Ο Αρχιεπίσκοπος στην παρουσίαση επετειακού τόμου για τη Μητρόπολη Κιτίου
Το έργο του Μητροπολίτη Κιτίου Χρυσοστόμου εξήρε την Κυριακή 27 Οκτωβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κατά την παρουσίαση του τιμητικού τόμου “Οδοιπορώντας στην Ιερά Μητρόπολη Κιτίου κατά την τεσσαρακονταετή Επισκοπική Διακονία του Μητροπολίτη Κιτίου κ. Χρυσοστόμου 1973-2013”, στο Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας. Ο Μακαριώτατος, αφού εξέφρασε χαρά για την παρουσία του στην Κύπρο, είπε χαρακτηριστικά: «Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπει κανείς έναν Ιεράρχη που ήταν νέος, σφριγηλός, να κρατάει και σήμερα όλη τη νεότητα και το σφρίγος και να θέλει να εργαστεί με τέτοιον τρόπο».
Τον τιμητικό τόμο παρουσίασαν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και ο Μητροπολίτης Κένυας Μακάριος. Ο τιμώμενος Μητροπολίτης Κιτίου Χρυσόστομος εξέφρασε τις ευχαριστίες του προς τους δύο Ιεράρχες για την τιμή που του έκαναν με την παρουσία τους. Οι δηλώσεις έγιναν στη Λάρνακα, μετά τη Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 40 χρόνων διακονίας του Μητροπολίτη Κιτίου, συλλειτουργούντων του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου και του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου.
Ακολουθεί η ομιλία του Αρχιεπισκόπου στο Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας
Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση αποδέχθηκα την πρόσκληση να συμμετάσχω στην παρουσίαση του τόμου: «Οδοιπορώντας στην Ιερά Μητρόπολη Κιτίου 1973-2013», που είναι αφιερωμένος στην διακονία του αγαπητού μου εν Χριστώ αδελφού, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κιτίου κ. Χρυσοστόμου. Χαίρομαι που ευρίσκομαι στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην Λάρνακα, που ευτύχησε να έχει το προνόμιο να την επισκεφθούν οι άγιοι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας και να έχει πρώτο επίσκοπό της τον «τετραήμερο και φίλο του Χριστού» Λάζαρο.
Είναι τόλμημα και μόνον να επιχειρήσω να αναφερθώ, όχι να εμβαθύνω, σ’ ένα τόμο, ο οποίος αναφέρεται στην οδοιπορία ενός αδελφού Αρχιερέως που άξια οδοιπόρησε και οδοιπορεί, που φώτισε και φωτίζει, που άνοιξε και ανοίγει δρόμους με μία πλούσια διακονία στον Αμπελώνα του Κυρίου. Το τολμώ, όχι γιατί θα καταφέρω κάτι εντυπωσιακό, αλλά γιατί το θεωρώ τιμητικό να συμμετάσχω κι εγώ σ’ αυτό το πανηγύρι που μαρτυρεί ακόμη μία φορά ότι το φως νικά το σκοτάδι, η αλήθεια το ψέμα, η ομορφιά την ασχήμια, η ζωή τον θάνατο.
Θα ήθελα να συγχαρώ τον πατέρα Ανδρέα Παναγή τόσο για την επιμέλεια του τόμου, όσο και για τον σεβασμό που επιδεικνύει προς τον επίσκοπό του. Παραστατική η εικόνα: «Για σαράντα ολόκληρα χρόνια ο Μητροπολίτης, ως άλλος Μωυσής καθοδηγούσε και καθοδηγεί τον λαό της Μητροπολιτικής Περιφερείας για την σωτηρία της ψυχής του. Τεράστιο το έργο της διακονίας του, γιατί ένας επίσκοπος είναι επίσκοπος όλης της Εκκλησίας και η δική του θυσία είναι για ολόκληρη την Εκκλησία … Ο Μητροπολίτης Κιτίου, ο αείποτε νέος, κράτησε και κρατεί άσβεστο τον πυρσό της αληθείας. Μας εμπνέει με το γνήσιο εκκλησιαστικό ήθος και φρόνημά του και μας καθοδηγεί με τα πλούσια τάλαντά του που τον προίκισε ο Θεός».
Ο τόμος αυτός αποτελεί σταθμό στην πορεία της τοπικής Εκκλησίας. Στο πρώτο μέρος παρατίθενται οι χαιρετισμοί των προκαθημένων η των εκπροσώπων τους –χαιρετισμοί που έχουν την αξία τους, διότι αποδεικνύουν ότι, εν τω προσώπω του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Χρυσοστόμου, η κατά Λάρνακα Εκκλησία, δεν είναι αδιάφορη και αποκομμένη από την ανά την οικουμένην Εκκλησία. Ένα απόσπασμα από τον χαιρετισμό της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου εκφράζει και τις δικές μας ευχές «…χαιρετίζομεν μετά πολλής χαράς την παρούσαν έκδοσιν, διατυπούντες τα πληρούντα την καρδίαν της ημετέρας Μετριότητος αισθήματα εξαιρέτου τιμής και βαθείας αδελφικής αγάπης προς τον τιμώμενον Ιεράρχην και ευχόμενοι εγκαρδίως όπως ο Δομήτωρ της Εκκλησίας Χριστός κραταιοί και ενδυναμοί αυτόν εν τη επιτελέσει του ευθυνοφόρου έργου της διαποιμάνσεως του λογικού αυτού πομνίου και χαρίζηται αυτώ χρόνους μακρούς εν τη Εκκλησία, προς καταρτισμόν των τέκνων αυτής και δόξαν του θέσαντος αυτόν επί το άροτρον του πνευματικού γεωργίου της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου».
Στο δεύτερο μέρος, ο αναγνώστης μπορεί να ενημερωθεί, έστω και σύντομα, για την ιστορία της Εκκλησίας στο Κίτιο από την ίδρυσή της μέχρι τις μέρες μας, για τον κατάλογο όσων αρχιεράτευσαν στην Λάρνακα, ο οποίος συνοδεύεται από σύντομο βιογραφικό για όσους υπάρχουν μαρτυρίες. Ακόμη, υπάρχει πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Φωτογραφίες των ιερέων που σήμερα υπηρετούν στην Ιερά Μητρόπολη Κιτίου, των ιερών ναών, καθώς και των μονών, οι οποίες συνοδεύονται από άρθρα που εξιστορούν την πορεία τους μέσα στον χρόνο, από την ίδρυση τους μέχρι σήμερα.
Σημαντικά κείμενα όπως:
– του Οικονόμου Παρασκευά Αγάθωνος, με θέμα: «Ο Άγιος Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού – πρώτος επίσκοπος Κιτίου»,
– του αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Γ. Μιχαηλίδη, με θέμα: «Σύντομη Ιστορία της Μητροπόλεως Κιτίου»
– «Συνοπτική αναδρομή σε σημαντικούς σταθμούς της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου (327-1982 κ.εξ.)»
– της ηγουμένης Κασσιανής, με θέμα: «Η Ιερά μονή Αγίου Μηνά»
– του ηγουμένου Συμεών, με θέμα: «Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου»
– της ηγουμένης Μαρίνας: «Ιερά Μονή Αγίας Μαρίνας και αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης Ξυλοτύμπου»
– Επετειακές ομιλίες των αγαπητών αδελφών Αρχιερέων :
α) του Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου: «Περί Ιερωσύνης και ιερατικής συνειδήσεως»
β) του Μητροπολίτου Τριμυθούντος κ. Βαρνάβα: «Ως καλός ποιμένας»
γ) του Μητροπολίτου Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα: «Λόγος πανηγυρικός»
δ) του Μητροπολίτου Ζιμπάπουε κ. Σεραφείμ Κυκκλώτη: «Προσφορά του Μητροπολίτη Κιτίου κ. Χρυσοστόμου στην καταπολέμηση της πείνας»
ε) του Κυριάκου Βερεσιέ, με θέμα: «Μητροπολίτης Κιτίου Χρυσόστομος – εξάρτηση φιλίας»
στ) του Κρίστη Χαράκη: «ο Μητροπολίτης Κιτίου στο ζωντανό πεδίο του αγώνα καταπολέμησης της πείνας»
ζ) του Χριστοφόρου Χριστοφορίδη: «Η πρώτη βοήθεια από την Ελλάδα προς τους πρόσφυγες του 1974»
η) της Τούλας Χαραλάμπους και Ανδρούλας Καζαμία-Πασχαλίδου: «Φιλόπτωχος αδελφότης Λάρνακας»
θ) της Χριστάλλας Λιασή: «οι Κατασκηνώσεις της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου»
ι) του Ζαχαρίου Ραπτοπούλου: «ο Μητροπολίτης Κιτίου, σημαιοφόρος και πρωτεργάτης για τα Δικαιώματα των ηλικιωμένων»
ια) του Νίκου Σεργίδη: «Ίδρυμα Αλέξανδρος Παπαχριστοφόρου»
ιβ) της Ανδρούλας Πασχαλίδου: «Ταμείο Αγάπης για οικογένειες πεσόντων και αγνοουμένων»
μαρτυρούν τις ευαισθησίες, το άοκνο ενδιαφέρον του Σεβασμιωτάτου για τον κάθε πάσχοντα αδελφό.
Επί πλέον, υπάρχει καταγραφή των ιδρυμάτων και αναφορά στις εκδόσεις της Μητροπόλεως Κιτίου και στον αγώνα του για το Κυπριακό ζήτημα, σε αυτά τα σαράντα χρόνια της αρχιερατικής του διακονίας, στον οποίο κάποιος εκ των ομιλητών, γνώστης καλύτερος εμού, θα αναφερθεί διεξοδικά.
Τέλος, στο τέταρτο μέρος περιέχονται σημαντικές ομιλίες αναφορικά με το επισκοπικό λειτούργημα και περιγράφονται αναλυτικά οι καίριες πρωτοβουλίες του τιμωμένου Σεβασμιωτάτου Κιτίου κ. Χρυσοστόμου σε κοινωνικά ζητήματα, δηλαδή η συμβολή του για την αντιμετώπιση των προβλημάτων επιβίωσης των προσφύγων το 1974.
Στη δεκαετία του 1960 ως φοιτητές ζήσαμε τα ηρωικά χρόνια της Κύπρου. Η αγχόνη του Καραολή, το τέλος του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, τα τραγούδια τους και τα γραπτά τους, μας είχαν συγκλονίσει. Τις νύχτες κουβαλούσαμε στις πλάτες μας αφίσες για τοιχοκόλληση και αποστολή σε διάφορα μέρη της γης, για πληροφόρηση της σκλαβιάς και απελευθέρωσης της Κύπρου μας.
Όταν το 1974 ένας νέος, ευσταλής Μητροπολίτης της Κύπρου, ο Κιτίου Χρυσόστομος, έφτασε στην Θήβα για να ενημερώσει τον ελληνικό λαό για τα τεκταινόμενα στην μαρτυρική νήσο, ξύπνησε όλο τον εσωτερικό μας κόσμο.
Ήμουν τότε πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας. Τι δεν έγινε – εθνικοθρησκευτικό παραλήρημα στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Θηβών. Στο νου μου παραμένουν συνεχώς φιγούρες νέων κοριτσιών που έφερναν την προίκα τους «για την Κύπρο μας», όπως έλεγαν. Ο Κιτίου Χρυσόστομος, άξιος της ιστορίας και των προκατόχων του.
Ο ίδιος αγωνίστηκε για την καταπολέμηση της μάστιγας της πείνας, για την πρόληψη από την χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και την απεξάρτηση των συνανθρώπων μας, για την φροντίδα των νέων και των αδελφών μας της τρίτης ηλικίας, για την συμπαράσταση προς ιεραποστολικές εκκλησίες της Αφρικής.
Ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Καταπολέμησης της Μάστιγας της Πείνας στο ιεραποστολικό έργο, το «Ταμείο Αγάπης», το Ίδρυμα «Αλέξανδρος Παπαχριστοφόρου», η «Τόλμη», οι Κατασκηνώσεις, ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Ευημερίας Ηλικιωμένων, είναι ενδεικτικά έργα της καρποφορίας των παραπάνω πρωτοβουλιών του, στην βάση της ευαγγελικής τοποθετήσεως σύμφωνα με την οποία δεν είναι μόνο ο διπλανός αδελφός, αλλά ο κάθε άνθρωπος.
Αυτό το πλούσιο υλικό μας δίδει την αφορμή να προβληματιστούμε σε πολλά πεδία της εκκλησιαστικής μας ζωής. Επέλεξα να σχολιάσω εν συντομία δύο πτυχές της. Η πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός ότι όλα τα άρθρα αυτού του τόμου εστιάζουν στον ρόλο του επισκόπου. Όλοι οι αρθογράφοι συγκλίνουν στην διαπίστωση ότι η κινητήριος δύναμις όλου αυτού του έργου είναι ο επίσκοπος –και αυτό δεν είναι τυχαίο. Το δεύτερο σημείο, στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ, είναι το λεγόμενο στις μέρες μας κοινωνικό η φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας.
Θα ξεκινήσω από το δεύτερο. Φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις, όπως αυτές που προ ολίγου αναφέραμε, καταρχάς δεν αναπτύσσονται αποκλειστικά και μόνο από τις ανά τον κόσμον ορθόδοξες Μητροπόλεις. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι πολλοί φορείς, συχνά και αρνητικά προσκείμενοι προς την Εκκλησία ή και άλλες θρησκείες, οργανώνουν σπουδαίες φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες με παγκόσμια εμβέλεια και με υποδειγματική επιτυχία.
Και αυτομάτως γεννάται το ερώτημα: σε τι διαφέρει η φιλανθρωπία της Εκκλησίας από την φιλανθρωπία μιας οποιασδήποτε άλλης θρησκείας η κόμματος η φορέως; Και αν υφίσταται διαφορά, ποιά είναι αυτή; Είναι ολοφάνερο ότι η φιλανθρωπία, ενώ είναι σημαντική, από μόνη της δεν κάνει την διαφορά, αφού την συναντάμε και σε άλλους θεσμούς. Επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι πρόκειται για πολύ λεπτό θέμα. Για να δώσουμε μιαν απάντηση, πρέπει να ανακαλέσουμε κάποιες βασικές αλήθειες της πίστεώς μας.
Εμείς, όταν δίνουμε ψωμί στο συνάνθρωπό μας που το στερείται –και για την στέρηση του οποίου ίσως έχουμε και πολλοί από μας ευθύνη–, καλούμαστε να το δώσουμε με τρόπο διαφορετικό. Τον τρόπο αυτόν τον έχει περιγράψει ο ίδιος ο Χριστός. «Την ώρα που κάθισε μαζί τους για φαγητό πήρε το ψωμί, το ευλόγησε, και αφού το έκοψε σε κομμάτια, τους τα έδωσε. Τότε ανοίχτηκαν τα μάτια τους και κατάλαβαν ποιός είναι» (Λουκ. 24, 30-31). Αναγνωρίζεται ως ο Κύριος στην πορεία προς Εμμαούς από τον τρόπο της κλάσεως, από τον τρόπο που τεμαχίζει το ψωμί. Το κόψιμο του άρτου «είναι μία ευχαριστιακή πράξη…, που έχει ως περιεχόμενο ένα συγκεκριμένο τρόπο ύπαρξης που τον παρέδωσε ο Κύριος λίγο πριν το πάθος του…».
Στην παραβολή των ταλάντων ο Κύριος φανέρωσε ότι έδωσε στον καθένα μας τάλαντα θέτοντας ως όρο να τα αυξήσουμε, χωρίς όμως να τα κρατήσουμε για τον εαυτό μας. Χρέος μας είναι να τα φέρουμε στην Εκκλησία, να τα θέσουμε στην αγία τράπεζα, για να εκκλησιοποιηθούν, να γίνουν Εκκλησία. Σε αυτή την λειτουργία συμμετέχουμε και λαμβάνουμε όλοι μας, από κοινού. Ακριβώς όπως συμβαίνει με την αρτοκλασία –ευλογείται το ψωμί και δεν το λαμβάνουμε για να το καταναλώσουμε μόνοι μας. Το κόβουμε σε κομμάτια για να πάρουν όλοι οι αδελφοί.
Χρέος μας, συνεπώς, είναι να καλλιεργήσουμε τα χαρίσματά μας με την προοπτική να κοινωνηθούν: αυτό είναι το νόημα της Εκκλησίας και της ευχαριστιακής συνάξεως. Άλλος διαθέτει το τάλαντο να ψάλλει ωραία, άλλος το χάρισμα του λόγου, άλλος της προσευχής, άλλος την αρετή της φιλανθρωπίας κ.ο.κ. Αλλά, αν ο καθένας κρατήσει το χάρισμά του για τον εαυτό του, τότε πέφτει σε αίρεση. Τα χαρίσματα δεν είναι για τον εαυτό μας, αλλά για τους άλλους. Ας μου επιτραπεί να πω ότι για τα σταθμά του Κυρίου η αξία του καθενός ζυγίζεται με την διακονία, την αγάπη και την θυσία υπέρ των άλλων. Ο Θεός είναι εκείνος που ξέρει αν τα ασκούμε «εν τη Εκκλησία» και «δια την Εκκλησίαν» και με αυτόν τον τρόπο μας κάνει μετόχους στην πορεία της κοινής εκκλησιαστικής ζωής. Ο Ίδιος μας καλεί να αυξήσουμε το τάλαντο που μας έδωσε και να το παραδώσουμε στην διακονία και την εξυπηρέτηση των άλλων. Από αυτή τη διαπίστωση φανερώνεται και η ορθή εκκλησιαστική πορεία, που ως έργο της έχει τόσο την διακονία του θείου λόγου, όσο και την διακονία του πλησίον.
Ο μόνος τρόπος να διατηρούμε τον Χριστό παρόντα στην ζωή μας, είναι η σύναξή μας «επί τω αυτώ» και η τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, όπως ακριβώς μας προέτρεψε: «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. 22, 20). Σύμφωνα με τα λόγια Του, εκείνος ο οποίος συμμετέχει στο σώμα και αίμα Του, και όχι κάπου αλλού, θα έχει «ζωήν αιώνιον».
Έτσι η μυστηριακή πράξη της Θείας ευχαριστίας γίνεται το κέντρο της ζωής μας, πυρήνας της Εκκλησίας και πηγή κάθε ενέργειάς μας –γεγονός που τονίζεται από πολλούς Πατέρες, ιδιαιτέρως από τον αγίους Ιγνάτιο τον θεοφόρο και Νικόλαο Καβάσιλα. Ο τελευταίος γράφει ότι η εκκλησία «σημαίνεται –δηλαδή ορίζεται– εν τοις μυστηρίοις». Και συνεχίζει να σημειώνοντας ότι «αν δυνηθεί να δει κάποιος την εκκλησία, δεν έχει να δει κάτι άλλο, πέρα από το Κυριακό Σώμα του Χριστού» (Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία εις την θεία Λειτουργίαν, κεφ.ΛΗ, 6 και ΛΘ, 1).
Η Εκκλησία είναι Εκκλησία όταν είτε εντός, είτε εκτός της Ευχαριστίας, δεν λησμονεί την Ευχαριστία, διαφορετικά εκκοσμικεύεται. Για να αποδοθεί αυτό, επικράτησε να λέμε ότι η θεία Λειτουργία συνεχίζεται και μετά το πέρας της.
Το ευχαριστιακό ήθος ως στάση ζωής αποτελεί στην βάση του οργανική συνέχεια της «λειτουργίας μετά τη Λειτουργία». Ο άνθρωπος, η Εκκλησία και η λατρευτική ζωή της, δεν μπορούν να διαχωριστούν από τη ζωή μας μέσα στον κόσμο. Η Εκκλησία έχει σκοπό να μας διδάξει την αλήθεια του Χριστού, και τούτο εντός του χώρου της, με τον τρόπο της λειτουργικής ζωής. Όμως, η λειτουργία μας δεν σταματά εκεί• δεν λειτουργεί τόσο τοπικά και στατικά, όσο δυναμικά και έμπρακτα. Επεκτείνεται προς τα έξω και αγκαλιάζει όλο τον κόσμο με την αγάπη και τη μέριμνα προς τους συνανθρώπους μας.
Καλούμαστε συνεπώς κάνουμε πράξη όσα επιτελούμε και βιώνουμε κατά τη Θεία Λειτουργία και να ακολουθήσουμε τη διαδρομή από την ιερουργία του θείου λόγου προς τη διακονία του πλησίον, που είναι και το βασικότερο. Αν αυτό δεν γίνει εφικτό, αν αυτή η διαδρομή δεν ολοκληρωθεί, τότε δεν επιτελέσαμε κανένα έργο. Επιπλέον, στην προσπάθεια αυτή δεν ενεργούμε μεμονωμένα, ο καθένας για τον εαυτό του. Καλούμαστε να συνεργαζόμαστε και να συμπληρώνει ο ένας τον άλλο, ειδικά σήμερα που οι δυσκολίες είναι πολλές και μεγάλες.
Η Θεία Ευχαριστία η Θεία Λειτουργία, με βάση την θεολογία μας, είναι βεβαίως εξ ίσου και εικόνα της Βασιλείας του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι η εκκλησία μέχρι τα έσχατα ασφυκτιά και βρίσκεται σε διαρκή πάλη. Από την μία είναι ο κόσμος που επιθυμεί να την απορροφήσει και από την άλλη η διαρκής υπενθύμιση Χριστού ότι «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18, 36).
Στον Σεβασμιώτατο οφείλουμε ευχαριστίες για τις προαναφερθείσες πρωτοβουλίες του, μέσα από τις οποίες μας υπενθύμισε ότι η φιλανθρωπία δεν είναι ατομικό ζήτημα, αλλά υπόθεση όλων μας. Το γεγονός ότι η φιλαδελφία του δεν παρέμεινε σε ατομικό επίπεδο, αλλά εκφράστηκε εν Εκκλησία, επιμαρτυρείται αφ’ ενός μέσα από την ενεργοποίηση του ποιμνίου σε αυτή την έξαρση φιλανθρωπίας, και αφ’ ετέρου δια του γεγονότος ότι προσέδωσε στις πρωτοβουλίες του συγκεκριμένες οργανωτικές δομές υπό την σκέπη της Εκκλησίας, στις οποίες λαϊκοί έχουν σημαντικό ρόλο και συμμετοχή. Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες του Σεβασμιωτάτου και τα ιδρύματα, στην δημιουργία και την ανάπτυξη των οποίων πρωτοστάτησε, δεν είχαν ατομικό και περιστασιακό χαρακτήρα, αλλά βαθύτατα κοινωνικό, δηλαδή εκκλησιαστικό.
Όπως λοιπόν ελεούμε δια της Εκκλησίας, ομοίως δεν ερχόμαστε ο καθένας ατομικά και απ’ ευθείας σε επικοινωνία με το Χριστό, αλλά μέσω της Εκκλησίας, εν τω προσώπω του Επισκόπου. Και αυτό είναι ένα άλλο σημείο που θα ήθελα να υπογραμμίσω.
Ο επίσκοπος είναι ένα από τα δομικά στοιχεία της Εκκλησίας. Είναι τόσο σημαντικός ώστε όπως γράφει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος στις αρχές του 2ου αιώνα, «όπου φανεί ο επίσκοπος, εκεί είναι και το πλήθος, εκεί και η καθολική Εκκλησία». «Δηλαδή επίσκοπος και σύναξη πιστών είναι αλληλένδετα, τόσο στενά που να μην ημπόρει να νοηθεί επίσκοπος χωρίς ποίμνιο και ποίμνιο χωρίς επίσκοπο».
Ιδού λοιπόν από που αντλεί ο επίσκοπος τον τόσο σημαντικό του ρόλο μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, όπως και το μεγάλο χρέος με το οποίο αυτός ο ρόλος τον επιφορτίζει. Από το γεγονός ότι εικονίζει μεν τον Χριστό, αλλά δεν είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Ιδού πως εξηγείται το γεγονός ότι όλα τα άρθρα αυτού του τόμου εστιάζουν στον ρόλο του επισκόπου σας. Όλοι οι αρθογράφοι συγκλίνουν στην διαπίστωση ότι η κινητήριος δύναμη όλου αυτού του ποιμαντικού έργου είναι ο επίσκοπος.
Αλλά, ο επίσκοπός σας, ευλογήθηκε στο έργο του από τον Τριαδικό Θεό γιατί δεν ταυτίζει βεβαίως ο ίδιος τον εαυτό του με τον Θεό, αντιθέτως έχει απόλυτη συναίσθηση της αδυναμίας του. Να πως βλέπει τον εαυτό του στο αυτοβιογραφικό σημείωμα στη σ. 80: «ως αμαρτωλό[ς] που αγωνίζεται για την σωτηρία της ψυχής του» και «ταυτόχρονα οδηγεί το ποίμνιό του, που του εμπιστεύτηκε ο Θεός, σε νομές σωτηρίους».
Ο Σεβασμιώτατός σας, φαίνεται ότι έχει κατανοήσει την διαλεκτική σχέση του με τον Χριστό και με το ποίμνιό του. Η διαλεκτική αυτή σχέση δίνει την δυνατότητα σε εκείνον που την βιώνει να διακρίνεται και επειδή κάποιος μπορεί να διακρίνεται, δηλαδή εν προκειμένω να μην νομίζει ότι είναι ο ίδιος ο Χριστός, μπορεί και να ενώνει. Μπορεί, τότε, να οδηγεί το ποίμνιό του στην ένωση με τον Χριστό.
Κατανοεί ο Σεβασμιώτατος ότι ενώπιον του Χριστού είναι ένας αμαρτωλός όπως όλοι μας και, διακρίνοντας τον εαυτό του από τον Χριστό, θέτει εαυτόν εν μετανοία. Όταν ο χριστιανός θέτει τον εαυτό του εν μετανοία σημαίνει ότι έχει ενώπιόν του την αίσθηση της αμαρτωλότητός του. «Η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι δια παντός». Και η αίσθηση της αμαρτωλότητός μας είναι βασική προϋπόθεση της εν Χριστώ φιλανθρωπίας. Η μετάνοια μας κάνει ισότιμους με τους δήθεν περισσότερο αμαρτωλούς από μας. Η μετάνοια μας κάνει ευπροσήγορους και επαινετικούς προς όλους (Ισαάκ ο Σύρος, Λόγος Ε 37-39). Η μετάνοια μας απαγορεύει να είμαστε εμπαθείς και επιθετικοί προς τον άλλον, η μετάνοια θα φυγαδεύσει την αδιαφορία για τον συνάνθρωπο ανεξαρτήτως θρησκείας η φυλής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Απόστολος Παύλος μας τονίζει ότι «αγαθόν και ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός» (Β Κο¬ρ. 9, 7).
Την ίδια στιγμή, όταν ομιλούμε περί επισκόπου, η συναίσθηση της αμαρτωλότητός του όχι μόνο δεν τον εμποδίζει, αλλά τον διευκολύνει να οδηγεί το ποίμνιό του «εις νομάς σωτηρίους». Διότι, όπως προείπαμε, όσο διακρίνει ο χριστιανός –κληρικός η λαϊκός– τον εαυτό του από τον Χριστό, τόσο τον βρίσκει. Κι όταν τυχαίνει να είναι και επίσκοπος, τότε ως επίσκοπος βρίσκεται μέσα στην αποστολή του. Την Αποστολή του περιγράφει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό σημείωμα στη σ. 80. Ακούστε τι σημειώνει: «ο ρόλος της εκκλησίας στις κρίσιμες πολιτικές στιγμές που περνά ο τόπος είναι σημαντικός. Η συναίνεση και ο διάλογος με την πολιτική ηγεσία δεν πρέπει να λείψουν ποτέ. Αλλοίμονο αν η διοικούσα Εκκλησία αναλάβει να παίξει τον ρόλο της πολιτικής ηγεσίας και πολύ περισσότερο αν με τις τυχόν διαφωνίες της σκορπά τα μικρόβια του διχασμού στο λαό. Ένα λαό που τάχθηκε να υπηρετεί και να ενώνει. Ο ρόλος της διοικούσας Εκκλησίας οφείλει να είναι πάντα εποικοδομητικός».
Ο απόστολος Παύλος γράφει ότι ο κόσμος πρέπει να μας λογίζει «ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμους μυστηρίων θεού» (Α Κορ. 4,1). Η διακονία μας, εν τούτοις, μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους εξουσία, αλίμονό μας όμως αν πιστέψουμε ότι είμαστε εξουσία. Στην κοινωνία της αγάπης δεν υπάρχει εξουσία, γιατί αγάπη σημαίνει υπέρβαση του εγώ. Αυτός που θέλει να υπηρετήσει την διακονία του λόγου του Θεού, πρέπει να γίνει έσχατος, να γίνει δούλος, να ταπεινωθεί, για να υπηρετήσει τους ανθρώπους. Η ουσία της διακονίας μας δεν είναι η δύναμη, ούτε η δόξα. Οι άνθρωποι της Εκκλησίας δεν έχουν την δύναμη, αλλά την Χάρη του Θεού. Όση αξία υπάρχει στα «ανώτερα», ιεραρχικά, λειτουργήματα της Εκκλησίας, έγκειται στην σταυρική ζωή.
Αυτό πρέπει να είναι το μέτρο της διακονίας των ποιμένων. Ο Χριστός δεν κρατεί τους ανθρώπους με τον φόβο, ούτε τους υποδουλώνει με εντολές, αλλά, έχοντας την εξουσία του των πάντων Δημιουργού, ένωσε τους ανθρώπους με τον εαυτό του δια της θυσίας και της αγάπης. Στον βαθμό που ο πνευματικός ποιμήν συγκλίνει προς την θυσιαστική αγάπη του Χριστού, λειτουργεί σωστά• στον βαθμό της αποκλίσεώς του, παραμένει στο πλαίσιο της κοσμικής διοίκησης.
Ακούμε πολλές φορές να μας αποδίδεται ο χαρακτηρισμός «εκπρόσωποι του Θεού». Αν είχαμε τη δυνατότητα να εκπροσωπούμε τον Θεό στη γη, θα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Η ανάγκη του κόσμου είναι να είμαστε εκπρόσωποι των ανθρώπων, του πόνου, της αμαρτίας, των δυσκολιών, που με την χάρη της ιερωσύνης τα παίρνουμε και τα αποθέτουμε στο ιερό θυσιαστήριο. Αν βασιστούμε στην Χάρη του Θεού και δώσει ο καθένας με ειλικρίνεια την ψυχή και την δύναμή του, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε. Ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει.
Η Εκκλησία, παρ’ ότι συνιστά σάρκα από τη σάρκα του κόσμου μας και έχει συνδεθεί αδιαχώριστα με την ιστορική του πορεία, ούτε ταυτίζεται με τον κόσμο ούτε αντλεί την ύπαρξή της από αυτόν. Έχει πνευματική αποστολή να οδηγεί τα μέλη της προς τη σωτηρία και να ευαγγελίζεται «Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον» (Α Κορ. 2, 2). Αισθάνεται το χρέος να ενισχύσει την πίστη του λαού, και ύστερα να καλύψει, στο μέτρο των δυνάμεών της, τις ανάγκες της εποχής. Είναι αλήθεια ότι καλύπτονται πολλές ανάγκες, αλλά κύριο έργο της είναι να στηρίξει τις ψυχές των ανθρώπων και να ενισχύσει την πίστη ότι με τη βοήθεια του Θεού μπορούμε να υπερβούμε κάθε δυσκολία. Χρειάζεται διαρκώς να έχουμε στο νου μας αυτές τις βασικές ευαγγελικές προϋποθέσεις που δίνουν στην φιλανθρωπία μας την εκκλησιαστική της προοπτική, το αληθινό της νόημα και τον γνήσιο προσανατολισμό της.
Ειδικά στους σημερινούς στυγνούς καιρούς, κατά τους οποίους δοκιμαζόμαστε από πολλά και δεινά προβλήματα, αυτό που αναζητεί ο λαός μας είναι ελπίδα και όραμα, και η συμβολή των πνευματικών ποιμένων και ποιμεναρχών σ’ αυτό είναι καίρια και καταλυτική. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, χρειαζόμαστε και σήμερα τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κιτίου κ. Χρυσόστομο. Χρειαζόμαστε την δύναμη, την παρουσία του και την προσφορά του, μαζί με τους πολλαπλάσιους καρπούς που ήδη αποφέρει το έργο αγάπης του.
Η Χάρις του Θεού τον αξίωσε μακράς και λαμπράς ποιμαντορίας. Του εύχομαι ο Κύριος να του χαρίσει πλείστα ακόμη έτη εν υγεία, δημιουργικά και σωτήρια, προς συνέχιση της ήδη πλουσίως ευλογημένης και τιμίας αρχιερατικής διακονίας του.
Ευχαριστώ και πάλι τόσο τους επιμελητές αυτής της εκδόσεως, όσο και τον αγαπητό Σεβασμιώτατο εν Χριστώ αδελφό, Μητροπολίτη Κιτίου κ. Χρυσόστομο, διότι με τον τρόπο που διηκόνησε και διακονεί την Εκκλησία του Χριστού που του εκληρώθη, σήμερα όλοι εμείς διδασκόμαστε.
Κλείνοντας, θα ήθελα ν’ αναφερθώ στο πρόσωπο του αγίου Λαζάρου, του πρώτου επισκόπου αυτού του τόπου. Το όνομά του αποτελεί εξελληνισμένο τύπο του εβραϊκού ονόματος Ελεάζαρ, που σημαίνει «ο Θεός βοήθησε», «ο Θεός είναι βοηθός μου». Στις μέρες μας, τούτο είναι που έχουμε περισσότερο από όλα ανάγκη. Μόνοι μας, μεμονωμένα, δεν μπορούμε να πράξουμε τίποτε ουσιαστικό, χωρίς την παρουσία και την βοήθεια του Θεού. Ο Θεός μαζί σας.