Γράφει ο Μιχάλης Γκολέμης
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821: Δεν είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς, ανάμεσα στην πλημμυρίδα των ανθρώπων που υπερέβησαν εαυτόν για να προσφέρουν παντοιοτρόπως στην πατρίδα, τις προσωπικότητες εκείνες της νομικής επιστήμης, που αξιοποίησαν το σύγχρονο – μετανεωτερικό «υπερόπλο»,
αυτό της γνώσης και της διπλωματίας, ώστε να συμβάλουν τα μέγιστα στην κατίσχυση του ελληνικού κράτους έναντι κάθε επιβουλέα. Πρόκειται για -ως επί το πλείστον- πολιτικές φυσιογνωμίες, που με το έργο τους κατέλιπαν στις σελίδες της ελληνικής ιστορίας, αλλά και στον ελληνικό δημόσιο βίο μία εξαιρετικά σπάνια παρακαταθήκη.
Ως πρώτη προσωπικότητα αξίζει να μνημονευθεί ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, που με τα ποιήματά του κυοφόρησε στη μικρή και ενδεή Ελλάδα της εποχής του την ελευθερία του ελληνικού έθνους. Ο χαρισματικός ποιητής και πεζογράφος εισέρχεται το 1815 ως φοιτητής στο τμήμα της Νομικής Σχολής στο πανεπιστήμιο της Παβίας,
ενός από τα αρχαιότερα και σημαντικότερα πανεπιστήμια τόσο της Ιταλίας όσο και ολόκληρης της Ευρώπης, απ’ όπου αποφοιτά το 1817.
Ο Διονύσιος είχε το απαράμιλλο χάρισμα να εκφράζει ό, τι αισθανόταν ένας ολόκληρος λαός. Τα ιδανικά και οι υπερβατικές αξίες που απέρρεαν από τις ποιητικές συνθέσεις του αρμάτωναν τις ψυχές των εξεγερμένων Ελλήνων, που πρώτοι ανάμεσα στους υποδουλωμένους λαούς της Βαλκανικής αποδύθηκαν σε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Ο Διονύσιος Σολωμός είναι εκείνος που, αξιοποιώντας την προγενέστερη ποιητική παράδοση, έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και, γενικότερα, μιας νέας λογοτεχνίας με ενιαία εθνική και γλωσσική βάση στον ελλαδικό χώρο.
Το Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο, ο Διονύσιος Σολωμός συνθέτει μέσα σε ένα μήνα το αντιπροσωπευτικότερο και πιο διαδεδομένο ποίημά του, τον «Ύμνο εις την ελευθερίαν», εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση.
Έχοντας σημειώσει μία εντυπωσιακή πρόοδο στην ελληνική γλώσσα (γνώριζε καλύτερα την ιταλική), συνθέτει στον λόφο του Στράνη ένα ποιητικό έργο 158 στροφών και 632 στίχων, ενώ οι δύο πρώτες στροφές του θα αποτελέσουν το κείμενο του ελληνικού εθνικού ύμνου από το 1865 και του εθνικού ύμνου της Κύπρου από το 1966. Επιπλέον, μέλλει να γίνει το ιερό εκείνο τραγούδι που θα προλειάνει το έδαφος για την ιδεολογική ενοποίηση του Ελληνικού Έθνους, γεγονός που συνιστά ίσως το υψηλότερο σημείο της εθνικής προσφοράς του ποιητή.
Το 1823 αποτελεί ένα έτος ορόσημο για τη ζωή και το έργο του εθνικού μας ποιητή όχι μόνο λόγω της συγγραφής του «Ύμνου εις την ελευθερίαν», αλλά και χάρη στη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία, όντας μέλος διαλεχτό, από αυτά που εναγωνίως αναζητούσαν οι ιδρυτές της και οι ιθύνοντες του Αγώνα.
Ορκίζεται στην ίδια εικόνα που ορκίστηκαν ο Κολοκοτρώνης και ο Νικηταράς μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου των Φιλικών στη Ζάκυνθο, όπου είχαν ορκιστεί πολλοί αγωνιστές.
Στα 1826 αρχίζει να συνθέτει το πιο περισπούδαστο και αξιόλογο έργο του, το πασίγνωστο ανά τον κόσμο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», το οποίο δεν θα ήταν υπερβολή να αναφερθεί πως αποτελεί την επιτύμβια στήλη στη μνήμη του Διονύσιου Σολωμού. Αυτή τη χρονιά ολοκληρώνει το πρώτο σχεδίασμα του ποιήματος, το οποίο αφιερώνει στους Μεσολογγίτες και στην άλωση της πόλης τους από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ.
«Τα μάτια μου δεν είδαν τόπο ενδοξότερο από τούτο τ’ αλωνάκι», θα ομολογήσει μέσα από το συγκεκριμένο έργο του ο ποιητής, ενώ σε άλλο σημείο θα πει: «Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει».
Η επόμενη μνεία δε θα μπορούσε να αφορά άλλη από μια εξέχουσα διπλωματική – πολιτική φυσιογνωμία που σημάδεψε την πορεία του ελληνικού έθνους στην ιστορία, τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Με την έλευσή του στην Ελλάδα και αφού εξελέγη στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας Κυβερνήτης της Ελλάδας με επταετή θητεία, στις 30 Μαρτίου 1827, ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει προβλήματα αδιανόητα δαιδαλώδους διαχείρισης.
Ουσιαστικά, δόμησε εκ θεμελίων έναν κρατικό μηχανισμό, εκ του μη όντος. Καταρχάς, ανήγαγε σε πρωταρχικούς και άμεσους στόχους του κυβερνητικού του έργου αφενός την καταστολή της πειρατείας και αφετέρου τη ριζική αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων, ιδρύοντας τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και φροντίζοντας παράλληλα για την υπαγωγή του στόλου στη δικαιοδοσία της Κυβέρνησης, δοθέντος ότι τα πλοία έως τότε ανήκαν σε ιδιώτες. Επιπλέον, προχώρησε στη διοικητική διαίρεση της χώρας σε περιφέρειες, μεριμνώντας ταυτόχρονα ιδιαιτέρως για τη δημιουργία δικαστηρίων και θεσπίζοντας κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Στο πεδίο της οικονομίας, μνημειώδης πολιτική κίνηση απέβη η ίδρυση του Εθνικού Νομισματοκοπείου καθώς και η καθιέρωση του φοίνικα ως εθνικού νομίσματος, προς αντικατάσταση του αντίστοιχου τουρκικού (γρόσι). Επιπλέον, επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Καποδίστρια αποτέλεσε η γεωργία ως η κεντρική πηγή πλούτου της Ελλάδας, γεγονός που διαφαίνεται τόσο στην άμεση ίδρυση της Γεωργικής Σχολής της Τίρυνθας, όσο και στην προώθηση της καλλιέργειας της πατάτας.
Επιπροσθέτως, στον τομέα της εκπαίδευσης, ύψιστης εθνικής σημασίας υπήρξε η κατασκευή νέων σχολείων, η εισαγωγή της μεθόδου του αλληλοδιδακτικού σχολείου, η ίδρυση εκκλησιαστικής σχολής στον Πόρο, καθώς και του Ορφανοτροφείου στην Αίγινα. Ακόμη, με ιδιαίτερο ζήλο προωθήθηκε ο επανασχεδιασμός και η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων ελληνικών πόλεων, όπως ήταν το Μεσολόγγι, το Ναύπλιο, το Άργος και η Πάτρα, ενώ σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτισε στην ανάπτυξη του εμπορίου, αφενός μεριμνώντας για τη χορήγηση δανείων στους νησιώτες, που θα τους καθιστούσαν ικανούς σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποκτήσουν πλοία, και αφετέρου κατασκευάζοντας ναυπηγεία στον Πόρο και το Ναύπλιο.
Τον Σεπτέμβριο του 1829, η ελληνική νίκη στη Μάχη της Πέτρας σήμανε τη λήξη της Επανάστασης και εξασφάλισε την ελληνική κυριαρχία στη Στερεά Ελλάδα, ενώ με την ταχεία συνδρομή του γαλλικού παράγοντα επιτεύχθηκε η εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Ιμπραήμ. Μέσα σε λιγότερο από μισό χρόνο, στις 3 Φεβρουαρίου του 1830, υπογράφηκε το Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους, γνωστό και ως Πρωτόκολλο του Λονδίνου, από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας.
Με την πρώτη αυτή επίσημη διπλωματική πράξη η Ελλάδα αναγνωρίστηκε διεθνώς ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, με βόρεια συνοριακή οριοθέτηση τη γραμμή που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. Χαρακτηριστικό για το ήθος του Κυβερνήτη του νεότευκτου ελληνικού κράτους Ιωάννη Καποδίστρια είναι το γεγονός πως αρνήθηκε να λάβει τόσο κρατικό μισθό, όσο και χρηματική αποζημίωση από τον Τσάρο για τις υπηρεσίες που προσέφερε ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ενώ διέθεσε το σύνολο της περιουσίας του στο ελληνικό δημόσιο.
Μια τρίτη μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική προσωπικότητα που μετέβαλε άρδην την εικόνα του νεοπαγέντος ελληνικού κράτους από άποψη πάσης φύσεως υποδομών ήταν ο νομικός, διπλωμάτης και πολιτικός Χαρίλαος Τρικούπης.
Πρώτα απ’ όλα, θα ήταν σκόπιμο να αναφερθεί η γνωστή τοις πάσι προσφορά του στον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία με την καθοριστική παρέμβασή του μέσω της εφημερίδας «Καιροί» με άρθρο του της 29.6.1874 υπό τον τίτλο «Τίς πταίει», στο οποίο επέκρινε σφοδρά τον βασιλιά Γεώργιο Α’ για τον κατά βούληση διορισμό πρωθυπουργών από τα μειοψηφούντα κόμματα, αγνοώντας επιδεικτικά τα αποτελέσματα των εκάστοτε βουλευτικών εκλογών.
Η επιμονή, το κύρος και το ήθος του Χαρίλαου Τρικούπη άσκησαν ευρεία επιρροή και συνακόλουθα έντονη πίεση, καθιστώντας μονόδρομο την, έστω άτυπη, καθιέρωση της Αρχής της Δεδηλωμένης το 1875, σύμφωνα με την οποία η εκάστοτε κυβέρνηση θα πρέπει να χαίρει της «δεδηλωμένης» εμπιστοσύνης της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών, αποσκοπώντας στην εξασφάλιση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης, η οποία κατά βάση δεν εκλέγεται απευθείας από τον λαό, όπως συμβαίνει με το Κοινοβούλιο.
Περαιτέρω, τον Οκτώβριο του 1867, σε συνθήκες επισφαλούς διεθνούς ασφάλειας και ειρήνης ο Χαρίλαος Τρικούπης ως υπουργός Εξωτερικών συνήψε σύμφωνο αμυντικής συνεργασίας με τον ηγεμόνα της Σερβίας Μιχαήλ. Έργο του ως Πρωθυπουργού αποτελούν επίσης η κατάργηση του φόρου της δεκάτης στα δημητριακά προϊόντα τον Μάρτιο του 1880, η ρηξικέλευθη αναδιοργάνωση της αστυνομίας, της αγροφυλακής και της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, η θέσπιση νόμων για την πρόβλεψη των απαραίτητων προσόντων, της μονιμότητας και της προαγωγής των δημοσίων υπαλλήλων.
Επιπλέον, μνημειώδη είναι, ακόμη και με τους σύγχρονους όρους υποδομών, τα έργα της αποξήρανσης της λίμνης Κωπαΐδας, της κατασκευής εκατοντάδων χιλιομέτρων σιδηροδρομικού δικτύου και της διάνοιξης της διώρυγας της Κορίνθου, ενώ το απαύγασμα της προοδευτικότητάς του ήταν τα σχέδιά του για τη συνένωση με γέφυρα του Ρίου και του Αντιρρίου στον Πατραϊκό κόλπο, όραμα που πραγματώθηκε πάνω από έναν αιώνα αργότερα, το 2004, ώστε δικαίως δόθηκε το όνομά του στη Γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου στις 25 Μαϊου 2007.
Ακόμη, προχώρησε με εντατικούς ρυθμούς την ενίσχυση του Βασιλικού Ναυτικού με την αγορά τριών μεγάλων πλοίων, των θωρηκτών «Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά». Τέλος, μία από τις σημαντικότερες πτυχές του τρικουπικού έργου που προετοίμασε την είσοδο της Ελλάδας στον 20ο αιώνα, αποτελεί αναμφίλεκτα η θεμελίωση, ανέγερση και αποπεράτωση πολλών περικαλλών δημοσίων κτηρίων που μέχρι σήμερα δεσπόζουν επιβλητικά στην πρωτεύουσα της Ελλάδας και αποσπούν τα βλέμματα και τον εντυπωσιασμό όσων διέρχονται τις κεντρικές λεωφόρους της Αθήνας, όπως είναι το Ζάππειο Μέγαρο, το κτήριο της Ακαδημίας, το κτήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μέγαρο του Χημείου του Πανεπιστημίου και η Σχολή Ευελπίδων.
Βεβαίως, θα ήταν αδύνατον να μη σημειωθεί η προσφορά του μεγαλύτερου πολιτικού του περασμένου αιώνα, του Κρητικού δικηγόρου Ελευθερίου Βενιζέλου. Η πρώτη του σπουδαία πολιτική συνεισφορά συνίσταται στην συνταγματική αναθεώρηση του 1911, που αποτέλεσε αναντίρρητα ένα προοδευτικό άλμα για τον νομικό πολιτισμό της χώρας μας.
Διασφαλίστηκε η διάκριση των εξουσιών, προβλέφθηκε το ασυμβίβαστο μεταξύ στρατιωτικών και δημοσιοϋπαλληλικών επαγγελμάτων αφενός και του βουλευτικού αξιώματος αφετέρου και κατοχυρώθηκε η μονιμότητα των δικαστικών και των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ καινοτόμες μεταρρυθμίσεις επήλθαν στη δημόσια και ιδιωτική ζωή με την ψήφιση εκατοντάδων νόμων όσον αφορά στην προκήρυξη δημόσιων διαγωνισμών ως απαραίτητης προϋπόθεσης για τον διορισμό δημοσίων υπαλλήλων, την αναδιοργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, την αναθεώρηση του κανονισμού της Βουλής, τη διανομή γης στη Θεσσαλία, την προώθηση ενός πιο εύρυθμου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και την πρόβλεψη κανονισμών εργασίας σε βιοτεχνίες και βιομηχανίες.
Αργότερα, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Βενιζέλος είναι εκείνος που με το πολιτικό του αισθητήριο, τη διπλωματική του όσφρηση και την προνοητικότητά του θα δώσει τις απαραίτητες εντολές και θα προβεί στις αναγκαίες νομοτεχνικές κινήσεις, ώστε να απελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη -που αποτελούσε αντικείμενο επάλληλων εδαφικών διεκδικήσεων των γειτονικών λαών- από τον ελληνικό στρατό και να διπλασιαστεί εδαφικά και πληθυσμιακά το ελληνικό κράτος.
Λίγο αργότερα, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι εκείνος που τάσσεται αταλάντευτα και αμεταπείστως υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο και μάλιστα στο πλευρό της Αντάντ, προσβλέποντας στην ικανοποίηση εθνικών διεκδικήσεων, για να δικαιωθεί μετέπειτα λόγω της τελικής επικράτησης των συμμαχικών δυνάμεων.
Το Νοέμβριο του 1919, επί διακυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου, υπογράφεται η συνθήκη του Νεϊγύ, που προβλέπει την παραχώρηση της Δυτικής Θράκης από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα, ενώ μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο υπογράφεται και η περίφημη Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), η οποία αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες διπλωματικές νίκες στην ιστορία του ελληνικού κράτους, καθώς γίνεται πραγματικότητα «η Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών».
Μια ακόμη νομική προσωπικότητα μεγάλου εκτοπίσματος συνιστά και ο Μακεδόνας δικηγόρος και πολιτικός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος διετέλεσε πολλάκις Υπουργός σε μείζονα χαρτοφυλάκια, τέσσερεις φορές Πρωθυπουργός και δύο φορές Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ως Υπουργός Μεταφορών, μέσα σε έξι μόλις μήνες αποκατέστησε τις ζημιές μιας δεκαετίας (Β΄ Π.Π. και Εμφύλιος) που είχε υποστεί το συγκοινωνιακό δίκτυο της χώρας.
Ήταν ο Πρωθυπουργός που κατά τη δεύτερη πενταετία της δεκαετίας του ΄50 αγωνίστηκε για την ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας, την επένδυση σε έργα υποδομής και τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής, οδηγώντας στο «ελληνικό οικονομικό θαύμα» των αρχών της επόμενης δεκαετίας. Επιπλέον, επί πρωθυπουργίας του εφαρμόστηκε η παραχώρηση πλήρους δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες (1956), καθώς επίσης επαναπροσχώρησε η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1974).
Χάρη στους εντατικούς και χειρουργικής ακριβείας χειρισμούς του επιτυγχάνεται το δύσκολο έργο της οριστικής αποκατάστασης της Δημοκρατίας το 1974, ενώ το 1979 υπογράφει τη Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ., διασφαλίζοντας οριστικά και αμετάκλητα την τάχιστη -εν συγκρίσει με τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς που οψίμως και μετά βίας εξελίσσονται- ανάπτυξη της οικονομίας, των υποδομών και της διεθνούς υπόστασης της χώρας, με την τελευταία να βαδίζει πλέον όχι μόνη της, αλλά μαζί με μία ισχυρή ευρωπαϊκή οικογένεια στην παγκόσμια ιστορία.
Τέλος, χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως Προέδρου της Δημοκρατίας το 1992, όταν ανεβαίνοντας στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ρωτήθηκε από τους δημοσιογράφους για το όνομα της Μακεδονίας. Ο ίδιος τόνισε βουρκωμένος πως: «Δεν υπάρχει παρά μια Μακεδονία και η Μακεδονία αυτή είναι ελληνική», χαρίζοντας αυτήν την πάντοτε επίκαιρη ρήση ως εθνική και πολιτική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές του τόπου.