Toυ Βασίλειου Ευσταθίου Δρ. Φυσικού, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)
Έφθανα. Σιγά σιγά στο βάθος άρχισε να προβάλλει η καλύβη που ζητούσα. Ένας γνωστός μου γέρων κατοικούσε σε αυτή και ήλπιζα ότι μπορεί να τον συναντούσα. Αν και μεσημέριαζε και περπατούσα αρκετή ώρα κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, ωστόσο δεν είχα αρχίσει να ιδρώνω. Προφανώς τα πανύψηλα πυκνόφυλλα δένδρα ολόγυρα έκαναν καλά την δουλειά τους. Δεν ήξερα όμως για πόσο ακόμα.
Τελικά έφτασα έξω από την καλύβη. Δεν ήμουν ανέμελος. Αντιμετώπιζα ένα σοβαρό πρόβλημα και αν θα συναντούσα το γέρωντα ήξερα καλά ότι θα μπορούσε να με βοηθήσει με τον τρόπο του. Οπωσδήποτε δεν θα έφευγα έτσι. Καθόλη την ώρα όμως που βάδιζα μέχρι εκεί δεν άφηνα το πρόβλημά μου να με καταβάλλει. Ναί, ήταν σαν ένας ενοχλητικός σκύλος από τον οποίο δεν μπορούσα να απαλλαχθώ, αλλά αυτόν τον σκύλο τον ανάγκαζα να σέρνεται αυτός από πίσω μου, και όχι να σέρνει εμένα πίσω του.
Ήμουν λοιπόν μπροστά στην αυλόπορτα της καλύβης, η οποία δυστυχώς για τις προσδοκίες μου ήταν κλειδωμένη. Κάθησα σε ένα κορμό που υπήρχε απ’ έξω στο σχήμα καρέκλας για να περιμένω λίγο αν φανεί κάποιος και συνάμα να ξαποστάσω κάπως πριν να συνεχίσω. Πράγματι πλησίασε σε λίγο μέσα από το άνοιγμα των κλαδιών στην αυλή, ένας άγνωστος μου υποτακτικός. Καθώς δεν με γνώριζε, αμέσως μόλις μιλήσαμε και του είπα τι ζητάω, απέφυγε να με δεχθεί εντός της καλύβης, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό μια κοινή και εύκολη δικαιολογία. Και βέβαια αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να συνεχίσω το δρόμο μου με ‘άδεια χέρια’. Ωστόσο η σκέψη ότι ο Θεός επέτρεψε να παρουσιαστεί μπροστά μου αυτός ο άγνωστος υποτακτικός, αντί κάποιος άλλος από τους υπόλοιπους της συνοδείας πράγμα που θα έκανε τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά, με έκανε να θεωρήσω ότι ήταν θέλημά Του να γίνει έτσι και αυτό στη στιγμή με ανέπαυσε.
Προχώρησα λοιπόν παρακάτω. Πήρα ένα δρόμο που δεν είχα ξαναβαδίσει πριν ποτέ. Περπατούσα σιγά μεν, αλλά σταθερά. Ο ‘σκύλος’ μου με ακολουθούσε αδιαλείπτως, αλλά όσο ενοχλητικός και να ήταν, δεν κατάφερνε να με εμποδίσει να κοιτώ μπροστά. Η φυσική ομορφιά με γαλήνευε και με βοηθούσε να έχω μια αισιοδοξία. Όμως κάτι άλλο ήταν που με απορροφούσε και με παρηγορούσε ακόμα περισσότερο και βαθύτερα. ‘Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό, Κύριε Ιησού Χριστέ…, Κύριε Ιησού Χριστέ…, Κύριε…’.
Ξαφνικά μετά από κάποια ώρα, την φυσική ησυχία διέκοψε ένας θόρυβος που άρχισε να ακούγεται πίσω μου στο βάθος, στην αρχή από μακριά ασθενής, σιγά σιγά όμως πλησιάζοντας δυνάμωνε. Ήταν ένα όχημα, που λόγω και του δύσκολου δρόμου, προχώραγε με πολύ μικρή ταχύτητα. Συνέχισα σταθερά τον δρόμο μου και όταν πλέον αντιλήφθηκα τις μεγάλες βαριές ρόδες του δίπλα μου, άκουσα μια φωνή…: ‘Θες μήπως βοήθεια;’. Γύρισα και κοίταξα τον ρασοφόρο οδηγό απαντώντας του: ‘Όχι, πάτερ μου, ευχαριστώ.’. Και ενώ το όχημα με προσπερνούσε ξανάκουσα τότε: ’Που θέλεις να πας; Γνωρίζεις το δρόμο; Μήπως μπορώ να σε βοηθήσω;’, Του απάντησα ότι δεν γνωρίζω το δρόμο, αλλά δεν νομίζω ότι θα χαθώ σε αυτή την περιοχή. Και συνέχισα: ‘Ευχαριστώ πάντως’. Τελικά άκουσα πάλι για άλλη μια φορά, καθώς το όχημα είχε προχωρήσει αρκετά: ‘Αν θέλεις πάντως βοήθεια σε κάτι…’.
Το όχημα σε λίγο χάθηκε, ο θόρυβος έσβησε. Συνέχισα και πάλι όπως πριν τον δρόμο μου. Η ειρήνη συνέχιζε να με συντροφεύει. ‘Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ…, Κύριε Ιησού Χριστέ…’. Μετά από κάμποσο περπάτημα άρχισα να διακρίνω στο βάθος μπροστά μου ένα μεγάλο κελί. Καθώς πλησίαζα είδα μπροστά του σταματημένο το αυτοκίνητο του μοναχού που μου είχε μιλήσει. Τότε αντιλήφθηκα και ότι ο δρόμος τέλειωνε εκεί. Όταν έφθασα έξω από το κελί έμφανίστηκε την ίδια στιγμή πάλι μπροστά μου ο μοναχός. ‘Τελικά που πας’, με ξαναρώτησε, ‘Μήπως μπορώ να βοηθήσω;…’. ‘Πάτερ μου’, του απάντησα, ‘ο δρόμος τελειώνει εδώ, δεν συνεχίζει; Υπάρχει κάποιο μονοπάτι;’. Ευθύς μου είπε: ‘Πες μου που θέλεις να πας και θα σε βοηθήσω. Από εδώ ξεκινούν δύο μονοπάτια. Θα σε οδηγήσω ανάλογα με το που πας’. Του είπα προς τα που με ενδιαφέρει να πάω και έλαβα ως απάντηση το ‘Καλά, θα σου δείξω, αλλά αν θέλεις έλα πρώτα να κεραστείς κάτι’. ‘Πάτερ μου’, του απαντώ, ‘δεν είναι ανάγκη αυτό, απλά δείξτε μου τον δρόμο μου και αυτό αρκεί’. ‘Έλα’, μου λέει, ‘να πάρεις κάτι και συνεχίζεις’. Έτσι υποχώρησα πλέον. Μετά το κέρασμα, με ρώτησε αν θέλω να προσκυνήσω στο εκκλησάκι. ‘Ευχαρίστως’, αποκρίθηκα, ‘πολύ θα το ᾿θελα’, και οδηγώντας με σε αυτό μου είπε: ‘Αύριο γιορτάζει’. Έτσι μου αποκάλυψε που είναι αφιερωμένο. Είχα μόλις πριν την πανήγυρη βρεθεί εκει!
Αφού προσκύνησα, πλησίασα και πάλι τον καλοσυνάτο οικοδεσπότη, περιμένοντας ότι τώρα πια θα μου ᾿δειχνε το μονοπάτι να πάω στο δρόμο μου και θα με αποχαιρετούσε. Όμως αντί αυτού άκουσα το ‘Θέλεις τώρα να φας;’. ‘Μα, πάτερ μου’, του απαντώ ‘φθάνει το κέρασμα, άλλωστε έφαγα νωρίτερα καλά, δεν χρειάζεται. Μόνο τον δρόμο μου δείξτε μου και σας υπερευχαριστώ’. ‘Όχι’, μου απαντάει, ‘κάτσε να φας τώρα που είναι η πανήγυρή μας, και μετά συνεχίζεις’. Έτσι τελικά κάθισα μαζί του να φάω πρόωρα για βράδυ.
Μόλις κάθισα, διαπίστωσα ότι υπήρχαν πολλές σφήκες. Πραγματικά πάρα πολλές, έρχονταν από παντού. Επειδή κάποτε με είχαν τσιμπήσει πολλαπλά και πέρα από τον πόνο δεν είχα άλλο πρόβλημα, γνώριζα ότι δεν είμαι αλλεργικός. Έτσι σκέφτηκα, ότι και να με τσιμπήσουν, αυτό σε ένα τέτοιο μέρος, όχι μόνο δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ταλαιπωρία, αλλά ευλογία. Ιδού όμως. Οι σφήκες συμπεριφέρονταν λες και γνώριζαν όχι μόνο ότι είναι προτιμότερο να μην τσιμπήσουν τον επισκέπτη τους που κάθεται εκεί μαζί τους, αλλά και να μην τον ενοχλούν καθόλου, ενώ ήταν πολύ κοντά και παντού. Αρκεί βέβαια θα ᾿λεγα για να το αντιληφθεί και να το ζήσει κάποιος αυτό, το να μην φοβάται και ολιγοπιστεί εκείνη την ώρα («… εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων· Κύριε, σώσόν με. ευθέως δε ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ· ολιγόπιστε! εις τι εδίστασας;», Μτ. 14,30-31).
Τελικά μετά το φαγητό ο πάτερ… με οδήγησε στην άλλη πλευρά του κελιού του, όπου βρισκόταν η αρχή του δρόμου μου, όπου αφού τον αποχαιρέτησα και με αποχαιρέτησε εγκάρδια, πήρα το μονοπάτι και συνέχισα την πορεία μου. Οι επόμενες στάσεις της, εκτός την πρώτη, μου ήταν ήδη γνωστές, είχα ξαναβρεθεί κάποτε εκεί. Ωστόσο η πρώτη από αυτές, που την επισκεπτόμουν επίσης για πρώτη φορά, εντελώς απρόσμενα αποτέλεσε πραγματικά για μένα μια ιδιαίτερη προσωπική πνευματική εμπειρία και πνευματικό σταθμό, για την οποία όμως προτιμώ τουλάχιστον τώρα να μην μιλήσω. Ίσως το κάνω αργότερα, όταν θα την χωνέψω καλά, πράγμα που χρειάζεται χρόνο. Γιατί όσο περισσότερο το φαγητό, τόσος περισσότερος και ο χρόνος που χρειάζεται για την χώνευσή του.
Αμέσως λίγο μετά από την ολοκλήρωση της παραπάνω προσκυνημαστικής πορείας, απαλλάχθηκα από τον ‘σκύλο’ που σερνόταν πίσω μου, ξεπεράστηκε και λύθηκε το πρόβλημα που με απασχολούσε, τουλάχιστον προς το παρόν («…άχρι καιρού.», Λκ. 4, 13). Δεν άντεξε στην περιφρόνηση προς αυτόν και την υπέρβασή του, δεν άντεξε στην εν Χριστώ φιλοξενία και στην πατρική αγάπη, δεν άντεξε στην χαρά της ελπίδας και της αισιοδοξίας, δεν άντεξε στον πόθο για νέες πνευματικές αναζητήσεις και εμπειρίες, δεν άντεξε στο άκουσμα του υπέρ παν ονόματος ‘Κύριε Ιησού Χριστέ…, Κύριε Ιησού Χριστέ…, Κύριε Ιησού Χριστέ…’ («…το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων», Φιλ. 2,10).
Ίσως όλα αυτά φαντάζουν ξένα και απόμακρα του κόσμου, ένα κόσμο που εγκατέλειψε και ξέχασε την Ρωμανία, που την βάφτισε ‘Βυζάντιο’, αλλά η οποία ωστόσο κάπου ζει ακόμα, σε μια μικρή γωνιά, που προσπαθεί ακόμα να διατηρεί τον τρόπο του βίου της και την πνευματικότητά στην καθημερινότητά της, το ημερολόγιο και την ώρα της, την αρχιτεκτονική και την τέχνη της, τον χαρακτήρα και το πνεύμα της διοίκησής και της οικονομίας της, τον κοινοτισμό και την κοινοκτημοσύνη της, την παραδοσιακότητα και την οικουμενικότητά της, τον ησυχασμό και την αρχοντιά της, την φιλαληθεία και την φιλαγιότητά της. Σε μια μικρή γωνιά, αλλά και σε μια μεγάλη κορυφή. Μια κορυφή απόμακρη και υπερήφανη, αλλά και ταπεινή και φιλόξενη. Μια κορυφή ευλογημένη και αγιασμένη. Αυτή του Άθων.
* Χρησιμοποιoύμε την τεχνητή ονομασία για την Ρωμαίικη Αυτοκρατορία η Ρωμανία, την μεταγενέστερή της ονομασία, δυτικό σόφισμα του 16ου αιώνα.