Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε.
Bασικά συστατικά της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας είναι η πιστότητα στην οικουμενικότητα του Ευαγγελίου και στην Αποστολική Παράδοση που κωδικοποίησαν οι Πατέρες μέσα στους Ιερούς Κανόνες. Χάρις σ’ αυτή τη κληρονομία διαφυλάχθηκε η ορθή πίστη, η ορθή δοξολογία και η ορθή πράξη μέσα στην Μητέρα Εκκλησία που καταστάθηκε κατά τον Ιουστινιάνειο κώδικα ( Ι 2,24) «πασών των άλλων έστι κεφαλή» κατέχουσα υπερεθνική τη καθοδηγητική δύναμη στην πορεία της Ορθοδοξίας.
Το θυσιαστήριο και η Καθέδρα της Νέας Ρώμης «επάγησαν» στη θρακική άκρη του Βυζαντίου και η Καθέδρα της Ν. Ρώμης διακόνησε με συνέπεια την παρακαταθήκη που έλαβε, καθώς η Θεία Πρόνοια τής επιφύλαξε την τιμή θαυμαστά να επιβιώνει πολύ πέραν των σκληρών πολιτειακών μεταβολών και παρεμβάσεων επί δεκαεπτά τώρα αιώνες, εκεί που συναντάται η Ασία με την Ευρώπη και κτίζεται η ελληνική «Πόλη» του Βυζαντίου, η σημερινή Κωνσταντινούπολη. Η νέα βασιλεύουσα Πόλη κρατεί τη δική της οικουμενική παράδοση και συμμετέχει ισότιμα στη ρωμαϊκή “οικουμένη”, που γίνεται πολιτικό δόγμα από τα χρόνια του Καρακάλλα (121 μ.Χ.) και ως το θεσμικό ανατολικό αποστολικό κέντρο συνδιοικεί με την Παλαιά Ρώμη την απέραντη αυτοκρατορία και δεν αργεί να υπερκεράσει την ισχύ και το μεγαλείο τής παρά τον Τίβερη πόλεως, χάρη στις ελληνικές καταβολές της. Στη νέα Πόλη τελικά συγχωνεύονται η ελληνική και η ρωμαϊκή έννοια της οικουμένης στο όραμα της χριστιανικής οικουμένης, το οποίο με συνέπεια υπηρέτησε η Μεγάλη κατ’ ανατολάς Εκκλησία.
Η Εκκλησία αυτή, παρά τις πολύχρονες εναλλαγές εξουσιαστών και περιπετειών της διατήρησε την πολυεθνικότητά της όχι μόνον γιατί εκεί επί 17 αιώνες συνδέεται δια του “ελληνικότερου” των Αποστόλων Ανδρέα του Πρωτοκλήτου και διά του διαδόχου του Στάχυ και της πλειάδας των Ελλήνων Επισκόπων της προκωνστάντειας εποχής, αλλά και διότι από της ιδρύσεώς της αγκαλιάζει όλους τους μαθητεύσαντες λαούς στο εύρος της ελληνικής παιδείας της, ακόμη και το σημερινό τουρκικό λαό. Αυτή η οικουμενική καταβολή κατέστησε τη περιώνυμη «Πόλη» το χωνευτήρι “φυλών και γλωσσών” επί αιώνες. Δυστυχώς, μόλις προ εκατονταετίας έχασε την ευκαιρία να «διεθνοποιηθεί» αυτή η ευρωπαϊκή θρακική γη από τα κοντόφθαλμα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα των ευρωπαίων και σήμερα «εξοθωμανίζεται».
Κατά την παλιά αρχή, η εξωτερική μόνον δομή των εκκλησιαστικών πραγμάτων συγχρονίζεται με τις εγκόσμιες μεταβολές, για να μη παρακωλύεται το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, από τις κατά κόσμον εξελίξεις. Και ενώ οι εγκόσμιες συνοριακὲς καταστάσεις συνεχώς μεταλλάσσουν και καθορίζονται, δεν συσχηματίζεται το κλίμα της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας, αλλά υπερβαίνει τις κατά καιρούς ανθρώπινες μεταλλαγές των κρατικών συνόρων χάρη του “σώσαι τους πιστεύοντας” (Α΄ Κορ. α΄21).
Η ανύψωση της Νέας Ρώμης περίπου μέσα σ’ έναν αιώνα από τις Οικουμενικές Συνόδους σε περιωπή πρωτόθρονης Εκκλησίας και σε διαδοχή των αρχαίων Μικρασιατικών ιεραποστολικών κέντρων Καππαδοκίας και Εφέσου, είναι ενδεικτική αναγνωρίσεως του μελλοντικού ρόλου της μέσα στην Ανατολή.
Η Αρχιεπισκοπή του Βυζαντίου, που ήταν μία ανεξάρτητη τοπική Εκκλησία από κάθε όμορη Μητρόπολη, παρά τις πολλές της δοκιμασίες από την Αρειανική λαίλαπα, εξέρχεται ενισχυμένη στη συνείδηση της Εκκλησίας και παρά τις αντιδράσεις της Παλαιάς Ρώμης της αναγνωρίζονται τα “πρεσβεία τιμής” από τους Πατέρες, δηλαδή το προνόμιο στο θρόνο της να συναντώνται και να διακονούνται όλες οι κατά τόπους Εκκλησίες από τον “Πρώτον εν ίσοις” προεξάρχοντα του Γένους των Ορθοδόξων και είναι ο αυθεντικός εκφραστής της οικουμενικότητος στην «κατ’ Ανατολάς» Χριστιανοσύνη. Με τη διακονία του αυτή συναντάται όλη η Ορθόδοξη Εκκλησία επειδή εξ αυτού υπεύθυνα πηγάζει ως «Πρώτος» η κανονική αποστολική διαδοχή και τα νάματα των χαρίτων του «Πρώτου» Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού και είναι η “Ευσεβής Πηγή” του Γένους των Ορθοδόξων.
Εξ αυτού και οι κατά καιρούς «Προκαθήμενοι» αυτής της Αποστολικής Καθέδρας αντιστάθηκαν σε κάθε έξωθεν παρέμβαση και κρατική αυθαιρεσία και σε κάθε έσωθεν κανονική αταξία και ιδιοτελή επιβουλή και δολοπλοκία για τη διατάραξη της κανονικής συνοχής του εκκλησιαστικού σώματος και υπερασπίστηκε τα δίκαια της Εκκλησίας «άχρι θανάτου». Στις μεταξύ των εθνοτήτων αμφισβητήσεις και διαμάχες πάντα ως στοργική Μητέρα κράτησε ισότιμη και άψογη διαιτησία κατή την κανονική τάξη. Ακόμη και όταν προστάτευσε την ελευθερία τους από κάθε κυριαρχική αποικιακή μεθόδευση βρήκε τον τρόπο να στηρίξει τους δεδιωγμένους ένεκεν δικαιοσύνης και ειρηνοποιούς. Ακόμη και όταν η κατάχρηση της εξουσίας δημιούργησε προβλήματα, οι Πατριάρχες που γνώριζαν την τέχνη από τα τρέχοντα υπάρχοντα δεδομένα να εξάγουν την άριστη δυνατή λύση, οικονομούσαν λύσεις γιατί κανένα σχίσμα ποτέ δε θεώρησε οριστικό. Ποτέ δε δέχθηκαν τον εγκλεισμό τους πίσω από κάποιο τείχος για αυτοπροστασία, γιατί όποιος έχει βεβαιότητα στην ακρίβεια της πίστεώς του, απαλλάσσεται από κάθε μειονέκτημα αγοραφοβίας.
Ο ιερός θεσμός της Μητρός Εκκλησίας θεμελιωμένος στο στερεό βράχο των Ιερών Κανόνων και της παραδόσεώς του φωταγωγείται στις πρωτοβουλίες από την οικουμενική διακονία της Χριστιανοσύνης και πρωτοστατεί σε κάθε προσπάθεια συνοικοδομής της χριστιανικής ενότητος. Με τη δοκιμασμένη μέθοδο προσεγγίσεως των διϊστάμενων, τον Διάλογο, χωρίς ποτέ να υποτιμηθούν οι διαφορές στην πίστη, στη λατρεία και στη ζωή των λοιπών Χριστιανών, προσπαθεί να αμβλύνει τις μεταξύ των Εκκλησιών αντιθέσεις προτάσσοντας τα κοινά της εις Χριστόν πίστεως προς οικοδομή των ψυχών. Αυτή τη Χριστοθέλητη πλεύση σήμερα διαβάλλεται από μία κακεντρεχή μικροψυχία ως “Παναίρεση” υπό τους καγχασμούς του αρχέκακου δαίμονα!
Την οικουμενικότητα απαλλαγμένη από κάθε εθνοφυλετική ιδεοληψία υπερασπίζεται τώρα επί αιώνες η Μεγάλη Εκκλησία. Αν το προνόμιο του Γένους μας καθορισμένο από Οικουμενικές Συνόδους είχε, λόγω των ιστορικών περιπετειών μας, διαφύγει στα χέρια άλλου γένους, θα είχε χάσει την οικουμενική ακτινοβολία του. Κρατική οντότητα που εκ παλαιού βαττολογεί πως είναι η “τρίτη Ρώμη” και μέσα σε ένα αιώνα τρεις φορές με πολεμικές επιχειρήσεις και συμφωνίες έφθασε στα πρόθυρα της Κων/πόλεως και απέτυχε, δυστυχώς νομίζει ότι θα περιστείλει την ακτινοβολία του Οικουμενικού Θρόνου με «ιεροκρύφιες διαβουλεύσεις, πονηρές απουσίες και παντοειδείς απειλές και «προπετείς» περιηγήσεις. Κατακρατώντας τα εδάφη άλλων λαών που άλλοτε υπέταξε η Μόσχα και τώρα επιδιώκει να κατακρατήσει στην επιρροή της με ακάνονες «Εξαρχικές» ρυθμίσεις στην Ουκρανία, Μολδαβία και Λευκορωσία και αλλαχού δεν έχουν την ευλογία της εγγυήτριας της πανορθοδόξου ενότητος Μητέρας Εκκλησίας. Αυτόκλητος ρυθμιστής του μέλλοντος της “οικουμενικής Εκκλησίας” δεν προβλέπεται από τους Ιερούς Κανόνες για να υποκρύπτεται επιμελώς η αντιδικία του Φιλάρετου Ντενισένκο και του Κύριλλου Γκουντιάγιεφ, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πράου Πατριάρχη Αλεξίου Β΄ των διεκδικητών της ρωσικής πατριαρχίας. Οι μεταξύ αρχιερέων ανταγωνισμοί για το «κότινο» της «πατριαρχίας» εκ παλαιού μετακυλούν άφρονες διχοστασίες μέσα στην Εκκλησία. Όμως παρ’ όλα αυτά τα αντιεκκλησιαστικά «καμώματα» παραμένει πάντα το “όργανο εκλογής” για τη πραγμάτωση “της βεβαίας ελπίδος” το Οικουμενικόν Πατριαρχείον γιατί στη συνείδηση των Ορθοδόξων αποτελεί τη νοητή κυψέλη από την οποία πάντα απέρρευσε το νέκταρ της εκκλησιαστικότητος και “τοις πάσι τα πάντα γέγονε” αφού «ους η χάρις συνήψε, ου διΐστησι τόπος» (Μ. Αθανάσιος).
Η Μεγάλη Εκκλησία ως πνευματική αρχή αιώνων δεν μπορεί να είναι στατικός θεσμός. Συνεχώς ως αποστολικός θεσμός επιστατεί και φροντίζει την καρποφορία του αμπελώνα του Κυρίου. Βαστάζει πάντα υψηλά ως τίμια παρακαταθήκη το βάρος της «οικουμενικότητος» του Ευαγγελίου αφού «η Εκκλησία είναι η ζωή του Θεού στους ανθρώπους» κατά το μεγάλο Ρώσο θεολόγο- στοχαστή Αλέξιο Χομιάκωφ (1860). Την Εκκλησία δεν την απείλησαν ποτέ οι έξωθεν διωγμοί και οι κατακόμβες, αλλά τα έσωθεν σκάνδαλα και οι διαιρέσεις. Ας μη ξεχνάμε ότι οι διαβιούντες στην «εγκλείστρα» του Φαναρίου με τους αγώνες και τις θυσίες τους κράτησε όρθιο τον Τίμιο Σταυρό στην ποτέ βασιλεύουσά μας και σ’ όλη την Ανατολική Ευρώπη. Πάντα μέχρι σήμερα η πατριαρχική αξία συντρέχει για την ενότητα των πληρωμάτων της, αλλά και για τα «Ελευθέρια» όλων των Ορθοδόξων λαών με θείο ποιμαντικό ενδιαφέρον για τις ψυχές των ανθρώπων, τις οποίες διακονεί πάντα με φιλανθρωπία, ελευθερία, υπομονή και αγάπη και επί δεκαεπτά (17) αιώνες έχει οικοδομηθεί το διορθόδοξο και το διαχριστιανικό κύρος της: «ου γαρ χρήματα δίδοντας έστι λαβείν την αρχήν ταύτην, αλλά τρόπον επιδειξάμενον άριστον», όπως επιμαρτυρεί ο ακραιφνής τηρητής των προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Migne PG . τ. 61 σελ. 507-12).
Α.Π.