ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΖΗΜΙΩΝ
Απάντηση Α. Μπαλτά σε Γ. Ανδριανό για την αποκατάσταση των ζημιών από πυρκαγιά στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου στη Μονή Αυγού Ερμιονίδας :
Η ΕΑΑ έχει προβεί σε καταγραφή των ζημιών – Στο αμέσως επόμενο διάστημα, το επιστημονικό προσωπικό της θα εκτιμήσει τυχόν προβλήματα στατικής επάρκειας.
Στην 7360/28-7-2016 Ερώτηση που είχε καταθέσει στη Βουλή ο Βουλευτής Αργολίδας της Νέας Δημοκρατίας κ. Γιάννης Ανδριανός με θέμα την ανάγκη άμεσης αποκατάσταση των ζημιών από πυρκαγιά στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου στη Μονή Αυγού Ερμιονίδας, απάντησε ο Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Α. Μπαλτάς.
Στην Απάντηση του Υπουργού αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
“Η μονή του Αγίου Δημητρίου είναι διαμορφωμένη μέσα στις σπηλιές που σχηματίζονται στις βορινές πλαγιές του όρους Αυγού, σε υψόμετρο 320μ., στα απότομα πρανή της χαράδρας του ποταμού Ράδου (Μπεντενιού). το κυρίως κτίσμα της είναι μια πυργοειδής κατασκευή, διαμορφωμένη σε μια φυσική κοιλότητα των βράχων. Είναι κηρυγμένη με το Π.Δ. 11.6.1925, ΦΕΚ 152/Α’/16.6.1925, ως προέχον βυζαντινό μνημείο και διατηρητέος ιστορικός και αρχαιολογικός χώρος. Το κυρίως συγκρότημα της μονής διαμορφώνεται σε τρία επίπεδα (ορόφους). Το δισυπόστατο καθολικό του Αγίου Δημητρίου βρίσκεται στο ανώτερο (γ’ επίπεδο) και περιβάλλεται από κελιά, ενώ το σπήλαιο της Μεταμόρφωσης βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο, πάνω από τη στέγη του συγκροτήματος.
Το καθολικό της μονής φέρει σπαράγματα τοιχογραφιών που χρονολογούνται στο 16ο ή 17ο αιώνα. Στον περιβάλλοντα χώρο σώζονται πολλά προσκτίσματα και βοηθητικοί χώροι του μοναστηριού, όπως είναι το διώροφο κτίριο του Ξενώνα, ένα αλώνι και αποθήκες για τη συγκέντρωση της συγκομιδής, όλα κατασκευασμένα από τον 16ο αιώνα και μετέπειτα. Η μονή τοποθετείται χρονολογικά ως σύνολο στους μεταβυζαντινούς χρόνους. Το σπήλαιο της Μεταμόρφωσης, που στο εσωτερικό φέρει τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, θεωρείται ότι αποτέλεσε τον αρχικό πυρήνα της μονής. Τόσο το ίδιο το μνημείο, όσο και το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον με τους απότομους βράχους και τη χαράδρα του Ράδου, ελκύουν αρκετούς επισκέπτες κάθε χρόνο.
Το μνημείο έχει απασχολήσει αρκετούς μελετητές.
Η μονή διαλύθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα, που εκδόθηκε στα χρόνια της αντιβασιλείας του Όθωνα, στις 7.10.1833, σύμφωνα με το οποίο διαλύθηκαν όσα μοναστήρια είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς και έκτοτε δεν ξαναλειτούργησε.
Ήδη από τη δεκαετία του ’80, οι Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ. ενδιαφέρθηκαν για τη στερέωση και τη συντήρηση της μονής. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων είχε προβεί σε εκτεταμένες εργασίες αποκατάστασης του καθολικού και των κελιών, καθώς επίσης και ενός ανεξάρτητου κτιρίου του συγκροτήματος στα βόρεια της μονής (Ξενώνας), κατόπιν μελέτης που είχε εκπονηθεί από την ίδια, η οποία συνοδευόταν από μελέτη του ΙΓΜΕ και αφορούσε στις γεωτεχνικές συνθήκες συντήρησης της μονής. Τόσο η 5η ΕΒΑ, όσο και η 25η ΕΒΑ, οι οποίες είχαν διατελέσει καθ’ ύλην αρμόδιες Εφορείες για το μνημείο στο παρελθόν είχαν φροντίσει για το μνημείο με μικρές επεμβάσεις (καθαρισμούς, μικροεπισκευές για τη συντήρηση κλπ).
Το απόγευμα της 22ας Ιουλίου 2016, από άγνωστη αιτία, ξέσπασε πυρκαγιά στο καθολικό της μονής, η οποία έγινε αντιληπτή από επισκέπτες και κατασβήστηκε πριν επεκταθεί στο υπόλοιπο συγκρότημα. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας έχει προβεί σε καταγραφή των ζημιών. Από τις πρώτες εκτιμήσεις φαίνεται ότι η φωτιά δεν έχει καταστρέψει σημαντικά από αρχαιολογικής άποψης αντικείμενα της οικοσκευής, ενώ οι φθορές περιορίζονται στο χώρο του καθολικού, καθώς ανέπαφα έχουν μείνει τα κελιά και τα κλιμακοστάσια όλων των ορόφων. Η φωτιά δεν έχει επίσης βλάψει τις τοιχογραφίες του σπηλαίου της Μεταμόρφωσης που χρονολογούνται στον 130 αιώνα. Φθορές παρατηρούνται σε ένα ξύλινο πρέκι του δίλοβου παραθύρου στην αετωμετική απόληξη της στέγης του νότιου καθολικού καθώς και σε ένα ξύλινο δοκάρι της ξυλοδεσιάς. Στο αμέσως επόμενο διάστημα, το επιστημονικό προσωπικό της Εφορείας θα εκτιμήσει τυχόν προβλήματα στατικής επάρκειας που μπορεί να προκάλεσε η θερμότητα στα δυο καθολικά καθώς και τη δυνατότητα καθαρισμού και στερέωσης των επιχρισμάτων”.