς αγαπά.