Καισαριανής Δανιήλ: Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
Η Εκκλησία προτρέπει να θέτουμε «φυλακήν τω στόματι» ημών όταν ομιλούμε για τα μυστήρια του Ιησού Χριστού. Πόσο μάλλον πρέπει να κάνουμε τούτο όταν ομιλούμεν περί του «μυστηρίου των μυστηρίων» του Ιησού Χριστού, περί της Παναγίας και Υπερευλογημένης Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μητρός Του. Εάν ο θεόπτης Μωύσής με φόβο και έντρομος «ευλαβείτο κατεμβλέψαι» ενώπιον της αφλέκτου βάτου, που ήταν μόνον η «σκιά της αληθείας», πόσο μάλλον στη σκιά της αληθινής Βάτου, της Παναγίας Θεοτόκου.
Περί της Παναγίας Θεοτόκου μίλησαν και έγραψαν πολλοί άγιοι Πατέρες και υμνωδοί της Εκκλησίας. Ένας από τους πιο μεγάλους Πατέρες και υμνωδούς της Εκκλησίας, που εξύμνησε την Υπεραγία Θεοτόκο «όσον εφικτόν» ήτο εις τους ανθρώπους, «το γαρ προς αξίαν ανέφικτον», είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Αλλά και προ του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού και μετά τον Δαμασκηνό έχουμε επίσης πολλούς Πατέρες οι οποίοι μίλησαν και έγραψαν περί της Μητρός του Σωτήρος Ιησού Χριστού. Όλοι αυτοί ήταν συγχρόνως και ποιηταί – υμνογράφοι της Εκκλησίας, γεγονός το οποίον μαρτυρεί ότι στην Πανύμνητη Θεοτόκο αρμόζει μάλλον «θείος και ιερός ύμνος» και αίνος, λόγος δηλαδή δοξολογικός, διότι τα μυστήριά της είναι «πάντα υπέρ έννοιαν, πάντα υπερένδοξα» (Θεοτοκίον αναστάσιμον, ήχος β΄, ποίημα μάλλον του Ιωάννη του Δαμασκηνού), και «ουδείς απλούς λόγος θα εξαρκέση προς ύμνον των «μεγαλείων» της, τα οποία «εποίησεν αυτή ο Δυνατός» (Λουκά α΄, 42). Προ του Δαμασκηνού πολλοί Πατέρες έγραψαν λόγους στην Παναγία, οι οποίοι είναι ποιήματα θεόπνευστα και «ύμνοι θεοπρεπείς», μεγαλυνάρια και ωδές πνευματικές μιάς ακαταπαύστου και διαρκούς τελετής και εορτής (Πρβλ. Προς Εφεσίους. ε΄ 19)
Και έτσι έπρεπε ασφαλώς να γίνει, διότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία ζει διαρκώς μία αληθή περί Παναγίας Θεοτόκου παράδοση, επί κεφαλής της οποίας ίσταται ως «χορίαρχος» (Πρβλ. PG 96, 649 A) και τελετάρχης ο «Άγγελος Πρωτοστάτης», ο οποίος εκ της Παναγίας Τριάδος (Της «των τελουμένων τελεταρχίας» και αρχηγού «τελετής», της των πάντων τελειώσεως και θεώσεως, κατά τους αγίους Διονύσιον, Μάξιμον και Δαμασκηνόν (ΡG 3, 589C, 4, 193Α και 94, 844 D-5Α), «ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε» (Ακάθιστος Ύμνος, οίκος Α΄). Το «Χαίρε» αυτό, που συνοψίζει ολόκληρο το χαρμόσυνο άγγελμα («ευ-αγγέλιον») της ελεύσεως του Σωτήρος Ιησού Χριστού, έγινε στην Ορθόδοξο Εκκλησία παντοτινή παράδοση, όπως ακριβώς το προφήτευσε η Παναγία Θεοτόκος: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί» (Λουκά α΄, 48).
Αλλά ο μακαρισμός αυτός και η δοξολογία της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι μόνον «ιερός ύμνος», είναι ταυτοχρόνως και θεολογία, δηλαδή ορθή «δόξα» και ορθός «λόγος» περί των αρρήτων μυστηρίων του Θεού μέσα στην Οικονομία της σωτηρίας, τα οποία πραγματοποιήθηκαν διά της Παναγίας. Διότι και ο Θεός και η Παναγία δεν δοξάζεται, ει μη με την ο ρ θ ο δ ο ξ ι α ν. Έτσι και οι περί Παναγίας πατερικοί λόγοι και ομιλίες και ύμνοι αποτελούν μία δογματική παράδοση. Αυτό ισχύει κατ᾽ εξοχήν για τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνόν, του οποίου έχουμε ενώπιόν μας τις τέσσαρεις Θεομητορικές Ομιλίες, γι’ αυτό, παρ᾽ όλο ότι τα κείμενα των Ομιλιών αυτών έχουν μορφή ποιητική, παρακαλείται, ο αναγνώστης να προσέξει ιδιαιτέρως στην θεολογία τους.
«Πολλαί θυγατέρες εκτήσαντο πλούτον, πολλαί εποίησαν δύναμιν, συ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας» (Παροιμίαι κθ΄, 29).
Ο σοφός της Παλαιάς Διαθήκης ατενίζων εν Πνεύματι τω ιερώ προς το πάντιμον πρόσωπον της Παρθένου Μαρίας και Θεομήτορος, θαυμάζει αναφωνώντας, ότι πολλές γυναίκες απέκτησαν πλούτον και πραγματοποίησαν έργα παντοδυναμίας. Εσύ όμως τις ξεπέρασες όλες και ευρίσκεσαι και πάνω απ’ όλες.
Αυτός ο προφητικός λόγος που αναφέρεται στην δόξα και την τιμή της Παρθένου Μαρίας επιβεβαιώθηκε. Κρίνουμε επίκαιρο να θυμηθούμε όσα εγκωμιαστικά ελέχθησαν από τους αγίους για την Παρθένο Μαρία.
Παραλείπουμε τα Εγκώμια για την Παρθένο Μαρία και την διακονία Της της Παλαιάς Διαθήκης και επικεντρωνόμαστε σ’ αυτά της Καινής Διαθήκης, δηλαδή της Εκκλησίας.
1) «Χαίρε Κεχαριτωμένη»
Πρώτος ο Αρχάγγελος κατά τον Ευαγγελισμό την προσφώνησε «Κεχαριτωμένη», δηλαδή πεπληρωμένη από το άγιον Πνεύμα. Ουσιαστικά, η επιλογή Της να γίνει η μητέρα του Υιού του Θεού δεν ήτο ούτε τυχαία ούτε χαριστική. Είχε το κάλλος των αρετών που είλκυσε την απόφαση Θεού να την αναδείξει Μητέρα Του.
Μάλιστα δε, οι θεοφόροι Πατέρες διδάσκουν ότι κατά τους προηγηθέντες αιώνες ο Θεός καλλιέργησε το ανθρώπινο γένος με τα σωτηριώδη έργα Του, ώστε να αναδειχθεί η θεοτόκος Μαρία, η Οποία ήταν προετοιμασμένη για το μυστήριο της σαρκώσεως του Υιού του Θεού. Γι’ αυτό και όταν άκουσε το μήνυμα ότι θα συλλάβει και θα γεννήσει τον Υιό του Θεού δεν ξαφνιάστηκε για το γεγονός, παρά μόνο για τον τρόπο της πραγματοποίησεώς του. Ότι δε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χρησιμοποιεί αυτή την εικόνα δόξης και λαμπρότητος της Παρθένου Μαρίας αποδίδει την αντίληψη των πιστών της αποστολικής εποχής για την Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
2) «Η περιβεβλημένη τον ήλιον»
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη (κεφάλαιο 12), ομιλεί για μία γυναίκα που ήταν ντυμένη τον ήλιο κι αστραποβολούσε. Σ’ αυτή την γυναίκα άλλοι ερμηνευτές εξήγησαν λέγοντας ότι εννοείται η Παρθένος Μαρία και άλλοι ότι πρόκειται περί της Εκκλησίας. Πάντως όποια ερμηνεία και αν δοθεί, δεν θα είναι αυθαίρετος.
Ο άγιος Επιφάνιος επίσκοπος Κύπρου (περ. 315 – 403μ.Χ.), στον εγκωμιαστικό λόγου του για την αγία Θεοτόκο, συνοψίζει την μέχρι των ημερών του παγιωμένη παράδοση της Εκκλησίας. Σημειωτέον ότι, αποκαλεί την Παρθένο Μαρία «Θεοτόκο» κατά την πίστη της αγίας Εκκλησίας μας. Αυτήν την πίστη που επεκύρωσε η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου.
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος ανηγόρευσε την Παρθένο Μαρία Θεοτόκο, ότι εγέννησε Θεό και όχι κοινό άνθρωπο. Όποιος δεν αναγνωρίζει και δεν ομολογεί την Παρθένο Μαρία Θεοτόκο, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «εκτός εστι της Θεότητος». Στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο προεξήρχε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας που υποστήριξε και απέδειξε αγιογραφικώς ότι, η Παρθένος Μαρία έτεκε Θεόν και όχι κοινό («ψιλόν») άνθρωπο.
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός (περ. 676 – 4 Δεκεμβρίου 749), ο πρύτανις της Θεολογίας, σε σειρά ομιλιών του αναπτύσσει την περί Θεοτόκου διδασκαλία της Εκκλησίας μας εκφράζων την μέχρι 7ου αιώνος παράδοση της Εκκλησίας μας.
Ο Ανδρέας Κρήτης (660-740μ.Χ.), τον 7ον αιώνα ως επίσκοπος Κρήτης, επιχειρηματολογεί αγιογραφικώς για την καταγωγή της Θεοτόκου. Σύμφωνα μ’ αυτήν την θεωρία, η Παρθένος Μαρία είναι το πανάμωμο σπέρμα που από γενιά σε γενιά καταλήγει ότε ήλθε το πλήρωμα των καιρών να γεννηθή ο Υιός του Θεού.
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, (1296 – 14 Νοεμβρίου 1359), ανυψώνει στο ακρότατο σημείο την Παρθένο Μαρία, αποκαλώντας την «σύνορο» μεταξύ Θεότητος και ανθρωπότητος:
Ο Θεός αξίωσε την ανθρώπινη φύση να γίνη «θεοτόκος». Η αξία της Παρθένου βρίσκεται ακριβώς στο ότι πραγματοποίησε αυτό το σκοπό. Και τον πραγματοποίησε λέγοντας «ιδού η δούλη Κυρίου». Γιατί το αληθινό μεγαλείο του ανθρώπου έγκειται ακριβώς στο να πραγματοποιεί τον ύψιστο προορισμό που του έδωσε ο Θεός και να έχη ταυτόχρονα τη συνείδηση ότι «δούλος αχρείος εστι» (Λουκά 17, 18).
Επιστέγασμα των σκέψεών μας είναι ότι η Ίδια η Παρθένος Μαρία, που προφητικώς ανακράζει ότι «από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί» (Λουκά α΄, 48).