Tου Αρχιμανδρίτου Δημητρίου Καββαδία
ΚΑΛΥΜΝΟΣ: Το ιστορικό μοναστήρι της Θείας Αναλήψεως του Κυρίου στο ακριτικό νησί της Καλύμνου πενθεί. Και αυτό διότι το Ψυχοσάββατο των Απόκρεω, 6 Μαρτίου 2021, εκοιμήθη εν Κυρίω η τελευταία εγκαταβιώσασα σε αυτό μοναχή του η οποία χρημάτισε και τελευταία Ηγουμένη του.
Η κατά κόσμον Άννα, δεύτερο από τα οχτώ παιδιά των Χρήστου Χριστοφή από την Τήλο και της Πηνελόπης Αλευροφά από την Κάλυμνο, είδε το φως της ημέρας στο νησί των σφουγγαράδων, την μοναχοτρόφο και αγιοτόκο Κάλυμνο, στις 24 Νοεμβρίου 1936, στα όρια της ενορίας του Αγίου Μάμαντος (στην Κάλυμνο οι κάτοικοι, οι δρόμοι και οι δημόσιες υπηρεσίες προσδιορίζονται από την ενορία εντός των ορίων της οποίας ευρίσκονται).
Από αριστερά Ηγουμένη Πουλχερία Προηγουμένη Μαρία Μοναχή Μακρίνα Μοναχή Ευπραξία.
Οι γονείς της υπήρξαν άνθρωποι του μόχθου. Ο πατέρας της Χρήστος ήταν φούρναρης. Μαζί με την ευλαβή σύζυγό του μεγάλωσαν τα οχτώ παιδιά τους με τίμιες αρχές: να αγαπούν τον Χριστό και τον εκκλησιασμό, να σέβονται τους μεγάλους, να τιμούν την πατρίδα και να μοιράζονται με αγάπη το καθημερινό τους με όποιον στερείται.
Η εκκλησιαστική ζωή για το νησί της Καλύμνου αποτελεί παραδεδομένη αξία για όλους τους νησιώτες όπως βέβαια και για όλους τους Έλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς.
Μα στο ευλογημένο αυτό νησί του Αιγαίου, τηρούνται ακόμη και μέχρι τις ημέρες μας με σχολαστικότητα τα ήθη και έθιμα, οι ιερές πανηγύρεις, το Άγιο Δωδεκαήμερο και το Πάσχα με τον ωραίο λαογραφικό χαρακτήρα, η θεία λειτουργία, τα μνημόσυνα κλπ. Έτσι και στην οικογένεια Χριστοφή που οι καλοί γονείς ανέτρεφαν τα παιδιά τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφεσ.στ’4).
Η Α’ Ηγουμένη και Κτίτωρ της Μονής Αναλήψεως Καλύμνου, Ευσεβία Αλαχούζου
Νήπιο ήταν η Άννα όταν η οικογένεια μετεκόμισε σε σπίτι στα όρια της ενορίας της Υπαπαντής του Κυρίου. Το σπίτι «έβλεπε» στο ιερό της Εκκλησίας αυτής και από την θύρα του ιερού και τα παράθυρα εξερχόταν μελωδικά η φωνή των ιερέων και των ψαλτών. Η μικρή Άννα αισθανόταν θεία έλξη στην ψυχή της και έτσι το εντρύφημά της παιδιόθεν ήταν η θεία λειτουργία και οι ακολουθίες της εκκλησίας στις οποίες μετείχε ολοπρόθυμα. Ήταν παιδί υπάκουο, έξυπνο και αγαπούσε το νοικοκυριό και την τάξη. Όπως είναι φυσικό για την περίοδο γύρω από τους πολέμους, η Άννα αποφοίτησε μόνο από το Δημοτικό σχολείο, ωστόσο πάντοτε μελετούσε πνευματικά βιβλία και την Αγία Γραφή. Την πνευματική καθοδήγηση της οικογένειας είχαν οι πατέρες της εποχής εκείνης. Πολλές φορές όμως η Άννα μαζί με την μητέρα της ανέβαιναν με τα πόδια στην Μονή των Αγίων Πάντων για να λειτουργηθούν και να εξομολογηθούν στον μεγάλο Άγιο των ημερών μας, τον ταπεινό και αφανή υποτακτικό του Αγίου Νεκταρίου, τον Άγιο Σάββα (+7 Απριλίου 1948). Ο θεοφόρος πατήρ δεχόταν τις δύο γυναίκες με αγάπη και καλωσύνη καλλιεργώντας κατά Θεόν τις ψυχές τους και ανάβοντας στην ψυχή τους την φλόγα της αφιερώσεως. Και αυτό γιατί όπως θα δούμε αργότερα και η Πηνελόπη ασπάστηκε τον μοναχικό βίο.
Η φιγούρα της μοναχής στην Κάλυμνο είναι πολύ οικεία και αγαπητή στο λαό του Θεού. Πέντε είναι τα γυναικεία μοναστήρια που διακονούν το έργο της Εκκλησίας και μάλιστα τα τρία εξαυτών με καθημερινή θεία λειτουργία: η Ιερά Μονή Ευαγγελιστρίας Άργους, η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνας, η Ιερά Μονή Αγίων Πάντων – Αγίου Σάββα, η Ιερά Μονή Θείας Αναλήψεως του Κυρίου και η Ιερά Μονή Παναγίας Ελεούσης Ρότσο. Δύο εκατοντάδες ευλαβών καλογραιών υπηρέτησαν ταπεινά και διακριτικά τα μοναστήρια και πρωτοστάτησαν σε έργα κοινωνικής ευποιίας αγκαλιάζοντας τον άνθρωπο σε όλες τις περιστάσεις του βίου του.
Η Γερόντισσα Πουλχερία υποδέχεται τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στην Μονή
Όλα αυτά τα μοναστήρια μαζί με τα καθίσματα και τα μετόχια τους χτίστηκαν με ουράνιο σημείο. Έτσι έγινε και για την Μονή της Αναλήψεως. Το κτήμα της Μονής ήταν της ιδιοκτησίας του Ιωάννου Αλαχούζου. Βρισκόταν στην Πλαγκιόστρατα (=πλατειά στράτα) σε τοποθεσία όπου κατέληγαν όλες οι λιτανείες που γίνονταν στο νησί για την ανομβρία και άλλες θεομηνίες. Στο χώρο αυτό υπήρχαν ερείπια παλαιάς εκκλησίας για την οποία ειδικό αρχαιολογικό κλιμάκιο επεσήμανε ότι η κτίση της ανάγεται στα χρόνια του αυτοκράτορος Αρκαδίου (377-408). Υπήρξε ναός της Αναλήψεως του Κυρίου χτισμένος πάνω σε ερείπια ειδωλολατρικού ναού.
Η Β’ Ηγουμένη και κτίτωρ της ΙΜ Αναλήψεως Καλύμνου Μοναχή Μαρία Αλαχούζου
Καθώς οι δύο κόρες από τα οχτώ παιδιά του Ιωάννη μεγάλωναν με τον ένθεο πόθο της αφιέρωσης, εκείνος τους έταξε να τους χτίσει ναό και κελλιά για να μονάσουν εκεί. Όντως έκανε διόρυξη και δημιούργησε πηγάδι για την υδροδότηση του κτήματος, έκτισε υποστατικό, σταύλους κλπ. αλλά έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε χωρίς να προλάβει να κάνει κάτι για το ναό. Έτσι οι κόρες του Σεβαστή και Μαρίκα ανέλαβαν την ανέγερση του ναού. Επειδή όμως τότε δεν υπήρχε Μητροπολίτης στο νησί λόγω των γνωστών γεγονότων του «Αυτοκεφάλου» που ταλαιπώρησε το νησί, μετέβησαν στην Κω για να πάρουν την άδεια ανέγερσης από τον τοποτηρητή Αρχιερέα. Είχαν την επιθυμία ο ναός να αφιερωθεί στον Τίμιο Πρόδρομο για να τιμηθεί έτσι και ο πατέρας τους Ιωάννης που ήταν ο ιδιοκτήτης του χώρου. Ο Αρχιερατικός επίτροπος π. Μελέτιος που ασχολήθηκε με το όλο θέμα, αντιδρούσε διότι πλησίον του κτήματος βρισκόταν ναός του Αγίου Ιωάννου.Κατόπιν προσευχής, άνοιξε το ιερό Ευαγγέλιο και βρέθηκε μπροστά στην Δεσποτική εορτή της Αναλήψεως. Αυτό ήταν σημείο του Θεού για την ονοματοδοσία του ναού που θα έχτιζαν, να λάβει δηλαδή ξανά ο ιερός χώρος την αρχαία του ονομασία.
Η Γ’ Ηγουμένη και ανακαινίστρια της ΙΜ Αναλήψεως Καλύμνου Μοναχή Πουλχερία Χριστοφή
Μόλις ο ναός ολοκληρώθηκε οι δύο κοπέλλες έφυγαν για την Πάτμο όπου και έβαλαν μετάνοια στην νεόδμητη Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην οποία προΐστατο η Μοναχή Ευστοχία Γούναρη. Πνευματικός της Μονής ήταν ο Γέρων Αμφιλόχιος Μακρής (σημερινός Άγιος του ορθοδόξου εορτολογίου), ο οποίος τις υποδέχτηκε με χαρά. Και η μεν Σεβαστή εκάρη μεγαλόσχημη μοναχή υπό το μοναστικό όνομα «Ευσεβία» προς τιμήν της Οσίας Ευσεβίας της δια Χριστόν Ξένης (24 Ιανουαρίου), η δε Μαρίκα, όντας οδοντίατρος, εργαζόταν το τίμιο επάγγελμά της προς όφελος των νησιωτών της Πάτμου, της Σάμου και της Καλύμνου αργότερα μέχρι και την συνταξιοδότησή της.
Επειδή όμως στην Πάτμο μετά την πάροδο μιας δεκαετίας ασθένησε σοβαρά η αδελφή Ευσεβία, ο Γέροντας έδωσε ευλογία να επιστρέψουν στην Κάλυμνο με το στεγνό και υγιεινό κλίμα και να συνεχίσουν την διακονία τους στο πατρικό τους κτήμα. Ο Γέροντας πάντοτε ήθελε να ξεκινήσει ένα έργο στην Κάλυμνο από όπου καταγόταν και η Γερόντισσα Ευστοχία. Ο οραματισμός αυτός λοιπόν θα πραγματοποιούνταν στο πρόσωπο των δύο αδελφών. Συνοδό τους όρισε ο Γέροντας Αμφιλόχιος την μοναχή Νεκταρία Ζεμπιλλά και μετά την μοναχή Ισιδώρα. Ήταν τότε το έτος 1949 και η μοναχή Ευσεβία ήταν πλέον μεστή πνευματικά για να ηγηθεί του έργου.
Ο Μητροπολίτης Καλύμνου Ισίδωρος τον Δεκέμβριο του 1950 ενεθρόνισε Ηγουμένη την αδελφή Ευσεβία και μετά δύο μήνες, στις 3 Φεβρουαρίου 1951, με Κανονική Εκκλησιαστική Πράξη της Μητροπόλεως ανύψωσε τον ιερό χώρο σε Γυναικεία Ιερά Κοινοβιακή Μονή, ορίζοντας «από του νυν και εις το διηνεκές πάντα χρόνον είναι και λέγηται και παρά πάντων γιγνώσκηται Μητροπολιτικόν Μοναστήριον αδούλωτον και ακαταπάτητον…».
Ο ίδιος Μητροπολίτης Ισίδωρος (κατά κόσμον Γεώργιος Αηδονόπουλος, από το Φανάρι Κωνσταντινουπόλεως, Μητροπολίτης Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας από 23 Νοεμβρίου 1950 έως 19 Μαΐου 1983 οπότε και εκοιμήθη), τέλεσε τα εγκαίνια του Καθολικού της Μονής τον Μάϊο του 1953.
Η χαρά όλων συμπληρώθηκε όταν έλαβαν την πατριαρχική ευλογία και χρυσό σταυρό που έστειλε ο τότε Πατριάρχης Αθηναγόρας στην Μονή στις 26 Μαΐου, αναγνωρίζοντας έτσι τους κόπους των δύο αδελφών.
Έτσι σιγά-σιγά φτιάχτηκε το μοναστήρι στο οποίο η αδελφή Άννα έβαλε μετάνοια λίγο προτού κλείσει τα είκοσι χρόνια της, το έτος 1956. Το μοναστήρι αριθμούσε ακόμη λίγα χρόνια ζωής και η Άννα έσπευδε εν υπακοή να εργασθεί όπου την έστελναν.
Με ιδιαίτερο ζήλο και έως του τέλους της ζωής της συμμετείχε στις ακολουθίες της Εκκλησίας διαβάζοντας τα πατερικά αναγνώσματα (στο Ναό και την Τράπεζα), ψάλλοντας και προσευχομένη. Ορίστηκε βοηθός της αδελφής Ισιδώρας στο ιερορραφείο και με την ευστροφία και την οξύτατη αντίληψή της έμαθε την τέχνη αυτή, να ράβει στολές αλλά και ράσα και επιδόθηκε στην κεντητική. Έγινε περιζήτητη κεντήστρα και στο χρυσοκέντημα. Απέκτησε ειδίκευση στις αρχιερατικές μίτρες, επιγονάτια κτλ, τέχνη που δίδαξε αργότερα σε άλλες Μονές εκτός Καλύμνου. Εργάστηκε επίσης στο κτήμα της Μονής το οποίο έγινε κήπος εσπεριδοειδών που προμήθευε με τα προϊόντα του το νησί και γίνονταν και εξαγωγές.
Η καλή της διαγωγή ήταν η αιτία ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα να λάβει το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα. Ο Μητροπολίτης Ισίδωρος στις 26 Μαρτίου 1959 την έκειρε μεγαλόσχημη και της έδωσε το μοναστικό όνομα «Πουλχερία» προς τιμήν της Μεγάλης Αυτοκράτειρας του Βυζαντίου Αγίας Πουλχερίας επί των ημερών της οποίας, βασιλική προσκλήσει, συνήλθαν η Γ’ εν Εφέσω και η Δ’ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικές Σύνοδοι που κατεδίκασαν τον Μονοφυσιτισμό και τους αιρετικούς Νεστόριο, Ευτυχή και Διόσκορο. Υπήρξε σύζυγος του Μαρκιανού μετά του οποίου βασίλευσαν εν δικαιοσύνη και διεκρίθησαν «εν ελεημοσύναις και οικτιρμοίς πενήτων» (α’ ιδιόμελον του πλ. δ’ ήχου των Αποστίχων του εσπερινού της Κυριακής Α’ των Νηστειών). Επίσης θεωρείται Κτίτωρ και Προστάτις των Αγιορειτικών Ιερών Μονών Ξηροποτάμου και Εσφιγμένου.
Επιπλέον η αδελφή Άννα έλαβε το όνομα αυτό εις μνήμην της Μοναχής Πουλχερίας Πεταλά, συνασκήτριας της Γερόντισσας Ευσεβίας στην Μονή Ευαγγελισμού της Πάτμου.
Σημειωτέον ότι το όνομα Πουλχερία είναι λατινικό. Προέρχεται από το λατινικό επίθετο pulcher-pulchra-pulchrum που σημαίνει όμορφος. Κατ’άλλους ετυμολογικά προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη πολύχρους ή πολύχαρις.
Η Μοναχή Πουλχερία εργάστηκε ακατάπαυστα για την πρόοδο του μοναστηριού. Ήταν πρόθυμη, εξυπηρετική και καλοσυνάτη. Συνεργάστηκε με τις προκατόχους της Γερόντισσες Ευσεβία και Μαρία με ταπείνωση και υπομονή.
Σταδιακά η αδελφότητα απέκτησε 13 μοναχές. Οργανώθηκαν τα εργαστήρια και οι διακονίες των μοναχών κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η αδελφή Πουλχερία διέθεσε την ημέρα και την νύχτα της στο μοναστήρι. Αναπαυόταν ελάχιστα. Διηγείτο πολλές φορές ότι 10 μόλις λεπτά ύπνου της αρκούσαν. Σηκωνόταν από τη 01:00 μετά το μεσονύκτιο να διαβάσει το αγαπημένο της ψαλτήρι και ακολούθως μετέβαινε στην Εκκλησία για τον Όρθρο. Όταν είχαν Θεία Λειτουργία έπρεπε να διαβάσει τα ψαλτήρια και τις ώρες ώστε όλα να γίνουν εντός του χρόνου που διέθεταν οι ιερείς που εξυπηρετούσαν την Μονή.
Με ιδιαίτερη επιμέλεια κέντησε για τον Πατριάρχη Μάξιμο τον Ε’ ολόκληρη αρχιερατική στολή, αριστούργημα χρυσοκεντητικής και μικροτεχνίας καθώς και μίτρα, επιγονάτιο και επιμάνικα. Η αδελφότης ευλαβείτο τον μακαριστό Πατριάρχη και η φωτογραφία του κοσμούσε το Συνοδικό καθώς και άλλους χώρους της Μονής.
Ο μακαριστός Πατριάρχης επί μακράν σειράν ετών και μέχρι τα τέλη του (+1 Ιανουαρίου 1972), συνεδέετο δι’αλληλογραφίας με την Ιερά Μονή Αναλήψεως Καλύμνου. Παρακολουθούσε την ζωή της Μονής και ευχόταν για την ευόδωση των έργων της.
Οι Γερόντισσες Ευσεβία και Μαρία είχαν ακούσει για τις περιπέτειες της υγείας του και προσδοκούσαν να τον φιλοξενήσουν στο μοναστήρι μέχρι να γίνει καλά. Γι’αυτό το λόγο, ανήγειραν κελλί ευρύχωρο και του έγραψαν ότι τον περιμένουν. Ο μακαριστός συνεκινείτο ιδιαιτέρως με την αγάπη που του έδειχναν. Γι’αυτό και έγραφε σε επιστολή του προς το πνευματικό του τέκνο, τον Αρχιμανδρίτη Φιλάρετο Βιτάλη, τα εξής: «Έχουν κτίσει ιδιαίτερον οίκημα εντός του παραδεισίου κήπου της Μονής των, έκκλησιν συνεχή ποιούσαί μοι, ίνα μεταβώ και εγκατασταθώ εκεί, εις ανακούφισιν και περίθαλψιν. Νοερώς αισθάνομαι εμαυτόν εν μέσω αυτών, αγνώστων μοι προσωπικώς, εν μέσω του σεπτού Σκηνώματος αυτών….» (Επιστολή της 8ης Ιουλίου 1962). Αλλού σημείωνε: «Αι αδελφαί της Καλύμνου είναι εξαιρετικής καλωσύνης· η προς εμέ δε στοργή των είνε λίαν συγκινητική. Δυστυχώς δεν ηδυνήθην να ανταποκριθώ εις την εκφρασθείσαν πολλάκις παράκλησίν των. Ευρίσκομαι εις τακτικήν αλληλογραφίαν μετ’αυτών….» (Επιστολή της 25ης Ιουλίου 1971).
Επιπλέον η αδελφή Πουλχερία με την διακονία της βελόνας κόσμησε τα θυσιαστήρια των ναών της Μονής και έντυσε πολλούς ιερείς.
Το έτος 1962 οι γονείς της αδελφής Πουλχερίας λόγω οικονομικών δυσκολιών μετέβησαν στο Βέλγιο όπου και εργάστηκαν. Η μητέρα της Πηνελόπη μέχρι την αναχώρηση του ζεύγους στο εξωτερικό διακονούσε καθημερινά στην Μονή και συμμετείχε στις μοναστηριακές ακολουθίες. Με πόνο ψυχής αποχωρίστηκε την Μονή και όταν πήρε τον πρώτο της μισθό άρχισε να στέλνει χρήματα κλπ. στο μοναστήρι όχι μόνο για την θυγατέρα της αλλά για όλη την αδελφότητα τις οποίες θεωρούσε κόρες της.
Όταν κάποτε περνούσε έξω από το κτήμα της Μονής κατά την περίοδο που ήταν αρραβωνιασμένη, οραματίστηκε την Μονή και θεία φωνή την πληροφόρησε ότι ο χώρος είναι προορισμένος άνωθεν για να γίνει μοναστήρι. Ως εκ τούτου αισθανόταν πάντοτε θεία έλξη για το ιερό σκήνωμα.
Έτσι μετά την κοίμηση του συζύγου της το 1980 και την τέλεση του ετησίου μνημοσύνου το 1981, εισήλθε στην Μονή ως δόκιμος μοναχή. Η μοναχική της απόκαρση έγινε από τον Μητροπολίτη Νεκτάριο ο οποίος της έδωσε το μοναχικό όνομα «Ευπραξία». Ήταν καλή και αγαθή αδελφή, υπάκουη και εργατική και εγκατεβίωσε στην Μονή με την θυγατέρα της ως απλές αδελφές του κοινοβίου, απαλλαγμένες από τον πειρασμό της φιλοσυγγένειας. Μετά από τριαντακονταετή εγκαταβίωση, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 15 Ιουνίου του 2012.
Η Ηγουμένη Ευσεβία φορτωμένη από τους κόπους της μοναστικής ζωής και διάφορες ασθένειες ανεχώρησε για την Βασιλεία των Ουρανών στις 27 Νοεμβρίου 1984. Μετά το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τα ηγουμενικά καθήκοντα ανετέθησαν στην αδελφή της Μαρίκα η οποία είχε λάβει το μοναχικό σχήμα στις 8 Σεπτεμβρίου 1976 και το μοναστικό όνομα «Μαρία». Όλα της τα χρόνια είχε εργαστεί ως οδοντίατρος εξωτερικά και μετά εντός ιατρείου στην Μονή.
Ήταν διπλωματούχος οδοντίατρος της σχετικής Σχολής των Αθηνών και με την ευλογία των πνευματικών ασκούσε ευσυνείδητα το επάγγελμά της, βοηθώντας με τα έσοδά της την ανέγερση της Μονής. Μεταξύ των ασθενών της ήταν και οι Άγιος Σάββας της Καλύμνου, Άγιος Αμφιλόχιος της Πάτμου, Γέροντας Παύλος Νικηταράς και άλλοι. Επίσης προεξήρχε του χορού της Μονής ως γλυκόφθογγη και πεπειραμένη ψάλτρια. Ήταν δε ιδιαιτέρως ελεήμων.
Σε αυτές τις δύο πνευματικές μοναχές είχε υποταχθεί η Μοναχή Πουλχερία. Και καταρτίστηκε το πνεύμα της ακολουθώντας τα ίχνη που εκείνες χάραξαν καθώς και την ασκητική τους πρακτική.
Όταν όμως η Ηγουμένη Μαρία καθηλώθηκε στο αναπηρικό αμαξίδιο, κατάλαβε ότι η ηγουμενική σκυτάλη έπρεπε να παραδοθεί. Αφού μίλησε με τον πνευματικό της Μονής Αρχιμανδρίτη Παύλο Νικηταρά, έδωσε προφορική και γραπτή παραίτηση και δια του Μητροπολίτου Νεκταρίου ανέλαβε τα ηγουμενικά καθήκοντα η αδελφή Πουλχερία (η οποία την περιποιήθηκε υποδειγματικά σαν γνήσια θυγατέρα της επί μια ολόκληρη οκταετία και μέχρι την οσιακή κοίμησή της στις 25 Νοεμβρίου 2001). Επειδή μάλιστα ο πατήρ Παύλος είχε διατελέσει Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου, ο φιλομόναχος και ιεραπόστολος Επίσκοπος Νεκτάριος του ανέθεσε να ενθρονίσει την Γερόντισσα Πουλχερία. Έτσι το Σάββατο του Λαζάρου, 6 Απριλίου 1996 εν ώρα εσπερινού, ενθρονίστηκε Ηγουμένη η αδελφή Πουλχερία παρουσία Ηγουμενισσών και Μοναχών από όλες τις Μονές του νησιού.
Με ιδιαίτερη όρεξη η νέα Ηγουμένη ξεκίνησε την ανακαίνιση όλου του μοναστηριακού συγκροτήματος. Έκανε δύο προεκτάσεις του Καθολικού της Μονής με ισάριθμα παρεκκλήσια των Αγίων Γυναικών Ευσεβίας της δια Χριστόν Ξένης και Ευφημίας της πανευφήμου, μεριμνώντας και για την τοιχογράφηση και των τριών. Ανήγειρε παρεκκλήσιο των Εισοδίων της Θεοτόκου πλησίον των κελλίων με εσωτερικό διάδρομο. Ανήγειρε επίσης ναΰδριο της Αγίας Πουλχερίας ύπερθεν του κοιμητηρίου της Μονής και δια του γράφοντος κυκλοφόρησε βιβλίο με τον Παρακλητικό Κανόνα και τους Χαιρετιστήριους Οίκους της Αγίας Πουλχερίας, ποιήματα του Αρχιμανδρίτου Νικοδήμου Αεράκη.
Δια του γράφοντος η Ιερά Μονή απέκτησε γνήσιο τεμάχιο Ιερού Λειψάνου της Αγίας Πουλχερίας το οποίο η Γερόντισσα με ιδιαίτερη συγκίνηση αποθησαύρισε στο ναΰδριο της Αγίας. Ανήγειρε ακόμη αρχονταρίκι, ξενώνα, εκθετήριο κτλ. και έκανε εκ νέου περίφραξη ασφαλείας στο μοναστήρι.
Επειδή το μοναστήρι μετά την κοίμηση των μεγάλων αδελφών υστερείτο πόρων συντηρήσεως, η Γερόντισσα έβαλε χρέος με τα εργατικά συνεργεία και προσπάθησε με ακατάπαυστη εργασία να ολοκληρώσει ό,τι άρχισε. Ο Θεός ευλόγησε τους κόπους της και όλα τακτοποιήθηκαν με την βοήθειά Του. Για τα έξοδα αυτά έλεγε χαρακτηριστικά: «Αν γράψεις στο μοναστήρι τα έξοδα με χαρτί και στυλό τρελαίνεσαι. Πρέπει να κάνουμε αυστηρή οικονομία, να δίνουμε ελεημοσύνη και “ταύτα πάντα προστεθήσεται ημίν” (Ματθ. στ’, 33)». Με την πίστη και την υπομονή της σήμερα το μοναστήρι είναι ανακαινισμένο εκ βάθρων και αναμένει συν Θεώ νέα αδελφότητα να εγκαταβιώσει σε αυτό συνεχίζοντας μια ωραία μοναστηριακή παράδοση 80 ετών.
Επί της ηγουμενίας της επί μακράν σειράν ετών στην Μονή ετελείτο η Θεία Λειτουργία καθημερινώς. Αρχικά με τον αγαθότατο π. Ευσέβιο Μαμάκα, ύστερα με τον Ιερομόναχο Γαβριήλ Γλυκοκάλαμο και άλλους, η Μονή διακόνησε το έργο της τοπικής Εκκλησίας με πιστότητα και αφοσίωση. Καθημερινώς μνημονεύονταν χιλιάδες ονόματα ζώντων και τεθνεώτων, χρηζόντων θείας βοηθείας, ελέους και αναπαύσεως. Ακολουθώντας μια άλλη αγία παράδοση του νησιού που ανέκαθεν είχε υιοθετήσει η Μονή της Αναλήψεως, στο μοναστήρι αυτό ετοιμάζονταν τα κόλλυβα των κεκοιμημένων. Όχι όμως σαν απρόσωπη πράξη ρουτίνας αλλά ακολουθώντας μια ειδική ιεροτελεστία.
Μετά τον εσπερινό όλοι οι συγγενείς του τεθνεώτος μετέβαιναν στο αρχονταρίκι και κάθονταν εν σιωπή. Ακολούθως η Γερόντισσα άναβε καντήλι, κηροπήγιο και θυμιατό και άρχιζε το γέμισμα και το στόλισμα του δίσκου των κολλύβων. Ταυτοχρόνως μια άλλη αδελφή έκανε ψυχωφελή ανάγνωση περί θανάτου, αιωνίου ζωής ή ότι άλλο πατερικό μέχρι να τελειώσει η ιερά εργασία. Το πρωί ετελείτο η Θεία λειτουργία και μετά το πέρας αυτής το μνημόσυνο. Όλα γίνονταν με τάξη, καθαριότητα, προσευχή και κατάνυξη.
Η Γερόντισσα και μέχρι τέλους είχε ακατάβλητη δύναμη. Μαγείρευε, ετοίμαζε κόλλυβα, ζύμωνε πρόσφορα, αρτοκλασίες, κουλούρες για την περίοδο που γίνονται μνημόσυνα άνευ παραθέσεως κολλύβων (λ.χ. Άγιο Δωδεκαήμερο), έφτιαχνε γλυκά κτλ. τα οποία ήταν περιζήτητα σε όλο το νησί. Αγαπούσε την οικιακή οικονομία, την τάξη, το νοικοκυριό και ό,τι έκανε, το έκανε με αγάπη και καλή διάθεση γι’αυτό και όλα πετύχαιναν. Με καλή καρδιά και απλά υλικά εύφρανε με την φιλοξενία της όλους όσους περνούσαν το κατώφλι της Μονής για να προσκυνήσουν.
Σε όλους φερόταν καλά και ευγενικά και προσπαθούσε με την συμβουλή της να στηρίξει και να οικοδομήσει τις κατερραγμένες ψυχές.
Από ετών συνδεόταν με την Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης όπου και δίδαξε την κατασκευή της αρχιερατικής μίτρας. Οι Γερόντισσες Φεβρωνία και Μελάνη την εκτιμούσαν και φιλοξενούσαν τις αδελφές της Αναλήψεως οσάκις χρειάζονταν γιατρούς αλλά και εκ περιτροπής κάποιες αδελφές του Πανοράματος διακονούσαν στην Κάλυμνο όταν η αδελφότης της Αναλήψεως λιγόστεψε.
Η Γερόντισσα καίτοι ήταν ολιγογράμματη, διεκπεραίωνε εν τούτοις με επιτυχία και τα καθήκοντα του γραφείου της Μονής. Συνέτασσε τον Κώδικα της Μονής, το Αρχείο, κρατούσε τα λογιστικά βιβλία, έκανε την επίσημη αλληλογραφία. Κρατούσε ιδιόγραφο τόμο όπου καθημερινώς καταχωρούσε τα μνημόσυνα που έπρεπε να γίνουν υπολογίζοντας βάσει της ημερομηνίας θανάτου, τα μνημόσυνα όλου του χρόνου που έπρεπε να γίνουν, τα σταθερά μνημόσυνα των μοναχών, των ευεργετών κτλ.
Ήταν λάτρις του ωραίου και στα διαλείμματα των εργασιών της εργοχειρούσε. Εργαζόταν με επιμέλεια στο κηροπλαστείο και στο υφαντήριο της Μονής ετοιμάζοντας παραδοσιακούς τάπητες και χαλιά.
Παρατηρούσε τα πάντα και προσπαθούσε να οικειοποιηθεί ό,τι το καλό για την ωφέλεια του μοναστηριού της.
Μαζί με την αδελφή Μακρίνα ανέπτυξαν το μοναστήρι και το κράτησαν σε αξιοζήλευτο σημείο.
Η Γερόντισσα Πουλχερία ήταν άνθρωπος της έμπρακτης πνευματικότητας και στήριξε το μοναστήρι ως αδελφή και Ηγουμένη επί 65 ολόκληρα χρόνια. Η μελωδική της φωνή, τη συνοδεία της αδελφής Μακρίνας, έκανε το εκκλησίασμα να βιώνει στιγμές θεϊκής ανάτασης.
Κατέλιπε αγαθή μνήμη με την φωτεινή προσωπικότητά της, την σιωπή και αφάνεια, την σεμνότητα και εργατικότητά της. Ήταν πάντοτε παρούσα να ακούσει τα προβλήματα και να τονώσει τους ανθρώπους. Γι’αυτό όλοι την εμπιστεύονταν και την αγαπούσαν. Προσευχομένη και εργαζομένη διήρχετο τις ημέρες της και τίποτε δεν την πτοούσε.
Η Γερόντισσα ευλαβείτο τους Πατριάρχες Αθηναγόρα, Δημήτριο και Βαρθολομαίο ο οποίος επισκέφθηκε δύο φορές το νησί επί Μητροπολίτου Νεκταρίου και ολόχαρη τον υποδέχτηκε και τον προσφώνησε στο Μοναστήρι. Τηρούσε σχολαστικά την επίσημη προς αυτούς αλληλογραφία της Μονής. Επίσης είχε αγαστή συνεργασία με τους φιλομονάχους Επισκόπους του νησιού Ισίδωρο και Νεκτάριο (που πάντοτε κρατούσε στα χέρια του ένα δώρο-ευλογία για όλες τις αδελφές τις οποίες επεστράτευε για να προσεύχονται γι’αυτόν και την υψηλή διακονία Του) καθώς και τον νυν κ. Παΐσιο.
Ως άνθρωπος ετρώθη από τον πόνο του πένθους όταν στις 3 Φεβρουαρίου 2020 εκοιμήθη η τελευταία υποτακτική της, η αδελφή Μακρίνα. Μετά από ένα εννεάμηνο, στις 23 Νοεμβρίου 2020, έσπασε την δεξιά κνήμη της και αυτό ήταν που την καθήλωσε στο κρεβάτι του πόνου έως του τέλους της που ήρθε ειρηνικά και γαλήνια το πρωί του Σαββάτου της 6ης Μαρτίου του 2021. Έως τέλους είχε διαύγεια και προσηύχετο αδιαλείπτως.
Η ημέρα της κοιμήσεώς της ήταν το Ψυχοσάββατο των Απόκρεω. Επειδή επί γης φρόντισε με την προσευχή και την εργασία της τα μνημόσυνα πολλών συνανθρώπων της ρασοφόρων και μή, ο Χριστός μας την προσέλαβε «εν χώρα ζώντων» κατά την μεγάλη αυτήν ημέρα. Η δε ταφή της έγινε υπό του οικείου Επισκόπου που με συγκίνηση την προσφώνησε κατά την επομένη ημέρα Κυριακή, 7η Μαρτίου 2021, ημέρα εορτασμού της ενσωματώσεως της Δωδεκανήσου με την μητέρα Ελλάδα. Αυτή την άγια για την πατρίδα μας ημέρα η Γερόντισσα «ανέβη εις ουράνιον πόλον» (στίχος συναξαρίου), αποχαιρετώντας και την γενέτειρά της σε μια εορτή που αξιώθηκε να ζήσει επί γης εν έτει 1948.
Επειδή μετά την κοίμηση της Γερόντισσας Πουλχερίας, τελευταίας Ηγουμένης και Μοναχής της Ιεράς Μονής Αναλήψεως Καλύμνου, η Μονή παραμένει χωρίς προσωπικό, παραθέτουμε ένα δίπτυχο υπέρ αναπαύσεως για αυτές τις άγιες ψυχές που έφτιαξαν ένα μοναστήρι, στολίδι της Εκκλησίας και της πατρίδας μας κατά τα νεότερα χρόνια. Επειδή ακόμη για διάφορους λόγους μπορεί μια Μονή να παραμείνει κλειστή για ένα διάστημα, ευχόμεθα όπως χαρακτηριστικώς έλεγε η Γερόντισσα Πουλχερία: «Η Θεία Ανάληψις του Κυρίου να αναλάβει το πρόβλημα και το μοναστήρι να γεμίσει πάλι με πολλές και καλές μοναχές εις δόξαν Θεού και τιμήν του μοναχισμού».
Μνήσθητι Κύριε υπέρ αναπαύσεως των δούλων Σου:
Ευσεβίας
Μαρίας
Πουλχερίας των Ηγουμενισσών
Νεκταρίας
Ισιδώρας
Αγάθης
Ευπραξίας
Ξένης
Μαρκέλλης
Ξένης
Ευσταθίας
Ευπραξίας
Μακρίνης των Μονασασών αδελφών
«Αι ψυχαί αυτών εν αγαθοίς αυλισθήσονται!» (Ψαλμ. κδ’, 13)
Την ευχή τους να έχουμε!