Του Ιερέως Σωτηρίου Αθανασούλια: Ὁ λεγόμενος «δούρειος ἵππος» τοῦ Παπισμοῦ
Στήν ἐποχή μας, πού ὅλος ὁ κόσμος τείνει νά γίνει μιά μεγάλη οἰκογένεια καί τά σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας καί ἐπικοινωνίας ἔχουν ἐκμηδενίσει τίς ἀποστάσεις, οἱ συνεχεῖς ἐπαφές μεταξύ λαῶν καί πολιτισμῶν εἶναι κάτι ἀναγκαῖο καί ἀναπόφευκτο. Στίς συνθῆκες αὐτές, οἱ Ὀρθόδοξοι ἔρχονται ὅλο καί περισσότερο σέ ἐπαφή μέ ὁπαδούς ἄλλων θρησκειῶν καί ἄλλων χριστιανικῶν δογμάτων. Ὅπου συμβιώνουν ἑτερόδοξοι ἤ ἑτερόθρησκοι πληθυσμοί, πρέπει τουλάχιστον νά ὑπάρχει ἁρμονική συμβίωση καί οἱ σχέσεις νά εἶναι γνήσιες καί εἰλικρινεῖς. Βέβαια, κάθε θρησκευτική ὁμάδα ἔχει τή δική της ἀντίληψη γιά τό ποιές εἶναι οἱ γνήσιες σχέσεις καί γιά τό τί σημαίνει ἁρμονική συμβίωση. Ὡστόσο, ὅλοι ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά νά ἰσχύουν αὐτά εἶναι: α) ἡ ἐντιμότητα στίς σχέσεις, δηλαδή τό ὅτι κάθε ὁμάδα πρέπει νά ἐμφανίζεται πρός τούς ἔξω ὅπως πραγματικά εἶναι, μή ἐπιχειρώντας νά ἐξαπατήσει μέ ἀνέντιμα μέσα καί μέ κάθε εἴδους προσωπεῖα, καί β) ἡ γνώση, τόσο τοῦ περιεχομένου καί τῶν ὁρίων τῆς πίστεως κάθε κοινότητας, ὅσο καί τῶν διαφορῶν της ἀπό τίς ἄλλες. Ὅπου δέν ὑπάρχει σαφής ἀντίληψη τῶν ὁρίων, ὅπου ὑπάρχει σύγχυση ὡς πρός τά πιστευόμενα, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἄγνοια καί ἀποπροσανατολισμός, ὅπου, ἰδιαίτερα, δέν ὑπάρχει σαφής αἴσθηση τῶν διαφορῶν (παρ’ ὅτι κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι πρέπει νά βλέπουμε μόνο τίς ὁμοιότητες!), ἐκεῖ δημιουργοῦνται ἀναυθεντικές σχέσεις, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν ἀναγκαστικά σέ συγκρούσεις, μέ ὀλέθριες συνέπειες γιά πρόσωπα καί κοινωνίες. Οἱ ὑπάρχουσες διαφορές συνήθως αἰσθητοποιοῦνται μέ ἐξωτερικά στοιχεῖα, ὅπως ἡ λατρεία, ἡ ἔνδυση, τά ἔθιμα κ.ἄ. Π.χ. ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο κάνει ἕνας Χριστιανός τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καταλαβαίνουμε ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος ἤ Ρωμαιοκαθολικός κ.λπ.
Στίς ἱστορικές σχέσεις μεταξύ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ὑπῆρξαν πολλά τέτοια ἀρνητικά καί ἀναυθεντικά στοιχεῖα (οἱ Σταυροφορίες, οἱ ἀπόπειρες ἀθέμιτου προσηλυτισμοῦ μέ τή ὀργανωμένη δράση «μισσιοναρίων» στόν ἑλλαδικό χῶρο, ἡ χρήση τοῦ χρήματος καί τῆς ἐξουσίας γιά τήν ὑποταγή ἑτεροδόξων καί ἀντιφρονούντων, ἡ ἐξόντωση Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν στή Σερβία κ.ἄ.), τά ὁποῖα προσπαθοῦμε νά ἐξαλείψουμε ἀπό τό παρόν. Ὡστόσο, ἕνα ἀπ’ αὐτά παραμένει, ἀκμάζει καί δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα μεταξύ τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν, εἰς βάρος, βέβαια, τῶν Ὀρθοδόξων. Αὐτό εἶναι ἡ Οὐνία. Στήν Ἑλλάδα τό πρόβλημα δέν εἶναι τόσο γνωστό, γιατί, μέ ἐξαίρεση τήν Ἀθήνα καί τά Γιαννιτσά, δέν ὑπάρχουν οὐνιτικές κοινότητες σέ ἄλλες περιοχές. Ὅμως, στίς Ὀρθόδοξες χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης (Ρωσία, Οὐκρανία, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία κ.ἄ), ὑπάρχουν πολυπληθεῖς οὐνιτικές κοινότητες, προκαλώντας μιά ἄνευ προηγουμένου σύγχυση στίς ἐκεῖ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πού προσπαθοῦν νά ἐπουλώσουν τίς πληγές τους ἀπό τά ἀθεϊστικά καθεστῶτα. Στήν Οὐκρανία, μάλιστα, ἡ ἐκεῖ οὐνιτική κοινότητα ἐπιχειρεῖ, σύμφωνα μέ πληροφορίες, τή συνένωσή της μέ τήν ὑπό ἀνακήρυξη αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς χώρας, μέ ἀδιευκρίνιστους ὅρους καί προϋποθέσεις. Σύμφωνα μέ στοιχεῖα πού διαρρέουν στό διαδίκτυο, ὁ Πρόεδρος τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τόσο σθεναρά στηρίζει τό αὐτοκέφαλο καί ἐργάζεται γι’ αὐτό, εἶναι Οὐνίτης καί ἐμφανίζεται (προφανῶς καί κοινωνεῖ!) ἀδιακρίτως σέ Ὀρθοδόξους καί οὐνιτικούς Ναούς.
Ὅμως, τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Οὐνία; Εἶναι ἕνα ἐκκλησιαστικό μόρφωμα, ἀπό Ὀρθοδόξους πληθυσμούς (ἤ ἀπό πληθυσμούς ἄλλων χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν), οἱ ὁποῖοι, γιά διάφορους λόγους καί ὑπό εἰδικές συνθῆκες, ἀποσκίρτησαν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, ἀποκόπηκαν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἑνώθηκαν μέ τόν Παπισμό, διατηρώντας, ὅμως, ὅλα τά ἐξωτερικά στοιχεῖα τῆς προέλευσής τους. Ἔτσι, οἱ Ὀρθοδόξου προελεύσεως Οὐνῖτες, ἐνῶ μνημονεύουν στή Θεία Λειτουργία τόν Πάπα καί ἀνήκουν στή δικαιοδοσία του, τελοῦν τή Θεία Λειτουργία ὅπως ἀκριβῶς ἐμεῖς. Οἱ Ἱερεῖς τους ἔχουν τήν ἴδια ἐμφάνιση μέ αὐτή τῶν Ὀρθοδόξων, φέρουν τά ἴδια ἄμφια, τελοῦν τίς ἴδιες ἑορτές, ἀκολουθοῦν τίς ἴδιες παραδόσεις κ.λπ. Μέ ἄλλα λόγια, οἱ Οὐνῖτες εἶναι Παπικοί, πού ἐμφανίζονται ἐξωτερικά ὡς Ὀρθόδοξοι. Προφανῶς, καί οἱ ἴδιοι βιώνουν ἕνα εἶδος ἐσωτερικοῦ διχασμοῦ: ἡ ἱστορία τους καί ἡ ἐμφάνισή τους τούς θυμίζει συνεχῶς ὅτι εἶναι κάτι ἄλλο ἀπ’ αὐτό στό ὁποῖο ἀνήκουν. Ὁ ὅρος «Οὐνία», ἀπό τόν ἀντίστιχο Πολωνικό ὅρο («Unia»), σημαίνει «ἕνωση» (ἕνωση μέ τή Ρώμη) καί ἔχει λατινικές ρίζες («unio» = «ἕνωση»). Τό Βατικανό ἀποκαλεῖ τίς κοινότητες αὐτές «Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες». Εἶναι αὐτονόητο, τί διαστάσεων σύγχυση προκαλεῖ ἡ δράση τῶν Οὐνιτῶν μεταξύ Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν, πού εἶναι κατά μέγα μέρος ἀκατήχητοι. Ὁ στόχος, βέβαια, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ὑποταγή τῶν πληθυσμῶν αὐτῶν στόν Παπισμό, γι’ αὐτό ἡ Οὐνία ἔχει χαρακτηριστεῖ ἑπιτυχημένα «δούρειος ἵππος» τοῦ Παπισμοῦ. Ὡστόσο, τό πρόβλημα δέν εἶναι μόνο ἡ σύγχυση καί ὁ προσηλυτισμός: οἱ ὀργανωμένες οὐνιτικές κοινότητες, μέ τήν ὑποστήριξη τῶν κρατικῶν ἀρχῶν καί μέ τήν ἀνοχή (ἄν ὄχι καί μέ τήν ὑποκίνηση) τοῦ Βατικανοῦ, προβαίνουν σέ βιαιότητες ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων, σέ καταλήψεις Ναῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἀκινήτων, ἀκόμη καί σέ διωγμούς ἤ ἐξοντώσεις Ὀρθοδόξων πιστῶν!
Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς Οὐνίας
Οἱ ρίζες τῆς Οὐνίας βρίσκονται στήν τάση τοῦ Παπισμοῦ νά καθυποτάξει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί κάθε ἄλλη χριστιανική κοινότητα στόν κόσμο. Ἤδη ἀπό τόν 9ο μ.Χ. αἰ., πρίν τό Σχίσμα τοῦ 1054, μεταξύ τῶν Φράγκων θεολόγων καί κληρικῶν εἶχε διαμορφωθεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι στήν Ἀνατολή κατοικοῦν αἱρετικοί «Γραικοί», πού εἶναι ἀντικείμενο προσηλυτισμοῦ. Ὅταν οἱ Φράγκοι ἐπεκράτησαν στόν Παπικό θρόνο, μετέφεραν ἐκεῖ τίς ὁλοκληρωτικές καί ἀπολυταρχικές ἀντιλήψεις τους, μέ ἀποτέλεσμα νά προκύψει τό γνωστό Σχίσμα. Ἐκφράζοντας τή νέα ἀντίληψη περί Παπισμοῦ ὁ Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ (1073-1085), διακήρυττε τόν 11ο αἰ. ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ὁ «ἀπόλυτος κύριος τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας» καί ὁ «κύριος τοῦ κόσμου»! Μέ αὐτά τά δεδομένα, ἡ ὕπαρξη Ἐκκλησιῶν, πού δέν ἀναγνώριζαν τήν ἐξουσία τοῦ Πάπα, ἦταν κάτι ἀδιανόητο γιά τά δεδομένα τοῦ Παπισμοῦ. Οἱ ἀπόπειρες ὑποταγῆς τῆς Ἀνατολῆς φάνηκε νά καρποφοροῦν ἀπό τό 1204, ὅταν τά φραγκικά στρατεύματα τῆς Δ΄ Σταυροφορίας κατέλαβαν καί λεηλάτησαν τήν Κωνσταντινούπολη. Ὡστόσο, καί πάλι κλῆρος καί λάος ἀντιδροῦσαν ἔντονα. Ἔτσι, λίγο ἀργότερα, στή Δ΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (1215), ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος Γ΄ (1198-1216), ὁ ἱδρυτής καί τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, ἔδωσε τήν ἑξῆς «λύση»: «Ἐάν σέ κάποια περιοχή ζοῦν διάφορα ἔθνη μέ διαφορετικές γλῶσσες καί ἐκκλησιαστικούς ρύθμους, ὁ Ἐπίσκοπος νά ἐκλέξει ἄξιους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι θά τελοῦν γιά κάθε μιά ἐθνότητα τή θεία λατρεία στή γλῶσσα καί τόν ρυθμό της». Αὐτό ἦταν καινοφανές γιά τά δεδομένα τοῦ Βατικανοῦ, τό ὁποῖο ὡς τότε ἐπέβαλε, ἀκόμη καί μέ τή βία, τά φραγκικά ἔθιμα καί τή λατινική γλώσσα στή λατρεία κάθε ἔθνους τῆς δικαιοδοσίας του. Στό ἴδιο πνεῦμα ἡ βούλα τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου Δ΄ (1243-1254) τοῦ 1254 ἔκανε δεκτά τά ἔθιμα τῶν Ἀνατολικῶν μέ σκοπό τόν βαθμιαῖο ἐκλατινισμό τους. Πάλι, ὅμως, τά ἀποτελέσματα ἦταν πενιχρά. Οὐνία δέν εἶχε προκύψει ἀκόμη.
Πρῶτοι Οὐνῖτες ἦταν οἱ λεγόμενοι «ἑνωτικοί» τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ὑπέγραψαν τήν ἕνωση στή Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439). Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Σύνοδος ἐκείνη δέν ἐπέβαλε τά ἔθιμα καί τή γλῶσσα τῶν λατίνων στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ πρωτεργάτες τῆς ἕνωσης Ὀρθόδοξοι τιμήθηκαν μέ τό ἀξίωμα τοῦ Καρδιναλίου ἀπό τόν Πάπα, ὅμως ἀντέδρασε ἔντονα ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός (1392-1444), ἔχοντας στό πλευρό του τό σύνολο σχεδόν τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ἕνωση ἀποκηρύχθηκε στήν πράξη, οἱ δέ προσπάθειες τῆς πολιτείας νά τήν ἐπιβάλει μέ κάθε μέσο ἔληξαν μέ τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Τούρκους (1453) καί ἡ μικρή οὐνιτική ὁμάδα διαλύθηκε.
Μετά τήν ἅλωση ὁ Παπισμός, θεωρώντας ἰσχύουσες τίς ἀποφάσεις τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας, ἔστρεψε τήν προσοχή του στούς ἐκτός τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας Ὀρθοδόξους. Ἀπό τό τάγμα τῶν Ἰησουϊτῶν, πού ἱδρύθηκε τό 1534 ἀπό τόν Ἰγνάτιο Λαϊόλα (1491-1556), διοργανώθηκαν ἱεραποστολές, οἱ ὁποῖες βρῆκαν πρόσφορο ἔδαφος στήν Πολωνία καί τή σημερινή Λιθουανία. Ἐκεῖ, μέ τήν ὑποστήριξη τῶν Βασιλέων Σιγισμούνδου Β΄ (1548-1572), Στεφάνου (1575-1586) καί Σιγισμούνδου Γ΄ (1587-1632), τά ἀποτελέσματα ἦταν ὄντως, θεαματικά: ἑκατομμύρια Ὀρθοδόξων πείσθηκαν νά γίνουν Οὐνῖτες! Σέ Σύνοδο στή Brest-Litovsk (1595-1596) ἀπό Ὀρθοδόξους καί Λατίνους, ἀποφασίστηκε ἡ ἕνωση μέ τή Ρώμη τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Πολωνικῆς ἐπικράτειας καί ἐκδόθηκε σχετική Πράξη μέ 33 ἄρθρα – ὅρους. Βέβαια, ἡ ἕνωση δέν ἔγινε ἀπό ὅλους δεκτή, ὅμως ὁ Πολωνός Βασιλιάς Σιγισμοῦνδος Γ΄ ἐπεδίωξε νά τήν ἐπιβάλλει μέ κάθε μέσο, ἀκόμη καί στίς τότε κατακτημένες ἀπό τούς Πολωνούς περιοχές τῆς Μικρῆς καί Μεγάλης Ρωσσίας. Ἀκολούθησαν σκληροί διωγμοί γιά τήν ἐξόντωση τῶν ἀντιπάλων. Ἡ ἕνωση τῆς Brest-Litovsk ἦταν τόσο ἰσχυρή, ὥστε κατατρόμαξε ἀκόμη καί τούς Διαμαρτυρομένους. Ἐκεῖ γιά πρώτη φορά οἱ ἑνωμένοι μέ τόν Παπισμό ἀπεκλήθησαν «Οὐνῖτες» ἀπό τούς ἀντιπάλους τους. Κατά τή συμφωνία, ὁ ἐκλεγμένος Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης δέν ἦταν ὑποχρεωμένος νά μεταβεῖ ὁ ἴδιος στή Ρώμη γιά νά λάβει τήν sacrae (ἄδεια καθαγιασμοῦ – χειροτονίας) ἀπό τόν Πάπα, ἀλλά μποροῦσε νά τήν λάβει μέ ἀλληλογραφία. Μέ αὐτή τήν προϋπόθεση, θά γινόταν ἡ χειροτονία του ἀπό δύο τουλάχιστον Ἐπισκόπους, μετά δέ τή χειροτονία ἔπρεπε νά δώσει «ὅρκο ὑπακοῆς στόν Ἀνώτατο Ποντίφικα παρουσίᾳ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Gniezno». Ἀπό ἐκεῖ (τή σημερινή Πολωνία, Λιθουανία καί Ρωσία) ἡ Οὐνία ἐπεκτάθηκε σέ ὅλα τά σλαβικά κράτη (Οὐκρανία, Τσεχία, Σλοβακία, Ρουμανία, Οὐγγαρία, Βουλγαρία, Σερβία), προκαλώντας σφοδρές συγκρούσεις μέ τούς ἐκεῖ Ὀρθόδοξους πληθυσμούς μέχρι σήμερα.
Παράλληλα, οἱ ἑλληνόφωνες περιοχές δέν ἔπαψαν νά ἀποτελοῦν ἀντικείμενο προσηλυτισμοῦ. Μέ ἐνέργειες τῶν Ἰησουϊτῶν ἱδρύθηκε τό 1577 στή Ρώμη τό «Ἑλληνικό Κολλέγιο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου», μέ σκοπό νά προσφέρει ἀνώτερη παιδεία σέ νέους ἑλληνικῆς καταγωγῆς. Οἱ ἀπόφοιτοι τοῦ Κολλεγίου ἔτρεφαν ἰδιαίτερη συμπάθεια στή Ρώμη καί ἦταν ὑπέρμαχοι τῆς ἕνωσης. Παρόμοιες Σχολές μέ ἀνάλογα ἀποτελέσματα κατόρθωσε νά ἱδρύσει τό Βατικανό στήν ἴδια τήν Κωνσταντινούπολη (1583), στή Θεσσαλονίκη, στή Σμύρνη, στήν Ἀθήνα, στή Χαλκίδα, γιά ἕνα διάστημα ἀκόμη καί στό Ἅγιο Ὄρος (1635-1641)! Γύρω στά 1860 ἱδρύθηκε ἀπό Οὐνίτες τῆς Βουλγαρίας ἡ οὐνιτική κοινότητα στά Γιαννιτσά, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Στήν Κωνσταντινούπολη οὐνιτική κοινότητα ἱδρύθηκε μετά τό 1907, ὅμως μέ τή Μικρασιατική καταστροφή (1922) τό κέντρο της μεταφέρθηκε στήν Ἀθήνα, ὅπου ὑπάρχει μέχρι σήμερα.
Ἡ Οὐνία στούς Θεολογικούς Διαλόγους
Ἀπό τίς ἀρχές περίπου τοῦ περασμένου (20οῦ) αἰ. ἄρχισε μιά περίοδος συνδιαλλαγῆς καί διαλόγου μεταξύ τῶν χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν, στήν ὁποία μετέχει καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό 1980 ἄρχισε ὁ ἐπίσημος Διάλογος μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, μέ μεῖζον θέμα τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας. Ἀπό τήν Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1964) εἶχε τεθεῖ ὡς «ὅρος ἀπαράβατος τῆς ἐνάρξεως τοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἡ ὑπό τῆς τελευταίας κατάργησις τῶν οὐνιτικῶν τούτων Ἐκκλησιῶν». Ὡστόσο, ὅταν ἄρχισε ὁ Διάλογος ὄχι μόνο δέν εἶχε γίνει αὐτό, ἀλλά ἀπό τά 18 μέλη τῆς Παπικῆς ἀντιπροσωπίας στήν Α΄ Ὁλομέλεια τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου (1980) τά 8 ἦσαν Οὐνῖτες! Αὐτό προκάλεσε τήν ἔντονη ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων μέ ἐνδεχόμενο νά ναυαγήσει ὁ Διάλογος. Τελικά, ἡ Ὁλομέλεια ἔκανε ἀποδεκτή Δήλωση τῶν Ὀρθοδόξων, ὅτι «πρῶτον ἡ παρουσία Οὐνιτῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἀνατολικοῦ ρυθμοῦ εἰς τήν Ἐπιτροπήν τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν δέν σημαίνει ἀναγνώρισιν τῆς Οὐνίας ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί δεύτερον, τό θέμα τῆς Οὐνίας παραμένει ἀνοικτόν, ὡς ἕν τῶν προβλημάτων πού θά ἀπασχολήσουν τόν Διάλογον».
Ἔτσι, ἡ συζήτηση γιά τό θέμα τῆς Οὐνίας προσωρινά ἀναβλήθηκε, τέθηκε δέ γιά πρώτη φορά στήν Δ΄ Ὁλομέλεια (1987), ὅπου καταδικάστηκαν γενικά οἱ μεθόδοι τῆς Οὐνίας καί τοῦ προσηλυτισμοῦ. Ἡ Ε΄ Ὁλομέλεια (1988) ἀνέθεσε τή μελέτη του σέ Μικτή Ὑποεπιτροπή, ὅμως ἀκολούθησαν οἱ ραγδαῖες ἐξελίξεις μέ τήν κατάρρευση τῶν ἀθεϊστικῶν καθεστώτων στήν Ἀνατολική Εὐρώπη καί μέ τήν ἔξαρση τῆς δράσης τῆς Οὐνίας στίς νέες συνθῆκες πού διαμορφώθηκαν. Συνεχῶς ἔφθαναν πληροφορίες γιά ἔκτροπα καί βίαιες ἐνέργειες σέ βάρος Ὀρθοδόξων πιστῶν, κληρικῶν καί Ναῶν, παρά τίς ἔντονες διαμαρτυρίες Ὀρθοδόξων Προκαθημένων. Ἔτσι ἡ Ὑποεπιτροπή δέν εἶχε ἀλλή ἐπιλογή ἀπό τή σαφή καί κατηγορηματική καταδίκη τῆς Οὐνίας στό Πόρισμά της (1990), τό ὁποῖο ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά ἀναγκάστηκε νά συνυπογράψει, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι τό περιεχόμενό του θά ἀνατρεπόταν στήν ἑπόμενη Ὁλομέλεια τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς. Κατά τό Πόρισμα, «ἡ Οὐνία δέν θεωρεῖται πλέον πρότυπον ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, διότι ἡ ἐκκλησιολογία ἐντός τῆς ὁποίας ἀνεπτύχθη δέν ἐμπνέεεται ἀπό τήν κοινήν παράδοσιν τῶν Ἐκκλησιῶν μας», ἡ δέ «χρῆσις λειτουργικῶν ρυθμῶν καί ἀμφίων, τά ὁποῖα ἀνήκουν εἰς τήν παραδοσιακήν κληρονομίαν μιᾶς ἐκ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μας, ἐκ μέρους κοινοτήτων ἤ καί μελῶν τοῦ κλήρου τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀπορριφθῇ ἐξ ὁλοκλήρου, ἐάν τοῦτο γίνεται πρός προσηλυτισμόν». Στό ἴδιο κλίμα ἡ ἑπόμενη ΣΤ΄ Ὁλομέλεια (1990) μέ τήν ἐπιμονή τῶν Ὀρθοδόξων συζήτησε μόνο τό θέμα τῆς Οὐνίας καί ἐξέδωσε κείμενο, στό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνονται οἱ θέσεις τοῦ Πορίσματος καί τονίζεται ἐπιπλέον ὅτι «ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος, ὅπου ἐφηρμόσθη, ἀπέτυχε νά ὑπηρετήσῃ τόν σκοπόν τῆς προσεγγίσεως τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀντιθέτως προεκάλεσε νέας διαιρέσεις».
Φυσικά, τό κείμενο δέν ἱκανοποίησε τή ρωμαιοκαθολική πλευρά, ἡ ὁποία εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἐργάστηκε γιά τήν ἀνατροπή του. Κανένα ἀπό τά σημεῖα του δέν ἐφαρμόστηκε στή πράξη. Ἀντίθετα, τό ἴδιο ἔτος ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ (1978-2006) συγκάλεσε σέ Σύνοδο τούς Οὐνῖτες Ἐπισκόπους τῆς Οὐκρανίας στή Ρώμη, ὅπου «ἐνεθάρυνε ὅλους νά συνεχίσουν τήν πορεία τους», ἐνίσχυσε, μάλιστα, τήν Οὐνία μέ χειροτονίες νέων Ἐπισκόπων. Γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κατάστασης ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος (1972-1991) συγκάλεσε ἔκτακτη Σύσκεψη στό Φανάρι (11-12/12/1990), ἡ ὁποία διαπίστωνε «καταστάσεις καί γεγονότα εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων διαδραματιζόμενα, τά ὁποῖα ὑπερβαίνουν πᾶσαν φαντασίαν», καθώς ἐπίσης «κατάφωρον παραβίασιν τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας … διά χρήσεως ἀμέσου βίας ἐναντίον ἀτόμων, διά τῆς καταχρήσεως νομοθετικῶν ρυθμίσεων» κ.ἄ. Ὡστόσο, στήν ἑπόμενη Ζ΄ Ὁλομέλεια (Balamand 1993) ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά πέτυχε τήν ἔκδοση κειμένου, τό ὁποῖο καταδίκαζε μέν τήν Οὐνία ὡς μέθοδο τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ἀναγνώριζε τήν ἐκκλησιαστική της ὑπόσταση καί τήν ὕπαρξή της στό παρόν. Τό κείμενο τοῦ Balamand δέν ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό πολλές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἡ δέ Ὀρθόδοξη πλευρά θεωροῦσε τό θέμα τῆς Οὐνίας ἀκόμη ἀνοικτό. Στήν ἑπόμενη Η΄ Ὁλομέλεια στή Βαλτιμόρη τῶν Η.Π.Α (2000), μέ προσωπική παρέμβαση τοῦ Πάπα Ἰωάννου Παύλου Β΄ ὑπέρ τῶν «Ἀνατολικῶν Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν» (Οὐνιτῶν), ὁ Διάλογος κατέληξε σέ πλῆρες ναυάγιο. Σέ Δήλωσή της ἡ Ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπία θεωροῦσε ὅσα συνέβησαν στό Balamand «ὡς μή γενόμενα» καί ὅτι ἡ συζήτηση γιά τήν Οὐνία ἐπιστρέφει «εἰς μηδενικήν βάσιν». Μέ τήν ἐπανέναρξη τοῦ Διαλόγου ἕξι χρόνια μετά τήν πλήρη διακοπή του (2006) τό ζήτημα τῆς Οὐνίας ἔπαψε πλέον νά συζητεῖται τουλάχιστον αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα, ἡ δέ Οὐνία συνεχίζει ἀνενόχλητη τή δράση της στίς Ὀρθόδοξες χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης.
Ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνώσεως
Ἀπό τά παραπάνω διαπιστώνεται ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ νά διατηρεῖ, ἀλλά καί νά ἐνισχύει, ἕναν θεσμό καθαρά προσηλητιστικό, ἕναν μηχανισμό ὑποταγῆς Ὀρθοδόξων καί ἄλλων πληθυσμῶν, μιά μέθοδο ἐπανειλημμένα καταδικασμένη ἀκόμη καί ἀπό ἐπιφανεῖς ἐκπροσώπους του στόν Διάλογο μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ ὕπαρξη τῆς Οὐνίας δέν ἔχει κανένα ἐκκλησιολογικό, κανονικό καί δογματικό ἔρεισμα στήν Παράδοση τῆς ἀρχαίας ἑνωμένης Ἐκκλησίας τῶν δέκα πρώτων αἰώνων, ἡ δέ χρήση κάθε μορφῆς βίας (χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων, μέ τήν ἀνοχή ἤ τήν ὑποκίνηση τῆς Ρώμης μέχρι σήμερα) εἶναι ἐντελῶς ἀσυμβίβαστη μέ τή χριστιανική ἰδιότητα (ἴσως γιά τό Βατικανό νά εἶναι θεμιτή, γιατί τήν ἔχει χρησιμοποιήσει καί στό παρελθόν!). Ὅπως ἔχει γίνει ἀποδεκτό καί ἀπό τίς δύο πλευρές, ἡ Οὐνία ὄχι μόνο δέν προσέφερε τίποτε στό ζήτημα τῆς ἑνώσεως, ἀλλά, ἀντίθετα, προκάλεσε ἐπιπλέον διαιρέσεις, σχίσματα καί συγκρούσεις καί πολλαπλασίασε τά προβλήματα.
Βέβαια, ὁ κατ’ ἐξοχήν σκοπός τῆς Οὐνίας, ἡ ἕνωση («οὐνία» σημαίνει «ἕνωση»), εἶναι κοινός καί γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ἐκκλησία μας συνεχῶς εὔχεται «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καί ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἶναι «ἵνα πάντες ἕν ὦσι» (Ἰω. 17,21). Ὅμως διαφορετικά θεωρεῖ τό ζήτημα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί διαφορετικά, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά. Κατά τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά καί κατά τήν κοινή Παράδοση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ἡ ἕνωση ὑπάρχει στή μία πίστη, στή μία Ἀλήθεια πού δίδαξε ὁ Χριστός, καί στή συνέχεια στό ἕνα Βάπτισμα, στή μία Θεία Εὐχαριστία κ.λπ. Ἡ ἀλλοίωση τῆς πίστεως συνιστᾶ τήν αἵρεση, ἡ ὁποία εἶναι κατάσταση πού ἀποκόπτεται ἄμεσα ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί μέθοδος πού δέν ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Κατά συνέπειαν, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἕνωση μέ διαφορές στήν πίστη, ἕνωση χωρίς κοινή πίστη, εἶναι δέ γεγονός ὅτι μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ὑπάρχουν ὄντως σημαντικές διαφορές στήν ἴδια τήν πίστη. Κοινή πίστη δέν ὑπάρχει!
Ἀπό τή ρωμαιοκαθολική πλευρά, ἀντίθετα, παρατηρεῖται ἡ τάση νά ὑποτιμηθοῦν αὐτές οἱ διαφορές καί νά θεωρηθοῦν δυό θεμιτές ὄψεις τοῦ ἴδιου πράγματος, ὥστε σέ μιά ἐνδεχόμενη ἕνωση κάθε πλευρά νά διατηρήσει τήν «παράδοσή της», ἀκόμη καί τή δογματική! Αὐτό, ὅμως, σημαίνει ὅτι τό πρότυπο ἑνώσεως πού ἔχει τό Βατικανό καί προβάλλει μέχρι σήμερα, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό τῆς Οὐνίας.