Του Σεβ. Μητροπολίτου Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη
Αφορμή της αναφοράς της παραβολής του καλού Σαμαρείτη, ήταν το ερώτημα ενός νομοδιδάσκαλου στον Ιησού Χριστό τι πρέπει να κάνει στη ζωή του για να κερδίσει την αιώνιο ζωή. Ο Ιησούς του υπενθυμίζει τις εντολές της Παλαιάς Διαθήκης ότι πρέπει «ν’ αγαπάς τον Θεόν με όλη σου τη καρδία, με όλη σου τη ψυχή, με όλη τη δύναμή σου και με όλο το νού σου και τον πλησίον σου, δηλαδή το διπλανό σου, όπως τ ον εαυτόν σου».
Τότε ο ίδιος νομοδιδάσκαλος, αυτός δηλαδή που είχε την ευθύνη της διδασκαλίας του περιεχομένου της Παλαιάς Διαθήκης, θέτει ακόμη ένα ερώτημα στον Ιησού, ποιός είναι ο πλησίον του, δηλαδή ο διπλανός του, τον οποίον πρέπει να αγαπά και να φροντίζει όπως τον εαυτόν του. Κι ο Ιησούς αρχίζει να του λέει την παραβολή του καλού Σαμαρείτη για να το βοηθήσει να συνειδητοποιήσει ποιοί γίνονται άξιοι για τη Βασιλεία των Ουρανών.
Κάποτε κάποιος άνθρωπος ταξίδευε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ και έπεσε πάνω σε ληστές, τον έκλεψαν, τον ξεγύμνωσαν, τον κτύπησαν άσχημα και τον άφησαν σοβαρά τραυματισμένο γεμάτο με πληγές, σίγουροι ότι σε λίγο θα πεθάνει από τα θανατηφόρα τραύματα που του προξένησαν. Βλέπουμε το έγκλημα να υπάρχει σε όλες τις εποχές, αλλοίμονο στους αθώους, που πρέπει συνέχεια να αγρυπνούν για να προστατευθούν από τους άθεους εγκληματίες, οι οποίοι δεν είναι μόνο κλέφτες, είναι κακούργοι και επικίνδυνοι φονιάδες. Κτυπημένος άσχημα λοιπόν ο αθώος οικογενειάρχης, μισοπεθαμένος περίμενε λυπόθυμος το τέλος του.
Στην εποχή μας θα έλεγε κανείς, μήπως θα έπρεπε να επέτρεπε ο Θεός, κά οιοι άνθρωποι της ασφάλειας να έβλεπαν την αδικία σε βάρος του ανυπεράσπιστου αθώου ανθρώπου, και να τους συνελάμβαναν και να τους οδηγούσαν στη δικαιοσύνη, ή ακόμη κάποιο αθώο παιδάκι που τον πνίγει το δίκαιο με τη φαντασία του να έλεγε, γιατί να μη ήταν κάπου εκεί τα παιδιά του και να σκότωναν τους ληστές που πήγαν να σκοτώσουν βίαια τον πατέρα τους: Απ τη μια το αίσθημα της δικαιοσύνης και από την άλλη η βία φαίνεται να οδηγεί σε αντιβία, η αδικία μπορεί να οδηγήσει κι άλλους ανθρώπους σε οργή και σε καταστροφή.
Φονιάδες δεν είναι μόνο αυτοί που αφαιρούν τη ζωή κάποιου άδικα και αυθαίρετα, αλλά κι όλοι εκείνοι που συμβαίνει να έχουν κάποια εξουσία και επιτρέπουν να αδικηθούν βάναυσα συνάνθρωποι τους, γι’ αυτό και προκαλούν και τη δημόσια οργή που μπορεί να μετατραπεί και σε κάθε μορφή ανεξέλεκτης βίαιης επίθεσης σε βάρος τους, όπως κάνουμε όταν μπορούμε στους δικτάτορες.
Τελικά στη παραβολή γίνεται αναφορά όχι στους ληστές, αλλά στη κοινή γνώμη, στους ανθρώπους που συμβαίνει να γίνονται μάρτυρες της τ αγωδίας του αθώου ανθρώπου που δέχθηκε άδικα την επίθεση από τους ληστές και βρισκόταν γεμάτος πληγές στα πρόθυρα του θανάτου. Ο πρώτος που τον είδε ήταν ένας κληρικός, ο οποίος αδιάφορα έφυγε μακρυά του, ο δεύτερος ήταν ένας λευϊτης, δηλαδή κάποιος από τους βοηθούς των κληρικών, ο οποίος πάλι όπως τον κληρικό, άσπλαχνα απομακρύνθηκε από κοντά του. Τελικ ο τρίτος άνθρωπος που τον είδε ήταν ένας Σαμαρείτης, ένας άνθρωπος που τον θεωρούσαν οι κληρικοί και οι λευίτες ξεπεσμένο και αμαρτωλό. Παρ’ όλα αυτά ο Σαμαρείτης σταμάτησε, τον σπλαχνίστηκε, τον λυπήθηκε, καθάρισε τις πληγές του με λάδι και κρασί, τις έδεσε, του φόρεσε μερικά από τα δικά του ρούχα και τον φόρτωσε στο γαϊδούρι του και τον πήρε σε ασφαλές μέρος, σε ένα πανδοχείο, όπου πλήρωσε λεφτά για τη διαμονή του, δίνοντας του ζεστή τροφή και ότι χρειαζόταν για να γίνει καλά. Φαίνεται ήταν γνωστός και καλός πελάτης του πανδοχ είου γιατί έδωσε οδηγίες στον ιδιοκτήτη να τον κρατήσει εκεί μέχρι να γίνει εντελώς καλά και θα τον πλήρωνε αν δεν έφταναν τα λεφτά που του έδωσε όταν θα ξαναπερνούσε από το πανδοχείο του. Υπήρχε μεταξύ τους εμπιστοσύνη.
Όταν ο Ιησούς τέλειωσε τη παραβολή του καλού σαμαρείτη ρώτησε το νομοδιδάσκαλο ποιος νομίζεις από τους τρεις συμπεριφέρθηκε με το καλύτερο τρόπο προς το πλησίον του, στο διπλανό του, ο κληρικός, ο λευίτης ή ο Σαμαρείτης. Κι ο νομοδιδάσκαλος του είπε, φυσικά ο Σαμαρείτης. Τότε κι ο Ιησούς του είπε να κάνεις και εσύ το ίδιο.
Μπορεί οι Πατέρες της Εκκλησίας να δίνουν πολλές ερμηνείες στη παραβολή του καλού Σαμαρείτη, λέγοντας ότι ο Καλός Σαμαρείτης είναι ο Χριστός που σώζει τον νεκρόν άνθρωπον από την αμαρτία με το Σταυρικό του Θάνατον κι ότι το Πανδοχείο είναι η Εκκλησία που σώζεται ο άνθρωπος, δεν παύει όμως η πρώτιστη ερμηνεία να είναι αυτή που μας λέει ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Να βλέπουμε τον κάθε άνθρωπο που συναντούμε στη ζωή μας ως το πλησίον μας, και να ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες τους όπ ως θα είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε στα πρόσωπα που αγαπούμε, όπως είναι τα παιδιά μας, οι γονείς μας, οι παππούδες μας, οι θείοι μας, οι θείες μας και οι φίλοι μας, ο σύζυγός μας, ο Έλληνας, ο Ορθόδοξος.
Κάποτε κάποιος δικός μας, στα ξημερώματα της Κυριακής, πολύ πιστός άνθρωπος, πήγαινε στην Εκκλησία που λειτουργούσε ο μακαριστός πάτερ Σπυρίδων Ράδος για να πάρει πρόσφορα και λάδι για να ανάψει τις καντήλες. Π ήγαινε από πολύ μακρυά, δεν ζούσε στο Σπρινγ, είχε κάνει τάμα να πάει στον άγιο Βασίλειο. Ήταν πολύ πιστός. Εκείνο το πρωϊνό ο γιός του μακαριστού Σπυρίδωνα είχε κάνει ένα φοβερό δυστήχημα και βρισκόταν αιματοβαμμένος στο δρόμο. Τελικά πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. Αυτός ο πολύ πιστός άνθρωπος έλεγε μετά. «Όταν πήγαινα πολύ πρωί στην Εκκλησία ε ίδα ένα σοβαρό δυστήχημα και ένα νέο αιματοβαμμένον, αν ήξερα ότι ήταν ο γιος του Παπασπύρου θα τον έπαιρνα στο νοσοκομείο».
Τελικά στα μάτια του Θεού είμαστε όλοι παιδιά του, κι όταν βοηθάμε τους συνανθρώπους μας, είτε συγγενείς είτε άγνωστους, είτε μαύρους είτε λευκούς, είτε Έλληνες είτε μετανάστες, βοηθάμε τα παιδιά του Θεού. Ο κάθε άνθρωπος που συναντούμε και έχει την ανάγκη μας είναι ο διπλανός μας.
Κι αυτοί που αδικούν το διπλανό τους κι αδιαφορούν, αδικούν τα παιδιά του Θεού, ε ναι δηλαδή θεοπαίκτες, άσχετα αν ακόμη είναι και κληρικοί και λευίτες.