Κονίτσης Ανδρέας: -Α- Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, στις 29 Μαίου 1453, το Γένος των Ελλήνων βρέθηκε κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, τετρακόσια χρόνια στην νότια Ελλάδα και πεντακόσια στο βόρειο τμήμα της Χώρας.
Ήταν πολλά, πάρα πολλά τα χρόνια της σκλαβιάς. Και μεγάλη, πολύ μεγάλη, η σκληρότητα και η απανθρωπιά των αλλοφύλων και αλλοδόξων κατακτητών. Ο Έλληνας είχε γίνει «ραγιάς», δούλος και σκλάβος, που δεν είχε κανένα δικαίωμα στην οικογένεια, στη μόρφωση, στην Ορθόδοξη πίστη του, στην περιουσία του, ακόμη και στην ίδια τη ζωή του. Μόνο υποχρεώσεις ήταν φορτωμένος: Να δίνη φόρους και συνέχεια φόρους, να δίνη, ακόμη και χωρίς την θέλησή του, και τα παιδιά του, που οι Τούρκοι αρπάζοντάς τα βίαια, τα έκαναν Γενίτσαρους. Και είναι γνωστό, πως αυτοί ακριβώς οι Γενίτσαροι ήταν τρισχειρότεροι και πολύ πιό μισέλληνες κι’ από τους ίδιους τους Τούρκους.
Γι’ αυτό, κάποιοι από τους σκλάβους, για να γλυτώσουν από τα δεινά τους η κι’ από τις φοβέρες του κατακτητή, αλλαξοπιστούσαν. Γινόντουσαν δηλαδή, μουσουλμάνοι, αρνητές της Ορθοδοξίας. Αυτό, όμως, εσήμαινε ουσιαστικά και άρνηση του Ελληνισμού. Η κατάσταση είχε γίνει όχι απλώς αφόρητη, αλλά εξαιρετικά επικίνδυνη για την πορεία του Έθνους. Κι’ εδώ ακριβώς, είχε εφαρμογή ο θεόπνευστος λόγος του ιερού Ψαλμωδού: Επέτρεψες, Θεέ μου, και «έθου ημάς όνειδος της γείτοσιν ημών, μυκτηρισμόν και χλευασμόν τοις κύκλω ημών ˙ έθου ημάς εις παραβολήν εν τοις έθνεσι» (Ψαλμ. μγ΄ 14 – 15). Εγίναμε, δηλαδή, ντροπή στους γειτονικούς λαούς, και ο ξεπεσμός μας και η ταπείνωσή μας κατάντησε παροιμιώδης.
-Β-
Τότε, όμως, μέσα σ’ εκείνο το βαθύ σκοτάδι της σκλαβιάς, που οι κάπως μορφωμένοι και ικανοί Έλληνες μετανάστευσαν στην Ευρώπη, αφήνοντας τον ταλαίπωρο λαό μόνο του, με τα βάσανα και την δυστυχία του, τότε ακριβώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία, έδωσε δυναμικά το «παρών» και στάθηκε φρουρός και τροφός του Έθνους. Με την Θεία Λατρεία, όπως και όπου ήταν δυνατόν, με το «κρυφό σχολειό», με τον παρηγορητικό της λόγο (όπως, για παράδειγμα, ο εθνοϊερομάρτυρας Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και άλλοι) στήριξε αποφασιστικά τον Ελληνισμό, λέγοντας – σύμφωνα με τον ποιητή – στους σκλαβωμένους Έλληνες: «Μη σκιάζεστε τα σκότη. Της λευτεριάς το φεγγοβόλο αστέρι, της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρη».
Κι’ είναι αυτή, η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία με εκπρόσωπό της τον ατρόμητο Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό, ύψωσε το Λάβαρο της Επαναστάσεως στο ιστορικό Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, την 25η Μαρτίου 1821, ημέρα της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το σύνθημα, που τόκαναν δικό τους όλοι οι Έλληνες ήταν «Ελευθερία η Θάνατος». Ήταν αυτή, η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία στον βωμό της Ελευθερίας του Έθνους έδωσε τον Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Άγιο Γρηγόριο τον Ε΄, πολλούς Αρχιερείς και Ιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου που εσφαγιάστηκαν, τους Αρχιερείς της Πελοποννήσου, που πέθαναν μέσα σε άθλιες συνθήκες στα μπουντρούμια της Τριπολιτσάς, τον Σαλώνων Ησαία, τον Ρωγών Ιωσήφ, τον Παπαφλέσσα, τον Αθανάσιο Διάκο κι’ άλλους πολλούς, τους οποίους αν ήθελα να αναφέρω «επιλήψει με διηγούμενον ο χρόνος» (Εβρ. ια΄ 32), δεν θα μού φτάση ο χρόνος να διηγούμαι …
-Γ-
Αυτή, λοιπόν, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας συνεχίζει μέχρι σήμερα να στηρίζη και να εμψυχώνη το Ελληνικόν Έθνος. Το 1941, μόνο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ο από Τραπεζούντος αρνήθηκε να ορκίση την Γερμανοπρόβλητη κατοχική Κυβέρνηση και μίλησε με γλώσσα θαρραλέα και επιτιμητική στον Γερμανό στρατηγό Στούμε, που τον επισκέφθηκε στην Αρχιεπισκοπή. Στην Κύπρο, η Εκκλησία πρωτοστάτησε στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-59). Και τώρα, πάλι η Εκκλησία μας δίνει τον καλόν αγώνα για να μη γίνη το «βδέλυγμα της ερημώσεως» τρόπος ζωής για την κοινωνία και την οικογένεια την Ελληνική.
Άς θυμώμαστε, λοιπόν την προσφορά και τις θυσίες της Εκκλησίας μας. Κι’ άς αγαπήσουμε πιό πολύ τον Αρχηγό Της, τον Ιησού Χριστό, του οποίου η χάρις και το έλεος είθε να είναι με όλους σας. Χρόνια πολλά, άγια, ευλογημένα, Χριστιανικά και Ελληνικά. Χρόνια ηρωϊκά!
Διάπυρος προς Χριστόν ευχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης ΑΝΔΡΕΑΣ
Εγκύκλιος Μητροπολίτου Κονίτσης Ανδρέα για την 25ῃ Μαρτίου 1821