Ισλάμ: Η Ορθοδοξία σε καθεστώς δουλείας.
Συνεχίζοντας τό αφιέρωμά μας στήν ένδοξη Ελληνική Επανάσταση, μέ αφορμή τήν επέτειο τών 200 χρόνων από τήν έναρξή της (1821), καθώς καί στίς συνθήκες, από τίς οποίες αναδύθηκε (στίς συνθήκες τής Τουρκοκρατίας), θά ασχοληθούμε στό τεύχος αυτό μέ μιά άλλη χαρακτηριστική περίπτωση προσηλυτισμού εις βάρος τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τόν ισλαμικό προσηλυτισμό. Υπενθυμίζουμε ότι, προσηλυτισμός είναι η προσπάθεια μεταβολής τής θρησκευτικής συνείδησης τού άλλου, μέ δόλια καί αθέμιτα μέσα, όπως η απειλή, η επιβολή, η υπόσχεση, η εκμετάλλευση, η παροχή ανταλλαγμάτων κ.ά. Όπως είναι γνωστό, μέ τήν άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως (1453) τό μεγαλύτερο μέρος τών Ορθοδόξων υπέπεσε στή δουλεία βάρβαρου καί αλλόθρησκου κατακτητή. Η κατάσταση τών Ορθοδόξων πιστών άλλαξε ριζικά. Γιά νά κατανοηθούν οι νέες συνθήκες, στίς οποίες βρέθηκε η Εκκλησία, πρέπει νά γνωρίζουμε τίς αντιλήψεις τού Ισλάμ γιά τήν ιεραποστολή, τόν «ιερό πόλεμο», τίς σχέσεις μέ τίς άλλες θρησκείες κ.λπ.
Είναι γνωστό, ότι τό Ισλάμ εμφανίστηκε στίς αρχές τού 7ου μ.Χ. αι. στή σημερινή Σαουδική Αραβία, μέ ιδρυτή τόν Μωάμεθ (571-632 μ.Χ.), ο οποίος δημιούργησε μιά νέα θρησκεία μέ στοιχεία από τήν αυτόχθονη λατρεία τών Αράβων, τόν Χριστιανισμό, τόν Ιουδαϊσμό, καθώς καί από υποτιθέμενες προσωπικές αποκαλύψεις. Χαρακτηριστικά της είναι η πίστη σέ ένα καί μοναδικό θεό (Αλλάχ), η αποδοχή τού Μωάμεθ ως τού τελευταίου καί μέγιστου «προφήτη», η πεποίθηση ότι τό Κοράνιο (τό «ιερό» βιβλίο τού Ισλάμ) είναι ο άκτιστος λόγος τού θεού, πού κατέβηκε αυτούσιος από τόν ουρανό κ.ά. Τό Κοράνιο, ειδικότερα, έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία γιά τούς οπαδούς του απ ό,τι έχει γιά μάς τό Ευαγγέλιο. Ό,τι αναφέρει, είναι νόμος, παρά τό «ποιητικό» του ύφος καί παρά τίς κατά καιρούς προσπάθειες διαφορετικής ερμηνείας του.
Τό Ισλάμ διαδόθηκε, λόγω τής απλότητος τής διδασκαλίας του, αλλά, κυρίως, λόγω τών απόψεών του γιά τήν «ιεραποστολή», οι οποίες δέν έχουν καμμία σχέση μέ τίς αντίστοιχες τής Ορθόδοξης Εκκλησίας ή μέ ό,τι γενικά ισχύει στόν πολιτισμένο κόσμο. Η «ιεραποστολή» στήν προκειμένη περίπτωση δέν απευθύνεται στήν ελεύθερη βούληση τού ανθρώπου, αλλά συνίσταται στήν επιβολή μέ τή βία («διά πυρός καί σιδήρου», κατά τή γνωστή έκφραση) τής διδασκαλίας τού «προφήτη», σέ όσους έχουν διαφορετική πίστη. Αυτό σημαίνει, ότι η «ιεραποστολή» τού Ισλάμ είναι μιά ακραία μορφή προσηλυτισμού, η μέθοδος δέ, μέ τήν οποία ασκείται, είναι ο «ιερός πόλεμος», η «τζιχάντ»! Η «τζιχάντ», ο πόλεμος κατά τών «απίστων», δέν είναι αντίληψη κάποιων ακραίων στοιχείων τού Ισλάμ, όπως πολλοί πιστεύουν καί όπως συνήθως προβάλλεται, αλλά είναι σαφής καί επανειλημμένη επιταγή τού Κορανίου, δηλαδή είναι πεποίθηση όλων ανεξαιρέτως τών οπαδών (βλ. καί τό τεύχ. 88 τού εντύπου μας). Ειδικότερα, κατά τήν ισλαμική αντίληψη, ο κόσμος χωρίζεται σέ «Οίκο Ισλάμ», πού περιλαμβάνει τό σύνολο τών πιστών του, καί σέ «Οίκο Πολέμου», πού περιλαμβάνει όλους τούς άλλους, τούς «απίστους». Ο πόλεμος είναι διαρκής καί μόνο περίοδοι ανάπαυλας αναγνωρίζονται. Η ειρήνη στόν κόσμο θά επέλθει όταν εκλείψει ο «Οίκος Πολέμου» καί όταν όλος ο κόσμος μεταβληθεί σέ «Οίκο Ισλάμ». Ωστόσο, γιά νά πραγματοποιηθούν αυτά, χρειάζεται ένας ισχυρός θεσμός καί αυτός είναι τό κράτος. Κατά τήν αντίληψη τού Ισλάμ, θρησκεία καί κράτος συνδέονται στενά ή μάλλον ταυτίζονται. Ο Μωάμεθ δέν ίδρυσε μόνο μιά νέα θρησκεία. Ίδρυσε καί ένα κράτος, οργανωμένο μάλιστα στρατιωτικά, τό οποίο επεκτάθηκε γρήγορα, χρησιμοποιώντας ως μέσα τή βία καί τή «λεηλασία» («ράτζια»). Οι κατακτημένοι λαοί είχαν δύο μόνο επιλογές: τόν εξισλαμισμό ή τή φυσική εξόντωση. Εξαιρέθηκαν από τήν εξόντωση (τόν θάνατο) μόνο οι «λαοί τής Βίβλου» (Εβραίοι καί Χριστιανοί), γιά τούς οποίους τό Κοράνιο απαιτεί κάποιον σεβασμό. Αυτοί, μπορούσαν νά διατηρούν τήν πίστη καί τή ζωή τους εντός τού Ισλάμ, καταβάλλοντας «κεφαλικό φόρο» («χαράτσι»).
Μέ αυτά τά δεδομένα, οι Ορθόδοξοι πληθυσμοί τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέφυγαν τόν γενικό εξισλαμισμό καί τήν πλήρη εξόντωση. Ο γενικός εξισλαμισμός, άν καί περισσότερο συμβατός μέ τίς θρησκευτικές αντιλήψεις τού Ισλάμ, δέν συνέφερε πρακτικά, αφού θά αποστερούσε τό κράτος από σημαντικούς οικονομικούς πόρους (φόρους), τούς δέ κατακτητές από αντικείμενα εκμετάλλευσης (δούλους). Έτσι, ο υπόδουλος Ελληνισμός οργανώθηκε εντός τής Αυτοκρατορίας κατά τό σύστημα τών θρησκευτικών κοινοτήτων, τών «μιλέτ». Η Υψηλή Πύλη αναγνώριζε μόνο θρησκευτικές κοινότητες, η σημαντικότερη από τίς οποίες ήταν, βέβαια, τό «μιλέτ τών Ρωμηών» (τών «Ρούμ»), δηλαδή τό σύνολο τών υπόδουλων Ορθοδόξων πληθυσμών τής Αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως εθνικότητας. Ως επικεφαλής αυτού τού «μιλέτ» αναγνωριζόταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο οποίος ήταν υπόλογος έναντι τού Σουλτάνου γιά όλους τούς Ορθοδόξους πιστούς κάθε εθνικότητας. Σέ ένδειξη, μάλιστα, υποτέλειας ο Πατριάρχης όφειλε τήν επομένη τής εκλογής του νά επισκευθεί τόν Σουλτάνο καί νά υποβάλλει σ αυτόν εδαφιαία προσκύνηση. Παρά ταύτα, οι νέες συνθήκες αφ ενός μέν ανέδειξαν πρακτικά τό κύρος τού Οικουμενικού Πατριάρχη έναντι τών άλλων Ορθοδόξων Πατριαρχών, αφ ετέρου δέ ο Πατριάρχης καί η Ορθόδοξη Εκκλησία γενικά προέκυψε νά ασκούν αδιαμφισβήτητες εθναρχικές αρμοδιότητες (εθναρχία, εθναρχούσα Εκκλησία).
Φαίνεται μέ τήν πρώτη ματιά ότι τά πράγματα ρυθμίστηκαν έτσι, ώστε νά εξασφαλίζεται η «αρμονική συνύπαρξη» κατακτητών καί κατακτημένων. Η ανάγκη προσηλυτισμού φαίνεται νά εξέλειψε μετά τίς πρώτες βιαιότητες τής κατάκτησης. Ωστόσο, στήν πράξη η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Τά προνόμια πού δόθηκαν στόν πρώτο Πατριάρχη μετά τήν άλωση Γεννάδιο Β΄ τόν Σχολάριο (1454-1464) σέ ελάχιστες περιπτώσεις έγιναν σεβαστά. Ο λαός βίωνε σέ καθημερινή βάση τήν υποτίμηση, τόν εξευτελισμό, τόν χλευασμό, τή βία, τή στέρηση, τή στυγνή εκμετάλλευση. Άς αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τού τρόπου, μέ τόν οποίο οι κατακτητές αντιμετώπιζαν τούς κατακτημένους: Σέ τόμο πού εξέδωσε η Ακαδημία Αθηνών μέ τίτλο «Τό Εικοσιένα» (Αθήνα 1977) ο γνωστός Ακαδημαϊκός Σπ. Μαρινάτος παραθέτει Άδεια Ταφής Ορθόδοξου πιστού, πού εξέδιδαν τότε οι τουρκικές αρχές, μέ τό εξής περιεχόμενο (σ. 774):
«Σύ ο παπάς, τού οποίου τό μέν ένδυμα είναι μαύρον ως πίσσα, τό δέ πρόσωπον ως τού σατανά, σύ ο ιερεύς τών μιαρών, σύ ο έλκων τήν καταγωγήν από τόν άπιστον Ιησούν, διατάσσεσαι: Τόν εις τό έθνος σου ανήκοντα άπιστον Γρηγόριον, ο οποίος εψόφησε σήμερον, άν καί τήν μέν ψυχήν του παρέδωκεν εις τόν σατανάν τό δέ βρωμερόν πτώμα του δέν τό δέχεται τό χώμα, έξω καί μακράν τής πόλεως ανοίξατε λάκκον καί διά λακτισμάτων ρίψατε αυτόν εντός τούτου»!
Μορφές ισλαμικού προσηλυτισμού
Δυστυχώς, ο προσηλυτισμός εκ μέρους τών κατακτητών συνεχίστηκε μέ διάφορες μορφές σέ όλη τή διάρκεια τής Τουρκοκρατίας. Ένα από τά πρώτα αποτελέσματά του ήταν οι εξισλαμισμοί, μαζικοί ή ατομικοί. Μαζικοί εξισλαμισμοί μαρτυρούνται περισσότερο στίς απαρχές τής δουλείας, ακόμη καί πρίν τήν άλωση (1453), μέ τήν προσχώρηση Ορθοδόξων πληθυσμών στό Ισλάμ στή Μικρά Ασία, στή χερσόνησο τού Αίμου, στή Θεσσαλονίκη καί αλλού. Η κατάσταση χειροτέρευσε, βέβαια, μετά τήν άλωση. Ο Πατριάρχης Γεννάδιος αναφέρεται σέ «αφισταμένους οσημέραι τής πίστεως πανταχού» (Ιστορία Ελλ. Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. 10, σ. 56). Ο ίδιος προέτρεπε τόν Κλήρο νά μήν είναι αυστηρός στήν τήρηση τών τύπων, προκειμένου νά διαφυλαχθεί η ουσία τής πίστεως καί νά αναχαιτισθούν οι εξωμόσεις (ό.π.). Προφανώς, οι χλιαροί καί οι «κατ όνομα» Χριστιανοί προσχώρησαν όλοι στό Ισλάμ καί αφομοιώθηκαν πλήρως. Μαζί μέ τήν πίστη, έχασαν τόν ελληνισμό καί τήν πολιτιστική τους ταυτότητα («τούρκεψαν», κατά τήν ορολογία τής εποχής), τά δέ ίχνη τους έχουν εξαφανισθεί. Διατήρησαν τόν ελληνισμό μόνο οι συνειδητοί Ορθόδοξοι, όσοι μέ πολλές θυσίες διαφύλαξαν τήν πίστη. Σ αυτούς οφείλεται η Ελληνική Επανάσταση, σ αυτούς οφείλεται καί η σύσταση τού νέου Ελληνικού Κράτους!
Οι ατομικοί εξισλαμισμοί, παράλληλα, ήταν ένα διαρκές φαινόμενο αφαίμαξης τού Ελληνισμού, αφού υπήρχε ο μόνιμος πειρασμός σέ κάθε Ορθόδοξο νά μεταπηδήσει ανά πάσα στιγμή στό άλλο στρατόπεδο καί από δούλος νά γίνει ελεύθερος, από πτωχός νά γίνει πλούσιος, από ευτελής νά γίνει ένδοξος, από δυναστευόμενος νά γίνει εξουσιαστής. Ο μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός παραθέτει μαρτυρία ενός Μοναχού, πού επισκέφθηκε μεγάλο χωριό τήν ημέρα τών Χριστουγέννων τό 1724. «Εμπαίνοντας εγώ εις τήν Εκκλησίαν τού Χριστού», αναφέρει, «ηύρηκα τόν Παπά μέ ως εκατόν είκοσι γυναίκες, καί άνδρες ως δέκα πέντε. Καί πολλά επικράθηκα διά τήν ολιγότητα τών ανδρών καί είχα ρωτήσει προτήτερα καί μού είπαν, πώς οι επίλοποι άνδρες, φεύ, όλοι ετούρκεψαν»! (Τουρκοκρατία, Αθήνα 1988, σ. 78-79).
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι οι περισσότεροι εξισλαμισμοί δέν ήταν ακούσιοι, αλλά εκούσιοι, δηλαδή δέν προέκυπταν από άμεσες ενέργειες τών κατακτητών. Ωστόσο, η έμμεση ή άμεση βία, ο πειθαναγκασμός, οι επαχθείς φόροι, οι καταπιέσεις καί οι αυθαιρεσίες τών Τούρκων ωθούσαν έντονα πρός αυτή τή «λύση». Παράλληλα, Τούρκοι ιερωμένοι καί φανατικοί δερβίσιδες γίνονταν κήρυκες τής νέας θρησκείας, μέ έντονη θρησκευτική προπαγάνδα, ακόμη καί μέ χρήση βίας. Οι δερβίσιδες αυτοί ήταν πρωτοπόροι στή διάδοση τού Ισλάμ, οι δέ οθωμανοί «θεολόγοι» διέδιδαν παντού τήν αντίληψη ότι ο Θεός εγκατέλιψε τούς Χριστιανούς γιά τίς αμαρτίες τους καί λόγω τής πλάνης τους καί είναι σαφώς μέ τό μέρος τών πιστών τού Ισλάμ. Η αντίληψη αυτή, σέ συνδυασμό μέ τό γεγονός ότι μεταξύ τών αρνητών τού Χριστού υπήρξαν, δυστυχώς, ακόμη καί Αρχιερείς ή άλλοι Κληρικοί, είχε τεράστια αρνητική επίδραση στά λαϊκά στρώματα.
Υπήρξαν, όμως, καί βίαιοι ακούσιοι εξισλαμισμοί, μέ χαρακτηριστικό παράδειγμα τό γνωστό «παιδομάζωμα», δηλαδή τήν αναγκαστική στρατολόγηση καί τόν εξισλαμισμό χριστιανοπαίδων. Ο αποτρόπαιος αυτός θεσμός εμφανίζεται από τήν εποχή τού Σουλτάνου Μουράτ Α΄ (1362-1389). Κάθε 5 χρόνια (ή αργότερα κάθε 4-2) οι τουρκικές αρχές επέλεγαν τά πιό ρωμαλέα καί εύστροφα παιδιά, ηλικίας 15-20 καί άλλοτε 6-10 ετών, τά οποία απέστελλαν στήν Κωνσταντινούπολη. Εκεί, μετά από μακροχρόνια στρατιωτική καί θρησκευτική εκπαίδευση, μεταμορφώνονταν σέ φανατικούς μουσουλμάνους καί εχθρούς τού Ελληνισμού. Αυτοί οι αναγκαστικά στρατολογημένοι καί εξισλαμισμένοι Χριστιανοί συγκροτούσαν τό γνωστό σώμα τών Γενιτσάρων, τών «Δούλων τής Πύλης», στούς οποίους στηριζόταν η δύναμη καί η αίγλη τού σουλτανικού οίκου, αλλά καί τού στρατού. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μέχρι σήμερα ο όρος «γενίτσαρος» έχει τή γνωστή αρνητική καί αποτρόπαιη σημασία.
Άλλο αποτέλεσμα τού ισλαμικού προσηλυτισμού στούς χρόνους τής δουλείας είναι ο κρυπτοχριστιανισμός, ένα μοναδικό φαινόμενο στήν παγκόσμια ιστορία τών θρησκευμάτων! Κρυπτοχριστιανοί ήταν όσοι ασπάστηκαν εξωτερικά τόν Ισλαμισμό γιά νά αποφύγουν τά δεινά τής δουλείας, διατηρώντας εσωτερικά καί μυστικά τή χριστιανική πίστη. Πρόκειται γιά τραγική περίπτωση διχασμένων ανθρώπων, χωρίς ταυτότητα, πού δέν ήταν ούτε Χριστιανοί, ούτε μουσουλμάνοι. Τό φαινόμενο δημιούργησε έντονο προβληματισμό στήν Εκκλησία, ωστόσο αντιμετωπίστηκε μέ διάθεση φιλανθρωπίας. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία γιά τήν ύπαρξή του ανάγεται στόν 14ο αι. καί αναφέρεται στή Νίκαια τής Βιθυνίας. Στή Μικρά Ασία τό φαινόμενο εμφανίζεται μέ ευρύτερες διαστάσεις απ ό,τι στή Βαλκανική. Μέ τήν έκδοση σουλτανικού διατάγματος τό 1856, πού παραχωρούσε θρησκευτικές ελευθερίες σέ μειονότητες τής Τουρκίας, χιλιάδες οικογένειες τού Πόντου αποκάλυψαν τή χριστιανική τους ιδιότητα. Τό ίδιο ακριβώς συνέβη καί στήν Κρήτη. Τό ίδιο καί στήν Κύπρο από τό 1878. Δέν υπάρχουν, βέβαια, ακριβή στοιχεία γιά τήν έκταση τού φαινομένου. Ωστόσο, πολλοί πιστεύουν μέ σοβαρές ενδείξεις ότι εκατομμύρια κρυπτοχριστιανοί υπάρχουν ακόμη καί σήμερα στήν Τουρκία καί σέ άλλα ισλαμικά κράτη.
Τό φαινόμενο καί η προσφορά τών Νεομαρτύρων
Μέ τά παραπάνω δεδομένα, γεννάται τό ερώτημα: Πώς επέζησαν ο Ελληνισμός καί η Ορθοδοξία σέ τέτοιες συνθήκες; Ποιά δύναμη μπόρεσε νά αναχαιτήσει τόν ισλαμικό προσηλυτισμό καί τή λαίλαπα τών εξισλαμισμών; Προφανώς, η δύναμη αυτή είναι δύναμη τής Εκκλησίας τού Χριστού, η οποία παραμένει πλήρης, ακέραιη καί αμετάβλητη, όσο κι άν αλλάζουν οι εξωτερικές συνθήκες καί παρά τίς δύσκολες περιστάσεις ή τά κατά καιρούς επερχόμενα δεινά. Είναι η ζώσα καί πανσθενής Χάρη τού Θεού, πού ζωοποιεί καί ανακαινίζει ψυχές καί σώματα, καί υπερισχύει τού θανάτου. Γιατί η Εκκλησία είναι τό Σώμα τού Χριστού, είναι ο ίδιος ο Χριστός παρατεινόμενος, όπως πιστεύουμε. Καί όσο αυτή πολεμείται, τόσο υπερνικά, όσο τήν επιβουλεύονται, τόσο αναδεικνύεται, όσο καθυβρίζεται, τόσο λαμπρότερη γίνεται, κατά τόν ιερό Χρυσόστομο! Η δόξα της είναι τό μαρτύριο, όπως η δόξα τού Χριστού είναι ο Σταυρός!
Η Εκκλησία εξήλθε αλώβητη καί δεδοξασμένη από τή σκληρή δουλεία, επειδή ακριβώς ανέδειξε νέους Μάρτυρες, πλήθος νέων Μαρτύρων, όπως ακριβώς συνέβη καί στήν περίπτωση τών διωγμών τών πρώτων χριστιανικών αιώνων. Οι Μάρτυρες τής Τουρκοκρατίας ονομάζονται Νεομάρτυρες, ακριβώς γιά νά διακρίνονται από εκείνους τής πρώτης Εκκλησίας. Όμως, δέν υστερούν καθόλου, ούτε σέ αγιότητα, ούτε σέ δόξα, ούτε σέ προσφορά. Ομολόγησαν τόν Χριστό ενώπιον τών ισχυρών τής γής, αποδεικνύοντας ότι ο εχθρός δέν είναι αήτητος, όπως πίστευαν πολλοί, αλλά, μέ τή δύναμη τού Χριστού μπορεί κάποιος νά τού αντισταθεί, μπορεί νά τόν περιφρονήσει, μπορεί ακόμη νά τόν ταπεινώσει.
Οι Νεομάρτυρες ήταν η ισχυρότερη αντίσταση στό κύμα τών εξισμαμισμών καί τό μεγαλύτερο στήριγμα τού υπόδουλου Γένους, θρησκευτικά καί εθνικά. Ο βίος τους είναι σχεδόν πανομοιότυπος: Σέ νεαρή ηλικία παρασύρθηκαν οι περισσότεροι στήν άρνηση τού Χριστού («τούρκεψαν», έγιναν «εξωμότες»). Έζησαν γιά ένα διάστημα μέ δόξες καί τιμές, απολαμβάνοντας πλούσια υλικά αγαθά. Όμως, η συνείδησή τους άρχισε νά τούς ελέγχει, οδηγώντας τους σέ μετάνοια. Έτσι, έφευγαν μακρυά σέ άγνωστο τόπο, αφού, κατά τά ισχύοντα τής εποχής, οι πιστοί τού Ισλάμ πού προσχωρούσαν στόν Χριστιανισμό ή οι εξωμότες πού επέστρεφαν στή χριστιανική πίστη έπρεπε νά ασπαστούν πάλι τό Ισλάμ ή νά θανατωθούν. Σέ άγνωστους τόπους οι εξωμότες Χριστιανοί φρόντιζαν νά βρούν Πνευματικούς πατέρες γιά νά εξομολογηθούν τήν πτώση τους. Έπειτα, αφού λάμβαναν τόν πρέποντα κανόνα, μετά από ένα διάστημα, μπορούσαν νά κοινωνούν καί νά μετέχουν πλήρως στή ζωή τής Εκκλησίας. Ο κανόνας αυτός, εκτός από τήν προσωρινή αποχή από τή Θεία Κοινωνία, περιελάμβανε προσευχές, νηστείες καί έργα μετανοίας. Από τά βυζαντινά χρόνια ήταν ήδη γνωστή καί διαδεδομένη ακόμη καί μεταξύ τού λαού η μέθοδος τής νοεράς προσευχής μέ τήν προσευχητική φράση τής ησυχαστικής παράδοσης «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Σέ κάποιους από τούς μετανοημένους εξωμότες γενιόταν η επιθυμία νά επιστρέψουν στόν τόπο πού αρνήθηκαν τόν Χριστό, νά Τόν ομολογήσουν ενώπιον τών τυράννων καί νά χύσουν τό αίμα τους μαρτυρικά. Οι Πνευματικοί συνήθως τούς απέτρεπαν, όταν όμως διαπίστωναν ότι η επιθυμία τους ήταν από τήν Χάρη τού Θεού, τούς απέστελλαν σέ άλλους πιό έμπειρους Πνευματικούς, οι οποίοι προετοίμαζαν τούς προσερχομένους στό μαρτύριο καί ονομάζοντο «αλείπτες Νεομαρτύρων». Γνωστοί «αλείπτες» τής περιόδου τής δουλείας ήταν ο άγιος Μακάριος Νοταράς Μητροπολίτης Κορίνθου (1731-1805), ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809) κ.ά. Επιστρέφοντας στόν τόπο τους, ετοιμασμένοι κατάλληλα καί μέ τίς ευχές αγίων ανθρώπων, ομολογούσαν τόν Χριστό ενώπιον τών Τούρκων. Εκείνοι τούς συνελάμβαναν, τούς οδηγούσαν στίς αρχές καί τούς υπέβαλλαν σέ σκληρή διαδικασία προσηλυτισμού, μέ σκοπό νά αρνηθούν πάλι τόν Χριστό, πρώτα «μέ τό καλό» (μέ υποσχέσεις πλούτου, δόξας καί τιμής), έπειτα μέ απειλές, καί, τέλος, σέ πολλές περιπτώσεις μέ σκληρά βασανιστήρια. Στή διαδικασία αυτή οι άγιοι Νεομάρτυρες επεδείκνυαν αξιοθαύμαστη παρρησία, θάρρος, καρτερία, υπομονή, περιφρόνηση τού ίδιου τού θανάτου! Αφού, τελικά, δέν υπέκυπταν, τούς αποκεφάλιζαν ή τούς θανάτωναν μέ άλλο μαρτυρικό τρόπο. Τό μαρτύριό τους επικύρωναν θαυμαστές ενέργειες τής Χάρης τού Θεού, όπως η ευωδία τών λειψάνων τους, η εμφάνιση θείου Φωτός, οι ιάσεις ασθενών, οι θεραπείες δαιμονιζομένων κ.ά. Ωστόσο, υπήρξαν καί άλλες κατηγορίες Νεομαρτύρων, όπως όσοι μέ διάφορους τρόπους προκάλεσαν τούς Τούρκους, όσοι κατηγορήθηκαν ή συκοφαντήθηκαν γιά διάφορους λόγους, όσοι προέρχονται από τίς τάξεις τών Μωαμεθανών («εξ Αγαρηνών» Νεομάρτυρες) κ.ά.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συνοψίζει ως εξής τήν προσφορά τών Νεομαρτύρων. Είναι, αναφέρει, «ανακαινισμός όλης τής Ορθοδόξου πίστεως», έλεγχος τών αλλοπίστων καί τών ετεροδόξων εν ημέρα Κρίσεως, δόξα καί καύχημα τής Εκκλησίας, παράδειγμα υπομονής γιά τούς υποδούλους, υπόδειγμα θάρρους γιά τούς πιστούς, αλλά καί γιά τούς εξωμότες. Τούς αποκαλεί δέ, άνθη εαρινά καί τριαντάφυλλα στήν καρδιά τού χειμώνα, ήλιο καί ημέρα μέσα στή βαθύτατη νύκτα, φώτα λαμπρότατα μέσα στό ψηλαφητό σκότος!
Συμπερασματικά, η πλάνη γιά νά επικρατήσει, χρειάζεται οπωσδήποτε τίς διάφορες μεθόδους προσηλυτισμού, τίς οποίες καταδικάζει ομόφωνα ο πολιτισμένος κόσμος καί οι οποίες αποτελούν συνήθως ποινικό αδίκημα. Η αλήθεια βασίζεται στή δική της εγγενή δύναμη καί επικρατεί απλά, αθόρυβα, ειρηνικά. Γι αυτό ο προσηλυτισμός είναι η μέθοδος τών πεπλανημένων θρησκειών καί τών αιρέσεων, η δέ μέθοδος τής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η ιεραποστολή, ο ευαγγελισμός τού κόσμου, η διακήρυξη σέ κάθε κατεύθυνση μέ ειρηνικό τρόπο καί μέ απόλυτο σεβασμό στήν ανθρώπινη ελευθερία ότι ο Χριστός είναι η Ζωή τού κόσμου καί ο μοναδικός Σωτήρας καί Λυτρωτής όσων ποθούν τή σωτηρία τους.
Ιερεύς Σωτήριος Ο. Αθανασούλιας
pentapostagma.gr