Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής
Γενικά περί της Ιεράς Εξετάσεως
Η Ιερά Εξέταση (Sacra Inquisitio) αποτελούσε “εκκλησιαστικό” δικαστήριο του Ρωμαιοκαθολικισμού με αποστολή την καταδίωξη κυρίως των αιρέσεων, αλλά και της μαγείας, των δεισιδαιμονιών κ.λ.π., καθώς και όποιου αντιδρούσε στην Παπική εξουσία.
Οι ρίζες της βρίσκονται στην αλλοίωση της Δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας και συγκεκριμένα στη νομική αντίληψη περί σωτηρίας που διαμορφώθηκε στη Δυτική θεολογική σκέψη. Καρπό αυτού του δικανικού πνεύματος και γνήσιο τέκνο των αιρετικών καινοτομιών του Ρωμαιοκαθολικισμού αποτελεί και η Ιερά Εξέταση. Οι απώτατες ιστορικές της ρίζες εντοπίζονται στον 9ο αιώνα, όταν την εποχή του Μ. Καρόλου συγκροτήθηκε ανακριτικό συμβούλιο για την αποκάλυψη αιρετικών. Αν και τα πρώτα της βήματα έγιναν επί Ιννοκέντιου Γ΄, όμως ως Παπικό καθίδρυμα ανάγεται το 1231, στους χρόνους του Πάπα Γρηγορίου Θ΄( 1230 – 1240), όποτε και λαμβάνει το όνομα Ιερά Εξέτασις1. Το «της μιαράς εξετάσεως δαιμονικόν οφφίκιον»2, όπως πολύ εύστοχα το χαρακτηρίζει ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, θεωρούνταν από τον Παπισμό ότι εκτελεί θεαρέστους πράξεις και εκλεκτό έργο πίστεως (actus fidei). Μάλιστα τόσο τα φρικτά βασανιστήρια, στα οποία υποβαλλόταν τα θύματά της, όσο και η καύση ζωντανών ανθρώπων στην πυρά όχι μόνο δεν θεωρούνταν άκρως αντιχριστιανικές πράξεις, αλλά τουναντίον σωτήριες και ευεργετικές! Αφού με τους πρόσκαιρους αυτούς πόνους τους απάλλασσαν από τον πονηρό και σε κάποιες περιπτώσεις και από την αιώνια καταδίκη και ταυτόχρονα ικανοποιούνταν η θεία δικαιοσύνη. Συνεπώς «δόξα δε ην ου μετρία του κατά τόπου Επισκόπου, το πολλοί επί της αρχιερατείας αυτού να γίνωνται πυρός ανάλωμα»3.
Όταν αναφερόμαστε στη δράση της Ιεράς Εξετάσεως, στην πώληση συγχωροχαρτιών και σε άλλες παρόμοιες αιρετικές διαστρεβλώσεις και φριχτές παραμορφώσεις του Χριστιανισμού από τον Παπισμό, το μυαλό μας συνήθως ανατρέχει, κατά πρώτον στον Ευρωπαϊκό χώρο, εξαιρουμένου του ανατολικού του τμήματος, και κατά δεύτερον στις χώρες που έγιναν αποικίες των Ευρωπαίων σε άλλες ηπείρους. Κατά κανόνα όμως συνηθίζουμε να λησμονούμε ότι ο Ελλαδικός και Κυπριακός Ελληνισμός έζησαν όλα τα παραπάνω εκ του σύνεγγυς, διότι γνώρισαν τη Φραγκοκρατία. Βίωσαν όχι μόνο τη στέρηση της εθνικής ελευθερίας, αλλά ταυτόχρονα και τη λυσσαλέα προσπάθεια του Πάπα να εκλατινήσει ή τουλάχιστον να παρασύρει στην Ουνία τους Ορθοδόξους των περιοχών αυτών. Συνέπεια όλων αυτών υπήρξε η ίδρυση ολιγάριθμων Ρωμαιοκαθολικών κοινοτήτων, κυρίως σε λιμάνια και νησιά του Ελληνισμού, όπου τα μέλη τους ήταν κατά βάση απόγονοι των Ευρωπαίων που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο ως φεουδάρχες, στρατιώτες, έμποροι, μισσιονάριοι κλπ. στα πλαίσια της προσπάθειας διοικητικής και πνευματικής υποταγής των Ελλήνων. Στο χώρο υπάρξεως αυτών των Ρωμαιοκαθολικών κοινοτήτων εφαρμόσθηκαν όλες οι αιρετικές καινοτομίες του Παπισμού. Σ΄ αυτές τις φραγκοκρατούμενες περιοχές κατά κανόνα απαγορευόταν η παραμονή Ορθοδόξου επισκόπου και είχαν αφεθεί «εις την πνευματικήν κυριαρχίαν φαύλου και αμαθούς καλογήρου, ως ήσαν οι πλείστοι της εποχής ιεράρχαι των κατά την Ανατολήν φραγκικών κτήσεων, οι δια των παλλακίδων των καρδιναλίων αγοράζοντες τας ποιμαντικάς ράβδους, και κύριον έργον έχοντες την μετά αισχρών γυναίων συναναστροφήν, την κραιπάλην και το χαρτοπαίγνιον»4. Ακούσα λοιπόν η πατρίδα μας αποτέλεσε και εκείνη “θέατρο” στο οποίο διαδραματίσθηκαν “σκηνές” από τη δράση της περιβόητης Ιεράς Εξετάσεως.
Το Γραφείο της Ιεράς Εξετάσεως στη Χίο
Ως έδρες των Ιεροεξεταστών είχαν ορισθεί οι πόλεις που είχαν τις μεγαλύτερες Ρωμαιοκαθολικές κοινότητες, μεταξύ αυτών και η Χίος. Σ’ αυτές έδρευε λοιπόν «το άνομον, απάνθρωπον και διαβολικόν κριτήριον της Ιεράς Εξετάσεως», όπως το ονομάζει ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος5. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για το έτος που εγκαθίσταται στη Χίο το Γραφείο της Ιεράς Εξετάσεως, καθώς και για το ποιος υπήρξε ο πρώτος τοποθετηθείς Ιεροεξεταστής. Δεν θα ήταν όμως παράτολμο να εικάσουμε ότι αυτό θα συνέβη με την απαρχή της Γενουατικής κατοχής της νήσου το 1346 ή σε σύντομο χρονικό απ’ αυτήν διάστημα. Η γνώμη μας είναι ότι η πλέον ενεργή παρουσία της πρέπει να συνδεθεί με την άφιξη στη Χίο των Δομινικανών μοναχών, οι οποίοι υπήρξαν οι βασικοί διάκονοί της6. Ο ερχομός τους τοποθετείται κατά την επικρατέστερη εκδοχή το 1400 – 1410.
Ο επικεφαλής του Γραφείου είχε τον τίτλο του Γενικού Ιεροεξεταστού (Generalis Inquisitor) και η θέση αυτή αναθέτονταν πάντοτε σε μοναχό από το Τάγμα των Δομινικανών. Σύμφωνα με τον Δημήτριο Ροδοκανάκη στο έργο του «Ιουστινιάναι – Χίος» οι Ιεροεξεταστές στη Χίο ήταν οι περισσότεροί τους Χιακής καταγωγής7 . Βεβαίως αυτοί δεν προέρχονταν από τους Έλληνες κατοίκους της Χίου, οι όποιοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, δηλαδή τα εννέα δέκατα του πληθυσμού8,και παρέμεναν προσηλωμένοι στην Ορθοδοξία. Αλλά ήταν από τους γεννηθέντες στη Χίο απογόνους Γενουατικών, καθώς και άλλων Ιταλικών και γενικότερα Ευρωπαϊκών οικογενειών, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί σ’ αυτήν κατά τη Γενουατοκρατία και ήταν Ρωμαιοκαθολικοί. Προφανώς προτιμούνταν από τον Πάπα η τοποθέτηση Χιογενών, με το σκεπτικό ότι γνωρίζοντες πρόσωπα, νοοτροπίες και καταστάσεις αφ’ ενός θα γινόταν αποτελεσματικότερο το έργο τους και αφ’ ετέρου θα γίνονταν πιο εύκολα αποδεκτοί από τους επιχώριους σε σύγκριση με ένα εντελώς άγνωστο πρόσωπο.
Πώς όμως έβλεπαν οι κάτοικοι την παρουσία και τη δράση της Ιεράς Εξετάσεως στο αιγαιοπελαγίτικο νησί τους ; Διαφωτιστική επ’ αυτού είναι η αναφορά ενός από τους Ιεροεξεταστές της Χίου του μοναχού Αντωνίου Λόγγου Ιουστινιάνη (1550 – 1562). Σε επιστολή του, τον Νοέμβριο του 1559 προς τις Αρχές της Γένοβας, παραδέχεται ότι το Ιερό Γραφείο του αναγνωριζόταν από όλους ως «odius»9, δηλαδή μισητό. Επίσης ο ίδιος αποκαλύπτει ότι ήδη από την παιδική του ηλικία θυμόταν ότι είχε ξεκάθαρα αντιληφθεί την «αντιπάθειαν και φρίκην των Χίων»10 γι’ αυτήν. Ο Δημήτριος Ροδοκανάκης προσπαθώντας να αμβλύνει κάπως τα πράγματα και να τα ωραιοποιήσει, δικαιολογεί την απέχθεια των Ρωμαιοκαθολικών, αλλά και των Ορθοδόξων της Χίου για τον φοβερό αυτό θεσμό, αποδίδοντάς την στο «αποτρόπαιον όνομα»11 που τον συνόδευε. Ο ίδιος επιθυμώντας να τεκμηριώσει την άποψή του, γράφει ότι οι ποινές δεν ήταν ιδιαίτερα αυστηρές, διότι οι δικάζοντες Ιεροεξεταστές ήταν ως επί το πλείστον Χιακής καταγωγής και αυτό τους έκανε πιο πράους έναντι των συντοπιτών τους12. Φυσικά ο ισχυρισμός του δεν πείθει, αφού και ο ίδιος έμμεσα παραδέχεται ότι υπήρχαν ποινές από μέτριας αυστηρότητας έως ελαφρές. Το βέβαιο λοιπόν είναι ότι οι ποινές που όριζαν οι Ιεροεξεταστές στη Χίο δεν αφορούσαν μόνο νουθεσίες και πνευματικά επιτίμια (ειδικές προσευχές, νηστεία κλπ.) ή έστω ακοινωνησία και δήμευση περιουσίας. Όπως προκύπτει και από τα ακολουθούντα ιστορικά στοιχεία της παρούσας μελέτης, οι φυλακίσεις και οι εξορίες, ήταν αρκετά συχνές στο ποινολόγιο ενός θεωρούμενου ήπιου και μετριοπαθούς Ιεροεξεταστή, όπως ο προαναφερθείς Αντώνιος. Παράλληλα οι μεταγωγές για δίκες στη Ρώμη, οι γραπτές καταγγελίες, η παρακολούθηση υπόπτων, η αναζήτηση δραπετών, ήταν μέσα στην ημερήσια διάταξη για κάθε «ευσυνείδητο» ανακριτή της Ιεράς Εξετάσεως, μηδέ του Αντωνίου εξαιρουμένου. Το αν υπήρξαν θανατικές καταδίκες, όπως καύσεις στην πυρά συγκεκριμένων πρόσωπων, δεν είναι γνωστό σε μας με βάση τα στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας για τη σύνταξη του κειμένου αυτού. Όπως προαναφέραμε, ο Ροδοκανάκης φαίνεται να αρνείται την ύπαρξη τέτοιων ποινών στη Χίο, χωρίς όμως καν να τις κατονομάζει ευθέως. Η φρίκη λοιπόν των Χίων οφειλόταν μόνο στην κακή φήμη και στον κίνδυνο να επιβληθούν και στον τόπο τους τέτοιες ποινές; Κι αν ακόμα δεχθούμε ότι δεν είχε ποτέ επιβληθεί κάποια θανατική τιμωρία, σίγουρα θα εφαρμόζονταν οι μέθοδοι των πιεστικών ανακρίσεων και των βασανιστηρίων. Αυτές οι πρακτικές ήταν απαραίτητα στοιχεία λειτουργίας του ανακριτικού και δικαστικού συστήματος της Ιεράς Εξετάσεως ανά την υφήλιο13. Είναι πολύ δύσκολο να παραδεχθούμε ότι δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ, έστω και σε ηπιότερη κλίμακα και περιορισμένη συχνότητα, αλλά ότι η Χίος αποτελούσε την εξαίρεση του κανόνα. Ιδιαιτέρως όσον αφορά τα βασανιστήρια και τις ωμές τιμωρίες όπως μαστίγωση, στιγματισμός προσώπου, κοπή ώτων, ρίνας, χειρός, ποδός, εξόρυξη οφθαλμών, πρέπει να αναφέρουμε ότι ήταν συνήθεις να επιβάλλονται από τα Γενουατικά κοσμικά δικαστήρια της Χίου, ιδίως ως ποινές σ’ αυτούς που έκλεβαν ποσότητα μαστίχης. Ο δε υποτροπιάζων παραβάτης τιμωρούνταν με θάνατο14.
Σ’ όλα τα προαναφερθέντα περί βασανιστηρίων πρέπει να προστεθεί και η ακόλουθη ιστορική μαρτυρία. Ο Επίτροπος – ο εκτελών χρέη Ποτεστάτου Χίου – Baldassare Giustiniani σε επιστολή του προς τον Δόγη και τους κυβερνήτες της Δημοκρατίας της Γένουας, με ημερομηνία 11 Μαΐου 1558, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός σ’ αυτό το θέμα15.Σ’ αυτήν κατηγορεί ευθέως τον Ιεροεξεταστή Αντώνιο ότι φυλακίζει, υποβάλλει σε βασανιστήρια και δικάζει Έλληνες Ορθοδόξους και Εβραίους της Χίου, χωρίς να έχει τη σχετική αρμοδιότητα. Πέραν λοιπόν των συλλογισμών μας, που παρατέθηκαν παραπάνω, οι οποίοι με έμμεσο τρόπο τεκμηριώνουν τη χρήση βασανιστηρίων από την Ιερά Εξέταση στη Χίο, εδώ έχουμε μια ξεκάθαρη αναφορά περί του ότι ο συγκεκριμένος μετριοπαθής Ιεροεξεταστής Αντώνιος έκανε χρήση της μεθόδου των βασανιστηρίων κατά τις ανακρίσεις του.
Ως γνωστόν μια από τις επιβαλλόμενες ποινές ήταν και η δήμευση της περιουσίας των καταδικασθέντων. Αυτό γινόταν από ευσπλαχνία – κατά την δικαιολογία των Ιεροεξεταστών – προκειμένου να μη μιανθούν οι συγγενείς τους. Όλα ή μέρος των δημευθέντων κρατούνταν από τους δικαστές, «οίτινες εξεύρουσι τον τρόπον να τα καθαρίζωσιν από το μίασμα, να τα αγιάζωσι»16. Αξίζει εδώ, και σε συνάφεια με το θέμα αυτό, να αναφερθεί η περίπτωση ενός ακόμη Χιογενοβέζου Ιεροεξεταστή, του Μάρκου Μασσόνε Ιουστινιάνη, ο οποίος προ της χειροτονίας του ως Λατίνου επισκόπου Χίου (1604 – 1640) «εξήσκησε το δύσκολον υπούργημα του επόπτου ιεροκριτού εν Βενετία»17. Δεν ξέρουμε για ποιον ήταν δυσκολότερο, για εκείνον ή για τους δικαζομένους υπ’ αυτού, αλλά σίγουρα για εκείνον ήταν επικερδές, όπως αποκαλύπτεται από τη διαθήκη του. Σύμφωνα με το από 8 Ιουνίου 1640 σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο, κληροδότησε στη Ρωμαιοκαθολική Μονή του Αγίου Σεβαστιανού των Δομινικανών της Χίου : πολύτιμα χειρόγραφα και σπάνια βιβλία και 255 χρυσές λίρες «κερδηθείσας υπ’ αυτού πριν αρχιερατεύσει»18. Επίσης το 1622 είχε αγοράσει, πάλι από το χρηματικό του απόθεμα, πολλά χρυσοΰφαντα και βαρύτιμα άμφια, τα οποία δώρισε στο Λατινικό ναό της Μαρίας δε λα Τραβέννα στη Χίο19. Συνεπώς όλος αυτός ο πλούτος που είχε σωρεύσει «πριν αρχιερατεύσει» ήταν έσοδα από τη δράση του ως Ιεροεξεταστή. Το σκάνδαλο γίνεται ακόμα πιο έντονο, αν αναλογιστούμε ότι ο Μάρκος Μασσόνε ήταν μοναχός του Τάγματος των Δομινικανών, που θεωρητικά ήταν επαιτικό20.
Είναι γνωστό ότι οι καταδικαζόμενοι από τα δικαστήρια των κοσμικών αρχών κρατούνταν δέσμιοι σε ειδικό μεγάλο πύργο μέσα στο κάστρο της Χίου21 και συγκεκριμένα στους ισόγειους χώρους του πύργου αυτού που ήταν γωνιακός και η έξω πλευρά του ήταν προς το λιμάνι. Αγνοούμε όμως αν το Γραφείο της Ιεράς Εξετάσεως διατηρούσε δικά του κρατητήρια ή χρησιμοποιούσε και αυτό τον προαναφερθέντα πύργο. Πάντως ο υπόδικος της Ι. Εξετάσεως Ιάκωβος Παλαιολόγος το 1560 κρατούνταν σε φυλακή, απ’ όπου και απέδρασε, μάλλον με τη βοήθεια ή την ανοχή των Γενουατικών αρχών, όπως θα αναπτύξουμε αναλυτικότερα στη σχετική ενότητα. Με δεδομένο αυτό, πιστεύουμε ότι η απόδρασή του θα ήταν ευκολότερη σε ένα χώρο που ήταν υπό τον έλεγχο των κοσμικών αρχών, παρά από μια Ιεροεξεταστική φυλακή. Αν και αυτός ο συλλογισμός αποδέχεται συζήτηση, αποτελεί μια ένδειξη ότι χρησιμοποιούνταν από κοινού ο προαναφερθείς πύργος.
Το Γραφείο της Ιεράς Εξετάσεως πρέπει να ήταν – τουλάχιστον επί θητείας του Αντωνίου – στελεχωμένο και με βοηθητικό προσωπικό ( βοηθούς ανακριτές, γραμματείς κ.λπ.) επιλεγμένο κατά βάση από τους Ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς και ιδίως τους Δομινικανούς. Αυτό προκύπτει από επιστολή του Πάπα Παύλου του Δ΄ στις 2 Απριλίου 1558 ( βλπ. παρακάτω σχετική ενότητα), όπου, επικριτικά αναφερόμενος στην εκδίωξη του επικεφαλής του Γραφείου Αντωνίου, σημειώνει : «και άλλους τινας άνδρας μοναχούς, ως κακούργους ρίψαντες εις πλοιάριον »22. Προφανώς πρόκειται για κάποιους μοναχούς από το προσωπικό του Γραφείου, που έλαβαν και αυτοί την ίδια τιμωρία. Το ευάριθμο των υπηρετούντων στο Ιεροεξεταστικό Γραφείο υποδεικνύει ότι αυτό μόνο τυπική και ανενεργή παρουσία είχε. Αντιθέτως πρέπει να είχε έντονη και ποικίλη δράση στην καταδίωξη των αιρετικών, αφού χρειαζόταν ικανή στελέχωση. Αυτό εξάλλου θα καταδειχθεί και από τα ιστορικά στοιχεία, που αναφέρονται στις επόμενες ενότητες της παρούσας μελέτης.
Αντώνιος Λόγγος Ιουστινιάνης
Ο βίος του μέχρι και της εκλογής του ως Γενικού Ιεροεξεταστού Χίου
Ο Αντώνιος Λόγγος Ιουστινιάνης γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1505 στο χωριό Βερβεράτο της Χίου. Γονείς του ήταν ο Γενουατοχίος ευγενής Ιωάννης – Βαπτιστής και η Φλαμανδή Λίβια βαν Μόορσεν. Ο Αντώνιος, απόγονος ξένων εποίκων στη Χίο, Ρωμαικαθολικός στο θρήσκευμα και με λατινική παιδεία, διατελούσε με το βλέμμα στραμμένο προς την Ευρώπη και ιδιαίτερα την Ιταλία, όπου και πέρασε τα περισσότερα χρόνια του βίου του. Αν και ελάχιστα δέχθηκε την επίδραση του ελληνισμού – γεγονός αναπόφευκτο γι’ αυτόν, αφού έζησε αρκετά χρόνια μεταξύ των Ελλήνων της Χίου – καυχιόταν, ιδίως όταν οι συνθήκες το επέβαλαν, ότι είναι και ο ίδιος Έλληνας. Έτσι στα πρακτικά της Συνόδου του Τριδέντου (Τρέντο) υπέγραψε στα λατινικά ως : «Fra Antonius Justinianus Chiensis, Ord.(ino) Praed.(icatori)23, graecus, archiepiscopus Naxiensis.»24 Αντίθετα το Βατικανό σε επιστολή του στις 15 Απριλίου 1558 προς τον Πραίτωρα και τους Προεστώτες της Χίου τον χαρακτηρίζουν Γενουάτη. Παρόμοια και ο Χιογενοβέζος Αββάς Michele Giustiniani τον αναφέρει πρώτον ως έχοντα πατρίδα τη Γένουα και μετά τη Χίο25.
Ήδη από την εφηβική του ηλικία ο Αντώνιος ξεκίνησε να μελετάει θεολογία. Yπήρξε προστατευόμενος του αναδόχου του και Ρωμαιοκαθολικού επισκόπου Χίου, Βενεδίκτου Λόγγου Ιουστινιάνη (1502 – 1533) , ο όποιος προφανώς ήταν συγγενής του, αφού ανήκε και αυτός στην οικογένεια των Λόγγων. Ο Βενέδικτος ήταν εξέχουσα μορφή του 16ου αιώνα. Διακρινόταν για τις θεολογικές του γνώσεις, αλλά κυρίως για τη συμμετοχή του στις διπλωματικές και εκκλησιαστικές εξελίξεις της εποχής του στον Ευρωπαϊκό χώρο, οι οποίες και τον κρατούσαν απασχολημένο για μεγάλα χρονικά διαστήματα μακράν της επισκοπής του. Από αυτόν λοιπόν διαπιστώθηκε η έντονη κλίση του νεαρού Αντωνίου προς τον μοναχισμό και τα θεολογικά γράμματα, σύμφωνα με τον βιογράφο τους Δημήτριο Ροδοκανάκη26.Δεν αναφέρεται ποιοι υπήρξαν οι πρώτοι διδάσκαλοί του στη θεολογία, αλλά κατά την άποψή μας, εκτός του ιδίου του Βενεδίκτου, θα πρέπει να ήταν και ο Βαρθολομαίος Μπέργαλη, Γενουάτης μοναχός του Τάγματος των Σερβιτών, βικάριος του Βενεδίκτου, δηλαδή αρχιερατικός επίτροπος Χίου, και διακεκριμένος θεολόγος. Γύρω στα 19 του χρόνια ο Βενέδικτος τον απέστειλε στη μητέρα – πόλη των δυναστών της Χίου, τη Γένοβα, προκειμένου να σπουδάσει συστηματικά τη Ρωμαιοκαθολική θεολογία και ταυτόχρονα να ενταχθεί ως δόκιμος στο Τάγμα των Δομινικανών μοναχών, γεγονός που έλαβε χώρα στις 5 Απριλίου 1524 στη Μονή της Σάντα Μαρία ντι Καστέλλο (Santa Maria di Castello)27.
Τις βασικές θεολογικές γνώσεις, που έλαβε στη Χίο, επέκτεινε σε ανώτερο επίπεδο κατά την τετραετή παραμονή του στο Πατάβιο (Πάδουα) της Βόρειας Ιταλίας σπουδάζοντας ταυτόχρονα και φιλοσοφία (1524 – 1528). Στις αρχές του 1528 έφυγε από το Πατάβιο με προορισμό τη Ρώμη, ύστερα από πρόσκληση του επισκόπου Χίου, Βενεδίκτου, ο οποίος μόλις είχε αφιχθεί εκεί. Ο Αντώνιος για τα επόμενα έτη υπηρέτησε πιστά τον Βενέδικτο ως γραμματέας του. Αλλά ταυτόχρονα διδασκόταν από αυτόν τον πολύπειρο άνδρα της βατικανείου διπλωματίας. Ακολουθώντας αυτόν τον έμπιστο απεσταλμένο του Πάπα Κλήμεντος Ζ΄ στα υπηρεσιακά του ταξίδια (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία κλπ.) γέμιζε από γνώσεις και εμπειρίες. Στις 3 Ιανουαρίου 1533 ο Βενέδικτος πέθανε από τύφο στη Ρώμη και ο Αντώνιος έχασε τον ισχυρό του προστάτη, αλλά και το πλέον αγαπητό σ’ αυτόν πρόσωπο, αλλά και ίνδαλμά του. Στα τέλη του 1534 επέστρεψε στη Μονή της Σάντα Μαρία ντι Καστέλλο στη Γένοβα, όπου και παρέμεινε για δεκατρία χρόνια. Εδώ οι πηγές μάς βυθίζουν στο σκοτάδι για το μεγάλο αυτό διάστημα της ζωής του. Άγνωστο σε ποια χρονική στιγμή, πρέπει να είχε χειροτονηθεί στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης, αφού το 1562 χειροτονείται στον τρίτο, τον βαθμό του επισκόπου.
Το 1547 έφυγε από τη Γένοβα για τη Σχολή της Μονής Σάντα Μαρία ντέλλε Γκράτσιε στα Μεδιόλανα (Μιλάνο), όπου αναδείχθηκε σε διδάσκαλο της θεολογίας και της ρητορικής. Όμως ένα τυχαίο γεγονός έμελλε να δώσει ουσιαστική ώθηση στην καριέρα του. Το 1550 ο Πάπας Ιούλιος Γ΄ σε ταξίδι του στο Μιλάνο, επισκέφθηκε και τη Μονή του Αντωνίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία του, κατά τη διάρκεια της οποίας «εθαύμαζε την πολυμάθειαν και ευγλωττίαν αυτού»28.
Στον Ρωμαίο Ποντίφικα λοιπόν προξένησε θετική εντύπωση η όλη προσωπικότητα και η κατάρτιση του Δομινικανού αυτού μοναχού. Θέλησε να τον ανελκύσει από την αφάνεια και να τον χρησιμοποιήσει σε κάποια επίλεκτη θέση, απ’ όπου θα μπορούσε να προσφέρει πολύ περισσότερα, από το να παραμείνει ισοβίως ένας απλός διδάσκαλος της θεολογίας σε μια Μοναστηριακή Σχολή. Με τον σκοπό αυτό, τον κάλεσε σε προσωπική ακρόαση. Δεν γνωρίζουμε αν του πρότεινε ο Ποντίφικας στη συζήτηση αυτή κάποιες θέσεις, που πιθανόν θα είχε κατά νου γι’ αυτόν. Είναι όμως βέβαιο, ότι ο ίδιος προσπάθησε φορτικά να αποδείξει στον Πάπα Ιούλιο Γ΄ την ικανότητά του να αναλάβει Ιεροεξεταστής. Αλλά και όταν επέτυχε να τον πείσει «περί της ευθυκρισίας και της προς την Εκκλησίαν αφοσιώσεως αυτού»29, τον παρακάλεσε θερμά να μην τοποθετηθεί σε άλλη καλύτερη θέση παρά στον τόπο καταγωγής του, στη Χίο. Ο μοναχός Αντώνιος δεν ήταν αιθεροβάμων. Είχε πλήρη επίγνωση του πόσο μισητή και αποκρουστική ήταν η Ιερά Εξέταση, όχι μόνο στους απλούς πιστούς του Ρωμαιοκαθολικισμού, αλλά γενικά σε όλους τους τόπους που αυτή πρόσφερε τις τρομακτικές υπηρεσίες της. Ήδη από την παιδική του ηλικία είχε ξεκάθαρα αντιληφθεί την «αντιπάθειαν και φρίκην των Χίων»30 γι’ αυτήν. Έτρεφε όμως την υπερβολική φιλοδοξία ότι θα γίνει εκείνο το πρόσωπο που «θα δυνηθή δια καταλλήλου και πραείας εξασκήσεως των καθηκόντων αυτού, να εξαλείψη αυτήν (την αντιπάθειαν και φρίκην των Χίων) ολίγον κατ’ ολίγον, και να αναδείξει αυτό λαοφιλές δικαστήριον προς φωτισμόν των αμφιταλαντευομένων θρησκευτικών πεποιθήσεων…»31
Ο Ρωμαιοκαθολικός κληρικός Ambrosio de Altamura γράφει εγκωμιαστικά, στο βιβλίο του Bibliotheca Dominicana, ότι η εκλογή του από τον Πάπα έγινε με βάση δυο κριτήρια: την αρετή των τρόπων του και τη διδασκαλία του. Δόθηκε λοιπόν στην πατρίδα του, τη Χίο, για να είναι «τιμητής της πίστεως», όπως ωραιοποιημένα αποδίδει ο Altamura τον όρο Ιεροεξεταστής, έχοντας όμως πλήθος ποικίλων δυσφόρητων κακών να αντιμετωπίσει: « Ob praestantiam igitur morum, et singularem doctrinam anno 1550 in patria datus est fidei censor. In hoc numere varia perpessus est mala.»32
Πράγματι ο Δομινικανός μοναχός Αντώνιος διακρινόταν για την πλούσια θεολογική του μόρφωση, η οποία δυστυχώς ήταν σύμφωνη με τα πρότυπα του σχολαστικισμού και νοθευμένη με τις κακοδοξίες του Παπισμού. Ο Ρωμαιοκαθολικός αββάς Μιχαήλ Ρεκανέλλη Ιουστινιάνη (16ος αιώνας) τον χαρακτηρίζει ως αξιόλογο κληρικό και ο Γεώργιος Ζολώτας τον ονομάζει «άριστο θεολόγο»33. Ο Ρωμαιοκαθολικός μοναχός Ραϋμόνδος Αμεδαίος Βίγνα σε έργο του για τους επισκόπους που προήλθαν από το Δομινικανό Τάγμα, τον ονομάζει καθηγητή αυθεντία στη θεολογία. «Il berretto magistrale di thelogia.»34 Παράλληλα ξεχώριζε και για τις ρητορικές του ικανότητες. Όσον αφορά το κηρυκτικό του ταλέντο, ο βιογράφος του Δημήτριος Ροδοκανάκης τον συγκαταλέγει ως έναν εκ «των δεινοτέρων ρητόρων του εκκαιδεκάτου αιώνος»35. Ήδη από την εποχή που ήταν ένας νεαρός μοναχός, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν επιδιδόταν στο από άμβωνος κήρυγμα και μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία. Την κηρυκτική του δράση συνέχισε και στους Ρωμαιοκαθολικούς ναούς της Χίου κατά τη δωδεκαετή παραμονή του εκεί. Απ’ όλες τις ομιλίες του και τη θεολογική διδασκαλία του δεν υπάρχουν πληροφορίες ότι εξέδωσε εντύπως κάτι. Το μόνο που διασώζεται από τα σχετικά χειρόγραφά του είναι ένας ιδιόγραφος μικρός κώδικας με κηρύγματά του κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή που εκφώνησε σε Λατινικούς ναούς στη Χίο το 1551. Η χειρόγραφη αυτή συλλογή ομιλιών φυλάσσεται στη Βατικάνειο βιβλιοθήκη36 και έχει τίτλο «Prediche Quaresimali fatte in Schio nel 1551»37.
Η δίωξη του Ιακώβου Παλαιολόγου από τον Ιεροεξεταστή της Χίου (1557 – 1561)
Ο Ιάκωβος ο Παλαιολόγος γεννήθηκε στη Χίο το 1520 από τον Θεόδωρο Μαξιλαρά και τη Θωμαΐδα και βαπτίσθηκε δια ραντισμού ως Ρωμαιοκαθολικός, λαμβάνοντας το όνομα Πέτρος. Σε νεανική ηλικία εντάχθηκε στο μοναχικό Τάγμα των Δομινικανών στη Χίο και τότε έλαβε το όνομα Ιάκωβος38. Κατά άλλη εκδοχή, που διέδιδε ο ίδιος, όταν ζούσε στην Πράγα 1565 – 1571, αυτό συνέβη στη Ρώμη, όπου «εξηναγκάσθην να καταταχθώ εις το τάγμα των Δομινικανών και περιβληθώ τον μοναχικόν μανδύαν»39. Πριν το 1545 ταξίδεψε στην Ιταλία για σπουδές. Φοίτησε στις σχολές των Δομινικανών στη Γένοβα και τη Φερράρα σπουδάζοντας φιλοσοφία και θεολογία. Συνέχισε στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, όπου ανεπιτυχώς προσπάθησε να λάβει διδακτορικό δίπλωμα. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Ζολώτα στην Ιταλία «ενεκολπώθη τας τότε επικρατούσας νέας θρησκευτικάς πεποιθήσεις και αντιλήψεις, αλλ’ ηναγκάσθη ενωρίς να φύγη φοβούμενος την οργήν και καταδίωξιν των παπικών»40.
Το 1554 – 1555 τον συναντάμε στο Δομινικανό μοναστήρι του Αγίου Πέτρου και Παύλου στο Πέρα, δηλαδή στη λατινική συνοικία της Κωνσταντινουπόλεως. Εδώ άρχισε να υιοθετεί όλο και περισσότερο τις αιρετικές απόψεις του αντιτριαδίτη Μιχαήλ Σερβέτου. Μάλιστα σύνταξε και κείμενο υπερασπίσεώς του έναντι του Ιωάννου Καλβίνου, ο οποίος στα πλαίσια της δικής του Προτεσταντικής «Ιεράς Εξετάσεως»41 τον είχε καταδικάσει σε θάνατο στην πυρά το 1553. Παρ’ όλα αυτά ο Ιάκωβος ο Χίος εξακολουθούσε να μην εξωτερικεύει τις Προτεσταντικές και Αντιτριαδικές απόψεις του. Παρουσιαζόταν ως πιστός Ρωμαιοκαθολικός και συνεπής Δομινικανός μοναχός, που όμως παράλληλα έδειχνε αρκετή συμπάθεια και κατανόηση για κάποιες θέσεις των Μεταρρυθμιστών42.
Το καλοκαίρι του 1555 αποφάσισε να αφήσει την Κωνσταντινούπολη και να επιστρέψει πίσω στη γενέτειρά του τη Χίο43. Η Χίος, αν και τυπικά ήταν κάτω από την κυριαρχία της Γένοβας (1346 – 1566), διοικούνταν ουσιαστικά, ιδίως από το 1528, από μια ομάδα Χίων – Γενοβέζων, τους Μαονείς. Την εποχή αυτή της Γενουατοκρατίας, τα εννέα δέκατα του πληθυσμού του νησιού ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι44. Σε Μονή των Δομινικανών, στην πόλη της Χίου (Χώρα) – άγνωστο όμως σε ποια συγκεκριμένη – μόνασε ο Ιάκωβος Παλαιολόγος45. Εικάζουμε ότι η Μονή αυτή ήταν η Santa Maria dell Castello, που ήταν ενοριακός ναός, αλλά λειτουργούσε και ως Δομινικανή Μονή. Στο ναό αυτό εκκλησιάζονταν, αλλά και θάπτονταν οι αριστοκράτες Μαονείς της Χίου46. Αυτό το στοιχείο πιθανόν συνάδει με την ταχεία ανάδειξή του μέσα στην τοπική κοινωνία. Στη Χίο ο Ιάκωβος διετέλεσε διδάσκαλος της θεολογίας και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να γίνει ένας αγαπητός ιεροκήρυκας47, αφού τα κηρύγματά του κρίνονταν ως πολύ ενδιαφέροντα και ευχάριστα από τους Ρωμαιοκαθολικούς του νησιού. Παράλληλα κατόρθωσε να σχηματίσει γύρω από το πρόσωπό του ένα πυρήνα από εγκάρδιους φίλους και οπαδούς. Πολλοί από αυτούς ανήκαν στη «φραγκική» αριστοκρατία του νησιού, τους Μαονείς – Ιουστινιάνες. Ήταν δηλαδή πρόσωπα με κύρος και εξουσία στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της μαστιχοφόρου Χίου. Ο ίδιος, με αρκετή δόση αυταρέσκειας, υποστήριζε ότι τότε υπήρξε το πιο διάσημο πρόσωπο στο νησί48. Όσο και αν αυτό φαίνεται υπερβολικό, ουσιαστικά επιβεβαιώνεται από τις αναφορές που έστειλε ο διώκτης του, Ιεροεξεταστής Χίου Αντώνιος προς το Ιερό Γραφείο της Ρώμης49.
Το 1557 ξέσπασε μια διαμάχη μεταξύ των Αρχών του νησιού και του Ρωμαιοκαθολικού επισκόπου Παύλου Β΄ Φιέσκη (1550 – 1564). Παρά την προνομιακή μεταχείριση που απολάμβανε από τους Γενουάτες η Παπική “Εκκλησία” της Χίου, δεν ήταν η πρώτη φορά και δεν θα ήταν η τελευταία, όπου εκδηλωνόταν ένταση μεταξύ των πολιτικών και των εκκλησιαστικών αρχών κατά τη Γενουατική κατοχή. Οι αφορμές κάθε φορά ήταν διαφορετικές, αλλά η βασική αιτία ήταν η προσπάθεια του Βατικανού να επιβληθεί ως ανωτέρα αρχή. Αντιθέτως οι Γενουάτες στη Χίο και παρομοίως όλοι οι Δυτικοί κατακτητές στις ελληνικές χώρες ενδιαφέρονταν να προωθήσουν τις δικές τους πολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις, που δεν ταυτίζονταν πάντα με αυτές του Πάπα, αν και ομόδοξού τους. Όπως αναφέρει ο Ηλίας Τσιτσέλης «επί Φραγκοκρατίας διίσταντο πολλάκις οι πολιτικοί άρχοντες προς τον καθολικόν κλήρον… η υπεροψία, ο φανατισμός, η απληστία και η αξίωσις της κοσμικής εξουσίας των Παπών, είχε τούτους εις συχνάς διενέξεις προς τους Καθολικούς άρχοντας της Ανατολής »50.
Το 1557 οι δύο Γενοβέζοι Επίτροποι Giovanni Battista Gentile και Baldassare Giustiniani (1553 – αρχές 1558), που ασκούσαν τα καθήκοντα του μη τοποθετηθέντος Ποτεστάτου51, και το Συμβούλιο και με την υποστήριξη πολλών αριστοκρατών του νησιού, προσπάθησαν να περιορίσουν τις εξουσίες του Επισκόπου και συγκεκριμένα στον δικαστικό τομέα. Τον τελευταίο υποστήριξαν ο Ιεροεξεταστής Χίου Αντώνιος Λόγγος Ιουστινιάνης, οι Φραγκισκανοί μοναχοί και οι περισσότεροι των Δομινικανών. Ο Ιάκωβος Παλαιολόγος τάχθηκε ολοφάνερα με το μέρος των κοσμικών αρχών και έναντι του εκκλησιαστικού του προϊσταμένου, και σ’ αυτό συμπαρέσυρε και μερικούς άλλους Δομινικανούς μοναχούς, που ήταν φίλοι του. Οι λόγοι που τον ώθησαν να κρατήσει αυτή τη μη αναμενόμενη για μοναχό στάση ήταν βασικά δύο. Ο πρώτος ήταν οι νέες θρησκευτικές προτεσταντικής επιρροής ιδέες του, που είχε ήδη αρχίσει να εγκολπώνεται ολοένα και πιο συνειδητά. Σύμφωνα μ’ αυτές παγίωνε στη σκέψη του συνεχώς όλο και πιο κριτικές και αποδοκιμαστικές θέσεις έναντι της Ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας και της εκκλησιολογίας της, περί Πρωτείου, Ιεραρχίας κ.λπ. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι οι γενουατοχιώτες ευγενείς που αποτελούσαν τους προστάτες του είχαν ταχθεί με το μέρος των Επιτρόπων.
Αυτή η εκτροπή από την υπακοή και το θράσος του μοναχού Ιακώβου να αμφισβητήσει την εξουσία του, δεν συγχωρέθηκαν και δεν έγιναν ανεκτά από τον Ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο Παύλο. Αλλά ιδιαιτέρως προκάλεσαν την οργή του Γενικού Ιεροεξεταστή Χίου, Αντωνίου, ο οποίος ήταν ένθερμος πιστός του Ρωμαιοκαθολικισμού και κάτοχος πλούσιας σχολαστικής θεολογικής μορφώσεως. Από τον Δομινικανό αυτόν ανακριτή δεν ξέφυγε της προσοχής του το πρώτο εκ των κινήτρων του Ιακώβου, όσο κι αν αυτός προσπαθούσε να το συγκαλύψει. Έχοντας αφ’ ενός αυτό το στοιχείο ως μια ευλογοφανή βάση για τη «θεμελίωση» κατηγορίας και αφ’ ετέρου την επισκοπική συναίνεση, αλλά παράλληλα και τη σφοδρή επιθυμία να τιμωρηθεί ο προπετής μοναχός, δεν δίστασε να κινηθεί εναντίον του. Σύνταξε έγγραφο προς την Προϊσταμένη του Αρχή στη Ρώμη, όπου κατήγγειλε τον Δομινικανό μοναχό Ιάκωβο τον Χίο για αίρεση. Το Ιερό Γραφείο της Ρώμης52 απάντησε διατάσσοντας τη σύλληψή του. Ο ίδιος, αν και παροτρύνθηκε από τους φίλους του να δηλώσει δημόσια ότι δεν είναι αιρετικός, αρνήθηκε, απαντώντας ότι «ποτέ δεν κήρυξε έξω από τα πλαίσια του Ευαγγελικού δόγματος και οι λόγοι του ήταν χριστιανικότατοι, ούτε είπε κάτι χωρίς αυτό να στηρίζεται στην Αγία Γραφή»53. Η απάντησή του, αν και τυπικά ορθή, σαφώς υποκρύπτει επιρροή από την Προτεσταντική θεολογία, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην Αγία Γραφή (sola scriptura), την οποία όμως δυστυχώς παρερμηνεύει, αφού απορρίπτει την Ιερά Παράδοση.
Ο Ιάκωβος φοβόταν, και όχι άδικα, ότι η έκθεση που έστειλε στη Ρώμη ο Ιεροεξεταστής θα ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντική στην επικείμενη δίκη του. Παράλληλα μην έχοντας καμία εμπιστοσύνη στα δικαστήρια της Ιεράς Εξετάσεως, δεν θέλησε να δείξει υπακοή και να μεταφερθεί ως υπόδικος στην Ιταλία. Προτίμησε να αποδείξει την κατ’ αυτόν αθωότητά του, διατηρώντας όμως ελευθερία κινήσεων και προσκαλώντας σε βοήθεια τους υποστηρικτές του στη Χίο, αλλά ιδίως στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τον Ιεροεξεταστή της Κωνσταντινουπόλεως, επίσης Δομινικανό μοναχό, Antonio da Venezia, γύρω από τον Ιάκωβο Παλαιολόγο είχε σχηματισθεί μια ομάδα Ρωμαιοκαθολικών της Πόλης, που Λουθηράνιζαν επικίνδυνα. Οι επαφές τους με αυτόν συνεχίζονταν δια επιστολών και κατά το διάστημα της παραμονής του στη Χίο54. Έτσι τον Απρίλιο του 1557 έφυγε από το μυροβόλο νησί του Αιγαίου, χωρίς την άδεια του Γραφείου της Ιεράς Εξετάσεως, για την Πόλη με απώτερο προορισμό τη Ρώμη. Οι πηγές στο σημείο αυτό της «απόδρασής» του δεν είναι διαφωτιστικές των λεπτομερειών. Δεν θα ήταν όμως παρακινδυνευμένο να εικάσουμε ότι η διαφυγή του από το νησί θα ήταν αδύνατη χωρίς τη σιωπηρή κάλυψη των κοσμικών αρχών.
Στην Οθωμανοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη φυσικά τον περίμενε ως άγριο αρπακτικό ο εκεί Ιεροεξεταστής. Όμως τουλάχιστον για κάθε φανερή ενέργειά του, αυτός θα χρειαζόταν την έγκριση των Σουλτανικών αρχών. Δεν είχε τυπικά το δικαίωμα ούτε να συλλάβει, ούτε να δικάσει κάποιον. Αλλά ας μην γελιόμαστε, στην Τουρκική επικράτεια πλην του Σουλτάνου, βασίλευαν και το μπαξίσι και οι μηχανορραφίες, ενώ έβριθαν οι περιπτώσεις αυθαιρεσίας και οι νομιμοφανείς κακουργηματικές πράξεις. Όμως ο φυγάς Ιάκωβος δεν ήταν μόνος. Είχε ισχυρό προστάτη τον Antonio Veranzio, ο οποίος του χορήγησε το αρκετά σεβαστό ποσό, που ήταν αναγκαίο για να καλύψει τα έξοδα του μακρινού, για τα τότε δεδομένα, ταξιδιού μέχρι την Ιταλία, αλλά και σίγουρα μεσολάβησε για την ασφαλή αναχώρησή του. Μέσα στον Απρίλιο του 1557 κρυφά αναχωρεί και ήδη τον Ιούνιο τον συναντούμε στη Βενετία. Τον Σεπτέμβριο μεταβαίνει στη Γένοβα, όπου όμως συνελήφθη ως φυγόδικος της Ιεράς Εξετάσεως. Όμως για μια ακόμα φορά κατάφερε να ξεγλιστρήσει και κατέφυγε ξανά στη Βενετία τον Νοέμβριο του 1558.
Τότε αποφάσισε να επιστρέψει και πάλι απ’ όπου ξεκίνησε, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη και πιθανότατα μετά στην Χίο. Αυτό που δεν γνώριζε ο Ιάκωβος ήταν ότι η Ιερά Εξέταση ήταν ήδη ενήμερη για τις κινήσεις του και τις προθέσεις του και είχε ήδη κινητοποιήσει όλα τα Ιεροεξεταστικά Γραφεία, που βρισκόταν στην πιθανολογούμενη διαδρομή του. Παράλληλα ενημέρωσαν και τις εμπλεκόμενες κοσμικές αρχές, όπως τη Δημοκρατία της Γένοβας, για να συνδράμουν στη σύλληψή του. Ήταν ήδη ακόμα νωπές οι Παπικές προειδοποιήσεις προς τη Γένοβα, δια επιστολής στις 2 Απριλίου 1558, για σεβασμό προς τον Ιεροεξεταστή Χίου και το έργο του. Έτσι στις 23 Δεκεμβρίου 1558 ο Δόγης και οι Κυβερνήτες της Γένουας απέστειλαν επιστολή στον Ποτεστάτο Χίου Giovanni Battista Giustiniani. Με αυτήν τον διέτασσαν, σε αρκετά αυστηρό ύφος, να συλλάβει τον Ιάκωβο Παλαιολόγο μόλις αυτός θα τολμούσε να πατήσει το έδαφος του νησιού και να τον παραδώσει στην Ιερά Εξέταση. Του τόνιζαν ότι δεν επρόκειτο για θέμα ήσσονος σημασίας, αλλά: «Το ζήτημα είναι μεγίστης σπουδαιότητας για την Καθολική πίστη… το έχουμε μέσα στην καρδιά μας». Του υποδεικνύουν επίσης τα εξής : «μην αποτύχεις, αλλά να δράσεις με κάθε προφύλαξη ….για χάρη της διατηρήσεως της Χριστιανικής θρησκείας, με κάθε δυνατή φροντίδα και αυστηρότητα»55.
Αλλά ο αιρετικός αυτός μοναχός δεν κατόρθωσε να φθάσει τόσο μακριά. Στη Δαλματία και συγκεκριμένα στο λιμάνι της Ραγκούσας (σημερινό Ντουμπρόβνικ) έπεσε στα νύχια του Μεγάλου Ιεροεξεταστού Καρδιναλίου Michele Ghisilieri56 στις 9Δεκεμβρίου 1558. Από εκεί αποστέλλεται και εγκλείεται στις Ιεροεξεταστικές φυλακές Rippeta της Ρώμης. Ξεκίνησε λοιπόν η δίκη του, όμως δεν έμελλε να ολοκληρωθεί ποτέ, σ’ αυτή τουλάχιστον τη φάση. Στις 18 Αυγούστου 1559 πέθανε ο Πάπας Παύλος ο Δ΄, ο οποίος χαρακτηριζόταν για τη σκληρότητά του, και υπήρξε φανατικός υποστηρικτής των Ιεροεξεταστικών πρακτικών. Με αφορμή τον θάνατο του αντιπαθούς Ποντίφικα, αλλά και το κενό εξουσίας στο Παπικό κράτος ξέσπασαν οχλαγωγίες στη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια των ταραχών το εξαγριωμένο πλήθος έστρεψε την οργή του και εναντίον των φυλακών της Ιεράς Εξετάσεως. Χάρη σ’ αυτή την εισβολή ο αιρετικός Ιάκωβος απελευθερώθηκε. Αυτή τη φορά, αντί των καταδικασθέντων, κάηκαν στην πυρά τα αρχεία των Ιεροεξεταστών. Είναι βέβαιο όμως ότι θα γνωρίζαμε περισσότερες λεπτομέρειες για το κατηγορητήριο και για τα αποδεικτικά στοιχεία και τις μαρτυρίες που θα είχε αποστείλει εκ Χίου ο ανακριτής Αντώνιος Λόγγος, αν τότε δεν είχαν καεί πολλά έγγραφα που αφορούσαν την υπόθεση.
Τον Μάιο του 1560 ο φαινομενικά ακόμη Ρωμαιοκαθολικός μοναχός, αλλά παράλληλα φυγόδικος και δραπέτης, Ιάκωβος ο Χίος, επέστρεψε στη γενέθλιο γη. Καθώς και σ’ αυτό το σημείο οι σύγχρονες πηγές δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές για τους λόγους της επιστροφής του, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Σίγουρα δεν πίστευε ότι ο «ευσυνείδητος» Ιεροεξεταστής Χίου, Αντώνιος, θα αμελούσε τα καθήκοντά του και δεν θα προσπαθούσε να τον συλλάβει και να τον παραπέμψει σε νέα δίκη στη Ρώμη. Όχι μόνο εκκρεμούσαν γι’ αυτόν οι παλιές καταγγελίες που είχε κάνει το 1557 ο Αντώνιος, αλλά τώρα είχε προστεθεί και η δραπέτευσή του από τη Ρώμη το 1559. Ούτε φυσικά είχε να προσδοκά υποστήριξη από τον Ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο Παύλο. Γνώριζε βεβαίως από τον καιρό που ήταν στο νησί, αλλά και πιθανόν και από αλληλογραφία με Χίους φίλους του, ότι ο επίσκοπος και ο Ιεροεξεταστής βρισκόταν ακόμα σε αντιπαλότητα και ότι ο πρώτος συνεχώς υπονόμευε τον δεύτερο. Όμως σε καμιά περίπτωση ο επίσκοπος Παύλος δεν θα εξέθετε τον εαυτό του στην εχθρότητα του ισχυρού Μεγάλου Ιεροεξεταστή Michele Ghisilieri – και μελλοντικού Πάπα Πίου Ε΄- ο οποίος ήταν ήδη εξαγριωμένος με τον Ιάκωβο, που ξέφυγε κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια του.
Ας μας επιτραπεί εδώ μια μικρή παρέκβαση για τον Michele Ghisilieri. Ο Καρδινάλιος αυτός ήταν τόσο φανατισμένος με το έργο της Ιεράς Εξετάσεως, που συστηματικά παρευρισκόταν κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων των θυμάτων του57. Άλλα και ως Πάπας Πίος ο Ε΄( 1566 – 1572 ) ενίσχυσε σημαντικά την αποστολή της και συνήθιζε να παρακολουθεί τις συνεδριάσεις της Ρωμαϊκής Εξετάσεως58. Το εκπληκτικό είναι ότι το πρόσωπο αυτό τιμάται από το 1712 ως άγιος από τους Ρωμαιοκαθολικούς. Όλα αυτά αναφέρθηκαν για να γίνει κατανοητό ότι κανείς στον Λατινικό κλήρο, είτε επίσκοπος είτε απλός Ιεροεξεταστής, δεν θα ήθελε να του αντιταχθεί.
Γιατί λοιπόν επανήλθε στη Χίο ο Ιάκωβος ; Αναζητούσε άραγε ένα ασφαλές καταφύγιο από την καταδίωξη της Ιεράς Εξετάσεως κάτω από την προστασία των φίλων του Μαονέζων και των πρακτόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Γερμανικής Αυτοκρατορίας; Πιθανόν να είναι αυτή η ασφαλέστερη υπόθεση. Εύλογο είναι όμως ότι αγνοούσε την προαναφερθείσα επιστολή του Δόγη προς τον Ποτεστάτο για άμεση σύλληψή του άμα τη εμφανίσει του.
Όπως ήταν αναμενόμενο η είδηση της παρουσίας του «Λουθηρανιστή» Ιακώβου στο νησί κινητοποίησε τον πάντα δραστήριο Ιεροεξεταστή Αντώνιο Λόγγο. Ζήτησε λοιπόν να τον συλλάβουν, πράγμα που έγινε στις 9 Μαΐου. Ο Ποτεστάτος, αν και κατά βάθος δεν ήθελε να συνδράμει το έργο του Ιεροεξεταστή, δεν τόλμησε να παρακούσει τις άνωθεν εντολές που είχε. Και έτσι διαψεύσθηκαν – προσωρινά τουλάχιστον – οι ελπίδες του συλληφθέντα για πλήρη ασυλία από τις Χιογενοβέζικες αρχές. Πιθανόν πρόθεση του Ιεροεξεταστή ήταν να τον δικάσει ο ίδιος και αφ’ ενός να μην διακινδυνεύσει μια νέα απόδρασή του και αφ’ ετέρου να δρέψει τις «δάφνες» από τη βέβαιη καταδίκη του. Όμως τα σχέδιά του δεν ευοδώθηκαν. Ο πρώτος λόγος ήταν οι ήδη τεταμένες σχέσεις του με τον Ποτεστάτο Χίου Giovanni Battista Giustiniani (αρχές του 1558 – 1562). Με τους προκατόχους του, τους προαναφερθέντες Επιτρόπους, υπήρχε ήδη εχθρότητα και αντιπαλότητα, με αποκορύφωμα την πριν από δυο έτη σύλληψη και βίαιη επιβίβαση του Ιεροεξεταστή σε πλοίο, προκειμένου να εξορισθεί. Αν και ο Αντώνιος Λόγγος σύντομα επέστρεψε, ύστερα από απαίτηση του ίδιου του Πάπα Παύλου, οι σχέσεις με την κοσμική εξουσία παρέμεναν το ίδιο εχθρικές και επί διοικήσεως του νέου Ποτεστάτου59. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1559 νέα ένταση πυροδοτήθηκε, όταν ο Ποτεστάτος αρνήθηκε κατηγορηματικά να εξορίσει από το νησί τον Maestro Segismondo of Puglia και άλλους κατηγορούμενους ως αιρετικούς. ( βλπ. παρακάτω σχετική ενότητα) Ήταν λοιπόν αναμενόμενο σε όλους ότι η πολιτική εξουσία της Χίου σε πρώτη ευκαιρία θα εναντιωνόταν με κάποια πρόφαση, στην επικείμενη διεξαγωγή δίκης για τον προτεσταντίζοντα συμπατριώτη τους.
Σαν να μην έφθαναν όμως όλα τα άλλα εμπόδια, τα οποία πάλευε να ξεπεράσει ο επικεφαλής του Ιεροεξεταστικού Γραφείου, προστέθηκε ακόμα ένα, εξίσου σπουδαίο, αν όχι το πλέον ακανθώδες. Ο Οθωμανός Σουλτάνος Σουλεϊμάν Β΄ (1520 – 1566) απαίτησε την απελευθέρωσή του. Γιατί όμως ο Χαλίφης των Μουσουλμάνων να ενδιαφερθεί για ένα χριστιανό μοναχό που κατηγορούνταν ως οπαδός της Λουθηρανικής αίρεσης; Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας Ζαχαρία Τσιρπανλή «…οι Τούρκοι πίστευαν ότι οι λουθηρανοί βρίσκονταν απ’ όλους τους χριστιανούς πιο κοντά στη μουσουλμανική θρησκεία.»60 Το ζήτημα δεν ήταν καθόλου απλό. Η Χίος δεν αποτελούσε έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όμως ήταν ήδη φόρου υποτελής σ’ αυτήν, καταβάλλοντας ετήσιο φόρο 140000 δουκάτων. Συνεπώς μια επιθυμία της Υψηλής Πύλης δεν ήταν εύκολο ούτε ασφαλές να αγνοηθεί. Πολύ δε περισσότερο που όλοι αντιλαμβάνονταν ότι ο Σουλτάνος έβλεπε τους Χίους τυπικά ως υποτελείς του, ουσιαστικά όμως ως υπόδουλούς του61. Ο Σουλεϊμάν Β΄, «εχθρός άσπονδος των Μαονέζων »62, άραγε αναζητούσε μια αφορμή για κατάληψη της Χίου ή μήπως είχε δωροδοκηθεί – πράγμα πολύ συνηθισμένο στη λειτουργία της Υψηλής Πύλης – από τους Προτεστάντες φίλους του Ιακώβου και πράκτορες των Αψβούργων στην Κωνσταντινούπολη, για να παρέμβει υπέρ του υπόδικου;
Ο Γενικός Ιεροεξεταστής Χίου βλέποντας τα σχέδια του για δίκη του Ιακώβου στη Χίο να ναυαγούν, θέλησε να υπερκεράσει τα εμπόδια στέλνοντάς τον δέσμιο στη Ρώμη. Σίγουρα θα φοβόταν ότι ο Ποτεστάτος είχε ήδη ανεύρει την πρόφαση που επιζητούσε και πολύ σύντομα θα τον εξανάγκαζε να τον απελευθερώσει, επισείοντάς του τον κίνδυνο από τη Σουλτανική εντολή. Όμως στις 9 Οκτωβρίου 1560 ο Ιάκωβος δραπέτευσε από τη φυλακή, άγνωστο κάτω από ποιες συνθήκες. Βρήκε καταφύγιο σε σπίτια φίλων του, που τον έκρυψαν για εννέα μήνες, οδηγώντας σε αδιέξοδο όλες τις προσπάθειες του Δομινικανού Ιεροεξεταστή να τον εντοπίσει. Αυτή η επιχείρηση απόκρυψης του καταζητούμενου, αποτελεί νομίζω το σημαντικότερο στοιχείο υπέρ της εκδοχής ότι και η απόδρασή του είχε γίνει με τη βοήθεια αυτής της ομάδας φίλων που στη συνέχεια ανέλαβαν να του παρέχουν καταφύγιο. Παράλληλα όμως τόσο η δραπέτευσή του από το κρατητήριο, όσο και διαφυγή του από το νησί, η οποία συνέβη στις 10 Ιουλίου 1561, θα ήταν από δυσχερής έως αδύνατη χωρίς τη συνεργασία ή έστω την ουδετερότητα των Γενουατικών αρχών. Εξάλλου, αυτή η απόδραση έβγαζε τον Ποτεστάτο από το φοβερό δίλλημά του. Αν διέτασσε την απελευθέρωσή του, θα είχε να αντιμετωπίσει τη μήνη του Βατικανού, της Γένοβας και της Ισπανίας. Αν τον κρατούσε στην φυλακή, έδινε την ευκαιρία στον Gran Signore63 να ξεσπάσει την οργή του εναντίον του, ίσως και την πρόφαση που επιζητούσε για κατάκτηση της Χίου. Τον βαθμό της Τουρκικής εμπλοκής στη Χίο, καταδεικνύει μια σύγχρονη με τα αφηγούμενα γεγονότα επιστολή, συνταχθείσα στις 27 Νοεμβρίου 1560. Ανήκει στον βαΐλο της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη, ο όποιος επισημαίνει ότι : «η αδυναμία των διοικητών της νήσου (Χίου είναι τόση) απέναντι των Τούρκων, οι οποίοι έπραττον κατά βούλησιν, ως εάν ευρίσκοντο εν τω εαυτών οίκω»63Α.
Γιατί όμως ο Ιάκωβος αποφάσισε να φύγει από το νησί ; Σαν χαρακτήρας ήταν άνθρωπος της δράσης, που έφτανε μέχρι τα όρια του τυχοδιωκτισμού. Σίγουρα ο πολύμηνος εγκλεισμός του τόσο στην φυλακή όσο και στα κρησφύγετα των προστατών του ήταν κάτι αφόρητο γι’ αυτόν. Το να μένει άπραγος, χωρίς να ταξιδεύει, να διδάσκει και να συμμετέχει στις θρησκευτικές και πολιτικές εξελίξεις που συγκλόνιζαν και ταυτόχρονα αναδομούσαν τον ευρωπαϊκό χώρο εκείνη την εποχή, ήταν γι’ αυτόν χειρότερος θάνατος από τον επαπειλούμενο σωματικό. Σίγουρα θα αντιλαμβανόταν και τον κίνδυνο στον οποίο εξέθετε και τους φίλους του, αν γίνονταν αντιληπτοί από το Ιεροεξεταστικό Γραφείο. Το ότι αυτοί οι φαινομενικά αφιερωμένοι στον Χριστό μοναχοί της Ιεράς Εξετάσεως δεν είχαν ηθικούς φραγμούς και ήταν αδίστακτοι, τεκμηριώνεται και από το εξής γεγονός:
Όταν έφθασε στην Κωνσταντινούπολη η είδηση ότι ο Ιάκωβος δραπέτευσε από τη φυλακή και κατά πάσα πιθανότητα θα διαφύγει στην Ευρώπη δια μέσου του λιμανιού της Πόλης, ο τοπικός Ιεροεξεταστής Antonio da Venezia δεν απέκλειε και να πληρώσει επαγγελματία δολοφόνο,64 για να απαλλαγούν από τον οχληρό αυτό Προτεσταντίζοντα, που είχε εξευτελίσει την αποτελεσματικότητα των μεθόδων του συστήματος της Ιεράς Εξετάσεως με τις επανειλημμένες αποδράσεις του. Παράλληλα στην τελική απόφαση του Ιακώβου να ριψοκινδυνεύσει μια έξοδο που θα τον οδηγούσε ή στην ελευθερία ή σε νέα σύλληψη τον ώθησε και η είδηση της ερήμην του καταδίκης σε θάνατο, που ελήφθη στις 5 Μαρτίου 1561. Ήταν μάλιστα τέτοιο το μένος τους, που αφού δεν είχαν τη δυνατότητα να κάψουν τον ίδιο σωματικά, πυρπόλησαν το ομοίωμά του. Για αυτόν δεν υπήρχε άλλη λύση από την φυγή. Το δικαίωμα της απονομής χάριτος, σε καταδικασθέντες από την Ιερά Εξέταση, το διατηρούσε αποκλειστικά ο Πάπας. Άλλα περί αυτού δεν υπήρχε καμία ελπίδα, ούτε παλαιοτέρα με τον Πάπα Παύλο Δ΄ που τον μισούσε προσωπικά, ούτε με τον νέο Πάπα Πίο Δ΄.
Το πόσο μεθοδικά και οργανωμένα εργάσθηκαν, αλλά και πόσο ζήλο και επιμονή επέδειξαν τόσο ο Γενικός Ιεροεξεταστής Χίου όσο και οι άλλοι Ιεροεξεταστές της Ανατολής, όπως αυτός της Κωνσταντινουπόλεως, στην υπόθεση του αιρετικού Ιακώβου, αποκαλύπτεται από τις επιστολές τους. Συνολικά τριάντα επιστολές απέστειλαν κατά το διάστημα 1557 – 1561, προς το Ιερό Γραφείο της Ιεράς Εξετάσεως της Ρώμης, που αφορούσαν τη δράση του Παλαιολόγου και των οπαδών του στη Χίο και άλλες δώδεκα για την αντίστοιχη στην Κωνσταντινούπολη65 . Σίγουρα θα είχαμε στη διάθεσή μας περισσότερα στοιχεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά και γενικότερα για τη λειτουργία του Γραφείου της Ι. Εξετάσεως Χίου, αν δεν είχαν απολεσθεί στο σύνολό τους τα αρχεία της Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας» και των πολιτικών Αρχών της εποχής της Γενουατοκρατίας που διατηρούνταν στο νησί66.
Η εξορία του Ιεροεξεταστή της Χίου και οι Παπικές επιστολές υποστηρίξεώς του και επαναφοράς του (1558)
Ένα ακόμη περιστατικό που συνδέεται με τη λειτουργία του Γραφείου της Ιεράς Εξετάσεως στη Χίο είναι και αυτό του 1558. Αφορά την βίαιη εκδίωξη από το νησί του αρμόδιου Ιεροεξεταστή Χίου Αντώνιου Λόγγου Ιουστινιάνη, από ομάδα Ρωμαιοκαθολικών της Χίου. Οι βασικές πηγές για την επιχειρηθείσα αυτή εξορία είναι δυο επιστολές του Πάπα Παύλου Δ΄ : η πρώτη αποστέλλεται «Προς το προσφιλές τέκνον, τον Πραίτωρα και τους προεστώτας της νήσου Χίου »67, και η δεύτερη απευθύνεται «Προς τα αγαπητά τέκνα, άνδρας ευγενείς τον Δούκα και τους κυβερνήτας της Γενοατικής Πολιτείας»68, Και οι δύο επιστολές φέρουν ημερομηνία : 2 Απριλίου 1558. Σε καμία όμως από αυτές δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά όσον αφορά τη χρονική τοποθέτηση του περιστατικού. Άγνωστη λοιπόν είναι η ακριβής ημερομηνία του συμβάντος. Κατά την άποψή μας όμως, το γεγονός θα πρέπει να έγινε κατά τους χειμερινούς μήνες, και το πιθανότερο στις αρχές του 1558,τον Ιανουάριο το νωρίτερο ή τον Μάρτιο το αργότερο. Περί της τοποθετήσεως του κατά τη διάρκεια του χειμώνα μας οδηγεί η φράση «και εκθέσαντες εις τους κινδύνους της θαλάσσης και των τρικυμιών»69, η οποία υπάρχει στην πρώτη από τις προαναφερθείσες επιστολές. Η δε ημερομηνία 2 Απριλίου 1558 των επιστολών θέτει ευτυχώς ένα χρονικό όριο (terminus ante quem). Παράλληλα τα κείμενα και των δυο Παπικών επιστολών αναφέρονται στο συμβάν ως κάτι που έγινε πρόσφατα. Επίσης στον προσδιορισμό του στις αρχές του 1558 συνηγορεί και η ανάληψη της εξουσίας από τον νέο Ποτεστάτο – Πραίτωρα, στον οποίο και απευθύνεται η πρώτη επιστολή. Αυτός ανέλαβε περίπου στις αρχές του έτους αυτού, αλλά δυστυχώς με άγνωστο ποιόν μήνα, αποκλειομένων όμως των δύο πρώτων. Διότι μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου 1558 οι Επίτροποι, τους οποίους αντικατέστησε, ήταν ακόμα εν ενεργεία, όπως φαίνεται από εκδίκαση υπόθεσης στην οποία ήταν συμμετέχοντες70. Ο Ποτεστάτος (Potestas) στα κείμενα αυτά αναφέρεται μόνο με το αξίωμά του και όχι ονομαστικά, αλλά στη δεύτερη επιστολή χαρακτηρίζεται « νέος » και ότι ήδη έχει αναλάβει τη διοίκηση. Δεδομένο επίσης είναι ότι οι επιστολές δεν αφήνουν κάποιον υπαινιγμό ευθυνών στον νέο Πραίτωρα Giovanni Battista Giustiniani, άρα είναι φανερό ότι επί της διοικήσεως των προκατόχων του συνέβησαν αυτά και όχι επί των πρώτων ημερών του νεοαφιχθέντος.
Στα κείμενα και των δυο επιστολών δεν υπάρχει λεπτομερής αφήγηση του περιστατικού, ως ήδη γνωστού στους παραλήπτες. Σύμφωνα όμως με το περιεχόμενό τους τα γεγονότα έγιναν ως εξής : Αριθμός Ρωμαιοκαθολικών της Χίου, συνέλαβαν τον Δομηνικανό μοναχό και Γενικό Ιεροεξεταστή Χίου Αντώνιο και τους συνεργάτες του. Αφού δε τους οδήγησαν στο λιμάνι της πόλεως της Χίου, τους εξανάγκασαν να επιβιβασθούν σε παρατυχόν μικρό πλοίο, που θα αναχωρούσε από το νησί σύντομα. Σύμφωνα με τον Πάπα συμπεριφερθήκαν στον υψηλό αυτό αξιωματούχο του και στους υπόλοιπους μοναχούς με προσβλητικό και βίαιο τρόπο «ως κακούργους ρίψαντες εις πλοιάριον και εκθέσαντες εις τους κινδύνους της θαλάσσης και των τρικυμιών »71 Η δε εντολή τους ήταν λακωνική και σαφέστατή : «ευθύς εκ της νήσου να αποχωρήσωσι διέταξον και εξώρισαν αυτούς»72.
Ο μόνος από τα θύματα της βιαιοπραγίας, που αναφέρεται ονομαστικά είναι ο Ιεροεξεταστής Αντώνιος. Στα άλλα πρόσωπα που συνεξορίσθησαν, οι επιστολές αναφέρονται αποκαλώντας τους «άλλους τινας άνδρας μοναχούς»73 και «άλλων χρηστών και φιλοθρήσκων ανθρώπων»74. Όμως από επιστολή του Δόγη προς τις αρχές της Χίου75 μαθαίνουμε ότι οι απλά αναφερόμενοι στην 1η επιστολή ως υπόλοιποι μοναχοί ήταν οι εξής: ο Επίτροπος του Επισκόπου Raffaello della Questa και δυο μοναχοί ο Giovanni da Scio και ο Vincenzo da Saluto76.
Ως ηθική επιβράβευση για τον αφοσιωμένο και ανυποχώρητο Ιεροεξεταστή του, ο Παύλος Δ΄ δεν φείδεται επαινετικών χαρακτηρισμών για το πρόσωπό του. Υπενθυμίζει ότι «εξ ευγενών εγεννήθη » και ότι στο Τάγμα των Δομινικανών «μετά μεγάλου επαίνου, θρησκευτικότητος και εγκρατείας διαβιοί »77. Στην δε επιστολή του προς τον Γενουάτη Δόγη τον αποκαλεί : «Το προσφιλέστατον τέκνον ο Αντώνιος Ιουστινιανός »78. Με όλες τις παραπάνω φράσεις θέλει να κάνει σαφές προς άπαντες, ότι κανείς τους δεν μπορεί να περιφρονεί ένα πρόσωπο που ο Βικάριος του Χριστού και διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου79, δηλαδή ο Πάπας, τιμάει και επαινεί.
Όσον αφορά την ίδια την πράξη της αποπομπής του Ιεροεξεταστή από τη Χίο και τους δράστες αυτής, ο Ποντίφιξ δεν φείδεται αρνητικών χαρακτηρισμών. Ενδεικτικά ας αναφέρουμε μερικούς μόνο : «επιφανούς ύβρεως », «το θράσος και η αυθάδεια », «το τοιούτον ανοσιούργημα και την ιεροσυλίαν»80 και «οίτινες τοιούτον κακούργημα απετόλμησαν»81.
Ποιοι όμως ήταν οι αυτουργοί του τολμήματος αυτού ; Τα ονόματα των δραστών, αλλά και των υποκινητών τους δεν αναφέρονται σε καμία από τις δύο επιστολές. Ούτε κάποια γενικόλογη μνεία γίνεται σε ιδιότητες ή τυχόν αξιώματά τους. Άραγε όλα αυτά τα στοιχεία τα αγνοούσε το Βατικανό ; Βεβαιότατα όχι. Ο ίδιος ο Αντώνιος που κατήγγειλε τα συμβάντα – γεγονός που αναφέρεται έμμεσα στο κείμενο της 1ης και ρητώς σ’ αυτό της 2ης επιστολής – αποκλείεται να μην αναφέρθηκε ονομαστικά στους διώκτες του, αλλά να μίλησε γενικά και αόριστα. Αφ’ ενός διότι θα ήθελε να ληφθεί σοβαρά υπόψη η καταγγελία του, προκειμένου να αποκατασταθεί στη θέση του. Αφ’ ετέρου δε διότι τα γεγονότα ήταν νωπά και σύμφωνα με το δικανικό πνεύμα απ’ το οποίο εμφορείται η Παπική θεολογία, θα επιθυμούσε την άμεση τιμωρία τους, για να ικανοποιηθεί όχι μόνο η ανθρώπινη δικαιοσύνη αλλά κυρίως η Θεία. Παράλληλα το ότι τα ονόματα αυτά ήταν γνωστά, αποκαλύπτεται και στην αναφορά της πρώτης επιστολής, σε ληφθείσα ήδη απόφαση του Πάπα να τους τιμωρήσει «δι’ εκκλησιαστικών επιτιμίων». Μάλιστα τους δράστες τους διακρίνει σε δυο ομάδες, σ’ αυτή «των εργατών» της πράξεως και σ’ αυτή «των υποκινητών». Αφού λοιπόν δεν ζητάει από τις αρχές ανακρίσεις και έρευνες για την εξακρίβωση των προσώπων που έλαβαν μέρος, αλλά αντιθέτως γνωρίζει τόσες λεπτομέρειες, ώστε να αναφέρεται σε πρόσωπα που φανερά πήραν μέρος στη σύλληψη και την ακούσια επιβίβαση του Ιεροεξεταστή, αλλά και σ’ αυτούς που υπήρξαν υποκινητές τους και έδρασαν από το παρασκήνιο, πώς είναι δυνατόν να αγνοούσε τα ονόματά τους ; Όπως ήδη επισημάναμε η επιστολή δεν καταλογίζει ευθύνες στον νέο Πραίτωρα Giovanni Battista Giustiniani, ενώ ταυτόχρονα υπαινίσσεται τουλάχιστον την ανοχή, αν όχι και την κρυφή συνεργασία των τοπικών αρχών. Εξάλλου πώς θα ήταν δυνατό να έδιναν διαταγές περί εξορίας οι φανεροί αυτουργοί, αν δεν είχαν λάβει διαταγή ή αν δεν διέθεταν την κάλυψη των Αρχόντων; Ουσιαστικά η Παπική επιστολή υποδεικνύει με έμμεσο τρόπο ως ηθικούς αυτουργούς, τους προκατόχους του νέου Πραίτωρα, δηλαδή τους Επιτρόπους Giovanni Battista Gentile και Baldassare Giustiniani, χωρίς όμως και να τους αναφέρει ονομαστικά. Αυτοί, όπως ήδη έχει αναφερθεί, είχαν εχθρικότατες σχέσεις με τον Ιεροεξεταστή. Η δε εμπλοκή τους έχει τις ρίζες της ήδη στο 1555, όπου τότε δημόσια είχαν απειλήσει τον Ιεροεξεταστή με εξορία, αν δεν συμμορφωθεί στις εντολές τους και δεν πάψει να ενεργεί χωρίς την άδειά τους. Το αν κάποιος από τους έξι προεστώτας της νήσου Χίου, που ήταν και οι συναποδέκτες της 1ης επιστολής του Ποντίφικα, είχαν συνεργασθεί με τους Επιτρόπους σ’ όλα αυτά, παραμένει άγνωστο. Βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι αν κάποιος απ’ αυτούς είχε υπερασπισθεί τον Αντώνιο, θα αναφερόταν σ’ αυτόν ο συντάκτης της επιστολής με εγκωμιαστικά και επαινετικά λόγια.
Εντύπωση επίσης προκαλεί και το γεγονός ότι και στις δυο επιστολές αποφεύγεται να γίνει έστω και συνοπτική αναφορά σε ποια συγκεκριμένη ενέργεια του Αντωνίου αντέδρασαν οι Χίοι Ρωμαιοκαθολικοί και τον εξόρισαν. Αντιθέτως τα πραγματικά γεγονότα συγκαλύπτονται πίσω από γενικόλογες εκφράσεις όπως :
«τα αγιώτατα παραγγέλματα ημποδίσθη να εκτελέση»82, . «έπρεπε να εκτελέσουν τας διαταγάς της Αποστολικής έδρας περί των απίστων αποστατών»83 και «επεχείρει… να εκτελέση διαταγάς τινας ημετέρας περί των αιρετικών και αποστατών»84 .Τα μόνα που γίνονται σαφή εκ των παραπάνω αποσπασμάτων είναι ότι ο Ιεροεξεταστής δεν ενεργούσε αυτή τη φορά κατόπιν προσωπικής του πρωτοβουλίας , αλλά επιχειρούσε να εφαρμόσει Παπικές εντολές, που είχε λάβει κατευθείαν από τη Ρώμη. Και πάλι δεν κατονομάζονται τα πρόσωπα που διατάχθηκε να καταδιώξει, αλλά, επειδή αυτοί χαρακτηρίζονται ως αιρετικοί και αποστάτες, προφανώς και πρόκειται για πρώην Ρωμαιοκαθολικούς που προσχώρησαν στους Προτεστάντες. Σίγουρα πάντως αυτή η παράλειψη αναφοράς στο ποιοι ήταν αυτοί οι αιρετικοί που έπρεπε να διωχθούν από το τοπικό Γραφείο της Ιεράς Εξετάσεως Χίου, δεν αποτελεί προσπάθεια αποκρύψεως κάποιου μυστικού του Βατικανού, τη στιγμή που όλοι οι παραλήπτες γνώριζαν τα πραγματικά γεγονότα.
Άλλο παράδοξο στοιχείο αποτελεί ότι σε καμία από τις δυο επιστολές δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στον Λατίνο επίσκοπο Χίου Παύλο Φιέσκη (1550 – 1564). Ούτε αν επιδοκίμασε, ούτε αν αποδοκίμασε τα διατρέξαντα συμβάντα. Ούτε αν προσπάθησε να εμποδίσει τη βίαιη απομάκρυνση του Αντωνίου από το νησί, ούτε αν εκ των υστέρων ανέλαβε κάποια δράση υπέρ αυτού. Αν είχε τιμωρήσει με εκκλησιαστικά επιτίμια τους δράστες θα αναφερόταν, αλλά αντίθετα η πρωτοβουλία για την επιβολή τους και για την εφαρμογή τους διατάσσεται από τον Πάπα. Ο Παύλος Φιέσκη αποτελούσε πρόσωπο με ιδιαίτερο κύρος, αφού όπως σημειώνει ο Δ. Ροδοκανάκης « Ήτο γόνος του αυτού Οίκου, εις ον ανήκον και οι ποντίφικες Ιννοκέντιος Δ΄ και Αδριανός Ε΄»85. Επίσης ο ίδιος του αποδίδει τους χαρακτηρισμούς «του ευπαίδευτου και ευγενούς», ενώ ο Γ. Ζολώτας μας πληροφορεί για την καταγωγή του, αποκαλώντας τον γενουάτη πατρίκιο. 85Α Προβληματίζει λοιπόν η απουσία του από όλα τα σχετικά γεγονότα, αν και βρισκόταν στο νησί. Η όλη στάση του, αν συνδυασθεί με τη χρόνια αντιπαλότητα και τη συνεχή υπονόμευση του Ιεροεξεταστή, μας αφήνει να εικάσουμε ότι σιωπηρά επιδοκίμαζε τα γενόμενα και με την απραξία του, τους παρείχε κάλυψη. Το μίσος που πρέπει να έτρεφε εναντίον του ήταν τόσο, που προκειμένου να τον πλήξει φαίνεται να οδηγήθηκε σε μια προσωρινή ανακωχή με τους άσπονδους εχθρούς του, τους Επιτρόπους. Όμως ο Πάπας Παύλος, γνωρίζοντας τις κακές σχέσεις που είχαν επίσκοπος και Ιεροεξεταστής και μη θέλοντας να εκθέσει τον πρώτο, παραλείπει κάθε αναφορά σ’ αυτόν, σαν να ήταν ο επισκοπικός θρόνος της Χίου κενός.
Στην 1η επιστολή του ο Πάπας προειδοποιεί ”φιλικά” τους άρχοντες της Χίου, ότι ο Δόγης και οι κυβερνήτες της Γένοβας έχουν ήδη πληροφορηθεί «το τόσον ανοσίως διαπραχθέν» και «τα μάλιστα απήρεσε» σε αυτούς. Διότι, όπως τονίζει, αφήνοντας μια συγκαλυμμένη αιχμή προς τους παραλήπτες, αυτοί έχουν προς την Αγία Έδρα «διηνεκή …. ευλάβειαν»86. Η έστω και υπολανθάνουσα αυτή Παπική απαρέσκεια, μπορεί να εξηγηθεί, διότι συν τοις άλλοις κανείς από τους δράστες δεν είχε τιμωρηθεί, όπως σαφέστατα αναφέρεται στο κείμενο της επιστολή αυτής. Δεν παραλείπει ο Πάπας να τους τονίσει, ότι μετά από την επιστολή του προς τον Δόγη, η έκδοση από αυτόν διαταγής συμμορφώσεώς τους προς τις επιθυμίες της Αγίας Έδρας πρέπει να θεωρείται βέβαιη και επικείμενο γεγονός. Τους προτρέπει, προκαταλαμβάνοντας το περιεχόμενο του Γενουατικού εγγράφου, να ενεργήσουν προκειμένου, ώστε «μετά της πρεπούσης σπουδής και αυστηρότητος διορθώσει τούτο, και την τοιαύτην κηλίδα της πόλεως ταύτης θέλετε απαλείψει, αναιρούντες καθ’ ολοκληρίαν πάντα τα τότε γενόμενα κατ’ αυτού του αδελφού Αντωνίου και των άλλων οιωνδήποτε είτε κληρικών είτε λαϊκών και άκυρα αυτά καθιστώντες και εξαγνίζοντες το τοιούτον ανοσιούργημα και την ιεροσυλίαν δια της τιμωρίας των εργατών και υποκινητών αυτής, ων το ανόσιον θράσος και ημείς δια εκκλησιαστικών επιτιμίων δικαίως εκρίναμεν ότι έπρεπε να τιμωρηθή »87. Κρίνοντας λοιπόν από τα παραπάνω, συμπεραίνουμε ότι ο Ιεροεξεταστής Αντώνιος και οι συνεργάτες του δεν είχαν ακόμα επιστρέψει στο νησί από την εξορία.
Όμως ο Πάπας υποπτευόταν – μάλιστα δικαιώθηκε απ’ την πορεία των γεγονότων – ότι οι αντιδράσεις εναντίον του έργου της Ιεράς Εξετάσεως θα επαναλειφθούν. Έτσι με τη γνωστή Βατικάνεια διγλωσσία αφ’ ενός απευθύνεται με χριστιανική πραότητα προς αυτούς λέγοντας : «παροτρύνομεν υμάς εν Κυρίω πάρα πολύ», για να ακολουθήσει στη συνέχεια με ύφος ανωτέρου προς κατωτέρους : «και διατάσσομεν, ίνα βοηθήσετε αυτόν τον ιεροεξεταστήν, και εν τω μέλλοντι οσάκις ήθελεν αφ’ ημών ζητήση κοσμικόν βραχίονα δια την εκτέλεσιν αποστολικών εδίκτων και διαταγών περί αιρετικών και αποστατών τούτον άνευ χρονοτριβής παράσχετε εις αυτόν»88 . Αφ’ ετέρου δεν διστάζει να αναφέρει ρητώς ότι αυτά που τους ζητάει δεν είναι παρακλήσεις, αλλά ουσιαστικά αποτελούν «τας διαταγάς ημών»89. Παράλληλα δεν παραλείπει ο Ρωμαίος Ποντίφικας να τους προειδοποιήσει αυστηρώς και να απειλήσει τις κοσμικές αρχές της Χίου ότι σε περίπτωση παρακοής του : «Βαρέως δε θέλομεν φέρει, εάν τινες ήθελον τολμήσει τας διαταγάς ημών να παραμελήσουν και να αδικήσουν πως της έδρας ταύτης τους υπουργούς, εν γνώσει μάλιστα ότι θέλουσι καταδικασθή εις την αιωνίαν του Παντοδυνάμου Θεού κατάραν και την ημετέραν. »90 . Δεν πρέπει να μας ξενίζει αυτή η φράση, που αποτελεί και την κατακλείδα της 1ης επιστολής, καθώς δεν ήταν σπάνιο να υπάρχουν σε Παπικές επιστολές τέτοιες πνευματικές απειλές. Εξάλλου ο Πάπας, προβάλλοντας αυθαίρετα τον εαυτό του ως Βικάριο του Χριστού επί της γης και διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, δεν έχανε ευκαιρία για να κάνει επίδειξη της πνευματικής του ισχύος.
Τα ίδια περίπου αναφέρει και στη 2η επιστολή του, αυτήν που απευθυνόταν «Προς τα αγαπητά τέκνα , άνδρας ευγενείς τον Δούκα και τους κυβερνήτας της Γενοατικής Πολιτείας», προκειμένου και εκείνοι με τη σειρά τους να διατάξουν τους υφισταμένούς τους στη Χίο να υπακούσουν. Εδώ όμως χρησιμοποιούνται εκφράσεις γεμάτες αβροφροσύνη και επαίνους όπως: «… παροτρύνομεν δε και ημείς αυτοί τας ευγενείας σας . » και « Παροτρύνομεν δε την υμετέραν αφοσίωσιν»91.Ταυτόχρονα όμως με διπλωματικά αριστοτεχνικό τρόπο αφήνει να διαφανεί ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή στους Άρχοντες της Γένοβας, παρά μόνο το να πειθαρχήσουν στις Παπικές οδηγίες, αν θέλουν να εξακολουθούν να θεωρούνται πιστά τέκνα της Εκκλησίας, ουσιαστικά εννοεί αφοσιωμένα σ’ αυτόν: «ούτω και εκ μέρους υμών δ’ ημάς περιμένομεν όσα πρέπει να περιμένωνται εκ μέρους τόσον αφοσιωμένων της Εκκλησίας τέκνων»92.
Άμεσο αποτέλεσμα των επιστολών ήταν η επιστροφή του Ιερομονάχου Αντωνίου και η επαναλειτουργία του Γραφείου της Ιεράς Εξετάσεως. Το αν τιμωρήθηκαν οι φυσικοί και οι ηθικοί αυτουργοί της εξορίας του παραμένει άγνωστο σε μας. Θα τολμούσαμε να εικάσουμε ότι ποινές, και μάλιστα όχι αυστηρές, θα επιβλήθηκαν μόνο στους φυσικούς αυτουργούς και αυτό προκειμένου να κρατηθούν τα προσχήματα έναντι του Πάπα.
Ο προστάτης του Ιεροεξεταστή της Χίου, Πάπας Παύλος ο Δ΄ και οι λόγοι της παρεμβάσεώς του
Ο Παύλος ο Δ΄ υπήρξε ως Πάπας (1555 – 1559) ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της Ιεράς Εξετάσεως. Γεγονός όχι παράδοξο, καθότι, ήδη από την εποχή που ήταν καρδινάλιος, υπήρξε αυτός που παρότρυνε τον τότε Πάπα Παύλο Γ΄ να ενισχύσει και να αναδιοργανώσει το έργο της. Ο Καράφα (όπως ήταν το πατρικό του επώνυμο) την εποχή αυτή ήταν αρχηγός μιας ισχυρής ομάδας. Όπως αναφέρει ο παλιός Καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ. Ιωάννης Αναστασίου : «πίστευαν ότι ο τρόπος για να ανανεωθεί ο Ρωμαιοκαθολικισμός ήταν ο πόλεμος της αιρέσεως, ενώ η πολιτική της συνδιαλλαγής δυνάμωνε την αίρεση»93.Ο ίδιος διατέλεσε Πρόεδρος του δικαστηρίου της Ιεράς Εξετάσεως από το 1542 μέχρι και της εκλογής του στον Παπικό θρόνο. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως Προέδρου «επέδειξεν άκραν αυστηρότητα»94.Ήταν μάλιστα τόσος ο ζήλος του για το ” Ιερό” αυτό έργο, που αγόρασε ο ίδιος ένα σπίτι με ευρύχωρα υπόγεια και το εφοδίασε με ποικίλα όργανα βασανιστηρίων. Άλλα και μετά την ανάδειξή του σε Ποντίφικα, δεν έπαψε να ασχολείται συστηματικά με την καταδίωξη των αιρετικών. Κανένα από τα Παπικά του καθήκοντα δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στη συμμετοχή του κάθε Τετάρτη στο δικαστήριό της στη Ρώμη. Σύμφωνα με τον Αμερικανό ιστορικό Kenneth Setton « Ήταν η αγαπημένη του απασχόληση»95. Ταυτόχρονα δεν παρέλειπε να εμποδίζει τη διάδοση των αιρετικών συγγραμμάτων, και γι’ αυτό τον σκοπό παρουσίασε τον πρώτο Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum). Έφθασε μάλιστα μέχρι του σημείου να απαγορεύει την έκδοση κάθε νέου βιβλίου, αν εκ των πρότερων δεν είχε δοθεί γι’ αυτό άδεια εκτυπώσεώς του από το αρμόδιο Ιεροεξεταστικό Γραφείο96. Γενικά ενίσχυσε σημαντικά τον θεσμό της Ιεράς Εξετάσεως και τον υποστήριξε σε κάθε ευκαιρία.
Όλες τις υπόλοιπες υποθέσεις του Παπικού κράτους, διπλωματικές, πολιτικές, οικονομικές, τις είχε αναθέσει στον έμπιστο ανεψιό του, τον περιβόητο για τη διαφθορά του, Καρδινάλιο Carlo Carafa. Ο ίδιος φαινόταν να απολαμβάνει να διασχίζει σχεδόν όλη την ημέρα, τους τεράστιους και ατελείωτους διαδρόμους και τα μεγαλοπρεπή δωμάτια των Παπικών ανακτόρων, συζητώντας ατελείωτα με τον μικρανεψιό του Καρδινάλιο Αλφόνσο Carafa.Το εκπληκτικό ήταν ότι όλη αυτή η αδράνεια και νωχελικότητα παραμέριζαν κάποιες φορές, και έδιναν τη θέση τους σε έντονη δραστηριότητα και αποφασιστικότητα, όταν οι περιστάσεις το καλούσαν. Οι περισσότερες όμως εξ αυτών αφορούσαν θέματα της Ιεράς Εξετάσεως. Η μέριμνά του γι’ αυτήν ήταν ανύστακτη και έκανε τον ήδη ογδόντα δύο ετών Πάπα κυριολεκτικά να ξανανιώνει. Ενημερωνόταν για όλα τα ζητήματα που ανέκυπταν και για όλα τα εμπλεκόμενα μ’ αυτήν πρόσωπα. Η εξορία του Ιεροεξεταστή Αντωνίου, έστω και αν συνέβη στο απομακρυσμένο νησί της Χίου, δεν ξέφυγε της προσοχής του. Η τιμωρία ενός μέλους της Ιεράς Εξετάσεως και η παρεμπόδιση του έργου του εκλείφθηκε από τον Πάπα ως ευθεία προσβολή προς το πρόσωπό του, ως διαδόχου και κατόχου της Έδρας του Αποστόλου Πέτρου97. Όπως αναφέρει στην πρώτη εκ των δύο επιστολών του: «δεν περιυβρίσθει ούτος, (ο Ιεροεξεταστής Αντώνιος) αλλ’ αληθέστερον η Έδρα αύτη »98.Τα κείμενα αυτών των δύο επιστολών του, όπως διατυπώθηκαν, αντανακλούν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη σαφέστατα ευμενή υπέρ της Ιεράς Εξετάσεως και των Ιεροεξεταστών στάση του. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι θεωρεί βασικό γνώρισμα «του έργου» του Ιεροξεταστού ότι αποτελεί «η αγιότης»99. Ενώ «τας διαταγάς της Αποστολικής Έδρας περί των απίστων αποστατών» χαρακτηρίζει ως « αγιώτατα παραγγέλματα»100.
Σύμφωνα με τον ιστορικό John Julius Norwich, ο Παύλος Δ΄ υπήρξε «ο πιο μισητός Πάπας του 16ου αιώνα»101. Αυτός λοιπόν ο «βάναυσος και άκαμπτος»102 Πάπας υπήρξε ο στοργικότερος προστάτης ακόμα και του πιο απομακρυσμένου Ιεροεξεταστή και πραγματικός στυλοβάτης της μισητής Ιεράς Εξετάσεως έως και την ημέρα του θανάτου του, στις 18 Αυγούστου 1559.
Η παρέμβαση της Γένοβας για την επαναφορά του Ιεροεξεταστή της Χίου
Για την αποδυναμωμένη Ιταλική μητρόπολη, η Χίος είχε αρχίσει να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως βάρος και πρόβλημα. Τον 14ο και 15ο αιώνα αποτελούσε πηγή πλουτισμού και εμπορικό και στρατηγικό πλεονέκτημα, αλλά οι ημέρες αυτές είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η Γένοβα αντιλαμβανόταν ότι οι Οθωμανοί μπορούσαν να καταλάβουν το νησί όποτε το επιθυμούσαν, ενώ οι ίδιοι ήταν ήδη αποφασισμένοι να μην θυσιάσουν τίποτε για να το βοηθήσουν. Ήδη από το 1528 είχαν ενημερώσει την Υψηλή Πύλη, δια του αντιπρόσωπου τους στην Κωνσταντινούπολη, ότι παραδίδουν το νησί στον έλεγχο των Γενουατοχίων, δηλαδή των Μαονέζων103. Αν και θεωρητικά η Χίος παρέμενε κάτω από τη Γενουατική επίδραση, η Δημοκρατία της Γένουας κρατούσε συν τω χρόνω όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις από τα συμβαίνοντα στη Χίο. Από το γερασμένο, αλλά ακόμα αετίσιο μάτι της, δεν ξέφευγε και ο βαθύς διχασμός, που όλο και διογκωνόταν στην τοπική κοινωνία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιστορικός Kenneth Setton: «Τα προβλήματα ήταν η Χιακή ημερήσια διάταξη… Τα παράπονα και οι καυγάδες ήταν χωρίς τέλος στη Χίο»104.
Προφανώς σ’ αυτή την απροθυμία της Γένοβας να αναμιγνύεται στις τοπικές έριδες που αναφύονταν, να υπολόγιζαν και οι Επίτροποι Giovanni Battista Gentile και Baldassare Giustiniani, όταν προέβησαν στην εξορία του Ιεροεξεταστή Χίου Αντώνιου Λόγγου Ιουστινιάνη. Αυτό που ίσως δεν υπολόγισαν ήταν ότι στον Παπικό θρόνο βρισκόταν ο Πάπας Παύλος ο Δ΄, θερμός θιασώτης της Ιεράς Εξετάσεως. Αναμφισβήτητα αυτή η δια επιστολών Παπική παρέμβαση, συνετέλεσε ως ένα βαθμό στο να εξαναγκασθεί η Γένοβα να εγκαταλείψει τη συνήθη πλέον ουδέτερη στάση της στα συμβαίνοντα στη Χίο.
Αλλά σίγουρα αυτό που βάρυνε ουσιαστικά στον ζυγό των αποφάσεων του Δόγη, περισσότερο από τις επαπειλούμενες Παπικές κατάρες, ήταν ο Ισπανικός παράγοντας. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1528 η Γενουατική Δημοκρατία ήταν κάτω από την εξάρτηση του Βασιλείου της Ισπανίας. Ο Βασιλεύς της Φίλιππος Β΄ (1556 – 1598) ήταν «Προσηλωμένος, όπως και ο πατήρ του, εις την καθολικήν θρησκείαν… ενόμιζεν, ότι εκτελεί θεάρεστον πράξιν καταδιώκων την θρησκευτικήν μεταρρύθμισιν. Έλαβε ζωηρόν μέρος εις τας θρησκευτικάς διαμάχας της εποχής, κατεδίωξε τους αλλοδόξους πάσης αποχρώσεως εις το κράτος του και περιεπλάκη εις εξωτερικούς πολέμους, οι οποίοι εξήντλησαν την δύναμιν της Ισπανίας »105. Ο Δόγης και η Γενουατική κυβέρνηση (Signoria) ούτε επιθυμούσαν να προκαλέσουν, αλλά ούτε και μπορούσαν να παραβλέψουν την οργή του Φιλίππου, αν πληροφορούνταν, δια του Πάπα106 το πιθανότερο ή και από άλλη πηγή, ότι καταδιώκεται η Ιεροεξεταστική δραστηριότητα σε περιοχή υπό Γενουατική κυριαρχία. Συνεπώς έπραξαν το πιο συνετό και ασφαλές γι’ αυτούς. Τάχιστα συνέταξαν την επιζητούμενη από τον Πάπα επιστολή107, που φέρει ημερομηνία
20 Απριλίου 1558. Αποστολείς ήταν ο Δόγης της Γένουας Pietro Giovani Cibo Chiavica108 και οι κυβερνήτες της Δημοκρατίας της Γένουας. Παραλήπτες ήταν ο Ποτεστάτος Giovanni Battista Giustiniani και ο Επίτροπος Francesco Magnifico στη Χίο.
Κάτω λοιπόν από αυτή τη διπλή πίεση, Πάπα, Γένοβας και την επαπειλούμενη της Ισπανίας, οι τοπικές αρχές και οι Μαονέζοι της Χίου αναγκάσθηκαν να αναδιπλωθούν, έστω και προσωρινά, και να αποδεχθούν την επιστροφή του Ιεροεξεταστή. Σύμφωνα με τον Απόστολο Βακαλόπουλο και τον Φίλιππο Αργέντη, ακόμα και η αντικατάσταση των Επιτρόπων G. B. Gentile και B.Giustiniani, έγινε για τους ίδιους λόγους109. Εξάλλου και οι Μαονέζοι της Χίου, μετά από την ουσιαστική εγκατάλειψή τους από τη μητρόπολη Γένοβα το 1528, βρίσκονταν σε ένα συνεχή αγώνα, για να κερδίσουν την εύνοια και την υποστήριξη του Παπικού κράτους, της Ισπανίας, της Γαλλίας, ακόμα και της τόσο μισητής σ’ αυτούς Βενετίας. Είχαν να παλέψουν μόνοι τους εναντίον των Τούρκων. Δεν ήταν καιρός να αποκτούν νέους εχθρούς.
Εδώ θα πρέπει οπωσδήποτε να προσθέσουμε ακόμα ένα στοιχείο που ερμηνεύει τη Γενουατική στάση. Για την Ισπανία, πέραν των προαναφερθέντων θρησκευτικών λόγων που προμήνυαν την ανάμιξή της στο θέμα, η Χίος δεν ήταν ένα αδιάφορο μέρος. Αποτελούσε τη βάση των κατασκόπων της και το ορμητήριό τους προς τη γειτονεύουσα Οθωμανική αυτοκρατορία. Ολόκληρο δίκτυο κατασκόπων της ήταν εγκατεστημένο στο νησί, για να συλλέγει πληροφορίες , κυρίως στρατιωτικού ενδιαφέροντος, είτε από εκεί είτε με μυστικές αποστολές προς την Κωνσταντινούπολη. Συντονιστής αυτού του δικτύου ήταν ο Nicolo Giustiniani. Γνωρίζοντας όλα αυτά δεν πρέπει να απορεί κανείς, γιατί με διαταγή της Γένοβας το πρόσωπο αυτό οριζόταν από εδώ και πέρα μαζί με τον νέο Ποτεστάτο ως οι συνεπικουρούντες στο έργο της Ιεράς Εξετάσεως στη Χίο. Ήταν η σαφέστατη απόδειξη ότι η Γένοβα σε ένδειξη καλής θελήσεως και προκειμένου να αποτρέψει κάθε μελλοντική υποψία του Φιλίππου εναντίον της, τοποθετούσε ένα πράκτορα της Ισπανίας ως «βοηθό» του Ιεροεξεταστή Χίου.
Η παρούσα διαμάχη έληξε όχι με απλή νίκη του Ιεροεξεταστή Αντωνίου Ιουστινιάνη, αφού επέτυχε την επιστροφή του από την εξορία, αλλά με ένα φαινομενικό θρίαμβό του. Η Γενουατική κυβέρνηση (Signoria) βλέποντας τη διστακτικότητα του νέου Ποτεστάτου στο θέμα των σχέσεων με τον Ιεροεξεταστή , ουσιαστικά κατέστησε σαφές ότι η εξουσία της Ιεράς Εξετάσεως θα ήταν η επικρατέστερη, και οι πολιτικές αρχές θα ήταν τα εκτελεστικά όργανά της110. Στην πράξη όμως και όσο περνούσε ο καιρός αποδείχθηκε ότι όλα αυτά θα παρέμεναν κενό γράμμα.
Κατηγορία του Ιεροεξεταστή της Χίου εναντίον των Επιτρόπων ως αιρετικών
Όπως πληροφορούμαστε από επιστολή του πρώην Επιτρόπου Baldassare Giustiniani προς τον Δόγη και τους Κυβερνήτες της Γένοβας, αναγόμενη στις 18 Μαΐου του 1558, τόσο αυτός όσο και ο Giovanni Battista Gentile είχαν κατηγορηθεί ως αιρετικοί και ειδικότερα ως Λουθηρανοί. «Κατανοώ ότι τ’ αυτιά των Εξοχοτήτων σας, θα κουδουνίζουν στο άκουσμα αυτών των νέων»111, γράφει χαρακτηριστικά ο συντάκτης της επιστολής, θέλοντας έτσι να τονίσει το απροσδόκητο και το εξωφρενικό της κατηγορίας. Ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε αντικληρικά αισθήματα που του καταλογίζουν οι κατήγοροί του, «καθώς και κάθε εχθρότητα έναντι της Εκκλησίας»112. Η αντιπαράθεσή του με τον Ιεροεξεταστή απέβλεπε αποκλειστικά στο «να υπερασπισθεί την ανεξαρτησία και την τιμή της Γένουας»113. Ο δε φημολογούμενος Λουθηρανισμός τους ήταν «η αγάπη για την δική σας αξιοπρέπεια και μεγαλοσύνη και η υπεράσπιση της αυτοκρατορίας σας και η ανεξαρτησία της δύναμής της, αυτά αποτελούν την αίρεση μας»114.
Σύμφωνα με τον Φίλιππο Αργέντη, η κατηγορία αυτή θεμελιώθηκε κυρίως επάνω στο θέμα της προαναφερθείσας εξορίας του Ιεροεξεταστή Χίου Αντώνιου Λόγγου Ιουστινιάνη και άλλων Ρωμαιοκαθολικών μοναχών από τη Χίο115. Ο Baldassare Giustiniani ονομάζει ως συκοφάντες του γενικά την εκκλησιαστική παράταξη της Χίου, τους Vescovani, δηλαδή τους υποστηρικτές του Επισκόπου Χίου και του Ιεροεξεταστή116. Νομίζουμε όμως ότι δεν χωρά αμφιβολία ότι αυτή την κατηγορία ενορχήστρωσε και διέδωσε βασικά ο Ιεροεξεταστής Αντώνιος. Θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως την εκδίκησή του για τα πρόσωπα που ουσιαστικά τον καθαίρεσαν από το αξίωμά του και τον ταπείνωσαν, εξορίζοντάς τον. Όμως για τον Αντώνιο η κατηγορία αυτή δεν ήταν χαλκευμένη και προϊόν εμπάθειας, αλλά η αποκάλυψη κρυφών εχθρών του Ρωμαιοκαθολικισμού και συγκαλυμμένων θιασωτών του Λουθήρου. Αφού οι Επίτροποί με σθένος παρακώλυαν τη δράση του Ιεροεξεταστή και στο τέλος τον εξόρισαν, τα κρυφά κίνητρά τους κατ’ αυτόν δεν ήταν άλλα από την πρόθεσή τους να υπονομευόσουν τον αγώνα του Παπισμού εναντίον της Μεταρρυθμίσεως.
Με τη σειρά του ο Baldassare Giustiniani, περνώντας στην αντεπίθεση, καταγγέλλει τον Ιεροεξεταστή Αντώνιο για τη δράση του, η οποία επεκτεινόταν και στους Έλληνες Ορθοδόξους της Χίου και τους Εβραίους, τους οποίους δίκαζε και υπέβαλε σε βασανιστήρια, χωρίς να έχει τη σχετική αρμοδιότητα. Παράλληλα χαρακτηρίζει τους κατηγόρους του και οπαδούς της παράταξης των κληρικών, ως λιγότερο γνωστούς για την αφοσίωσή τους στην πίστη παρά για την απληστία τους. Οι φανατικότεροι υποστηρικτές του Επισκόπου και του Ιεροεξεταστή δεν ήταν άλλοι από χρεοφειλέτες κλέφτες, βιαστές, και γενικά άτομα με κάθε είδους παραβατική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον πρώην Επίτροπο, όλοι αυτοί μεταβλήθηκαν σε εχθρούς τους, γιατί κατά την θητεία τους προσπάθησαν να επιβάλλουν καθεστώς ευνομούμενης πολιτείας στο νησί. Έτσι όλων αυτών θίγονταν τα συμφέροντα και επικρέμονταν πάνω απ’ την κεφαλή τους ο κίνδυνος της τιμωρίας. Θεώρησαν λοιπόν ότι κατά την αρχή ο εχθρός του εχθρού μου φίλος μου, έπρεπε να συνασπιστούν με τις εκκλησιαστικές αρχές μέχρι την εξόντωση των Επιτρόπων.
Αυτό που δεν πρέπει να περάσει ασχολίαστο εδώ, είναι η τόσο πρόθυμη αποδοχή από τις Λατινικές εκκλησιαστικές αρχές της υποστήριξης που τους πρόσφεραν αυτά τα τόσο επιλήψιμα άτομα. Για τα οποία και τα μισά από τα λεγόμενα του Giustiniani να είναι αληθή, όντως η συνεργασία με αυτούς αποτελούσε μια παράδοξη, όσο και ανίερη συμμαχία. Προφανώς για μια ακόμα φορά εφαρμόσθηκε και στην προκειμένη περίπτωση η γνωστή Ιησουιτική αρχή: « ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και μάλιστα από τον τιμητή της ηθικής και φύλακα της πίστεως, τον Ιεροεξεταστή Αντώνιο. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ μια σχετική μαρτυρία, αυτήν του βαΐλου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη, ο όποιος σε επιστολή του, στις 27 Νοεμβρίου 1560, κατακρίνοντας τους Ρωμαιοκαθολικούς της Χίου γράφει τα εξής: «αν και εις αυτόν τον τόπον (στη Χίο) δεν ημπορεί κανείς να έχη εμπιστοσύνην εις την πίστιν των Χριστιανών»116Α.
Η προσπάθεια διώξεως του Maestro Segismondo of Puglia από τον Ιεροεξεταστή της Χίου (1558 – 1559)
Η νέα κρίση δεν άργησε να ξεσπάσει στις σχέσεις Ιεροεξεταστή και πολιτικής εξουσίας. Ήδη λίγους μήνες μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο Αντώνιος συγκρούσθηκε με τον Ποτεστάτο – Πραίτωρα Giovanni Battista Giustiniani, ο οποίος αποφάσισε, παρά τις παπικές νουθεσίες και προειδοποιήσεις και παρά τις εντολές από την Γένοβα, να βαδίσει στα βήματα των προκατόχων του Επιτρόπων.
Αφορμή στάθηκε η παρουσία στη Χίο αριθμού αιρετικών προσώπων. Για την υπόθεση αυτή υπάρχουν πολλά σημεία της που παραμένουν στο σκοτάδι: Δεν υπάρχει ο ακριβής αριθμός αυτών των προσώπων. Η κατηγορία εναντίον τους ήταν ότι είναι ύποπτοι για αίρεση, χωρίς να κατονομάζεται ποια ήταν αυτή. Όμως επειδή εκείνη την εποχή η Ι. Εξέταση είχε επικεντρωθεί στην καταδίωξη της Μεταρρυθμίσεως, προφανώς και πρόκειται για άτομα που είχαν προσχωρήσει ή έρεπαν προς τον Προτεσταντισμό. Ο μόνος εξ αυτών που αναφέρεται με το όνομά του είναι ο Maestro Segismondo of Puglia. Γι’ αυτόν πέρα από την Ιταλική καταγωγή του από την Απουλία, περιοχή της Νοτιοανατολικής Ιταλίας, τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό. Αν και δεν μαρτυρείται από κάποια πηγή, νομίζω ότι την παρουσία αυτών των προσώπων στο νησί θα πρέπει να ανέφερε στη Ρώμη ή στη Γένοβα ο τοπικός Ιεροεξεταστής, ως και όφειλε. Το βέβαιο πάντως είναι ότι από τους επικεφαλής της Ιεράς Εξετάσεως στη Γένοβα ήλθε εντολή στον Γενικό Ιεροεξεταστή Χίου να μεριμνήσει για την εξορία τους από το αιγαιοπελαγίτικο νησί. Το παράδοξο είναι γιατί δεν διατάχθηκε να τους συλλάβει και να τους δικάσει ο ίδιος ή να τους αποστείλει να δικασθούν στην Ιταλία, αφού ήταν ύποπτοι για αίρεση και αυτή ήταν η διαδικασία που προβλεπόταν για την περίπτωσή τους. Στην προσπάθειά του ο Αντώνιος να εκτελέσει την εντολή που είχε, δηλαδή απλά να απελαθούν αυτά τα πρόσωπα, βρέθηκε αντιμέτωπος με την πεισματική άρνηση του Πραίτωρα G. B. Giustiniani. Και έτσι παρήλθε ολόκληρο έτος και ένας τουλάχιστον εξ αυτών, ο Maestro Segismondo φανερά κυκλοφορούσε στο νησί δίνοντας την αίσθηση σε όλους ότι διαθέτει την προστασία και την κάλυψη των Αρχών, προκαλώντας γι’ αυτό πολλά ερωτηματικά. Παρά λοιπόν τις συνεχείς οχλήσεις του πάντα επίμονου και μεθοδικού Δομινικανού μοναχού για εφαρμογή της διαταγής του Γενουατικού Ιεροεξεταστικού Γραφείου, τίποτε δεν κατόρθωσε. Σύμφωνα με τον Φίλιππο Αργέντη, ο Ποτεστάτος γνωρίζοντας ότι δεν θα έχει καμία υποστήριξη από τη Γενουατική Signoria, ακολουθούσε την τακτική της παθητικής αντίστασης117.
Μην μπορώντας λοιπόν να καταβάλει την αντίδραση του Ποτεστάτου – Πραίτωρα δεν δίστασε να απευθυνθεί στους ανωτέρους του στην Γένοβα, με την ελπίδα να τον επιπλήξουν, ώστε να σταματήσει να φέρνει εμπόδια στο έργο της Ιεράς Εξετάσεως. Συνέταξε επιστολή διαμαρτυρίας με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1559 και αποδέκτες τον Δόγη της Γένουας Gιrolamo Vivaldi118 και τους κυβερνήτες της Δημοκρατίας της Γένουας119. Από το περιεχόμενο αυτής της επιστολής γνωρίζουμε το ελλιπές αυτό ιστορικό, που αφορά την περίπτωση Segismondo. Σ’ αυτήν ο συντάκτης της αναφέρει ότι ο Ποτεστάτος “κώφευε ” σε όλες του τις εκκλήσεις, χωρίς να διαθέτει καμία δικαιολογία γι’ αυτό. Κατά τη γνώμη του Χιογενοβέζου Ιεροεξεταστή, η μόνη αιτία γι’ όλα αυτά ήταν η ασθενής θέληση του Πραίτωρος. Σε τόσο αδιέξοδο μάλιστα τονίζει ότι βρέθηκε, που δηλώνει στην παρούσα επιστολή ότι :«πλέον απέχει από την εφαρμογή δικαστικών εκτελέσεων και από το να προσάγει σε δίκη αιρετικούς και άλλα σκανδαλοποιά άτομα, όπως υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει ο αντιπρόσωπος του Ιερού Γραφείου »120.
Το ζήτημα, όχι μόνο δεν λύθηκε, αλλά αντιθέτως περιεπλάκει έτι περαιτέρω. Ο Αντώνιος συνέταξε και δεύτερη επιστολή στις 30 Νοεμβρίου 1559 και τρίτη στις 15 Ιανουαρίου 1560 με αποδέκτες τους ίδιους με την πρώτη επιστολή. Απ’ αυτές πληροφορούμαστε ότι οι Μαονέζοι άρχοντες της Χίου, οι οποίοι ήταν επίσης εχθροί του, κατηγορούσαν τον ίδιο ως αιρετικό. Είναι φανερό ότι σ’ αυτό είχαν καλό δάσκαλο. Όχι κάποιον άλλο, αλλά τον ίδιο τον Ιεροεξεταστή. Το ίδιο “όπλο” είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος πριν ενάμιση χρόνο, για να εξοντώσει ηθικά τους πρώην Επιτρόπους Baldassare Giustiniani και Giovanni Battista Gentile και να τους τιμωρήσει για την εξορία του. Επίσης τον κατηγορούσαν ότι ήταν : «ένας χολερικός άνθρωπος με άκαμπτη συμπεριφορά»121. Στις επιστολές αυτές ο Αντώνιος αρνείται φυσικά κάθε κατηγορία και προσπαθεί να υπερασπισθεί το έργο που επιτελούσε. Υποπτευόταν, και όχι άδικα, ότι ο άσπονδος εχθρός του, ο Επίσκοπος Χίου Παύλος Fieschi, ήταν το πρόσωπο που μυστικά είχε ενημερώσει τους Άρχοντες της Γένουας γι’ αυτές τις συκοφαντικές διαδόσεις. Ενώ θεωρητικά ανήκαν και οι δυο στο ίδιο “στρατόπεδο”, ήταν τέτοια η προσωπική αντιπάθεια και η αντιπαλότητα, που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, που δύσκολα κρατιόταν τα προσχήματα. Όμως αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, στον ζυγό των ευθυνών η βαρύτερη πλευρά έγερνε προς τον Fieschi.
Κατακλείνοντας αυτή την ενότητα πρέπει να αναφέρουμε ότι στη Χίο του 16ου αιώνα, η περίπτωση του Maestro Segismondo δεν ήταν η μοναδική. Παρατηρούνταν συχνά η παρουσία μεμονωμένων Προτεσταντών που διέρχονταν από το νησί, κυρίως χάριν εμπορίου, που όμως δεν παρέλειπαν σε κάθε ευκαιρία να γίνονται και κήρυκες της Μεταρρυθμίσεως. Σύμφωνα με τον Λέοντα Αλλάτιο σύχναζαν κυρίως Ολλανδοί Καλβινιστές, για τους οποίους οι Χίοι ένιωθαν πραγματική αποστροφή122. Το 1573 ο Ιάκωβος Παλαιολόγος επέστρεψε για μικρό χρονικό διάστημα123 στην Τουρκοκρατούμενη πλέον Χίο, ελεύθερος από τον φόβο του Ιεροεξεταστή Αντωνίου, αφού το Γραφείο του είχε κλείσει από το 1562.(Βλέπε παρακάτω σχετική ενότητα). Τότε προσπάθησε να κηρύξει τις Προτεσταντικές και αντιτριαδικές του διδασκαλίες, όμως συνάντησε την αντίδραση τόσο των Ορθοδόξων όσο και των Ρωμαιοκαθολικών. Με μεγάλη κατάπληξη διαπίστωσε ότι ακόμα και οι εναπομείναντες, μετά την Τουρκική κατάκτηση του νησιού, παλιοί φίλοι και υποστηρικτές του είχαν στραφεί εναντίον του και θα τον είχαν κακοποιήσει δημόσια, εάν δεν τον προστάτευαν οι Τούρκοι.
Το Γραφείο της Ιεράς Εξετάσεως στη Χίο και οι Ορθόδοξοι
Θεωρητικά η λειτουργία του Ιεροεξεταστικού θεσμού αφορούσε τον έλεγχο και τη συμμόρφωση των Ρωμαιοκαθολικών που παρεκτρέπονταν, αλλά και την τιμωρία αυτών που αποσκιρτούσαν προς την αίρεση, τη μαγεία κ.λ.π. Όπως όμως είναι γνωστό, στα δίκτυα της Ιεράς Εξετάσεως συχνά εμπλέκονταν και αλλόθρησκοι και ετερόδοξοι. Κλασικό παράδειγμα η Ισπανική Ιερά Εξέταση που καταδίωξε συστηματικά Μουσουλμάνους και Εβραίους εξαναγκάζοντάς τους να ασπασθούν τον Παπισμό ή να εγκαταλείψουν την Ισπανία.
Στον φραγκοκρατούμενο ελληνικό χώρο οι Ορθόδοξοι Έλληνες ονομάζονταν από τους Λατίνους περιφρονητικά σχισματικοί . Όμως το αντιφατικό είναι ότι, αν και από τη μια μας αποκαλούσαν σχισματικούς, απ’ την άλλη οι κατά τόπους Παπικοί επίσκοποι δεν έχαναν ευκαιρία για να αναμιγνύονται στις Ορθόδοξες κοινότητες των περιοχών, που με τη δύναμη της κοσμικής βίας κατείχαν. Απαγόρευαν την ύπαρξη Ορθοδόξου επισκόπου, εξανάγκαζαν σε συλλείτουργα, και γενικώς επενέβαιναν στα εσωτερικά των Ορθοδόξων με βίαιο και εξευτελιστικό τρόπο. Το ίδιο έκανε και η Ιερά Εξέταση. Υπάρχουν καταγεγραμμένα τέτοια περιστατικά. Μεταξύ αυτών, ας αναφέρουμε για παράδειγμα, την περίπτωση της προσπάθειάς της να δικάσει Έλληνα Ορθόδοξο στην Κεφαλληνία124 .Επίσης στα μέσα του 16ου αιώνα διεξήχθησαν δίκες Κυπρίων που ήταν Βενετοί υπήκοοι και κατηγορήθηκαν στην Ιερά Εξέταση ότι αποδέχονταν ιδέες της Μεταρρυθμίσεως125.
Τα ίδια όμως συνέβαιναν και στη Χίο, σύμφωνα με την προαναφερθείσα μαρτυρία της επιστολής του Επιτρόπου Χίου Baldassare Giustiniani προς τον Δόγη της Γένουας το 1558126. Φαίνεται ότι, έστω και παράτυπα, η δράση του Ιεροεξεταστή Αντωνίου επεκτεινόταν και στους Έλληνες Ορθοδόξους της Χίου, τους οποίους δίκαζε και υπέβαλε σε βασανιστήρια, χωρίς να έχει τη σχετική αρμοδιότητα. Για να μην υπάρξει παρεξήγηση, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι αυτά δεν τα αναφέρει, γιατί ήταν αντίθετος προς τη χρήση βασανιστηρίων ή από συμπάθεια προς τους Ορθοδόξους, αλλά, γιατί, κατά τη γνώμη του, ο Ιεροεξεταστής καταχρόταν δικαστικές και πειθαρχικές δικαιοδοσίες, που ανήκαν στον χώρο, που έλεγχε εκείνος ως επίτροπος της Γενουατικής Signoria.
Στις προηγούμενες μαρτυρίες συνηγορεί και μια έμμεση αναφορά του Ραϋμόνδου Αμεδαίου Βίγνα. Πλέκοντας το εγκώμιο του Ιεροεξεταστή Αντωνίου Λόγγου Ιουστινιάνη εξηγεί ότι οι διώξεις και ο κατατρεγμός του οφειλόταν όχι τόσο στην πλευρά των Ελλήνων σχισματικών (= Ορθοδόξων), που αποτελούσαν και την πλειοψηφία του πληθυσμού, άλλα στους δικούς του, δηλαδή τους Ρωμαιοκαθολικούς άρχοντες του νησιού. Συγκεκριμένα αναφέρει: « …non tanto da parte dei greci scismatici, ch’ erano la maggioranza nel paece, quanto dai nobili, suoi parenti, governanti dell’ isola… »127. Αν δεν αναμιγνυόταν ο Ιεροεξεταστής στα των Ορθοδόξων, γιατί αυτοί να στρέφονταν εναντίον του, έστω και συγκριτικά πολύ λιγότερο από τους ίδιους τους Ρωμαιοκαθολικούς ;
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι στη Χίο από το 1365 και μέχρι το τέλος της Γενουατοκρατίας το 1566 είχε απαγορευθεί η παρουσία Ορθοδόξου Επισκόπου στο νησί, κατά απαίτηση του Λατίνου επισκόπου. Σποραδικά επιτρεπόταν η παρουσία Δικαίου, δηλαδή Ορθοδόξου ιερομονάχου, που υποκαθιστούσε σε κάποια από τα καθήκοντά του τον Επίσκοπο128.Το 1555 – 1556, όπως γίνεται γνωστό από τον Συνοδικό Τόμο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάσαφ Β΄, υπήρχε στο νησί Δικαίος, όμως δεν γνωρίζουμε ποιος ήταν αυτός, γιατί δυστυχώς στο κείμενο αναφέρεται μόνο με το οφίκιό του και όχι και με το όνομά του129. Επίσης δεν γνωρίζουμε όλα τα έτη της διακονίας του ως Δικαίου Χίου. Αυτή η απαγόρευση παρουσίας Επισκόπου δείχνει και τις πραγματικές προθέσεις των Παπικών, που δεν ήταν άλλες από τη συνεχή προσπάθεια αφομοιώσεως των Ορθοδόξων ή του εξουνιτισμού τους. Μ’ αυτό το εκβιαστικό μέτρο και ο Ιεροεξεταστής είχε περισσότερα περιθώρια αυθαιρεσίας έναντι των Ορθοδόξων, χωρίς να φοβάται την αντίδραση του Ορθοδόξου Επισκόπου ή την επέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η κατάργηση του Γραφείου της Ιεράς Εξετάσεως στη Χίο το 1562
Το Νοέμβριο του 1561 ανέλαβε τα καθήκοντά του ο νέος Ποτεστάτος Vincenzo Giustiniani, με τον οποίο ο Αντώνιος ανέπτυξε τάχιστα το ίδιο κακές και τεταμένες σχέσεις, όπως και με τους προκατόχους του. Παρά τις διαφορές που είχε ο Vincenzo Giustiniani και με τον Παπικό επίσκοπο Παύλο Φιέσκη – που με την πάροδο του χρόνου γίνονταν οξύτερες – δημιούργησαν κοινό μέτωπο εναντίον του Ιεροεξεταστή. Όμως το Γραφείο της Ιεράς Εξετάσεως, παρά τα σχεδόν καθημερινά προβλήματα που αντιμετώπιζε από τις κοσμικές Γενουατικές αρχές του νησιού, αλλά και την εχθρότητα του τοπικού επισκόπου, συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι και τα τέλη του 1562 υπό την διεύθυνση του Αντωνίου Λόγγου Ιουστινιάνη. Τότε «απήλπισεν ο φρα Αντώνιος»130και ζήτησε από τον διαδεχθέντα τον Παύλο Δ΄, Πάπα Πίο Δ΄(1559 – 1565), την ανάκλησή του στη Ρώμη. Το μέγεθος της απογνώσεώς του και της παραδοχής της αποτυχίας των προσπαθειών του, γίνεται αντιληπτό, αν ξαναθυμίσουμε ότι η συγκεκριμένη θέση του Ιεροεξεταστή και μάλιστα στο Γραφείο της Χίου δεν του επιβλήθηκε από το Βατικανό παρά τη θέλησή του. Το αντίθετο μάλιστα, εκείνος προσπάθησε να πείσει τον Πάπα Ιούλιο Γ΄ για την ικανότητά του να αναλάβει Ιεροεξεταστής, αλλά και θερμά τον παρακάλεσε να μην τοποθετηθεί σε άλλη καλύτερη θέση παρά στον τόπο καταγωγής του, στη Χίο. Στην αρχή του παρόντος κειμένου είχαμε αναφέρει ότι προτιμούνταν από τον Πάπα η τοποθέτηση Χιογενών, με το σκεπτικό ότι θα είναι αποτελεσματικότερο το έργο τους και παράλληλα θα γίνονταν πιο εύκολα αποδεκτοί από τους ντόπιους. Γεγονός όμως αποτελεί ότι τουλάχιστον στην περίπτωση του Ιεροεξεταστή Αντωνίου η εντοπιότητα δεν τον βοήθησε σχεδόν καθόλου. Αλλά επί του προκειμένου ας μην παραβλέπουμε ότι εκείνος έφυγε από την γενέτειρά του έφηβος και γύρισε σαρανταπενταετής, μορφώθηκε και έζησε στην Ιταλία, χωρίς να διατηρεί καμία σχεδόν σχέση με τον τόπο του.
Η γνώμη του Δ. Ροδοκανάκη για τον Αντώνιο Λόγγο ως Ιεροεξεταστή είναι ότι υπήρξε εκ «των μάλλον ευσπλάχνων και φιλανθρώπων δικαστών του φοβερού εκείνου Ιεροκριτηρίου »131. Ουσιαστικά παραδέχεται ότι εν συγκρίσει με τον « φοβερό » θεσμό, που υπηρετούσε, ήταν όσο πιο σπλαχνικός και φιλάνθρωπος μπορούσε, αλλά και του επιτρεπόταν από τα καθήκοντά του. Και πράγματι, αν τον συγκρίνουμε με άλλους Ιεροεξεταστές, ήταν « άγγελος » καλοσύνης. Για παράδειγμα, ας αναφέρουμε τον Μέγα Ιεροεξεταστή της Ισπανίας, τον Δομινικανό μοναχό Θωμά δε Τορκεμέδα (Tomas de Torquemada). Αυτού μόνο τα θύματα που κάηκαν στην πυρά ήταν κατά τον μετριοπαθέστερο υπολογισμό 2000132. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε τους χιλιάδες που βασάνισε με φρικτά βασανιστήρια κατά την διάρκεια των ανακρίσεων και αυτούς που δήμευσε την περιουσία τους ή έριξε στις φυλακές, καθώς και τους 122.000 Εβραίων που εξόρισε133, συμπληρώνουμε τη ζοφερή εικόνα του, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σχετική μετριοπάθεια του Αντωνίου. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να του καταμερίσουμε το μερίδιο των προσωπικών του ευθυνών, ως διακόνου της Ιεράς Εξετάσεως, που δεν είναι καθόλου αμελητέο. Τα προαναφερθέντα ιστορικά στοιχεία του καταλογίζουν : βασανιστήρια, δίκες, φυλακίσεις, εξορίες, γραπτές καταγγελίες, παρακολούθηση υπόπτων, αναζήτηση δραπετών. Όλα αυτά αποτελούν ένα κατηγορητήριο αρκετά βαρύ, που καμία σύγκριση ή δικαιολογία δεν μπορεί να παραμερίσει.
Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Αντώνιος δεν ζήτησε απλά και μόνο την απαλλαγή του από τα καθήκοντα του Γενικού Ιεροεξεταστού Χίου και την ανάκλησή του στη Ρώμη. Άλλα ταυτόχρονα « μετά παρακλήσεως » πρότεινε το οριστικό κλείσιμο του Γραφείου της Ιεράς Εξετάσεως στη Χίο, δηλαδή του θεσμού που επί δώδεκα έτη υπηρέτησε με πάθος και συνέπεια. Όσον αφορά τον χρόνο των σχετικών με την ανάκληση του Αντωνίου και την κατάργηση του Ιεροεξεταστικού Γραφείου γεγονότων, δεν υπάρχει άλλη ημερομηνία βέβαιη, πλην αυτής της χειροτονίας του τέως Ιεροεξεταστή Αντωνίου στη Ρώμη: 16 Δεκεμβρίου 1562.
Ίσως η αίτησή του για κατάργηση του Γραφείου, θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια ένδειξη μεταμέλειας, όχι όμως και μετάνοιας. Μετανοημένος θα ήταν, αν δημόσια καταδίκαζε το έργο και τις πρακτικές της Ιεράς Εξετάσεως και έδειχνε στην υπόλοιπη ζωή του να είναι συντετριμμένος για όσα είχε πράξει υπηρετώντας την. Ενδεχομένως να αντιλήφθηκε ως ένα βαθμό, ότι περισσότερο ζημιώνεται μ’ αυτήν η πλευρά των Ρωμαιοκαθολικών και ότι τίποτε καλό, δίκαιο και ψυχωφελές δεν μπορεί να προκύψει μέσα από έναν τόσο απάνθρωπο και αντιχριστιανικό θεσμό.
Όμως η πράξη του αυτή, για να κατανοηθεί πλήρως, πρέπει να ενταχθεί στο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής της. Η Χίος ασφυκτιούσε στον Οθωμανικό κλοιό, που την περιέσφιγγε όλο και πιο αποπνικτικά. Η Ιερά Εξέταση μόνο διχόνοια και καχυποψία είχε σπείρει μεταξύ των Μαονέζων κυριάρχων, αλλά και τους Ορθοδόξους Έλληνες του νησιού αηδίαζε με την παρουσία της, σε μια ώρα που η ομόνοια μπροστά στον Τουρκικό κίνδυνο ήταν αναγκαία περισσότερο από ποτέ. Η επιθυμία του Αντωνίου να αποσυρθεί και να ζητήσει την κατάργηση του Γραφείου του δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία στις Βατικάνειες υπηρεσίες. Πιστεύουμε ότι το Βατικανό πρέπει να συναινούσε ήδη, αν δεν του το είχε υποδείξει μυστικά, έχοντας ήδη έτοιμη νέα αποστολή για τον Αντώνιο. Αλλιώς πώς να εξηγήσουμε ότι το αίτημα παραιτήσεως, όχι μόνο γίνεται ευθέως αποδεκτό, αλλά και ο παραιτηθείς επιβραβεύεται αναβιβαζόμενος σε θέση Αρχιεπισκοπική ; Και ο Πάπας όχι μόνο δεν οργίζεται για την υπόδειξη καταργήσεως του Γραφείου της Χίου, αλλά την αποδέχεται και ευθέως την εφαρμόζει.
Η διεύθυνση του Αντωνίου Λόγγου Ιουστινιάνη αποτέλεσε το κύκνειο άσμα αυτού του αντιχριστιανικού και φρικτού θεσμού, τουλάχιστον για τη Χίο. Υπήρξε λοιπόν ο τελευταίος ενεργός Ιεροεξεταστής στη Χίο134.Το Γραφείο της Ιεράς Εξετάσεως έκλεισε οριστικά με την ανάκλησή του στη Ρώμη το 1562. Σε μόλις τέσσερα χρόνια το 1566 το νησί καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς και παρέμεινε κάτω από τον μισητό ζυγό τους μέχρι το 1912.
Ο βίος του Αντωνίου Λόγγου Ιουστινιάνη από της παραιτήσεώς του από τη θέση του Γενικού Ιεροεξεταστού Χίου έως τον θάνατό του
Λίαν συντόμως μετά την άφιξη του στη Ρώμη ο ιερομόναχος και μέχρι πρότινος Γενικός Ιεροεξεταστής Χίου, Αντώνιος, χειροτονήθηκε από τον ίδιο τον Πάπα στον τρίτο βαθμό της Ιεροσύνης, στις 16 Δεκεμβρίου 1562. Την ημέρα που οι Ρωμαιοκαθολικοί τιμούν ως αγία την αυτοκράτειρα Αδελαΐδα, πανηγυρικά του αποδόθηκε ως επαρχία η Αρχιεπισκοπή Νάξου και Πάρου, στο πνέοντα τα λοίσθια Φραγκικό Δουκάτο του Αρχιπελάγους135.
Σύμφωνα με τα Acta Consistorialia136 του Πάπα Πίου Δ΄, έτους 1562, ο μοναχός Αντώνιος επιβραβεύθηκε με Αρχιεπισκοπική θέση διότι : Γενικός Ιεροεξεταστής της Αποστολικής έδρας στην Ελλάδα κατασταθείς, πάσα παρείχε επιμέλεια, ακόμα και ενάντια στους ευγενείς, ώστε την καθολική πίστη στην πατρίδα και στη Χίο…. διαφύλαξε αβλαβή. « Generalis Inquisitor ad Apostolica sede in Graecia constitutus, omnem adhibuit operam, etiam contra nobiles, ut catholicam fedem in illis patribus, et Chio ….. conservaret illaseam». Τα επί δώδεκα έτη αδιάκοπα βάρη, που σήκωνε ο Αντώνιος, καθώς και τον ζήλο, την αφοβία και την αγνότητά του επικαλείται ως αιτία για την επιβράβευσή του με το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου και ο Ρωμαιοκαθολικός μοναχός Ραϋμόνδος Αμεδαίος Βίγνα στο σύγγραμμά του «I Vescovi Domenicani Liguri »137.
Χειροτονήθηκε λοιπόν Αρχιεπίσκοπος μιας φτωχής και απομακρυσμένης περιοχής της νησιωτικής Ελλάδας , από τις τελευταίες φραγκοκρατούμενες, με μικρό σχετικά ποίμνιο Ρωμαιοκαθολικών και κάτω από την Τουρκική απειλή. Όλα αυτά φαινομενικά αντιφάσκουν στο ότι ο Αντώνιος αμείφθηκε για τις συνεπείς υπηρεσίες του ως Ιεροεξεταστής. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Ο Πάπας Πίος ο Δ΄, ο όποιος σύμφωνα με τον Αθανάσιο Κομνηνό Υψηλάντη : « ανοσιώτατος ώφθη και κάκιστος πάντας τους εν κακία διαφερόντως υπερβάς»138, ήταν και πολυμήχανος. Βεβαίως και ήθελε να τιμήσει ένα τόσο συνεπή και αφοσιωμένο υπηρέτη του Παπικού θρόνου. Ουσιαστικά όμως ο Πάπας αυτό που πρωταρχικά επεδίωκε και επιθυμούσε σφόδρα ήταν η συμμετοχή του Ιερομονάχου Αντωνίου στην Σύνοδο του Τρέντο (Τριδέντου), που ήταν ήδη εν εξελίξει139. Αφ’ ενός λόγω της θεολογικής του καταρτίσεως και αφ’ ετέρου λόγω της ρητορικής του δεινότητας. Αλλά υπέρ όλων αυτών, και λόγω του ότι ήταν πρόσωπο έμπιστο σ’ αυτόν και φανατικά προσηλωμένο στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Ένας τέτοιος επίλεκτος κληρικός δεν έπρεπε να λείπει από αυτή την κρίσιμη Σύνοδο. Ο Πίος ο Δ΄ μπορεί να μην είχε αξιόλογη θεολογική μόρφωση, είχε όμως την ικανότητα να επιλέγει μαχητικούς και αφοσιωμένους κληρικούς, για να αντιπροσωπευθεί. Προκειμένου λοιπόν να χειροτονηθεί άμεσα του απέδωσε εκείνη την επισκοπή, που ως κενή ήταν διαθέσιμη εκείνη τη στιγμή, ίσως και με την υπόσχεση του προσωρινού. Το δε επείγον της καταστάσεως αποδεικνύεται και από το ότι ο Πάπας αμέσως μετά τη χειροτονία, τον διέταξε να σπεύσει το ταχύτερο δυνατό στο Τρέντο της περιοχής του Τυρόλου140. Αλλά η επιλογή της Αρχιεπισκοπής της Νάξου, πέραν του ότι ήταν διαθέσιμη, είχε κατά την άποψή μας και άλλο ένα θετικό. Βρισκόταν στον Ελλαδικό χώρο, δηλαδή στην Ανατολή. Ήταν τότε επιδίωξη του Βατικανού, αλλά και παραμένει διαχρονικά μέχρι των ημερών μας, η προσπάθειά του να αποδεικνύει διαρκώς την Οικουμενικότητά του. Οι Πάπες ποτέ δεν παρέλειπαν να δηλώνουν με αναισχυντία, όπως συνέβη στη Σύνοδο του Λατερανού (1215), «ότι το Σχίσμα είχεν αφ’ εαυτού αρθή διά της απανταχού επικρατήσεως της ρωμαϊκής Εκκλησίας » 140Α. Καταβλήθηκε λοιπόν μέριμνα να μετέχουν στη Σύνοδο όσο το δυνατόν περισσότεροι Ρωμαιοκαθολικοί Επίσκοποι, ακόμα και μοναχοί, από τις Φραγκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας – κι ας είχαν ολιγάριθμο ποίμνιο. Έτσι ο νεοχειροτονηθείς Αντώνιος έλαβε μέρος στις εργασίες της Συνόδου ως Αρχιεπίσκοπος Νάξου, κι ας μην είχε καν ζήσει μια ημέρα σ’ αυτό το νησί. Όμως δεν διέψευσε τις προσδοκίες του Πίου και όντως είχε σημαντική συμβολή στις συνεδριάσεις της Συνόδου. Με το πέρας των εργασιών της, υπέγραψε τα πρακτικά ως ένας εκ των 255 συμμετεχόντων συνοδικών141. Παρενθετικά εδώ να σημειώσουμε ότι, αν ο Αντώνιος είχε αφιχθεί στο Τρέντο λίγο ενωρίτερα, δηλαδή το φθινόπωρο του 1562, θα είχε μια αναπάντεχη, όσο και δυσάρεστη συνάντηση. Εκεί είχε προσέλθει ο Ιάκωβος Παλαιολόγος, με τη μεσολάβηση του καρδιναλίου Ιππολύτου d’ Este και την κάλυψη των Αψβούργων, προκειμένου να ζητήσει την αναίρεση της καταδίκης του ως αιρετικού. Όμως αναγκάσθηκε να αποχωρήσει άπρακτος, αλλά και ασφαλής προς το παρόν.
Μετά την καταληκτική συνεδρία της Συνόδου του Τρέντο στις 4 Δεκεμβρίου 1563, ο Αντώνιος, αντί να ενδιαφερθεί να ποιμάνει την επισκοπή του, ακολούθησε τον Καρδινάλιο της Βενετίας Βερνάρδο Ναυαγέρο « διακονών αυτώ εις τας αρχιερατικάς του λειτουργίας». Ήταν σύνηθες στην εποχή αυτή οι διακεκριμένοι Ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι του Ελλαδικού χώρου να απουσιάζουν για μικρά ή και μεγάλα διαστήματα από την έδρα τους, διατρίβοντας στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης142. Η ασυνέπεια αυτή του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου γίνεται ακόμα πιο κραυγαλέα, αν αναλογισθούμε ότι ως μέλος της Συνόδου του Τρέντο είχε συναποφασίσει μεταξύ άλλων, ότι επιβάλλεται οι επίσκοποι να παραμένουν στις θέσεις τους και να είναι αφοσιωμένοι στο ποιμαντικό τους έργο143. Όταν επιτέλους αποφάσισε να αφιχθεί στην επαρχία του, και αφού επί δυο έτη η ποίμνη του δεν είχε αντικρίσει καν επίσκοπο, ο Δούκας του Αρχιπελάγους Ιάκωβος Δ΄ Κρίσπης (1564 – 1566) αρνήθηκε να δεχθεί την εγκατάσταση του Αντωνίου144. Η δε ηθική και εκκλησιαστική κατάσταση που επικρατούσε εκεί περιγράφεται γλαφυρότατα από τον Βρετανό ιστορικό Ουίλιαμ Μίλλερ: « Η ασωτεία του κάστρου της Νάξου εσκανδάλιζε δεινώς τους σώφρονας Έλληνας » και « ο λατινικός κλήρος έζη εν παλλακεία »145.
Έχοντας λοιπόν μείνει χωρίς επαρχία, ο Πάπας μερίμνησε γι’ αυτόν και στις 12 Μαΐου 1564 του ανέθεσε την Επισκοπή της γειτονεύουσας με τη Σικελία, νήσου Λίπαρι146. Μάλιστα διατήρησε ως προσωπικό τίτλο αυτόν του Αρχιεπισκόπου, αν και η νέα του επαρχία ήταν απλή Επισκοπή. Η οποία όμως κατά τον Ροδοκανάκη ήταν « μάλλον προσοδοφόρα»147 και δεν είχε κανένα από τα μειονεκτήματα της Αρχιεπισκοπής Πάρου και Νάξου, που προαναφέραμε. Μέχρι το πρώτο μισό του 16ου αιώνα οι εκάστοτε επίσκοποι του Λίπαρι διαβιούσαν εκτός της επαρχίας τους και την ποίμαιναν δια αντιπροσώπου τους. Την απαράδεκτη αυτή παράδοση δεν ακολούθησε και εκείνος, γιατί, καθώς φαίνεται, είχε λάβει πικρή πείρα από το επεισόδιο με τον Δούκα Ιάκωβο Κρίσπη. Τα επτά χρόνια της αρχιερατείας του κύλησαν ήρεμα χωρίς κάτι το αξιοσημείωτο. Ο πρώην Ιεροεξεταστής Αντώνιος ως Επίσκοπος Λίπαρι εξεμέτρησε τον βίο κατά τον Σεπτέμβριο του 1571.Τιμητικά ενταφιάσθηκε στη Βασιλική του Αγίου Βαρθολομαίου, που αποτελεί τον Καθεδρικό ναό του Λίπαρι148.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Περισσότερα για την Ιερά Εξέταση βλέπε : Στεφανίδου Βασιλείου αρχιμ. ,
Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1959 , σελ 574 – 575, και Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιέννη 1784, τ. Γ΄, κεφ. ΙΓ, σελ. 317- 320.
2.Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιέννη 1784, τ. Γ΄,κεφ. ΙΓ, σελ. 319.
3. Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιέννη 1784,
τ. Γ΄, κεφ. ΙΓ, σελ. 318.
4. Panvino Onofrio, Vita di Alessandro VI, Parisiis MDLXXXVIII (1588), σελ. 479
και Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 208.
5. Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιέννη 1784,
τ. Γ΄,κεφ. ΙΓ, σελ. 319, υποσ. α΄.
6. Ο ιδρυτής του μοναχικού αυτού Τάγματος, Ισπανός μοναχός Δομήνικος
(1170 -1221) όρισε ως σκοπούς του, την καταπολέμηση των αιρέσεων,
της ανηθικότητας, και της αμάθειας. Όταν το 1216 ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ αναγνώρισε αυτό το Τάγμα επικύρωσε και τους σκοπούς του. Στους
Δομινικανούς και δευτερευόντως στους Φραγκισκανούς μοναχούς ανατέθηκε το έργο της Ιεράς Εξετάσεως.
7. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 258.
8. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921,τόμος Α1, σ. 250.
9. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566) and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge University Press, 1941, lxxxvi και doc. 36 , σελ.85 .
10. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 258.
11. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 258.
12. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 258.
13. Ο Πάπας Ιννοκέντιος Δ΄ (1243 – 1254) με παπική βούλα εισήγαγε τα
βασανιστήρια στην Ιερά Εξέταση.
14. Κατλά Μ. Κ., Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους, Μέρος Α΄, Αθήναι 1908 –
Σμύρνη 1909, σελ. 153 – 154.
15. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566) and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge University Press, 1941. σελ.lxxxi και 71 – 73.
16. Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βιέννη 1784, τ. Γ΄,κεφ. ΙΓ, σελ. 320.
17. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 362.
18. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 374.
19. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 362 – 363.
20. Οι Δομινικανοί μοναχοί αποτελούσαν σύμφωνα με τον κανονισμό τους επαιτικό Τάγμα, δηλαδή διατηρούσαν πλήρη ακτημοσύνη και κάλυπταν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους περιπλανώμενοι και επαιτώντας μεταξύ των πιστών. Με την πάροδο του χρόνου η αρχή αυτή καταστρατηγήθηκε .
21. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921,τόμος Β΄, σελ.421 και 470,
και Κατλά Μ. Κ., Η Χίος υπό τους Γενουηνσίους, Μέρος Α΄, Αθήναι 1908 –
Σμύρνη 1909,σελ. 155 – 156.
22. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921,τόμος Γ2, σελ.238 – 239, 1η επιστολή.
23. Ordino Praedicatori σημαίνει Τάγμα των Ιεροκηρύκων. Έτσι ονομαζόταν το Τάγμα των Δομινικανών, γιατί επιδιδόταν στο κήρυγμα και τη διδασκαλία της πίστεως.
24. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 259, υποσ. 12. Πιθανώς και με αυτό τον τρόπο οι Παπικοί ήθελαν να καταδειχθεί η κατ’ αυτούς οικουμενικότητα της Συνόδου, την οποία και αποκαλούν ΙΘ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
25. Giustiniani Michele, Scrittori Liguri Descritti, Parte prima, Roma MDCLXVII,
σελ.95.
26. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900. Για τον βίο του
Βενεδίκτου Λόγγου Ιουστινιάνη σελ. 205 – 218. Ενώ για τον βίο του Αντωνίου Λόγγου Ιουστινιάνη σελ. 256 – 261, καθώς και Giustiniani Michele, Scrittori Liguri Descritti, Parte prima, Roma MDCLXVII, σελ. 95 – 96. Όσον αφορά την καταγωγή του Βενεδίκτου, ο Γ. Ζολώτας αναφέρει και τις εκδοχές αυτός να ανήκε στην οικογένεια των De Nigro ή των De Mari. Ο δε Αββάς Μιχαήλ Ιουστινιάνη τον αναφέρει ως ανιψιό του Πάπα Ιννοκέντιου Η΄. Βλέπε: Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ. 511.
27. Giustiniani Michele, Scrittori Liguri Descritti, Parte prima, Roma MDCLXVII,
σελ.95.
28. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 257.
29. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 257.
30. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 258.
31. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 258.
32. De Altamura Ambrosius, Bibliotheca Dominicana, Roma 1677, σελ.349.
33. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ1 σελ. 466.
34. Vigna R. A., I Vescovi Domenicani Liguri, σελ. 271 – 272.
35. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 256.
36. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 261 και
υποσ. 21.
37. Βλαστού Μ. Αλεξάνδρου, Χιακά, Ερμούπολη 1840 (επανέκδοση Χίος 2000),σελ.198 και Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ.261.
38. Rothkegel Martin , Giacomo Palaeologo, Treccani. it., τ.8ος
39. Josef Svatek ( μεταφρ. Α. Μηλιαράκη) Τυχοδιωκτικός βίος Έλληνος εν Πράγη, εφημερίς Εστία, 9 Αυγούστου 1881 σελ. 504. Η εκδοχή του, κατά τη γνώμη μας, είναι μάλλον αναληθής. Προφανώς δημιουργήθηκε από τον ίδιο,προκειμένου να δικαιολογήσει τον εαυτό του, επειδή εγκατέλειψε τον μοναχικό βίο και μάλιστα παντρεύτηκε το 1566 στην Πράγα, όπως είχε κάνει και ο πρωτεργάτης της Μεταρρυθμίσεως Μαρτίνος Λούθηρος.
40. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ1 σελ. 396.
41. Για την Προτεσταντική Ιερά Εξέταση βλέπε Durant Will, The story of
civilization, Part VI , The Reformation, New York 1954.
42. Είναι δύσκολο να ανασυντεθεί η ακριβής εικόνα της δογματικής απομακρύνσεως του Ιακώβου του Χίου από το Ρωμαιοκαθολικισμό και της
σταδιακής διαμορφώσεως των νέων θρησκευτικών του πεποιθήσεων, διότι τα περισσότερα χειρόγραφά του, που ανάγονται στην προ του 1571 εποχή, είτε καταστράφηκαν από τον ίδιο είτε έχουν χαθεί.
43. Rothkegel Martin , Jacobus Palaeologus in Constantinople, 1554-5 and 1573,στο Οsmanli Ιstanbulu IV, σελ. 982.
44. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Α1, σελ. 250.
Στα τέλη του 16ου αιώνα οι Ρωμαιοκαθολικοί στη Χίο ήταν 6.000 – 7.000
περίπου. Είχαν στην πόλη της Χίου εννέα ναούς, δώδεκα παρεκκλήσια και δέκα ιδιωτικούς ναούς. Σε όλο το νησί είχαν αρκετά μοναστήρια.
45. Οι Δομινικανοί ήλθαν στη Χίο, κατά μια ανεπιβεβαίωτη μάλλον εκδοχή, το 1304 – 1329 και μετά αποχώρησαν. Αλλά κατά την επικρατέστερη εκδοχή
εγκαταστάθηκαν το 1400 – 1410 διαρκούσης της Γενουατικής κατοχής της
νήσου και παρέμειναν σ’ αυτήν και μετά από αυτήν μέχρι και το 1806. Το
Τάγμα τους στα μέσα του 16ου αιώνα διατηρούσε δώδεκα ναούς και μονές σε όλη τη Χίο.
46. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, τόμος Α2, σελ. 104.
47. Οι Δομινικανοί μοναχοί στη Χίο είχαν ως κύριο έργο το κήρυγμα και την εκπαίδευση. Βλπ. Smith Arnold, The Architecture of Chios, London 1962, σελ. 81-84.
48. Epistola Iacobi Palaeologi de rebus Constantinopoli et Chii cum eo actis , lectu digna, MDXCIIII.
49. Rothkegel Martin , Jacobus Palaeologus in Constantinople, 1554-5 and 1573,
στο Οsmanli Ιstanbulu IV, σελ.997.
50. Τσιτσέλη Ηλία, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τ. ΙΙ, σελ. 41 και 45, Αθήναι 1960.
51. Ο Ποτεστάτος (Potestas) ή Πράιτωρ, ήταν το σύμβολο της επικυριαρχίας της Γένοβας στη Χίο. Αρχικά η θητεία του ήταν ετήσια, αλλά από το 1529 έγινε τετραετής. Είχε διοικητικά και δικαστικά καθήκοντα, στα οποία συνεπικουρούνταν από τον βικάριό του, δηλαδή τον αναπληρωτή Ποτεστάτο (Vice potesta). Το 1553 ο Οθωμανός Σουλτάνος Σουλεϊμάν Β΄ δια του Μεγάλου Βεζίρη και Σερασκέρη Ιμπραήμ Πασά απαίτησε την παραίτηση του Ποτεστάτου της Χίου,με την πρόφαση ότι είχε αποσταλεί από την Γένουα, η οποία εκείνη την εποχή ήταν υπό την επιρροή του Ισπανού βασιλιά, που ήταν εχθρός των Οθωμανών Τούρκων. Σ’ αυτή την ένδειξη ισχύος εκ μέρους της Υψηλής Πύλης οι Μαονέζοι της Χίου αναγκάσθηκαν να συμμορφωθούν απομακρύνοντας τονΠοτεστάτο. Για το διάστημα από το 1553 έως και τις αρχές του 1558 τα καθήκοντα του Ποτεστάτου ασκούσαν δύο Γενοβέζοι Επίτροποι : οι Giovanni Battista Gentile και Baldassare Giustiniani. Βλπ. περισσότερα στο Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566) and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge University Press, 1941.
52. Ιδρύθηκε με Παπική βούλλα το 1542 από τον Πάπα Παύλο Γ΄.
53. Επιστολή 1283 στο Αρχείο της Γερουσίας της Γένουας, με ημερομηνία 27
Μαρτίου 1557.
54. Rothkegel Martin , Jacobus Palaeologus in Constantinople, 1554-5 and 1573, στο Οsmanli Ιstanbulu IV, σελ.987.
55. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566) and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge University Press, 1941, σελ. lxxxiv και docs. 27 και 32, σελ. 70 και 80.
56. Ο Ιάκωβος ο Παλαιολόγος υποστήριζε ότι με τον Michele Ghisilieri είχαν ζήσει ως δόκιμοι μοναχοί στη Ρώμη και την ίδια ημέρα χειροθετήθηκαν μοναχοί. Βλπ. Josef Svatek ( μετάφραση. Α. Μηλιαράκη) Τυχοδιωκτικός βίος Έλληνος εν Πράγη, εφημερίς Εστία, 9 Αυγούστου 1881 σελ. 504 και 16 Αυγούστου 1881 σελ. 510. Ο ισχυρισμός του είναι αναληθής – πράγμα συνηθισμένο για τον μυθομανή χαρακτήρα του – διότι ο Michele Ghisilieri εισήλθε στο Τάγμα των Δομινικανών το 1519, όταν ο Ιάκωβος ήταν αγέννητος!
57. Norwich John Julius, Absolute Monarchs, New York 2011, σελ. 319 – 320.
58. Patinot J., Πίος ο Ε΄, εν Θ. Η. Ε., τ.10, στ. 397 – 398.
59. Setton Kenneth, The Papacy and the Levant (1204 – 1571), Vol. IV, The
Sixteenth Century, American Philosophical Society, Princeton, New Jersey 1984,σελ. 893
60. Τσιρπανλή Ζαχαρία, Η Μεταρρύθμιση και ο Ορθόδοξος κόσμος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι 1974, τόμος Ι΄, σελ. 117.
61. Setton Kenneth, The Papacy and the Levant (1204 – 1571) , Vol. IV, The
Sixteenth Century, American Philosophical Society, Princeton, New Jersey
1984, σελ.894.
62. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921,τόμος Γ1, σελ.43.
63. Έτσι ονόμαζαν στα Ιταλικά τον Οθωμανό σουλτάνο, δηλαδή μεγάλο κύριο – αφέντη.
63Α. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ1, σελ. 7.
64. Rothkegel Martin , Jacobus Palaeologus in Constantinople, 1554-5 and 1573,στο Οsmanli Ιstanbulu IV, σελ.987
65. Rothkegel Martin , Jacobus Palaeologus in Constantinople, 1554-5 and 1573,στο Οsmanli Ιstanbulu IV, σελ.985.
66. Σάρου – Ζολώτα Αιμιλίας , Το αρχείον της Λατινικής επισκοπής Χίου, Δελτίον XAE 4 (1936-1938), Περίοδος Γ’, Αθήναι 1939, σελ. 176. «Κατά τας ταραχάς και τους διωγμούς, οι όποιοι επηκολούθησαν την πτώσιν των Γενοατών, απώλετο τό παλαιόν αρχείον της Γενοατοκρατίας ή πάντως δεν διεσώθη εν Χίω.Πλείστα στοιχεία των πράξεων αυτού ευρέθησαν εις Γένουαν.»
67. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921,τόμος Γ2, σελ.238 – 240. H 1η
επιστολή είναι καταχωρημένη στο Archivo Vaticano Pauli IV. Brevia. Armar.
XLIV,vol. 2, fol.116.
68. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921,τόμος Γ2, σελ.240 – 241. H 2η επιστολή είναι καταχωρημένη στο Archivo Vaticano, Pauli IV. Brevia.
Armar.X4IV, vol. 2 , fol.113.
69. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921,τόμος Γ2, σελ.239, 1η
επιστολή.
70. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566)
and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge
University Press, 1941.σελ.lxxviii
71. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2, σελ.239, 1η
επιστολή.
72. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου Χίος 1921,, τόμος Γ2, σελ.239, 1η
επιστολή.
73. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου Χίος 1921,, τόμος Γ2, σελ.238, 1η
επιστολή.
74. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου Χίος 1921,, τόμος Γ2, σελ.240, 2η
επιστολή.
75. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566)
and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge
University Press, 1941, σελ.62.
76. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566)
and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge
University Press, 1941, σελ. lxxx – lxxxi.
77. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου Χίος 1921, τόμος Γ2, σελ.239, 1η
επιστολή.
78. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου Χίος 1921,, τόμος Γ2, σελ.240, 2η
επιστολή.
79. Όπως αθεολόγητα και ανιστόρητα υποστηρίζουν ο Πάπας και οι Δυτικοί.
80. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου Χίος 1921,, τόμος Γ2, σελ.239, 1η
επιστολή.
81. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου Χίος 1921,, τόμος Γ2, σελ.241, 2η
επιστολή.
82. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.238, 1η
επιστολή
83. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2, σελ.239, 1η
επιστολή.
84. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.240, 2η
επιστολή
85. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 266 και
υποσ. 15.
85Α. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄ , σελ.512.
86. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.239, 1η
επιστολή.
87. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.239, 1η
επιστολή.
88. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.239, 1η
επιστολή.
89. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.239,1η
επιστολή. Το ύφος αυτό είναι συνηθισμένο στα Παπικά έγγραφα. Σε
επιστολή του Πάπα Πίου Δ΄ το 1564, προς τους κυβερνήτες της Χίου, με
αφορμή την ανάληψη καθηκόντων από τον νέο επίσκοπο Χίου Τιμόθεο
Γαριβάλδη Ιουστινιάνη εκ του Τάγματος των Δομινικανών, διατάσσονται αυτοί
να τον βοηθήσουν με κάθε τρόπο που μπορούν. Το κείμενο της επιστολής στο
Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.771 – 772.
90. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.239,1η
επιστολή.
91.Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.240 – 241,
2η επιστολή
92. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.241,
2η επιστολή.
93. Αναστασίου Ιωάννου , Εκκλησιαστική Ιστορία, Θεσσαλονίκη , σελ. 254.
94. Patinot J., Παύλος ο Δ΄, εν Θ. Η. Ε., τ.10, στ. 223.
95. Setton Kenneth, The Papacy and the Levant (1204 – 1571) , Vol. IV, The
Sixteenth Century, American Philosophical Society, Princeton, New Jersey 1984,σελ.710.
96. Αναστασίου Ιωάννου , Εκκλησιαστική Ιστορία, Θεσσαλονίκη , σελ. 254 – 255.
97. Όπως αθεολόγητα και ανιστόρητα υποστηρίζει ο Πάπας.
98. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.239, 1η
επιστολή.
99. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.239, 1η
επιστολή.
100. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2 , σελ.239, 1η
επιστολή.
101. Norwich John Julius, Absolute Monarchs, New York 2011, σελ. 319 – 320.
102. Patinot J., Παύλος ο Δ΄, εν Θ. Η. Ε., τ.10, στ. 224
103. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Β΄, σελ. 604 και τόμος Γ1, σελ.453, 604 και 613.Παρά την εγκατάλειψή της, η Χίος θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει στη Γένοβα ετήσιο φόρο 2500 Γενουατικών λιρών.
104. Setton Kenneth, The Papacy and the Levant (1204 – 1571) , Vol. IV, The
Sixteenth Century, American Philosophical Society, Princeton, New Jersey
1984, σελ. 893 – 894 .
105. Θεοδωρίδου Χαραλάμπους. και Λαζάρου Αναστασίου, Ιστορία των νέων
χρόνων, Αθήναι 1940, εκδ. ΟΕΣΒ, σελ.80.
106. Παπικό κράτος και Ισπανία είχαν εμπλακεί σε πολεμική αναμέτρηση
πρόσφατα. Όμως ήδη δια της συνθήκης του Cave ( 14 Σεπτεμβρίου 1557) οι
σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν.
107. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks
(1566) and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge:
Cambridge University Press, 1941, σελ.69.
108. Ο Pietro Giovani Cibo Chiavica (1481 – 1558 διετέλεσε 60ος Δόγης της
Γένουας από τις 4 Ιανουαρίου 1557 έως τις 3 Δεκεμβρίου 1558, όποτε και
απεβίωσε. Κατά τη θητεία του ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εξωτερική
πολιτική, σε μια κρίσιμη για τη Γένοβα εποχή. Επιπλέον είχε να
αντιμετωπίσει τις πειρατικές απειλές και τον εμπορικό ανταγωνισμό με τους
Γάλλους.
109. Βακαλοπούλου Αποστόλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη1968,και Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by theTurks (1566) and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge:
Cambridge University Press, 1941, σελ. lxxxiii.
110. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks
(1566) and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge:
Cambridge University Press, 1941, σελ. lxxxivκαι σελ. 68 – 69.
111. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566)
and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge
University Press, 1941, σελ.lxxx και 71- 73.
112. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566)
and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge
University Press, 1941, σελ.lxxxi και 71- 73.
113. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566)
and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge
University Press, 1941, σελ.lxxxi και doc. 28, σελ 71- 73.
114. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566)
and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge
University Press, 1941, σελ.lxxxiii και doc. 28, σελ. 76.
115. Παράλληλα με τους Vescovani, δηλαδή τους υποστηρικτές του Επισκόπου
Χίου και του Ιεροεξεταστή, υπήρχε και η αντίπαλη μερίδα οι Pretoriani,
δηλαδή οι οπαδοί των κοσμικών αρχών.
116. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566)
and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge
University Press, 1941, σελ. lxxx – lxxxi.
116Α. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ1, σελ. 8.
117. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks
(1566) and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge:
Cambridge University Press, 1941,σελ. lxxxv.
118. Ο Gιrolamo Vivaldi (1495 – 1577) καταγόταν από οικογένεια ευγενών της
Γένοβας. Κατέλαβε πολλά δημόσια αξιώματα. Διετέλεσε 61ος Δόγης της
Γένουας από τις 4 Ιανουαρίου 1559 έως τις 4 Ιανουαρίου 1561.
119. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566)
and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge
University Press, 1941,σελ.81.
120. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks
(1566) and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge:
Cambridge University Press, 1941,lxxxvi και,doc. 34. σελ.81 – 83.
121. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566)
and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge
University Press, 1941, lxxxvi και docs. 36 – 37, σελ.85 – 88.
122. Giustiniani Michele, La Scio Sacra, del rito Latino, Avellino MDCLVIII
(1658), σελ.131, και Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1921, τόμος Γ2,
σελ.56.
123. Στη Χίο ο Ιάκωβος Παλαιολόγος παρέμεινε από τις 22 Μάιου 1573 έως τις
14 Ιουνίου 1573.
124. Τσιτσέλη Ηλία, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Αθήναι 1960.
125. Μπίρταχας Στάθης, Μορφές πρόσληψης της Μεταρρύθμισης και μηχανισμοί
πειθάρχησης στην Ιταλία στα μέσα του 16ου αι. , Κύπριοι βενετοί υπήκοοι στη
ρωμαϊκή Ιερή Εξέταση, Δ΄ Διεθνές Κυπρολογικό Συνέδριο, Λευκωσία 2008,
σελ. 121.
126. Argenti, Philip P. Chius Vincta or the Occupation of Chios by the Turks (1566)
and their Administration of the Island (1566-1912). Cambridge: Cambridge
University Press, 1941, σελ.lxxxi και 71 – 73.
127. Vigna R. A., I Vescovi Domenicani Liguri, Genova 1887, σελ. 271 – 272.
128. Αρχιμανδρίτου Ανδρεάδου Ιωάννου, Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου
Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ. 35 – 41.
129. Αρχιμανδρίτου Ανδρεάδου Ιωάννου, Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου
Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τόμος Α΄, σελ. 40.
130. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 258.
131. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 256.
132. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 29 , σελ. 91.
133. Τη διαταγή της εξορίας των 122.000 Εβραίων από την Ισπανία την έδωσε ο
βασιλιάς της Φερδινάνδος Ε΄, ύστερα της από προτροπές του Θωμά δε
Τορκεμέδα. Αυτός υπήρξε Μέγας Ιεροεξεταστής της Ισπανίας από το 1483 έως
το 1498. Αρκετοί από τους εκδιωχθέντες Εβραίους κατέφυγαν σε διάφορες
περιοχές του ελλαδικού χώρου, μεταξύ των οποίων και στη Χίο.
134. Giustiniani Michele, La Scio Sacra, del rito Latino, Avellino MDCLVIII
(1658), σελ.23.
135. Το Δουκάτο του Αρχιπελάγους αποτελούνταν από τα εξής νησιά των
Κυκλάδων: Νάξο, Πάρο, Μήλο, Σύρο, Σαντορίνη και άλλα 10 μικρότερα ή
ακατοίκητα τότε. Η Άνδρος, η Κέα και η Σίφνος είχαν δικούς τους Φράγκους
ηγεμόνες, αλλά ήταν υπό την κυριαρχία του Δούκα της Νάξου.
136. Acta Consistorialia, Pii IV, anno 1562.
137. Vigna R. A., I Vescovi Domenicani Liguri, Genova 1887, σελ.272.
138. Υψηλάντου Κομνηνού Αθανασίου, Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις
δώδεκα. Βιβλίον Η΄Θ΄Ι΄(Ήτοι τα μετά την Άλωσιν 1453- 1789)
Κωνσταντινουπόλει 1870, σελ. 99. Περί του ήθους του Πάπα Πίου Δ΄ αρκεί να
σημειώσουμε ότι σε ηλικία 42 ετών και προτού ιερωθεί, είχε τρία νόθα τέκνα.
139. Η Σύνοδος του Τριδέντου ή Τρέντο κράτησε με διαλλείματα από το 1545 έως
το 1563. Η Γ΄ φάση της διήρκεσε από τις 18 Ιανουαρίου 1562 έως και τις 4
Δεκεμβρίου 1563. Για τους Ρωμαιοκαθολικούς αποτελεί την ΙΘ΄ Οικουμενική
Σύνοδο. Σκοπός της ήταν η αντιμετώπιση του κινδύνου από τους
Προτεστάντες. Διασαφήνισε δόγματα, λατρεία και ό,τι άλλο αμφισβητούνταν
από τη Μεταρρύθμιση, βασιζόμενη κυρίως στη διδασκαλία του Θωμά του Ακινάτη. Κατά τη Γ΄ φάση της συζητήθηκαν: περί μυστηρίων, Αγίων,
καθαρτηρίου πυρός, συγχωροχαρτίων και απαγορευμένων βιβλίων κ.λπ. Βλπ. περισσότερα π. Γ. Μεταλληνού, Σύνοδος εν Τριδέντω, εν Θ. Η. Ε., τ.11, στ. 854.
140. Patinot J., Πίος ο Δ΄, εν Θ. Η. Ε., τ.10, στ. 397.
140Α. Γερομιχαλού Αθανασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος,
Θεσσαλονίκη 1973, τόμος Α΄, σελ. 99.
141. Υψηλάντου Κομνηνού Αθανασίου, Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις
δώδεκα. Βιβλίον Η΄Θ΄Ι΄(Ήτοι τα μετά την Άλωσιν 1453- 1789)
Κωνσταντινουπόλει 1870, σελ. 99.
142. Όπως ο προαναφερθείς Ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος Χίου Βενέδικτος
Λόγγος Ιουστινιάνη (1502 – 1533), ο οποίος απουσίαζε από τη Χίο από το 1502 έως το 1517 και από το 1528 έως το1533. Βλπ. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, για τον βίο του Βενεδίκτου Λόγγου Ιουστινιάνη σελ. 209 – 216.
143. Αναστασίου Ιωάννου , Εκκλησιαστική Ιστορία, Θεσσαλονίκη , σελ. 256 – 257.
144. Ο Δούκας του Αρχιπελάγους Ιάκωβος αδιαφορούσε για τη διαποίμανση των Ρωμαιοκαθολικών της Πάρου και της Νάξου, αλλά ενήργησε υστερόβουλα, προκειμένου να πιέσει τον Πάπα να αποδεχθεί ως επίσκοπο τον προστατευόμενό του Φραγκίσκο Πιζάνη.
145. Μίλλερ Ουίλιαμ, Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204 – 1566)
μεταφρ. Σπυρ. Λάμπρου , τ. Β΄, έκδοση Α΄ 1909 -10, σελ. 420.Το 1559 ο
Ορθόδοξος επίσκοπος Παροναξίας Θεωνάς (1537 – 1559), αντιδρώντας σ’ όλη αυτή τη σαπρή κατάσταση και, επειδή παρακινούσε τους νησιώτες σε επανάσταση , εξαναγκάσθηκε από τον Δούκα Ιωάννη Δ΄ σε απομάκρυνση από το Δουκάτο.
146. Η Επισκοπή του Λίπαρι ήταν κενή λόγω του πρόσφατου θανάτου του
Επισκόπου της Φιλίππου Lancia (1554 – 1564).
147. Ροδοκανάκη Δημητρίου, Ιουστινιάναι – Χίος , Σύρος 1900, σελ. 260
148. Pallavicino Sforza, Istoria del concilio di Trento, Roma 1833, τ.IV, σελ. 25.