Του Μητρ. Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ
Από το ένθετο της Δημοκρατίας για την Ορθοδοξία
Τη δεύτερη Κυριακή της Νηστείας της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής τιμάμε τον μεγάλο θεολόγο Πατέρα του 14ου αιώνα άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (1269-1359 μ.Χ.), Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τον διδάσκαλο και υπέρμαχο του ησυχασμού, που υπερασπίσθηκε την ορθόδοξη πνευματική παράδοση και ζωή, αντιτασσόμενος στις απόψεις του μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο εκ Καλαβρίας μοναχός Βαρλαάμ συγκρούσθηκαν κατά το πρώτο ήμισυ του 14ου μ.Χ. αιώνα για πολύ σημαντικά θεολογικά θέματα.
Στο σύντομο αυτό σχόλιό μας θα περιορισθούμε σε ολίγα για ένα από τα ζητήματα της διενέξεως αυτής, που είναι γνωστή ως Ησυχαστικές έριδες της διαφοράς ανάμεσα στη θεολογία και τη φιλοσοφία.
Ο μοναχός Βαρλαάμ, επηρεασμένος από τον αριστοτελισμό της εποχής του (14ος αιώνας) κατά την οποία είχε αρχίσει να εξαπλούται μέγα ουμανιστικό ρεύμα, πίστευε βαθύτατα στην αξία της κλασικής παιδείας, χωρίς βεβαίως να αρνείται την πίστη στον Θεό. Διδάσκοντας φιλοσοφία στην Κωνσταντινούπολη υπεστήριζε ότι με τη σοφία και τη γνώση ο άνθρωπος δύναται να επιτύχει την ηθική καθαρότητά του, να τελειοποιηθεί, να θεωθεί. Ουσιαστικώς θεωρούσε ότι ήταν ανωφελής η ασκητική ζωή των μοναχών, η προσευχή, η εγκράτεια, η άσκηση των αρετών και όλος ο πνευματικός αγώνας.
Δίδασκε ότι αυτά δεν συμβάλλουν στην τελείωση του ανθρώπου. Νόμιζε ότι η πίστη δεν ήταν αρκετή για να απαλλάξει τον νου των ανθρώπων «αγνοίας και ψευδών δοξασμάτων» και μάλιστα, έστω και αν έφθανε κανείς στην πατερική «απάθεια», ήταν αδύνατο να φθάσει στην τελειότητα και αγιότητα, αν μη «πανταχόθεν το ειδέναι συλλέξει μάλιστα εκ της καθ’ Ελληνας παιδείας». Οι απόψεις του βασίζονταν στην παράδοξη αντίληψη ότι η ανθρώπινη γνώση είναι δώρο Θεού ομότιμο της δι’ αποκαλύψεως γνώσεως, που δόθηκε στους Προφήτες και τους Αποστόλους.
Αντίθετα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υποστήριζε ότι υπάρχουν δύο σοφίες, η μία που ικανοποιεί τις ανάγκες του κοσμικού βίου και τη διανοητική περιέργεια και η άλλη που οδηγεί στη σωτηρία. Η διάκριση αυτή δικαιολογείται από την ύπαρξη διπλών δώρων του Θεού, από τα οποία άλλα είναι φυσικά, που δίδονται σε όλους τους ανθρώπους, και άλλα υπερφυσικά και πνευματικά, που δίδονται στους καθαρούς και τους αγίους.
Ο θεοφώτιστος Πατέρας δίδασκε ότι η φιλοσοφία εισάγει τον άνθρωπο στη γνώση των όντων και μάλιστα μερικώς, επειδή τα πάθη της αμαρτίας σκότισαν το διορατικό του ανθρώπου, ο οποίος φιλοσοφών στηρίζεται σε πιθανολογίες και εικασίες, που δημιουργούν αντιφάσεις και διαφωνίες. Σ’ αυτό οφείλεται το ότι η μία φιλοσοφική θεωρία ανατρέπει την άλλη και η νεότερη την προηγούμενη. Το έργο της θεολογίας είναι το ύψιστο των δώρων του Θεού στον άνθρωπο, που αποκτάται με την άσκηση. Η δωρουμένη από τον Θεό γνώση και σοφία είναι ασυγκρίτως ανώτερη από αυτήν της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Η θεολογία αποκαλύπτει στον άνθρωπο τον Θεό, την ανθρώπινη φύση και, τέλος, την πνευματική κατάστασή του.
Η Εκκλησία συνοδικώς απέρριψε τις απόψεις του Βαρλαάμ και αποδέχτηκε και επεκύρωσε με Συνοδικές Αποφάσεις του 1341, 1347, 1351 τη διδασκαλία του θεοφόρου Πατρός, που ερμήνευσε απλανώς την πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας, όπως βιώθηκε και παραδόθηκε από τους θεοφόρους Πατέρες μας, ως οδός καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως του ανθρώπου.