Επιστολή απέστειλε ο Μητροπολίτης Κυθήρων στον Υπουργό Παιδείας για το θέμα της μικτοποιήσεως της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
Εξοχώτατον Κύριον
Κωνσταντίνον Αρβανιτόπουλον
Υπουργόν Παιδείας και Θρησκευμάτων
Ανδρέα Παπανδρέου 37
151 80 ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΝ
Υπουργέ μου,
Σας έχει κοινοποιηθή το υπ’ αριθ. πρωτ. 402/979/29-7-2013 του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, το οποίον αποτελεί απάντησιν εις την υπ’ αριθ. 474/19-06-2013 επιστολή μου. Νομίζω ότι, κατόπιν τούτου, διά την σφαιρικήν θεώρησιντού πράγματος, επιβάλλεται να σας ανακοινώσω το κείμενο της εν θέματι επιστολής μου, την οποία και επισυνάπτω. Έπειτα από την ενέργειά μου αυτή επιτρέψατέ μου να κάμω ωρισμένας επισημάνσεις επί του απαντητικού κειμένου του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ρ.Ε.Σ. διά να εξαγάγετε ευκολώτερον τα συμπεράσματά σας.
1. Εις την προμετωπίδα του εν λόγω εγγράφου αναγράφεται «Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή. Διοίκηση» (και η Διεύθυνσις). Εις την αρχή του κειμένου αυτού γίνεται λόγος διά την κριτική μου «σε απόφαση του Πολυμελούς Συμβουλίου του Ριζαρείου Ιδρύματος». Εις την συνέχεια αναφέρεται εις την «δυνατότητα φοίτησης στο Εκκλησιαστικό Λύκειο του Ιδρύματος και νεανίδων από το σχολικό έτος 2013-2014». Καί ακολούθως χαρακτηρίζονται «οι απόψεις (μου) για τη λειτουργία του Λυκείου ως σχολείου εκπαίδευσης αποκλειστικά μελλοντικών ιερέων, αν και ανοιχτές σε κριτική, σεβαστές».
Εδώ, Εξοχώτατε, όπως βλέπετε επιχειρείται μία εσκεμμένη σταδιακή αλλοίωσις της ταυτότητος και της αποστολής της περιωνύμου Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής με την λαμπράν 170ετή ιστορία και παράδοσίν της. Η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή μεταποιείται πλέον εις «Ριζάρειον Ίδρυμα» και «Εκκλησιαστικό Λύκειο του Ιδρύματος». Δεν είναι τυχαίο αυτό, αλλά μία ενορχηστρωμένη προσπάθεια αποβολής του ιερατικού χαρακτήρος της φιλτάτης Σχολής μας.
Δύνασθε να ενημερωθήτε από τους ειδήμονας συνεργάτας του Υπουργείου σας περί του ότι ο Πρόεδρος του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ρ.Ε.Σ. κ.Χρήστος Μασσαλάς, παρουσία και των εκπροσώπων της Εκκλησίας μας, διεκήρυξε (ποίω δικαίω;) ενώπιον της ειδικής Επιτροπής ότι έκλεισε πλέον ο κύκλος της 170ετούς ιστορίας και προσφοράς της γεραράς Ριζαρείου Σχολής. Από τούδε και εις το εξής θα λειτουργή πλέον ως Εκκλησιαστικό και όχι ως Ιερατικό Σχολείο (!!!).
2. Ο κ.Πρόεδρος και τα μέλη του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ρ.Ε.Σ. αποφεύγουν με ένα «φιλοσοφικό» – «σοφιστικό» τρόπο να απαντήσουν επί της ουσίας, εις το εναγώνιο και αδυσώπητο ερώτημα όχι μόνον εμού, αλλά και δεκάδων άλλων παλαιών Ριζαρειτών (Αρχιερέων, Ιερέων, Καθηγητών Πανεπιστημίου και άλλων επιστημόνων) : διατί καταφώρως και αναλγήτως παραβιάζεται η βούλησις και η Σεπτή Διαθήκη του αειμνήστου Ιδρυτού της Σχολής (και όχι απλώς «Ευεργέτη», όπως χαρακτηρίζεται εις το κείμενο του Πολυμελούς) Γεωργίου Ριζάρη;
Βεβαίως, όταν έχωμε δωρεά ακινήτου ή ακινήτων δι’ ένα συγκεκριμένο φιλανθρωπικό ή κοινωνικό σκοπό, ο οποίος εξέλιπε, είναι δυνατόν και επιτρεπτόν να αλλάξη με δικαστικήν απόφασιν ο αρχικός σκοπός. Εδώ, όμως, είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα. Εδώ πρόκειται δία βούλησιν ιεράν και αποκλειστικό άγιο σκοπό και στόχο :«Παρακαλώ εις την Σχολήν ταύτην να διδάσκωνται όσοι σκοπεύουσι να ενδυθώσιν το της Ιερωσύνης ένδυμα». Δεν πρόκειται διά την εκμετάλλευσιν ακινήτων διά φιλανθρωπικούς και κοινωνικούς σκοπούς, αλλά διά την υψίστην και κορυφαίαν αποστολήν της Σχολής. Καί εάν παρήκμασε και απεδυναμώθη η επίζηλος προσφορά της Σχολής μας οφείλεται, κατά κοινήν ομολογίαν, εις το γεγονός ότι είναι η μόνη Εκκλησιαστική Σχολή η οποία όχι μόνον δεν λειτουργεί υπό την ευθύνην της Εκκλησίας, αλλ’ ούτε έχει, όπως θα έπρεπε, αγαστή συνεργασία με αυτή, με αποκλειστική ευθύνη του Πολυμελούς Συμβουλίου, το οποίο «κόβει τις γέφυρες», κατά το κοινώς λεγόμενο.
3. Ο κ.Πρόεδρος και το Πολυμελές Συμβούλιον της Ρ.Ε.Σ. επιχειρούν να μου αποδώσουν «διγλωσσίαν» και να πείσουν ότι φάσκω και αντιφάσκω εις την προμνημονευθείσαν επιστολήν μου προς αυτό. Ενώ δηλ. ψέγω το Πολυμελές Συμβούλιο της Ρ.Ε.Σ. διά το ανοσιούργημα της κατ’ ουσίαν καταργήσεως της Ριζαρείου Διαθήκης από την μία μεριά, το μέμφομαι από την άλλη διά την «τήρηση των όρων της διαθήκης, όσον αφορά στην εκλογή των μελών του».
Όχι, κ.Υπουργέ, δεν συμβαίνει αυτό. Έγραψα περί κλειστού κυκλώματος εις τον τρόπον αντικαταστάσεως των μελών. Δεν αντετάχθην εις τους όρους της διαθήκης να επιλέγωνται ως μέλη του Πολυμελούς Συμβουλίου από τα Ιωάννινα και την Ήπειρο, την Μυτιλήνη και την Κρήτη, την Θεσσαλία και την Πελοπόννησο, ή όποια άλλη περιοχή ορίζει η Διαθήκη. Το δυσάρεστο είναι να μεταδίδεται η σκυτάλη από τον πατέρα εις τον υιό και έπειτα εις τον εγγονό κ.ο.κ.
Από τα Ιωάννινα, φερ’ ειπείν, θα ήτο δυνατόν, εάν όντως υπήρχε η αναζήτησις των καλλιτέρων και καταλληλοτέρων προσώπων, να κληθούν διά την στελέχωσιν του Πολυμελούς Συμβουλίου οι τρεις διακεκριμένοι Καθηγηταί των Πανεπιστημίων -παλαιοί Ριζαρείται : ο κ.Ιωάννης Κογκούλης, τ.Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, ο κ.Μιχαήλ Τρίτος, Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης και ο κ.Δημήτριος Ράιος, Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων. Κατά παρόμοιο τρόπο και από τα άλλα διαμερίσματα της πατρίδος μας θα ήτο δυνατόν να επιλεγούν καταξιωμένοι επιστήμονες, κατά προτίμησιν παλαιοί Ριζαρείται, και τότε θα εκαμαρώναμε όλοι την Σχολήν μας και την σπουδαία προσφορά της. Ας μη συγχέωμε τα πράγματα.
4. Ο κ.Πρόεδρος και τα μέλη του Πολυμελούς Συμβουλίου επικαλούνται δύο λόγους, επί των οποίων βασίζεται η κριτική των εις την προμνησθείσαν επιστολήν μου, οι οποίοι δεν ευσταθούν. Σήμερα, λόγω της υφισταμένης κρίσεως, είναί πως δυσχερής η απορρόφησις των αποφοίτων του Εκκλησιαστικού Λυκείου, αλλά και το σήμερα και το αύριο είναι εις τα χέρια του Παναγάθου Θεού. Αυτό δεν μας εμποδίζει να προετοιμάσωμε εργάτες του Ευαγγελίου. Προς το παρόν χειροτονούμε ένα υποψήφιο τον χρόνο. Έχει ο Παντοδύναμος Θεός διά τα περαιτέρω.
5. Ο κ.Πρόεδρος και τα μέλη του Πολυμελούς Συμβουλίου επικαλούνται Εγκύκλιον του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, εκδοθείσαν προ 4ετίας, η οποία απευθύνονταν εις τα Εκκλησιαστικά Σχολεία και αφορούσε εις την λειτουργίαν των Εκκλησιαστικών Ι.Ε.Κ. Καί εκεί τελικώς περιωρίσθη η εφαρμογή της, μετά την έντονη αντίδρασι της Ιεράς Συνόδου. Καί μόνον εις τα τμήματα εκμαθήσεως της Αγιογραφίας, συντηρήσεως των Εκκλησιαστικών κειμηλίων και ουδέποτε εις το ιερατικόν τμήμα, το οποίο παρέμεινε αμιγές. Τώρα επιχειρείται η μικτοποίησις του Εκκλησιαστικού Λυκείου, δηλ.του καθαρώς Ιερατικού Σχολείου.
6. Δεν ανταπαντώ εις το απαντητικόν κείμενον του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ρ.Ε.Σ., διότι αισθάνομαι ότι απευθύνομαι εις «ώτα μη ακουόντων». Δυστυχώς οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν συναίσθησιν των βαρειών ευθυνών των και νομίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να ανατρέπουν ιερές Διαθήκες, όπως του αειμνήστου Γ. Ριζάρη, οι οποίες έχουν μέγιστο ειδικό και ηθικο-πνευματικό βάρος.
Υπουργέ μου,
Έπειτα από όλα όσα διαλαμβάνονται εις την ανακοινουμένην και εις υμάς επιστολήν μου και την διευκρινιστικήν παρούσαν έχετε την ευχέρειαν ως αρμόδιος Υπουργός να παρέμβητε καταλυτικώς.
Παρακαλώ πολύ να προκαλέσετε την παρέμβασιν του αρμοδίου κ.Εισαγγελέως διά τον έλεγχον της σημαντικής αυτής υποθέσεως και την απόδοσιν – τον καταλογισμόν ευθυνών, όπου αναλογούν. Ακόμη και εις τον υπογράφοντα, εάν θεωρηθή ότι υπερέβην τα εσκαμμένα.
Επ’ ουδενί λόγω δεν πρέπει να αφεθή η λαμπρά και γεραρά Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή εις τα χέρια ακαταλλήλων και αδυνάμων να την ανορθώσουν προσώπων.
Υπό την μορφήν την σημερινήν, εις το σημερινό της κατάντημα, είναι μυριάκις προτιμώτερο να κλείση. Καί έπειτα, αφού αναπλασθή και ανασυγκροτηθή, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα της Ριζαρείου Διαθήκης, να συνεχίση την λαμπράν ιστορίαν και διακονίαν της υπό την αιγίδα και φροντίδα της Εκκλησίας μας.
Καί επί τούτοις, εξαιτούμενος την υμετέραν συγγνώμην διά την εκδαπάνησιν πολυτίμου χρόνου σας, διατελώ
Με εξαίρετη τιμή και αγάπη
Ο Μητροπολίτης
†Ο Κυθήρων Σεραφείμ