Η Ημερίδα για τα 50 ΧΡΟΝΙΑ της Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ έλαβε χώρα στη Λεόντειος Σχολή το Σάββατο 9 Νοεμβρίου. Στο περιθώριο των εργασιών της ημερίδας ετέθησαν εύστοχες ερωτήσεις προς τον Καρδινάλιο κ. Domenico Calcagno από τον π. Αναστ. Γκοτσόπουλο
Συγκεκριμένα:
π. Αναστ. Γκοτσόπουλος: Θα ήθελα να απευθύνω δύο ερωτήσεις στον εκλαμπρότατο (Καρδινάλιο κ. Domenico Calcagno-υπεύθυνο επί των Οικονομικών της Αγ. Έδρας), επειδή σπανίως έχουμε τη δυνατότητα αυτή :
Εκλαμπρότατε, σύμφωνα με την εκκλησιολογία της Ρώμης, μετά τη Β΄ Βατικανή, η Ορθόδοξη Εκκλησία ανήκει στην Εκκλησία του Χριστού (ο όρος Εκκλησία με την αυστηρή θεολογική, εκκλησιολογική έννοια) με απολύτως έγκυρα Μυστήρια που παρέχουν σώζουσα χάρη. Παράλληλα όμως, σύμφωνα με την από 29.6.2007 νότα της Ἐπιτροπὴς γιά τή Διδασκαλία τῆς Πίστεως η Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή δεν αποδέχεται το πρωτείο και το αλάθητο του επισκόπου Ρώμης, έχει ελλείψεις, είναι μία ελλειματική Εκκλησία.
Διερωτώμαι : Αν η «Εκκλησία» ταυτίζεται με την πληρότητα, την τελειότητα και την καθολικότητα, πως μπορεί να υπάρξει σ’ Αυτήν «έλλειμμα» η «εκκλησιολογική ανεπάρκεια» ; και μάλιστα με τη βασική θεολογική έννοια του όρου στο πλέον καίριο θέμα του επισκόπου Ρώμης που είναι καθοριστικό. Αν η «Εκκλησία» είναι το «σώμα του Χριστού», πως εννοεί η Ρωμαική Επιτροπή Πίστεως το άχραντο Σώμα Του να έχει «έλλειψη» – και μάλιστα πολύ ουσιαστική ; Η φράση Εκκλησία με «έλλειμμα», νομίζω, ενέχει την απόλυτη αντίφαση, ώστε αυτοαναιρείται πλήρως : αν είναι «ελλειμματική», δεν είναι Εκκλησία, και αν είναι Εκκλησία δεν μπορεί να είναι «ελλειμματική».
Και μία δεύτερη ερώτηση :
Κατ’ επανάληψη στο «περί Οικουμενισμού» (Unitatis Redidegratio) διάταγμα της Β΄ Βατικανής Συνόδου, αλλά και σε παπικές εγκυκλίους και ιδιαίτερα στην εγκύκλιο “Ut unum sint” του πάπα Ιωάννου Παύλου Β΄ τονίζεται ότι ο Θεολογικός Διάλογος με την Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να διεξαχθεί με βάση την κοινή παράδοση της α΄ χιλιετίας, κάτι το οποίο αποδέχεται και η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στο διάταγμα περί των Ανατολικών Εκκλησιών (Orientalium Ecclesiarum, § 7 υποσ. 8 και § 9 υποσ. 11) της Β΄ Βατικανής Συνόδου και αργότερα στον Κώδικα Ανατολικών (Ουνιτικών) Εκκλησιών (CCEO, άρθρο 55 και 59) η Ρώμη αποδέχεται τον 28ο κανόνα[1] της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ως κανόνα της αρχαίας Εκκλησίας.
Το ερώτημα : Γιατί η Ρώμη σε κανένα από τους διμερείς θεολογικούς διαλόγους που συζητούν το θέμα του επισκόπου Ρώμης από τη δεκαετία του 1970 (ARCIC, Λουθηρανούς, Μεθοδιστές, Ομάδα Dombes και τελευταία με την Ορθόδοξη Εκκλησία) αποφεύγει συστηματικά να αξιοποιήσει τον 28ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ως σταθερή και αμετακίνητη βάση και αραγές θεμέλιο για τη συζήτηση για το παπικό πρωτείο ;
Να υπενθυμίσω ότι ο 28ος κανόνας απαντά στα δύο καίρια ζητήματα του παπικού πρωτείου : αν το πρωτείο είναι «πέτρειο» και αν είναι θείω δικαίω: και η απάντηση της αρχαίας Εκκλησίας εν Οικουμενική Συνόδω ήταν ότι «διά το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην (την Ρώμην), οι Πατέρες εικότως αποδεδώκασι τα πρεσβεία». Συνεπώς ούτε «πέτρειο» είναι, ούτε θείω δικαίω !
Απάντηση Καρδιναλίου κ. Domenico Calcagno
Καρδινάλιος κ. Domenico Calcagno : Είναι πολλά τα θέματα και δεν μπορώ να απαντήσω σε όλα διότι δεν είμαι και αρμόδιος για κάποια από αυτά τα θέματα που εθίγησαν.
Κατ’ αρχάς η έννοια της Αγίας Εκκλησίας ή της ελλειματικής Εκκλησίας, σύμφωνα με τη Σύνοδο, εξ όσων γνωρίζω εγώ, δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, όσο εμφανίζονται στο ερώτημα που έγινε. Διότι η Σύνοδος κατά σαφέστατον τρόπον λέγει ότι η Εκκλησία είναι συγχρόνως αγία και αμαρτωλός. Είναι αγία, λόγω του Ιδρυτή, του θεμελιωτή, της χάριτος, των μυστηρίων, όλων όσων εκπορεύονται εκ Θεού. Αλλά επειδή στην Εκκλησία υπάρχει και το ανθρώπινο συστατικό, μπορεί πάντοτε να μην ανταποκρίνεται εξ ολοκλήρου και θετικώ τω τρόπω στη βούληση και στο θέλημα του Θεού. Γι’ αυτές τις ελλείψεις θετικών απαντήσεων είναι ανεπάρκειες, ελλείματα. Και αυτά τα ελλείματα μπορούννα είναι σε κάθε επίπεδο της χριστιανικής κοινότητος.
Θα πρέπει να λάβετε υπόψη σας αυτές τις ιστορικές πραγματικότητες ως ελλειματικές. Δεν σημαίνει ότι όλα είναι και καθίστανται αρνητικά. Αυτή η πτυχή μπορεί να θεωρείται ολιγότερο πλήρης. Με τούτο και στην Καθολική Εκκλησία υπάρχουν πτυχές που δεν υπήρξαν ανέκαθεν θετικές. Πράγματι αφαιρέθησαν οι αμοιβαίες απαγορεύσεις μετάληψης και των δύο στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και εκεί υπήρξε στην ιστορία κάτι που ήταν πέραν, πήγαινε κατά της βουλήσεως της ειρήνης και του καλού.
Για να κλείσω αυτή την πτυχή, δεν μπορούμε να δηλώνουμε ότι επειδή η Εκκλησία είναι Αγία και η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει την αγιωσύνη της Ορθοδόξου Εκκλησίας όλες οι πτυχές αμοιβαία θα πρέπει και να αναγνωρίζονται ως θετικές. Γιατί αν όντως ήταν έτσι, αυτή η πλήρης αμοιβαία αναγνώριση δεν θα βρισκόμαστε τώρα εδώ, για να δούμε ότι είναι δύσκολο να επιλυθεί το πρόβλημα. Αν είναι δύσκολο, είναι δύσκολο, είναι γιατί τα προβλήματα υφίστανται ως προβλήματα, όχι επειδή τα επινόησε ο σεβασμιότατος ή εγώ, διότι εκ της ιστορίας τα κληροδοτήσαμε έτσι. Άρα καθήκον μας είναι τώρα να υπερβούμε περαιτέρω αυτές τις δυσκολίες.
Και η Β΄ Βατικανή Σύνοδος, το είπα και σήμερα το πρωί άλλωστε, τροποποιεί το κριτήριον του ανήκειν στην Εκκλησία. Το “Mystici Corporis Christi” λέει ότι είναι πραγματικότητες που ενσωματώθηκαν στην Εκκλησία αυτές που πράγματι μας αφήνει να εννοήσουμε ότι όλοι οι άλλοι είναι εκτός. Η Β΄ Βατικανή Σύνοδος λέει ότι είναι πλήρως ενσωματωμένες πραγματικότητες και άλλες ενσωματωμένες εν τινι τρόπω μέχρι που φθάνουμε στο να αποδεχθούμε ότι και εκείνοι που δεν πιστεύουν, αρκεί να έχουν τη συνείδηση που να ανταποκρίνεται στη θέληση του Θεού για το καλό που κάνει. Λόγω χάριτος Κυρίου μπορεί να διασωθεί, διότι σώζεται όχι επειδή δεν πιστεύει, αλλ’ επειδή χάριν στη δική του πραγματικότητα τη δεδηλωμένη ως αθέου πράττει το καλό και η συνείδησίς του το προτείνει, όπως λέει και ο Άγ. Παύλος. Έτσι δεν έλεγε ο Άγ. Παύλος ; Άρα το κριτήριο είναι πιο ευρύ του ανήκειν εν τινι τρόπω στην Εκκλησία. Τώρα, στην αξιολόγηση, την ανθρώπινη, των χαρακτηριστικών εκείνων, των θετικών ή όχι, μπορεί κανείς να κάνει λάθος.
Κάτι ρωτήσατε ακόμα… ποιο ήταν το ερώτημα; ; α ! για το πρωτείο του πάπα.
Παρεμβαίνει ο π. Μάρκος Φώσκολος : Τι λέει ο 28ος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου : Λέει ότι το πρωτείο δόθηκε στη Ρώμη, επειδή ήταν εκεί ο αυτοκράτορας, η έδρα του αυτοκράτορα. Τώρα επειδή ο αυτοκράτορας έχει την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη, δίδονται τα ίσα πρωτεία και στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Σεβασμιώτατε, αν κάνω λάθος … περιληπτικά το λέω. Η Καθολική Εκκλησία ήδη από τον πάπα Λέοντα, τότε, δεν τον έχει αποδεχθεί (τον κανόνα). Δεν το δέχθηκε διότι ακριβώς στηρίζει το πρωτείο της στον Άγιο Πέτρο. Τώρα, για να είμαι ειλικρινής, εγώ δεν θυμάμαι αν πράγματι υπήρξε κάποια εγκύκλιος του πάπα που να αναγνώρισε, που να έχει πει ότι αποδέχομαι τον 28ο κανόνα της Χαλκηδόνας (της Δ΄Οικουμενικής). Δεν θέλω να ανοίξω άλλη συζήτηση …
Παρεμβαίνει ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος : Αν μου επιτρέπεται, για εμένα, πάτερ, αρκεί αυτή τη στιγμή ένα πράγμα : Μετά από τόσους αιώνες η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δέχεται και συζητά το πρωτείο του πάπα. Αυτό δεν είναι μικρό πράγμα ! Είναι πολύ μεγάλο ! Ερχόμαστε, λοιπόν, να δούμε τι συνέβαινε πριν 1000 χρόνια ! Εδώ πολλές φορές δεν ξέρουμε τι συνέβη πριν ένα χρόνο ! Ας πάρουμε λοιπόν αυτό ως δώρο Θεού, και νομίζω ότι είναι πολύ μεγάλο βήμα ! (θερμό χειροκρότημα από το κοινό).
Καρδινάλιος κ. Domenico Calcagno : Ο πάπας έθεσε επισήμως το ζήτημα αν υπάρχει μόνο τρόπος να ασκεί το πρωτείο, όπως στην ιστορία ελέγετο. Το αξιολογεί, το αξιολογεί εν ηρεμία και εν πλήρη ειλικρινεία. Δεν θα προσθέσω τίποτα άλλο.
[1] «Πανταχού τοις των αγίων Πατέρων όροις επόμενοι, και τον αρτίως αναγνωσθέντα κανόνα των εκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατων επισκόπων, των συναχθέντων επί του της ευσεβούς μνήμης Μεγάλου Θεοδοσίου, του γενομένου βασιλέως εν τη βασιλίδι Κωνσταντινουπόλεως Νέα Ρώμη, γνωρίζοντες, τα αυτά και ημείς ορίζομέν τε και ψηφιζόμεθα περί των πρεσβείων της αγιωτάτης εκκλησίας της αυτής Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης · και γαρ τω θρόνω της πρεσβυτέρας Ρώμης, διά το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην, οι Πατέρες εικότως αποδεδώκασι τα πρεσβεία. Καί τω αυτώ σκοπώ κινούμενοι οι εκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι επίσκοποι, τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της Νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω, ευλόγως κρίναντες, την βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και των ίσων απολαύουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ εκείνην υπάρχουσαν…»