Του Μητροπολίτη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ
Από το ένθετο Ορθοδοξία της εφημερίδας «Δημοκρατία»
Τις δύο συνεχόμενες Κυριακές Δ΄ καί Ε΄ Νηστειών, η Εκκλησία μας διαμηνύει στους πιστούς ότι μπορούν αδιακρίτως άνδρες και γυναίκες να κατακτήσουν τις κορυφές των αρετών και να δοξασθούν από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό για την άσκησή τους.
Τούτου δοθέντος, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε συνοπτικά και με περιεκτικές γραμμές το διάγραμμα της διδασκαλίας της Εκκλησίας περί του νοήματος αυτού του αγώνα του πιστού ανθρώπου.
1. Ο άνθρωπος στην αρχική, προ της πτώσεως κατάστασής του, υπερείχε ως προς την κατάσταση στην οποία περιήλθε μετά την πτώση, διότι εξήλθε εκ των χειρών του Πλάστου του σχετικώς τέλειος. Ητο «άκακος, ευθύς, ενάρετος, άλυπος, αμέριμνος, πάση αρετή κατηγλαϊσμένος» κατά τη διατύπωση του πρυτάνεως της Θεολογίας αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού.
Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος διέθετε πέντε θεία δώρα, με τα οποία τον προίκισε και τον στόλισε ο Δημιουργός Θεός:
α. Την κυριαρχία επί των ζώων και επί της κτίσεως (Γενέσεως α’ 26). Με την αμαρτία η άλογη φύση αποστάτησε και εξανέστη κατά του παραβάτου της θείας εντολής ανθρώπου, αρνούμενη να τον σεβασθεί, να υποταχθεί σ’ αυτόν και να τον υπηρετήσει, «συνωδίνουσα άχρι του νυν» (Προς Ρωμαίους, η’ 22).
β. Τη δυνατότητα της αθανασίας (Γενέσεως γ’ 22), διότι ο πρωτόπλαστος Αδάμ προ της πτώσεως είχε τη δυνατότητα να μην αποθάνει. Ητο δυνάμει αθάνατος εφόσον παρέμενε σε κοινωνία με τον Δημιουργό Του, τηρώντας την εντολή Του.
γ. Την απάθεια του σώματος και την έλλειψη πόνου και θλίψεων και μόχθων και ιδρώτων. Μετά την πτώση ενεφανίσθησαν στη ζωή των πρωτοπλάστων Αδάμ και Εύας όλες αυτές οι συνέπειες (Γενέσεως γ’ 16-19).
δ. Την αποχή από την αμαρτία και την απαλλαγή από την επιθυμία της αμαρτίας. Οι πρωτόπλαστοι ήσαν ελεύθεροι και να αμαρτήσουν και να μην αμαρτήσουν. Είχαν την εξουσία είτε να μείνουν και να προκόπτουν στο αγαθό βοηθούμενοι από τη Θεία Χάρη είτε να απομακρυνθούν απ’ αυτού, όπως και απομακρύνθηκαν αμαρτήσαντες, με συνέπεια να υποδουλωθούν στα πάθη της αμαρτίας που συμφύονται μετά την πτώση στην προαίρεσή του (Προς Ρωμαίους ζ’ 15-24).
ε. Τη θεογνωσία και την κατοχή πολλών γνώσεων (Γενέσεως γ’ 20). Οταν αμάρτησαν οι Πρωτόπλαστοι ο νους τους εξησθένησε, αμβλύνθηκε και σκοτίσθηκε απολέσας την αρχική γνωστική δύναμή του, φερόμενος του λοιπού προς την ύλη και όχι προς τον Δημιουργό Θεό. (Προς Ρωμαίους α’ 20-25).
2. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός με όλα όσα δίδαξε και έπραξε έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να επανέλθει στην προ της πτώσεως κατάστασή του στο αρχαίο κάλλος, αποβάλλων τη δυσειδία (ασχήμια) του προσώπου. Ο Κύριος την ανόρθωση και αποκατάσταση του τραυματισμένου από την αμαρτία ανθρώπου ονόμασε αναγέννηση (Ιωάννου γ’ 5-8• Προς Κορινθίους Α’, ιε’ 45-49).
Η αναγέννηση του ανθρώπου είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, που συντελείται όταν ο άνθρωπος μετανοήσει, πιστέψει, συμμετέχει στα μυστήρια της Εκκλησίας και αγωνίζεται να τηρεί τις εντολές του Θεού, που εκφράζουν τον άγιο θέλημά Του για να διατηρηθεί στην κατάσταση της σωτηρίας, της ζωής, της δόξης και της θείας υιοθεσίας.
Ζώντας στην Εκκλησία, ο άνθρωπος γίνεται νέα δημιουργία, νέα κτίση, νέος άνθρωπος, νέα ύπαρξη.