ΚΥΚΚΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ: Στις 16 Σεπτεμβρίου 2021 στο πλαίσιο του συνεδρίου με θέμα «Παγκόσμια Ορθοδοξία: πρωτείο και συνοδικότητα υπό το φως της ορθοδόξου διδασκαλίας», το οποίο διεξάγεται στο ναό του Σωτήρος Χριστού της Μόσχας πραγματοποιήθηκε η κοινή ομιλία των μητροπολιτών Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου και Ταμασού και Ορεινής Ησαΐα από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου.
Προ της ομιλίας ο μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής Ησαΐας απηύθυνε τον χαιρετιστήριο λόγο στους μετέχοντες του συνεδρίου, λέγοντας: «Αγιώτατε, Σεβασμιώτατοι, βαθυσέβαστοι σύνεδροι! Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που προσκαλέσατε τόσο εμένα, όσο και τον γέροντά μου μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρο να συμμετάσχουμε σε αυτό το σπουδαίο θεολογικό φόρουμ. Αποφασίσαμε με τον μητροπολίτη Νικηφόρο να παρουσιάσουμε μια κοινή εισήγηση, η οποία θεμελιώνεται επί του προσφάτως εκδοθέντος βιβλίου του μητροπολίτη Κύκκου Νικηφόρου και αφιερωμένου στο θέμα της διευθετήσεως του σύγχρονου ουκρανικού προβλήματος βάσει των ιερών κανόνων. Αυτό το βιβλίο έχει προσφάτως μεταφρασθεί στη ρωσική γλώσσα Όσο στον μητροπολίτη Νικηφόρο, τόσο και στο πρόσωπό μου και σε άλλους Κυπρίους ιεράρχες δεν ήταν καθόλου εύκολο να γράψουμε, να μιλήσουμε και να τοποθετούμαστε εν γένει επί του παρόντος θέματος, διότι, όπως γνωρίζετε, τα γεωπολιτικά εξαναγκάζουν την Κύπρο να ακολουθήσει την γραμμή της ευρω-αμερικανικής πολιτικής με όλα όσα αυτή συνεπάγονται. Παρά ταύτα, και ομιλούμε, και γράφουμε καθώς και ικετεύουμε τον Θεό να μας φωτίσει να ορθοτομούμε τον λόγο της Αληθείας όπως μας υπαγορεύει η αρχιερατική μας συνείδηση, παρά τις αρνητικές για εμάς συνέπειες. Δεν θα επιστήσω την προσοχή σας επί μακρόν και θα σας παρουσιάσω ορισμένες σκέψεις του μητροπολίτη Νικηφόρου, ελπίζοντας ότι οι μάρτυρες και όλοι οι άγιοι της ορθοδόξου Κύπρου και της Ρωσίας θα μεσιτεύουν ενώπιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Υπεραγίας Θεοτόκου υπέρ ενώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ταχείας διευθετήσεως αυτού του σοβαρού εκκλησιαστικού προβλήματος, το οποίο ούτε καν έπρεπε να δημιουργηθεί».
Την εισήγηση, κείμενο της οποίας ακολουθεί παρακάτωανέγνωσε ο αρχιμανδρίτης Σεραφείμ Γκάβρικοφ.
Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία βρίσκεται σήμερα σέ κατάσταση διχαστικής κρίσεως, εξαιτίας τού Ουκρανικού Εκκλησιαστικού Ζητήματος, πού δημιουργήθηκε μέ τήν αυθαίρετη καί αντικανονική παραχώρηση από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως «Αυτοκεφαλίας» σέ σχισματικές δομές τής Ουκρανικής Εκκλησίας, καί εν αγνοία τού Ορθοδόξου Ρωσικού Πατριαρχείου, πού είναι η μητέρα Εκκλησία τής, κατά Ουκρανία, Ορθοδόξου Εκκλησιαστικής Επαρχίας.
Η βασική προβληματική, η οποία πρόκειται νά μάς απασχολήσει στήν έρευνα αυτή, είναι, άν ορθά ή λανθασμένα παραχωρήθηκε τό «Αυτοκέφαλο» στήν Ουκρανία.
Προτού, όμως, προβούμε στή διαπραγμάτευση τού παρόντος θέματος, αισθανόμαστε τήν ανάγκη νά δηλώσουμε εξ αρχής, ότι βαθύτατα σεβόμαστε καί τιμούμε τό σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Γιά τή μοναδική καί ανεπανάληπτη προσφορά της στή «Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν καί Αποστολικήν Εκκλησίαν.
Ως Προκαθήμενος τού Πρώτου Θρόνου τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης είχε, έχει καί πάντοτε θά έχει τό κανονικό δικαίωμα:
α. Τής τιμητικής προεδρίας όλων τών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ως «πρώτος μεταξύ ίσων» (primus inter pares),
β. Τού συντονισμού τών Ορθοδόξων Εκκλησιών σέ κρίσιμα θέματα διορθοδόξου ενδιαφέροντος,
γ. Τής εκφράσεως καί υλοποιήσεως τών αποφάσεων, πού έχουν ληφθεί, μετά από Πανορθόδοξη Σύνοδο ή Σύναξη τών Ορθοδόξων Προκαθημένων,
δ. Τής χορηγήσεως Αυτοκεφαλίας καί Αυτονομίας, υπό την προϋπόθεση τής συναινέσεως καί εγκρίσεως τών λοιπών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, καί
ε. Τέλος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως Πρωτόθρονος Προκαθήμενος τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι ο διαχρονικός φύλακας καί εγγυητής, τόσο τής κανονικής τάξεως, όσο καί τής αυθεντικής λειτουργίας τού Ορθοδόξου Συνοδικού, Δημοκρατικού Συστήματος.
Οποιαδήποτε παρερμηνεία καί απόπειρα μετατροπής τών πιό πάνω τιμητικών πρεσβείων τού Οικουμενικού Πατριαρχείου σέ «πρωτείο εξουσίας» αλλοιώνει τήν Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, καταργεί τό Συνοδικό Δημοκρατικό Σύστημά της καί εισάγει μία μοναρχική εξουσία παπικού τύπου, μέ τόν Οικουμενικό Πατριάρχη νά μετατρέπεται σέ Πάπα τής Ανατολής, πού θά εκφράζει «από καθέδρας» (ex cathedra) τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς τή γνώμη τών άλλων Ορθοδόξων Προκαθημένων. Σέ μία τέτοια περίπτωση, ο κάθε Επίσκοπος τής Ορθοδόξου Εκκλησίας δέν μπορεί νά μένει ψυχρός καί αδιάφορος, αλλά οφείλει νά μετασχηματίζει τήν παθητική του αγωνία σέ ενεργή υπευθυνότητα καί νά υψώνει τό ανάστημά του, καί μέ οδηγό τήν αρχιερατική του συνείδηση νά αγωνίζεται, χωρίς σκοπιμότητες καί φοβίες, ενάντια σέ κάθε αυθαιρεσία, πού επιβουλεύεται τή Συνοδικότητα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, απειλώντας μέ διχασμό τήν Οικουμενική Ορθοδοξία.
Χωρίς καμία αμφιβολία, η μονομερής απόφαση τού Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου νά χορηγήσει καθεστώς «Αυτοκεφάλου Εκκλησίας» σέ μία σχισματική δομή αμετανοήτων καθηρημένων, αναθεματισμένων καί αχειροτονήτων ψευδο- κληρικών, περιφρονώντας ταυτόχρονα τήν υπό τόν Μητροπολίτη Ονούφριο Κανονική Εκκλησία τής Ουκρανίας, δημιουργεί σοβαρότατο εκκλησιαστικό πρόβλημα, πού απειλεί τήν πανορθόδοξη ενότητα μέ σχίσμα τεραστίων διαστάσεων.
Όλες, λοιπόν, οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, χωρίς καμία ένσταση ή επιφύλαξη, γιά 330 καί πλέον χρόνια θέλουν τήν Εκκλησία τής Ουκρανίας νά υπάγεται εκκλησιαστικά στό Πατριαρχείο Μόσχας καί όχι στό Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Πέραν, όμως, τούτων, αυτός ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος σέ λόγο του πρός τόν ουκρανικό λαό, πού απηύθυνε στίς 26 Ιουλίου 2008, εξέφρασε αυτή τήν ίδια εκκλησιαστική βεβαιότητα, ότι, δηλαδή, η Ουκρανία έχει παραχω- ρηθεί από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο καί υπάγεται πλέον στήν Εκκλησία τής Ρωσίας.
Επιπροσθέτως αυτών, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος στίς δύο απαντητικές επιστολές του πρός τόν Πατριάρχη Μόσχας αναγνωρίζει, τόσο τήν καθαίρεση (1992) όσο καί τόν αναθεματισμό (1997), πού επέβαλε τό Πατριαρχείο Μόσχας στόν πρώην Μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο.
Αναγνωρίζει, δηλαδή, στό Πατριαρχείο Μόσχας τά δύο θεμελιώδη δικαιώματα τής εκκλησιαστικής υπαγωγής, τό δίκαιο τού «χειροτονείν» καί τό δίκαιο τού «κρίνειν» τούς Επισκόπους. Τά δύο αυτά θεμελιώδη δικαιώματα τής εκκλησιαστικής υπαγωγής τά αναγνωρίζει καί ο εκ τών υστέρων εναρμονισθείς μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναφορικά μέ τόν Τόμο Αυτοκεφαλίας τής Ουκρανίας, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών καί πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος.
Θεωρώ, ότι τήν πιό πειστική απάντηση στό ερώτημα, ποιός έχει τό δικαίωμα νά χορηγήσει Αυτοκεφαλία σέ μία τοπική Εκκλησία καί μέ ποιές προϋποθέσεις, τή δίνει ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος. Σύμφωνα μέ τή θέση, πού διατύπωσε σέ συνέντευξή του, τόν Ιανουάριο τού 2001, στήν ελληνική εφημερίδα «Νέα Ελλάδα»: «Η Αυτοκεφαλία καί η Αυτονομία χορηγούνται υπό τής συνόλου Εκκλησίας δι αποφάσεως Οικουμενικής Συνόδου. Επειδή δέ, διά διαφόρους λόγους, δέν είναι δυνατή η σύγκλησις Οικουμενικής Συνόδου, τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ως συντονιστής πασών τών Ορθοδόξων Εκκλησιών, χορηγεί τό Αυτοκέφαλον ή τό Αυτόνομον υπό προϋπόθεσιν τής εγκρίσεως υπ αυτών» (τών λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών).
Τό Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει, κατά τούς θείους καί ιερούς Κανόνες (γ τής Β Οικουμενικής Συνόδου καί κη τής Δ Οικουμενικής Συνόδου), τά «πρεσβεία τιμής» μεταξύ όλων τών Πατριαρχικών Θρόνων τής Ανατολής. Μετά τό μεγάλο σχίσμα τού 1054, τό Οικουμενικό Πατριαρχείο τυγχάνει ο Πρώτος Θρόνος στή Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Ορθόδοξη τού Χριστού Εκκλησία καί έχει τό κανονικό δικαίωμα τής τιμητικής Προεδρίας τών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Ειδικότερα δέ ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ως «πρώτος μεταξύ ίσων» (primus inter pares), έχει τό δικαίωμα τής Προεδρίας σέ περίπτωση Οικουμενικής Συνόδου καί, επομένως, καί τό καθήκον τού συντονισμού τών Ορθοδόξων Εκκλησιών νομιμοποιείται δέ νά χορηγήσει Αυτοκεφαλία ή Αυτονομία σέ μία εκκλησιαστική επαρχία, αλλά υπό ορισμένες σαφείς καί αυστηρές προϋποθέσεις, τίς οποίες έχει θέσει η εκκλησιαστική παράδοση καί είναι συνεπείς μέ τήν Ορθόδοξη Εκκλησιολογία καί τήν κανονική τάξη. Καί οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι ίδιες μέ εκείνες, πού συμφωνήθηκαν από τούς εκπροσώπους όλων τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στίς συνεδριάσεις τής Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής τών ετών 1993 καί 2009, γιά τήν Αγία καί Μεγάλη Σύνοδο τής Κρήτης (2016).
Δυστυχώς, τό κείμενο τής συναπόφασης αυτής δέν παρουσιάσθηκε ποτέ στήν Αγία καί Μεγάλη Σύνοδο στό Κολυμπάρι τής Κρήτης, λόγω διαφωνίας, όπως ισχυρίζονται μερικοί, τής Ρωσικής Εκκλησίας, ως πρός τόν τρόπο υπογραφής τού Τόμου Αυτοκεφαλίας. Η ίδια, όμως, η Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ρωσίας, μέ επίσημη δήλωσή της, μετά τή Συνεδρία της, στίς 17 Οκτωβρίου 2019, μάς πληροφορεί, ότι: «Στήν πραγματικότητα τό θέμα τού Αυτοκεφάλου αποσύρθηκε από τήν Ημερήσια Διάταξη τής Συνόδου πολύ ενωρίτερα, κατόπιν επιμόνου παρακλήσεως τού Πατριάρχη Βαρθολομαίου».
Τό πρώτιστο, λοιπόν, πού οφείλει νά κάμει μία Εκκλησία, πού θέλει τήν Αυτοκεφαλία της, είναι νά εκφράσει διά τού χριστεπωνύμου πληρώματός της (κλήρου καί λαού) τήν επιθυμία της γιά Αυτοκεφαλία καί νά υποβάλει αυτή τήν επιθυμία, ως αίτημα, πρός τό Οικουμενικό Πατριαρχείο πρός εξέταση.
Ιδιαιτέρως, όμως, όσον αφορά στό θέμα τής Ουκρανίας, πού μάς απασχολεί σήμερα, επισημαίνουμε τά εξής: Μόνο από μία εκκλησιαστική δομή τής χώρας, πού πληροί τούς κανονικούς όρους, θά μπορούσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης νά δεχθεί πρός εξέταση αίτημα Αυτοκεφαλίας. Όπως δέ όλοι γνωρίζουμε, η μόνη κανονική εκκλησιαστική δομή τής Ουκρανίας είναι η υπό τόν Μητροπολίτη Ονούφριο αναγνωρισμένη από όλες τίς Ορθόδοξες Εκκλησίες, μέχρι πρότινος καί από τό ίδιο τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, Αυτόνομη Εκκλησία τής Ουκρανίας μέ τούς 90 Επισκόπους, τίς 12.500 ενορίες, τά 250 μοναστήρια, τούς 5.000 μοναχούς καί μοναχές καί τίς δεκάδες εκατομμύρια τών πιστών, πού αποτελούν τήν τεράστια πλειοψηφία τού ορθοδόξου ουκρανικού λαού.
Αυτή, όμως, η κανονική, Αυτόνομη Εκκλησία, η οποία από τό 1686 υπάγεται στήν εκκλησιαστική δικαιοδοσία τού Πατριαρχείου Μόσχας, δέν ζήτησε, όπως είχε κάθε δικαίωμα, τήν Αυτοκεφαλία από κανένα. Ούτε καί αποδέχθηκε ποτέ οποιαδήποτε χορηγηθείσα Αυτοκεφαλία από οποιονδήποτε.
Τήν Αυτοκεφαλία τής Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επεδίωξαν καί ζήτησαν καί έλαβαν δύο σχισματικές δομές.
Ειλικρινά, αδυνατεί κάποιος νά καταλάβει πώς ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, αντίθετα μέ όσα προηγουμένως σέ ανύποπτο χρόνο διακήρυττε, έρχεται σήμερα καί από μόνος του, χωρίς τήν προηγούμενη έγκριση-συγκατάθεση τών λοιπών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, καί δή τής Μητρός Εκκλησίας τής Ρωσίας, από τήν οποία θά αποσπαζόταν η Εκκλησία τής Ουκρανίας, χορηγεί τήν Αυτοκεφαλία καί μάλιστα όχι στήν κανονική υπό τόν Μητροπολίτη Ονούφριο Εκκλησία τής Ουκρανίας, αλλά στίς δύο σχισματικές ομάδες, τού καθαιρεθέντος Φιλαρέτου καί τού μή έχοντος Αποστολική Διαδοχή αχειροτόνητου Μακαρίου;
Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η κακοποίηση τού ιερού θεσμού τού Αυτοκεφάλου, πού έγινε στήν περίπτωση τής Ουκρανίας, όχι μόνο δέν οδήγησε στήν ποθούμενη εκκλησιαστική ειρήνευση καί ενότητα, αλλά, αντιθέτως, επέφερε ακόμα μεγαλύτερη αναταραχή καί διαίρεση στή ζωή τού τόσο σκληρά δοκιμαζόμενου ουκρανικού λαού καί δημιούργησε βαθιά κρίση, τόσο στήν Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, όσο καί στήν Οικουμενική Ορθοδοξία.
Έτσι,
α. η χορήγηση τής Αυτοκεφαλίας δέν αιτήθηκε από τήν Πανορθοδόξως αναγνωρισμένη υπό τόν Μητροπολίτη Ονούφριο Εκκλησία τής Ουκρανίας, αλλά από δύο πολύ μικρότερες σχισματικές ομάδες,
β. περιφρονήθηκε τελείως καί δέν λήφθηκε καθόλου υπόψη ο ρόλος τής Μητέρας Εκκλησίας, πού είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία τής Ρωσίας, καί
γ. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος προχώρησε στή χορήγηση τής Αυτοκεφαλίας, χωρίς καμία επαφή καί διαβούλευση μέ τούς Προκαθημένους τών άλλων Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Ένα άλλο ζήτημα, πού δέν πρέπει νά παραλείψουμε νά διευκρινίσουμε, είναι τό θέμα τής διακοπής τής Ευχαριστιακής Κοινωνίας μεταξύ δύο Ορθοδόξων τοπικών Εκκλησιών.
Κατηγορείται, από μερικούς, τό Ορθόδοξο Πατριαρχείο Μόσχας, ότι πρόχειρα καί βεβιασμένα καί εκκλησιολογικώς ανεπίτρεπτα διέκοψε τήν Ευχαριστιακή Κοινωνία μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καί, αργότερα, καί μέ τίς συνταχθείσες μέ αυτό Εκκλησίες τής Ελλάδος καί τής Αλεξανδρείας ή, τουλάχιστον, μέ όσους εκ τών Επισκόπων αυτών δέχθηκαν καί συλλειτούργησαν μέ κληρικούς τών σχισματικών ομάδων τής Ουκρανικής Εκκλησίας.
Οι όψιμοι αυτοί κατήγοροι τού Ορθοδόξου Πατριαρχείου Μόσχας ξεχνούν ή θέλουν νά ξεχνούν, ότι ο πρώτος διδάξας στό θέμα αυτό είναι αυτός ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος. Ποτέ δέν πρέπει νά λησμονούμε τήν πομπώδη εκείνη τελετή (τήν παγκοσμίως μεταδιδομένη τηλεοπτικώς) στό Φανάρι μέ τή συμμετοχή, πέραν τού Οικουμενικού Πατριάρχη, καί πλειάδος άλλων Μητροπολιτών τού Οικουμενικού Θρόνου, μέ τήν οποία επεβλήθηκε στόν μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο η ποινή τής ακοινωνησίας. Καί τούτο, γιατί τόλμησε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος καί συγκάλεσε τήν Ιεραρχία τής Ελλαδικής Εκκλησίας, η οποία εξέλεξε, χωρίς τήν πατριαρχική διαγνώμη, τρείς νέους Μητροπολίτες στίς επαρχίες τών λεγομένων «Νέων Χωρών».
Τό Ορθόδοξο Πατριαρχείο Μόσχας διέκοψε τήν Ευχαριστιακή Κοινωνία μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, λόγω τής παραβάσεως τών ιερών Κανόνων, όπως αποδείξαμε πιό πάνω, μέ τίς μονόπλευρες επεμβάσεις τού Οικουμενικού Πατριάρχη στήν Εκκλησία τής Ουκρανίας, πού δέν αποτελεί δικό του κανονικό έδαφος, μέ αποκορύφωμα τήν αντικανονική παραχώρηση Τόμου Αυτοκεφαλίας στίς σχισματικές δομές τής χώρας αυτής.
Η απόφαση, επομένως, τού Ορθοδόξου Πατριαρχείου Μόσχας νά διακόψει τήν Ευχαριστιακή Κοινωνία μέ τίς τρείς Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας καί Ελλάδας είναι ορθή καί δικαιολογημένη, γιατί είναι ιεροκανονικά τεκμηριωμένη καί σύμφωνη μέ τή διαχρονική εκκλησιαστική Πράξη.
Τό πλέον ανησυχητικό, σέ όσα λαμβάνουν χώραν γύρω από τό Ουκρανικό Εκκλησιαστικό Ζήτημα, είναι η διαπίστωση, ότι εξελίσσεται σέ μείζον εκκλησιολογικό πρόβλημα, αφού οι φιλοδοξίες τού Οικουμενικού Πατριάρχη επεκτείνονται πλέον σέ όλη τήν Εκκλησία, γιατί εγείρει αξιώσεις παρεμβάσεως στά εσωτερικά όλων τών κατά τόπους Ορθοδόξων Πατριαρχείων καί Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Δυστυχώς, αυτή η καινοφανής θεωρία, ότι ο Κωνσταντινουπόλεως είναι η Κεφαλή όλων τών Εκκλησιών, υποστηρίζουν καί συνδαυλίζουν καί επίλεκτοι συνεργάτες τού Οικουμενικού Θρόνου.
Ιστορικά καί ιεροκανονικά η απάντηση γιά τήν αρχηγία τής Καθολικής Εκκλησίας είναι μία καί αδιαμφισβήτητη. Κατά τή διάρκεια τής δισχιλιετούς ιστορίας της, η Ορθόδοξη Εκκλησία σέ κανένα από τούς Επισκόπους της δέν απένειμε τόν τίτλο καί τίς αρμοδιότητες τής Κεφαλής τής Εκκλησίας.
Είναι, επομένως, ηλίου φαεινότερον, μέ τεκμηρίωση, ιστορική, ιεροκανονική, δογματική, Αγιογραφική καί Πατερική, ότι ουδείς από τούς Προκαθημένους, Πατριάρχες ή Προέδρους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, μπορεί νά αντικαταστήσει τή μόνη διαχρονική Κεφαλή τής Εκκλησίας, τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Η Εκκλησία στή συνοδικότητα καί καθολικότητά της δέν έχει άλλη Κεφαλή εκτός από τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι είναι εκείνες, πού ασκούν τήν ανώτατη κανο- νική εξουσία μέσα στήν Εκκλησία καί όχι ο οποιοσδήποτε Προκαθήμενος Ορθοδόξου τοπικής Εκκλησίας.
Ως αλάθητος καί υπέρτατος θεσμός τής Εκκλησίας έχει ανέκαθεν πιστευθεί καί εκκλησιολογικώς ερμηνευθεί από τήν Εκκλησία η Οικουμενική Σύνοδος.
Η αρχαία καί αδιαίρετη Εκκλησία, έχουσα βαθύτατη τή συναίσθηση, ότι αποτελεί τό μυστικό σώμα τού Χριστού, ότι, δηλαδή, είναι ενιαίος καί αδιαίρετος, θείος καί ανθρώπινος, ορατός καί αόρατος οργανισμός, μέ μοναδική κεφαλή τόν θείο ιδρυτή της, τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, θεμελίωσε τήν όλη οργάνωσή της πάνω στή βασική αυτή αρχή. Έτσι, η αρχαία Εκκλησία βρήκε τή μορ φή τού πολιτεύματός της όχι στό μοναρχικό, απολυταρχικό σύστημα, αλλά στό Συνοδικό καί Συλλογικό Σύστημα, καί μάλιστα στήν Οικουμενική Σύνοδο.
Διά τού τρόπου δέ αυτού εξήρετο ο κατ εξοχήν πνευματικός καί υπερκόσμιος τής Εκκλησίας χαρακτήρ καί διεκρατείτο ζώσα η πεποίθησις τών πιστών, ότι ο αληθής καί μόνος πράγματι κυβερνών τήν Εκκλησίαν είναι αυτός ο Κύριος, τής ιεραρχίας αποτελούσης απλώς τό όργανον, δι ού αυθεντικώς επιτυγχάνεται η τής Εκκλησίας διακυβέρνησις».
Εν κατακλείδι, τονίζουμε τά ακόλουθα: Κατά τή θεμελιώδη περίοδο τής μίας καί αδιαίρετης Εκκλησίας ο παπικός θεσμός, ως υπέρτατη αρχή τής Οικουμενικής Εκκλησίας καί πηγή κάθε εξουσίας, ήταν άγνωστος. Η μία καί αδιαίρετη, πρίν από τό μεγάλο σχίσμα, Εκκλησία είχε ως ανώτατο συλλογικό όργανο τήν Οικουμενική Σύνοδο. Τό Συνοδικό αυτό Σύστημα Διοικήσεως παρέλαβε καί συνέχισε η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Έτσι, τό Πολίτευμα τής Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, καί όλων τών επί μέρους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, είναι σήμερα Συνοδικό καί Ιεραρχικό. Ο χαρακτηρισμός αυτός τού Πολιτεύματος τής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι απόλυτα δικαιολογημένος καί κατοχυρωμένος από τήν Αγία Γραφή, αλλά καί θεσμοθετημένος καί νομοθετημένος καί από τούς θείους καί ιερούς Κανόνες, καί τήν Πράξη τής Εκκλησίας. Γι αυτό καί κάθε προσπάθεια ανατροπής τού αποστολοπαράδοτου αυτού Συνοδικού καί Ιεραρχικού Συστήματος πρέπει νά αποφεύγεται, γιατί η οργάνωση τής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι θεμελιωμένη στή Συνοδικότητα καί όχι πάνω στόν απολυτοποιημένο, μοναρχικό καί συγκεντρωτικό Πρώτο. Το Συνοδικό καί Ιεραρχικό Σύστημα Διοικήσεως τής Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας πρέπει νά διαφυλάσσεται «ως κόρη οφθαλμού», εάν θέλουμε τήν ενότητα καί τήν ειρήνευση τής Εκκλησίας, τόσο σέ τοπικό, όσο καί σέ οικουμενικό επίπεδο.