«Μνημονεύετε τών ηγουμένων υμών οίτινες ελάλησαν υμίν τόν λόγον τού Θεού ών αναθεωρούντες τήν έκβασιν τής αναστροφής μιμείσθε τήν πίστιν (Εβρ. ιγ, 7). «Εάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς έχετε εν Χριστώ, αλλ ου πολλούς πατέρας εν γάρ Χριστώ Ιησού διά τού ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α Κορ. δ , 15).
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ: Τά ανωτέρω θεόπνευστα λόγια τού αποστόλου τών εθνών βρίσκουν πλήρη απήχηση «στόν μακαρία τή λήξει» γενόμενον αείμνηστον Μητροπολίτην Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κυρόν ΙΕΡΕΜΙΑΝ.
Τά όσα θά αναφέρω στή συνέχεια άς λογισθούν ως ένα ελάχιστο «αντιπελάργημα πρός τόν μακαριστόν Ιεράρχην, ο οποίος καθ
όλην τήν επίγεια ζωή του υπήρξε ένας πολύεδρος πνευματικός αδάμας.
Πιστεύω ότι σέ βάθος χρόνου θά βρεθούν πολλοί οι οποίοι μέ τήν γραφίδα τους θά εκτιμήσουν καί θά αξιολογήσουν τό έργο καί τήν προσφορά του στήν εκκλησία καί τήν επιστήμη τής θεολογίας καί θά μάς παρουσιάσουν εμπεριστατωμένες μελέτες καί συγγραφές.
Πατρίδα τού αοιδίμου πατρός υπήρξε η περιάκουστη καί ιστορική πόλις τής Ναυπάκτου, συμπατριώτης μέ τήν ευρύτερη έννοια τού Αγίου Κοσμά τού Αιτωλού τόν οποίο ευλαβείτο υπερβολικά καί αγωνιζόταν νά τόν μιμηθεί.
Γεννήθηκε στίς 10 Φεβρουαρίου, εορτή τού Αγίου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους, τό 1941. Πατέρας του ήταν ο Στέφανος Φούντας, καταγόμενος από τά Κράβαρα Ναυπακτίας καί μητέρα του η Γιαννούλα (Ιωάννα) Χαρακίδα, ορφανή από τήν γέννα της, διότι ο πατέρας της Ιωάννης φονεύθηκε στόν Α Παγκόσμιο πόλεμο τό 1918 καί έλαβε τό όνομα τού πατέρα της. Από οκτώ χρονών λόγω ανέχειας καί φτώχειας εργάστηκε ως ψυχοκόρη στήν μεγάλη καί αρχοντική οικογένεια τού Ξανάλατου στήν Ναύπακτο. Δούλεψε σκληρά στά κτήματα καί τό σπίτι. Τό 1939 νυμφεύεται τόν Στέφανο καί τό 1940 μένει έγκυος. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος τού 1940, ο αγαπημένος της σύζυγος έφυγε εμπνεόμενος από τό αίσθημα τής φιλοπατρίας, γιά νά υπερασπισθεί τήν εδαφική ακεραιότητα τής πατρίδας.
Στά βουνά τής Βορείου Ηπείρου κοντά στό Τεπελένι μέ τηλεγράφημα πληροφορήθηκε τήν γέννηση τού παιδιού του καί από τήν άφατη χαρά του κέρασε τούς συστρατιώτες του. Δυστυχώς τήν χαρά καί τήν ευφροσύνη τής γέννας ελάχιστες ημέρες μετά τήν διαδέχθηκε η θλίψη καί ο πόνος, γιατί ο στρατιώτης
Στέφανος Φούντας χάνει τήν ζωή του θυσιαζόμενος υπέρ πατρίδος. Τό γεγονός αυτό έκανε τό παιδί του αργότερα όταν φόρεσε τό τίμιο ράσο τού κληρικού νά λέει καυχώμενο «είμαι τέκνον ήρωος Αλβανικών ορέων».
Η νεαρή Γιαννούλα έμεινε χήρα 23 ετών καί τά μαύρα ρούχα δέν τά αποχωρίστηκε μέχρι τόν θάνατό της. Δύο ήταν οι ελπίδες της καί οι απαντοχές της μετά τήν συμφορά. Πρώτον η προστάτις καί η παρηγορία τών χρών καί τών ορφανών, η Υπεραγία Θεοτόκος, η γλυκειά Παναγία, γι αυτό καί τό παιδί της από τά γενοφάσκια του τό έταξε στήν Παναγία τήν Βαρνάκωβα καί κατά τή βάπτιση τό ονόμασε Παναγιώτη, αντί τού ονόματος τού πατέρα του. Δεύτερον η πολυβασανισμένη μητέρα της Καλλιόπη μέ τό σκληρό καί ανδρείο φρόνημα, η
οποία είχε εργασθεί προηγουμένως ως αγωγιάτισσα στά χωριά τής ορεινής Ναυπακτίας κάνοντας διάφορες μεταφορές.
Ο Παναγιώτης Φούντας μεγάλωσε μαζί μέ δύο γυναίκες, τήν μητέρα του καί τήν γιαγιά του. Η μητέρα του εργάσθηκε ως καθαρίστρια στό Γυμνάσιο Ναυπάκτου. Καί οι δύο αυτές γυναίκες τού πρόσφεραν αδειδώλευτη αγάπη, πολλή στοργή καί τρυφερότητα. Από μικρό τόν φώναζαν Τάκη καί φρόντιζαν νά μήν τού λείπει τίποτα.
Ασχολήθηκαν μέ επιμέλεια γιά τήν διάπλαση τού χαρακτήρα του, γι αυτό στό σχολείο ο Τάκης ήταν ένα παιδί ευγενικό, έδειχνε σεβασμό, είχε καλούς τρόπους, αρκετά συναισθηματικός και ιδιαίτερα επιμελής μαθητής, αφοσιωμένος στό κυνήγι τής γνώσης. Ευνοήθηκε από τόν Θεό νά μεγαλώση σέ ένα περιβάλλον καθαρά θρησκευτικό καί άκρως πνευματικό. Από τήν ευλάβεια τής μητέρας καί τής γιαγιάς του εμποτίστηκε στήν αγάπη τού Θεού καί έδειχνε κλίση πρός τά θεία.
Παιδί τού Γυμνασίου συμμετείχε ανελιπώς στό Σαραλείτουργο τών Χριστουγέννων από τίς 5.00 τό πρωΐ μέχρι τίς 7.00 καί τρώγοντας τό αντίδωρο αντί γιά πρωϊνό κατευθείαν πήγαινε στό μάθημα. Αναπολώντας αυτά τά ωραία παιδικά χρόνια αργότερα ως αρχιερέας έλεγε «Ομολογώ μέ απόλυτη ειλικρίνεια ότι αυτές οι καθημερινές νυκτερινές-πρωϊνές Θείες Λειτουργίες περισσότερο από τά κατηχητικά καί τά κηρύγματα μέ έθελξαν στήν αγάπη τού Χριστού καί μού έδωσαν νά νοήσω από μικρό παιδί ότι τό μεγαλείο τής πίστης μας τό εκφράζει η Θεία Λειτουργία».
Γυμνασιόπαιδο μέ τήν μητέρα του καί κάποιους γειτόνους πήγε μέ τά πόδια από τήν Ναύπακτο στήν Παναγία τήν Προυσιώτισσα. Τό προσκύνημα αυτό τόν συγκλόνισε καί τόν ενθουσίασε. Η μορφή τής Προυσιώτισσας χαράχθηκε ανεξίτηλα μέσα στήν καρδιά του, γι αυτό καί στήν μετέπειτα ζωή του τήν ευλαβείτο πολύ καί κατά τακτά διαστήματα επισκεπτόταν τήν Μονή ως ταπεινός προσκυνητής. Βασικός καί ισόβιος πνευματικός του πατέρας υπήρξε ο οσιώτατος Γέροντας Αρχιμανδρίτης Αρσένιος Κουμπούγιας, κτήτωρ τού Ιερού Ησυχαστηρίου Παναγίας Γοργοϋπηκόου Ναυπάκτου. Τόν π. Αρσένιο τόν γνώρισε στά πρώτα γυμνασιακά του
χρόνια καί τόν οδήγησε σέ αυτόν η φιλόθεη μητέρα του. Ευρισκόμενος στήν ΣΤ Γυμνασίου κατόπιν υποδείξεως τού Ναυπακτίου θεολόγου Νικολάου Σωτηροπούλου γνώρισε τόν Αρχιμ. Αυγουστίνο Καντιώτη, μετέπειτα Μητροπολίτη Φλωρίνης. Δίνοντας εξετάσεις τό 1959 είσήχθη στήν Θεολογική Σχολή Αθηνών.
Καθ όλην τήν φοιτητική του ζωή φιλοξενήθηκε στό οικοτροφείο τού πατρός Αυγουστίνου, τό οποίο έφερε τήν ονομασία «ΣΤΑΥΡΟΣ». Ο π. Αυγουστίνος τόν Τάκη Φούντα τόν αγαπούσε ιδιαίτερα καί τόν θαύμαζε γιά τήν ευστροφία καί γιά τήν αγάπη, πού είχε στήν μελέτη τής Αγίας Γραφής. Μεταγενέστερα προσκεκλημένος ως Μητροπολίτης Γόρτυνος σέ εορταστική εκδήλωση στήν Φλώρινα είπε γιά τόν Γέροντα Αυγουστίνο «Πίπτω γονατιστός ενώπιόν του καί τόν ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας, γιά όσα εκοπίασε γιά τήν προόδόν μου… ό,τι είχα τήν δύναμη νά κρατήσω από τόν πατέρα Αυγουστίνο τό κράτησα καί τό εφήρμοσα στήν ταπεινή μου διακονία».
Ο Καθηγητής πού τόν ενέπνευσε στήν Θεολογική Σχολή ήταν ο Βασίλειος Βέλλας Παλαιοδιαθηκολόγος. Ο Βέλλας διαπιστώνοντας τά χαρίσματα τού φοιτητού του, τόν ώθησε πρός τήν αγάπη τής Παλαιάς Διαθήκης. Μέ τήν πάροδο τού χρόνου καί μετά από ενδελεχή μελέτη ο οραματιστής φοιτητής αισθανόταν γιά τήν Παλαιά Διαθήκη μία ανερμήνευτη έλξη καί έναν έρωτα πρός αυτήν. Μεταξύ τών δύο αυτών ανδρών αναπτύχθηκε μία διαχρονική σχέση αγάπης, εκτίμησης καί αλληλοσεβασμού.
Τό 2000 ο π. Ιερεμίας αναγορεύθηκε καθηγητής καί έλαβε τήν έδρα τού καθηγητού του «Εισαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη» καί «Ερμηνεία εκ τών εβδομήκοντα Ο».
Κάθε φορά πού μιλούσε γιά τόν καθηγητή του κόμπιαζε καί αναλυόταν σέ λυγμούς. Από τόν Βασίλειο Βέλλα ο αφοσιωμένος του μαθητής έλαβε καί διατήρησε στήν υπόλοιπη ζωή του τήν ευγένεια, τήν αρχοντιά καί τήν επιστημοσύνη, από δέ τόν πατέρα Αυγουστίνο μιμήθηκε τήν μαχητικότητα, τήν ορμητικότητα καί τήν ανδρεία. Παρόλο τόν σεβασμό καί θαυμασμό, πού έτρεφε πρός τόν πατέρα Αυγουστίνο, δέν τόν ακολούθησε στή Φλώρινα. Ακολούθησε άλλη πορεία, όμως τό έτος 1969 από τά τίμια καί σεπτά χέρια τού ευεργέτη του Μητροπολίτου Αυγουστίνου έλαβε τήν μοναχική κουρά καί τήν εις διάκονον χειροτονία του.
Τό όνομα Ιερεμίας τό έλαβε λόγω τής μεγάλης του αγάπης πρός τόν Προφήτη τής Παλαιάς Διαθήκης, στό βιβλίο τής οποίας είχε ιδιαίτερα εντρυφήση. Γιά τό όνομά του καυχόταν, τό θεωρούσε δώρο Θεού καί αγωνιζόταν νά ομοιάση στόν ομώνυμό του Άγιο. Τό καλοκαίρι τού 1969 τόν προσέλαβε ως Ιεροκήρυκα ο Μητροπολίτης Αττικής καί Μεγαρίδος Νικόδημος. Διακόνησε για μία πενταετία ως ιεροκήρυκας τής περιφέρειας Μάνδρας – Βιλλίων – Ερυθρών – Οινόης – Ελευσίνος – Μαγούλας -Ασπροπύργου. Από τό 1974 έως τό 1983 υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας τής Μητροπόλεως Φωκίδος. Τό διάστημα 1983-1987 βρίσκεται ως ιεροκήρυκας στήν Μητρόπολη Πειραιώς. Επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε στήν Μάνδρα Αττικής καί παραμένει ως κήρυκας τού Θείου Λόγου έως τό 1999. Από τό 2000 έως τό 2006 διακονεί στήν Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Τήν 10ην Οκτωβρίου 2006 εκλέγεται από τήν Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως. Χειροτονείται επίσκοπος τήν 14η Οκτωβρίου 2006 στόν
Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών καί ενθρονίζεται στήν ιστορική Δημητσάνα τήν 25ην Νοεμβρίου 2006.
Ο Σεβ. Γόρτυνος Ιερεμίας σέ όλη τήν εκκλησιαστική του πορεία διέπρεψε ως διαπρύσιος ιεροκήρυξ, ως ευλαβής, ιεροπρεπής καί κατανυκτικός λειτουργός, ως στοργικός, διακριτικός καί φωτισμένος πνευματικός πατέρας καί ως επιτυχημένος καί αποτελεσματικός ακαδημαϊκός διδάσκαλος.
Όσα θά αναφερθούν στή συνέχεια είναι πολυετές καταστάλαγμα καρδιάς, βιώματα καί αναμνήσεις τών παιδικών καί νεανικών χρόνων από τήν πολύτιμη καί θεοφιλή διακονία τού π. Ιερεμίου ως ιεροκήρυκος τής Μητροπόλεως Φωκίδος. Πέρασε περίπου μία τεσσαρακονταετία από τότε πού αναχώρησε από τήν Φωκίδα, αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα καί εντούτοις η μνήμη καί η αγάπη τών Φωκέων κατοίκων γιά τόν δυναμικό καί ζηλωτή ιεροκήρυκα παραμένει νωπή καί ισχυρη. Όλοι όσοι τόν γνώρισαν, τόν ενθυμούνται μέ περισσή ευλάβεια καί αγάπη, μέ ιερή νοσταλγία καί βαθύτατο σεβασμό. Χωρίς υπερβολή ήταν ο ιεροκήρυκας, πού άγγιξε τήν καρδιά τους καί σηματοδότησε τήν ζωή τους, διότι τούς βοήθησε νά γνωρίσουν τόν Θεό,
τούς αναζωπύρωσε τό θρησκευτικό συναίσθημα, τούς μύησε στήν ορθόδοξη βιωματική λειτουργική ζωή καί τούς έδωσε τήν δυνατότητα νά αποκτήσουν όραμα καί νόημα ζωής.
Ο π. Ιερεμίας διακόνησε τήν Φωκίδα στά πρώτα νεανικά χρόνια τής ιερωσύνης του καί τής αφιερώσεώς του στόν Χριστό. Αγάπησε τήν Φωκίδα μέ πάθος. Μέχρι τά έσχατά του ομολογούσε ότι τά καλύτερα χρόνια τής ζωής του τά έζησε στήν ηρωοτόκο καί ευσεβέστατη Φωκίδα. Όταν μιλούσε γιά τήν διακονία του στή Φωκίδα, αναστέναζε βαθειά καί νοσταλγικά, θυμόταν γεγονότα πού έζησε, βιώματα πού απέκτησε καί ανθρώπους πού συνάντησε καί συνδέθηκε μέ άρρηκτους πνευματικούς δεσμούς.
Ο π. Ιερεμίας δέν υπήρξε ο ατσαλάκωτος παπάς τού γραφείου, ούτε ο κληρικός πού κρατούσε αποστάσεις λόγω υπεροχής καί εξουσίας εξ αιτίας τής θέσεώς του ως ιεροκήρυκος καί μάλιστα σέ εποχές, πού ο ιεροκήρυκας είχε κύρος καί ο λαός τόν υπολόγιζε καί τόν εκτιμούσε. Επίσης δέν ήταν ο ιεροκήρυκας τής τρυφής, τής καλοπέρασης, τών ανέσεων καί τών κοσμικών απολαύσεων, αλλά ο μαχητής καί ο αγωνιστής παραδοσιακός κληρικός. Τό ισόβιο σύνθημα πού τόν ενέπνεε, ήταν «όλα γιά τήν δοξα τού Χριστού». Τό ράσο πού ενδύθηκε γενόμενος κληρικός, τό διατήρησε άσπιλο καί αμόλυντο. Διακονώντας τήν εκκλησία τής Φωκίδας κακοπάθησε σωματικά καί ψυχικά. Διήλθε τήν Φωκίδα απ άκρου εις άκρον «ευεργετών καί ιώμενος» τόν λαόν της. «Εν εσπέρα καί πρωΐα καί μεσημβρία» κήρυττε μέ ζήλο καί δύναμη ψυχής τόν λόγο τού Θεού, παιδαγωγούσε τήν νεότητα, στήριζε τούς ολιγοψύχους, παραμυθούσε και παρηγορούσε τούς θλιβομένους,
εγκαρδίωνε τούς ασθενείς καί μέ πνεύμα θυσιαστικό αναλωνόταν νά θεραπεύει τίς υλικές καί πνευματικές ανάγκες τού Χριστεπωνύμου πληρώματος.
Ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού «πάλιν καί πολλάκις» δοκιμάστηκε καί πειράστηκε «ως χρυσός εν χωνευτηρίω». Ως γνήσιος εργάτης τού Ευαγγελίου έτρεξε μέχρι τίς εσχατιές τής Μητροπόλεως, γιά νά συναντήσει τά λογικά πρόβατα τής ποίμνης τού Χριστού. Ανεδείχθη αεικίνητος και ακούραστος διδάσκαλος τής Ορθόδοξης πίστης. Έφθασε έως τίς ταπεινές καλύβες τών φτωχών χωρικών τών επαρχιών Παρνασσίδας καί Δωρίδας. Ακόμη καί στά απομακρυσμένα μαντριά τών βοσκών μετέφερε τήν ευλογία τού Θεού καί τό σωτήριο μήνυμα τής Εκκλησίας.
Πολλές φορές λασπώθηκε, βράχηκε, υπερθερμάνθηκε από τόν βασανιστικό καλοκαιρινό καύσωνα καί ταλαιπωρήθηκε υπερβαλλόντως από τίς δυσμενείς καί απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες.
Τόν γάβγισαν τά σκυλιά τών χωριών καί τού ξέσχισαν τά ράσα. Περπατούσε μέ τάπόδια γιά νά επισκεφθεί τά χωριά, έκανε οτο-στοπ καί μέσα στά αυτοκίνητα, πού τόν μετέφεραν εκείνος μέ διάκριση καί σοφία έστηνε τόν άμβωνα καί έσωζε ψυχές. Πολλούς άνδρες πού δέν είχαν καμμία σχέση μέ τόν χώρο τής εκκλησίας, κατάφερε νά τούς εξομολογήσει, ενώ αυτοί οδηγούσαν. Τόν πολέμησαν μέ μανία καί τόν φοβέρισαν αιρετικοί καί τόν έσυραν κατηγορούμενο στά δικαστήρια. Εκείνος όμως από όλα αυτά τά παθήματα εξερχόταν πιό λαμπρός καί περισσότερο δυναμικός.
Έστεκε πάντοτε αγέρωχος καί έχαιρε, διότι έπασχε γιά τήν αγάπη τού Χριστού καί τήν δόξα τής Εκκλησίας. Εντυπωσίαζε τούς πάντες μέ τήν μεγάλη, βαθειά καί ακλόνητη πίστη του καί μέ τόν πόθο, πού είχε νά θυσιάση ακόμη καί αυτή τήν ζωή του γιά τόν αγαπημένο του Κύριο.
Είναι αλήθεια ότι ο π. Ιερεμίας ενέπνεε τούς Χριστιανούς τής Φωκίδας τόσο μέ τόν φλογερό χριστοκεντρικό του λόγο όσο καί μέ τόν ακηλίδωτο καί εναρμονισμένο μέ τό πνεύμα τού Ευαγγελίου βίο του. Αυτός ο παπάς, έλεγαν οι χωρικοί, αλλά καί οι κάτοικοι τών πόλεων «πιστεύει στόν Θεό» καί είναι διαφορετικός από τούς άλλους. Άνθρωποι όλων τών ηλικιών σαγηνεύθηκαν από τό κήρυγμά του, περισσότερο όμως ωφελήθηκαν καί συνδέθηκαν μέ τόν Χριστό βλέποντας τήν κρυστάλλινη αυθεντική του ζωή, τήν απεριόριστη αγάπη, πού σκορπούσε καί τήν ανιδιοτελή του ευγένεια.
Ένα από τά πολλά ιχθύδια, πού συνέλαβε η σαγήνη τού πατρός Ιερεμίου στήν Μητρόπολη Φωκίδος υπήρξε καί η ελαχιστότητά μου. Η ευδοκία τού Πανάγαθου Θεού μέ αξίωσε νά τόν γνωρίσω όταν κατ επανάληψιν επισκεπτόταν τόν τόπο καταγωγής μου τόν Ελαιώνα (Τοπόλια) Παρνασσίδας. Ήμουν τότε 12 ετών καί έδινα εξετάσεις από τό Δημοτικό γιά τό Γυμνάσιο. Μέ εντυπωσίασαν δύο πράγματα, ο παλμός πού είχε στό κήρυγμα καί η βιωματική του ευλάβεια στήν Θεία Λειτουργία, όπου «τά έδινε όλα» καί γινόταν μετάρσιος. Από τότε πού τόν γνώρισα «κόλλησα» κοντά του. Τόν θαύμαζα καί τόν αγαπούσα όπως τούς κατά σάρκα γονείς μου καί ακόμη περισσότερο.
Έκτοτε μέχρι τής τελευταίας του αναπνοής συνδέθηκα μαζί του μέ βαθύτατη πνευματική σχέση. Υπήρξε ο μοναδικός πνευματικός μου πατέρας καί ισόβιος γέροντάς μου. Τού οφείλω τό «εύ ζήν» γιά τήν εν Χριστώ αναγέννησή μου, τόν βηματισμό μου στήν εκκλησία καί τήν συμμαρτυρία του γιά τήν είσοδό μου στήν ιερωσύνη.
Γιά τήν ελαχιστότητά μου αποτελεί τιμή καί καύχημα, αλλά ταυτόχρονα καί ευθύνη, διότι διετέλεσα πνευματικό τέκνο τού αειμνήστου Αρχιερέως. Ευγνώμων πρός τόν Άγιο Θεό γι αυτή του τήν δωρεά, δέν μπορώ νά διανοηθώ τό πέρασμά μου από τόν κόσμο αυτό, χωρίς τη σύνδεσή μου μέ τόν πολυσέβαστο, πολυφίλητο καί πολυαγαπημένο μου γέροντα πατέρα Ιερεμία. Γιά εμένα όπως καί γιά αμέτρητους αδελφούς Χριστιανούς ο μακαριστός Ιεράρχης υπήρξε μία δροσερή αύρα, μία ισχυρή βακτηρία καί ένα δυνατό άρωμα ευωδίας πνευματικής.
Σεβασμιώτατε Γέροντα
Είμαστε μικρά παιδιά μέ αγνή καί άδολη ψυχή, όταν σέ ακούσαμε πρώτη φορά νά μάς λές ότι ο Θεός ακούει τίς προσευχές μας καί μέ αγάπη πάντοτε ανταποκρίνεται. Τώρα πού έφυγες από τήν «κοιλάδα αυτή τού κλαυθμώνος» η προσευχή μας είναι μία.
Νά αναπαύη ο καλός Θεός τήν αγιασμένη σου ψυχή στήν επουράνια βασιλεία σου όπως μάς ανέπαυες καί εσύ καί σέ κάθε μας συνάντηση. Η μορφή σου, η αγάπη σου καί η διδαχή σου ως ο πολυτιμότερος θησαυρός αναπαύονται καί ανακλίνονται στά μύχια τής καρδιάς μας καί τής χοϊκής μας υπάρξεως.
Αιωνία Σου η μνήμη
Αρχιμ. Νεκτάριος Καλύβας
Εφημέριος Ιτέας, Ιεροκήρυξ