Του Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ. Σεραφείμ
Α) Δεν υπάρχει μεγαλύτερος έπαινος για τον από Αριμαθαίας Ιωσήφ, ευσχήμονα βουλευτή, που την φρικτή εκείνη ημέρα της Παρασκευής προ του Πάσχα εζήτησε από τον Πιλάτο να κατεβάσει από του ξύλου του Σταυρού το σώμα του Χριστού και να το ενταφιάσει μαζί με τον Νικόδημο και τις μυροφόρες γυναίκες. Καί τον έπαινο αυτό μας τον διασώζει ο Ιερός Ευαγγελιστής Μάρκος, και ο οποίος περικλείεται στη λέξη «τολμήσας».
Ποιός, άραγε, είχε τη δυνατότητα να εμφανισθεί σαν μαθητής Εκείνου, τότε που Αυτός ήταν το κόκκινο πανί για την εβραϊκή ηγεσία, αλλά και για τους Ρωμαίους κυριάρχους;
Ποιός θα τολμούσε να ζητήσει το σώμα κάποιου, που καταδικάσθηκε σαν υπονομευτής της κρατούσης τάξεως, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο π. Γεώργιος Μεταλληνός;
Ο Ιωσήφ, όμως, παρά την επίσημη θέση του στο ιουδαϊκό συνέδριο, εμφανίζεται ως μαθητής του Χριστού, γιατί «ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού».
Πίστευε, δηλαδή, στο πρόσωπο του Χριστού, στο έργο Του και στην επίγεια παρουσία Του, που ήταν η σωτηρία του πεπτωκότος ανθρώπου.
Η πίστη του ήταν καθαρή, ειλικρινής, αυθόρμητη, χωρίς υπολογισμούς και επιφυλάξεις.
Γι’ αυτό και δεν σκέπτεται ούτε τη θέση του, ούτε το αξίωμά του, ούτε τη μοναξιά από την εγκατάλειψη που προσέφεραν οι Μαθητές στο πρόσωπο του Χριστού την ώρα εκείνη, παρά μόνο στέκεται στο πλευρό του νεκρού και καταδικασμένου Ιησού Χριστού.
Γι’ αυτό τον μακαρίζει ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, τονίζοντας τα εξής χαρακτηριστικά: «Μακαρίζω, Ιωσήφ, τα χέρια σου, με τα οποία υπούργησες και ψηλάφησες το σώμα του Χριστού.
Μακαρίζω το στόμα σου, το οποίο πλησίασε το στόμα του Χριστού. Μακαρίζω τα μάτια σου, που είδαν τους οφθαλμούς του Χριστού. Μακαρίζω τους ώμους σου, που βάστασαν ‘’τον πάντας βαστάζοντα’’.
Μακαρίζω τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, που έγιναν Χερουβείμ και εξαπτέρυγα και με σινδόνα κάλυψαν και τίμησαν τον Μονογενή Υιό του Θεού».
Β) Αυτήν την τόλμη διέθεταν, συγχρόνως, και οι μυροφόρες γυναίκες, των οποίων την μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.
Έκαναν μία ηρωική έξοδο και έφθασαν πρώτες στο μνημείο για να αλείψουν με μύρα και δάκρυα το σώμα του Χριστού. Έτσι, στα πρόσωπά τους τιμάται η «χριστιανική αναρχία», που είναι η πιο υγιής έκφραση της αγάπης προς το Θεό.
Αυτό το φαινόμενο, όπως γράφει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, εκδηλώνεται όχι με βόμβες που καταστρέφουν, αλλά με αγάπη και πραότητα, με μύρα και δάκρυα που οικοδομούν και αναπαύουν τις καρδιές των ανθρώπων.
Γι’ αυτό και αξιώθηκαν τα πρόσωπα αυτά να δούν πρώτα τον Αναστάντα Κύριο, να ακούσουν από το στόμα Του το «Χαίρετε» και να γίνουν οι απόστολοι των Αποστόλων και οι ευαγγελιστές των Ευαγγελιστών και να τιμούνται μέχρι σήμερα από την Αγία μας Εκκλησία. Τέτοια πρόσωπα δεν έλειψαν ποτέ.
Είναι οι ευλογημένες υπάρξεις που έζησαν και ζουν μέσα στην αφάνεια για τους πολλούς, όμως μέσα στην επιφάνεια των τέκνων του Θεού.
Ένα τέτοιο ήταν και η Οσία Σοφία, που έζησε στο Μοναστήρι της Κλεισούρας.
Σαν γνήσια μυροφόρος κράτησε στη ζωή της τη σταυρωμένη ζωή του Χριστού, τον τρόπο ζωής και τη μέθοδο θεραπείας.
Στάθηκαν οι μυροφόρες στο Σταυρό του Χριστού, στάθηκε και εκείνη στη ζωή της ως αληθινή σταυροφόρος στην αναστάσιμη πορεία προς τον Ουρανό
. Ετοίμασαν οι μυροφόρες αρώματα, ετοίμασε και εκείνη την καρδιά της. Δεν άλειψε το σώμα του Χριστού με μύρα, αλλά με δάκρυα μετανοίας και καθάρσεως.
Έφθασαν οι μυροφόρες «σκοτίας έτι ούσης» στο μνημείο, αλλά και εκείνη δεν έδωσε ύπνο στους οφθαλμούς της, για να βλέπει το πρόσωπο του Χριστού και να συνομιλεί με την Παναγία και τους Αγίους. Ανδρείες οι μυροφόρες;
Ανδρεία και εκείνη. Δεν της λείπει η σύνεση, ούτε ακόμη η τόλμη της αγάπης.
Η θέση της ήταν κοντά στο σταυρό, στον πόνο και στα προβλήματα των ανθρώπων.
Γι’ αυτό και τιμήθηκε από το Θεό και τιμάται σήμερα ως υπόδειγμα ανδρείας γυναικός.
Στο πρόσωπό της βρίσκουν απήχηση τα λόγια του ιερού υμνογράφου: «Ανδρείαν και φρόνησιν συ κεκτημένη σεμνή».
Γ) 19 Μαίου. Μνημόσυνο για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Στα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων, που βάστασαν τον καύσωνα της ημέρας και τον παγετό της νυκτός, βρίσκουν εφαρμογή τα λόγια του Αποστόλου Παύλου στην προς Εβραίους επιστολή (11,37-38): «ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και ταίς οπαίς της γης».
Τα θλιβερά αυτά γεγονοτα πληγώνουν κάθε Έλληνα, γιατί το μικρασιατικό και το ποντιακό θέμα δεν είναι ούτε των Μικρασιατών ούτε των Ποντίων μόνο, αλλά των Πανελλήνων.
Δεν ξύνουμε πληγές, αλλά θυμόμαστε, μνημονεύουμε και επικοινωνούμε με τις αθάνατες ψυχές των αδελφών μας σφαγιασθέντων, που περιπολεύουν στο Θρόνο του Εσφαγμένου Αρνίου, αφού προηγουμένως έπλυναν τα ιμάτιά τους στο ίδιο τους το αίμα.
Διέθεταν, πραγματικά, τόλμη και ανδρεία, που είναι η γενναιότητα της ψυχής, ανδρείο λογισμό, όπως ονομάζουν οι Άγιοι Πατέρες αυτή την κατάσταση της ψυχής, ώστε να κρατήσουν ανόθευτη «την άπαξ τοις αγίοις παραδοθείσαν πίστιν», αλλά και την αγάπη τους προς την πατρίδα και τα ιδανικά της φυλής μας.
Αν διαβάσει κανείς τα σύγχρονα αυτά μαρτυρολόγια, θα διαπιστώσει ότι οι νέοι αυτοί μάρτυρες βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος με τους παλαιούς Μάρτυρες.
Και τίθεται σήμερα σε όλους μας ένα ερώτημα: Έχουμε εμείς την τόλμη και την ανδρεία των Αγίων και των Μαρτύρων και των ηρώων της πίστεως και της πατρίδος;
Διαθέτουμε τόλμη για να μαρτυρούμε καθημερινά για την αλήθεια της πίστεως και τη μοναδικότητα της Εκκλησίας μας;
Έχουμε τόλμη να ελέγξουμε πρώτα τον εαυτό μας, κυρίως εμείς οι ποιμένες της Εκκλησίας, να βγάλουμε την δοκό που υπάρχει στο μάτι μας, να αφαιρέσουμε την αμαρτία και τα πάθη, τα οποία φωλιάζουν μέσα μας, την φθοροποιό υποκρισία, που μαστίζει ιδιαίτερα την εποχή μας και μάλιστα τα πρόσωπα των Κληρικών μας, προκειμένου εν συνεχεία ευαγγελικά, θεραπευτικά να ελέγξουμε την προδίδουσα τον Χριστό ασύστολη «ευσέβεια»;
Είμαστε έτοιμοι, είμαστε τολμηροί, να απαιτήσουμε οι θεσμοί της κοινωνίας μας να βρίσκονται κάτω από την προοπτική της Βασιλείας του Θεού και το Ευαγγέλιο να πάψει να βρίσκεται μόνο στις βιβλιοθήκες των σπιτιών μας ή να ακούγεται μόνο στις ώρες της Λατρείας, αλλά να αρδεύει ολόκληρη την ύπαρξή μας και το χώρο της κοινωνίας μας;
Και το μήνυμα των Αγίων μας σήμερα είναι επίσης χαρακτηριστικό: Αυτό που απουσιάζει από όλους μας, αυτό που λείπει από την πατρίδα μας είναι το όραμα.
Όραμα πίστεως.
Όραμα για την επικράτηση της Βασιλείας του Θεού.
Όραμα για τον Ουρανό.
Όραμα, ακόμη, αγάπης, τιμής και σεβασμού της πατρίδος μας.
Όραμα φιλοπατρίας, που μεθάει σαν το παλαιό κρασί και είναι δυνατό σαν το νέο.
ΟΡΑΜΑ χρειαζόμαστε . . .