Κυριακή της Ορθοδοξίας: Ψυχρές είναι πλέον οι σχέσεις μεταξύ των Μητροπολιτών – μελών της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Προέδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού, των μελών της Κυβέρνησης και των μελών του Κοινοβουλίου, που εψήφισαν τον Νόμο για τον «γάμο» των ομοφυλοφίλων. Απόδειξη τα όσα συνέβησαν κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η Ιεραρχία εόρτασε τη μεγάλη αυτή εορτή ως να πενθούσε. Χωρίς την παρουσία της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας, χωρίς κάλυψη τηλεοπτική και γενικά δημοσιογραφική, στο μικρό στο μέγεθος, αλλά ιστορικό καθολικό της Μονής Πετράκη. Από την δημιουργία του Ελληνικού κράτους και από τότε που ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ ασπάσθηκε την Ορθοδοξία – ο Όθωνας, ως βασιλιάς των Ελλήνων είχε παραμείνει Ρωμαιοκαθολικός – ο επικεφαλής του κράτους και όλη η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία μαζί με την εκκλησιαστική Ιεραρχία την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής πανηγύριζαν τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και αποδείκνυαν την ενότητα του λαού, όπως την κληρονομήσαμε από την εποχή της Ρωμέϊκης Αυτοκρατορίας. Φέτος η Αρχηγός του Κράτους δεν ήταν παρούσα, δεν εκφώνησε το Σύμβολο της Πίστεως κατά την Θεία Λειτουργία και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου αρνήθηκαν την εκ μέρους της πρόσκληση να παρευρεθούν στο παρατιθέμενο καθιερωμένο γεύμα.
Σημειώνεται ότι στο Βυζάντιο η αναστήλωση των εικόνων έγινε με κρατική πρωτοβουλία, που φυσικά βρήκε σύμφωνο το πλήρωμα της Εκκλησίας. Με κρατική πρωτοβουλία συνέβη και η εικονομαχία, που συνετάραξε επί έναν και πλέον αιώνα την Εκκλησία και είχε θύματα χιλιάδες πιστών χριστιανών. Το Ισλάμ ήταν αυτό που άσκησε στους κατοίκους της Αυτοκρατορίας όχι μόνο γεωπολιτική, αλλά και πολιτισμική πίεση. Και αν θυμόμαστε τις επιθέσεις του Ισλάμ κατά της Κωνσταντινουπόλεως, της Κρήτης, του Αγίου Όρους, της Πελοποννήσου και αλλού, δεν επιτρέπεται να λησμονούμε τη μεγάλη του επίθεση κατά του ελληνικού πνεύματος, δια των αιρέσεων του μονοφυσιτισμού και της εικονομαχίας.
Όπως είναι γνωστό ο μωαμεθανισμός δεν δέχεται εξεικόνιση θεού. Θέλοντας να επιβάλει την αντίληψη αυτή στους Ορθοδόξους Χριστιανούς της Συρίας, που είχε υποδουλώσει, ο χαλίφης Γιαζίντ Β΄ «δόγμα εψηφίσατο κατά των αγίων και σεπτών εικόνων», το 721. Από εκεί η κακοδοξία εισέδυσε και στο βυζαντινό κράτος: πέντε χρόνια αργότερα ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος διέταξε να κλείσουν τα μοναστήρια, να διωχθούν οι
κληρικοί και οι λαϊκοί που προσκυνούσαν εικόνες, για τις οποίες έδωσε εντολή να καταστραφούν.
Επί της Ειρήνης και του υιού της Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου συνεκλήθη το 787 η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία, μεταξύ άλλων, τακτοποίησε θετικά για την Εκκλησία το θέμα της προσκυνήσεως των εικόνων. Όμως το θέμα δεν έληξε. Στη συνέχεια υπήρξαν πάλι εικονομάχοι Αυτοκράτορες, μεταξύ των οποίων και ο Θεόφιλος, που προέβησαν σε ακραίες βιαιότητες σε βάρος των Ορθοδόξων Χριστιανών. Το 842 ο Θεόφιλος απεβίωσε, ο υιός του Μιχαήλ ήταν τεσσάρων ετών και την βασιλεία ανέλαβε η σύζυγος του Θεοφίλου Θεοδώρα. Επί των ημερών της έληξε οριστικά το θέμα της εικονομαχίας. Στις 19 Φεβρουαρίου 843 μια μεγαλόπρεπη θρησκευτική τελετή σύναξε τον κλήρο, τον λαό και τους πολιτικούς άρχοντες. Η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα μετέβη στην Βλαχέρνα και από εκεί στην Αγία Σοφία, όπου και αναπέμφθηκε ευχαριστήρια δέηση στον Παντοδύναμο. Ύστερα, το βράδυ, στο Ιερό Παλάτιο η βασίλισσα πρόσφερε δείπνο στους ιερωμένους και εόρτασε μαζί τους τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Από τότε και σε ανάμνηση του ιστορικού αυτού γεγονότος και της αυτοκράτειρας Θεοδώρας κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής η Ορθόδοξη Εκκλησία (κοσμικοί άρχοντες, κλήρος και λαός) εορτάζει επίσημα και με ευλαβική ευγνωμοσύνη την αναστήλωση των εικόνων. Αυτό εξήγησε και ο αείμνηστος Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας σε δημοσιογράφο που τον ερώτησε πώς είναι δυνατό ένας αριστερός πολιτικός να απαγγέλλει το Σύμβολο της Πίστεως κατά τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής της Ορθοδοξίας. Αφού ξεκαθάρισε ότι ενσυνείδητα το κάνει πρόσθεσε: «Δεν θα ήμουν ποτέ εγώ εκείνος που θα σταματούσε τη συνέχεια ενός ιστορικού γεγονότος, καθοριστικού για την πορεία του λαού μας».
Πράγματι, με την αποκατάσταση της προσκύνησης των εικόνων ο Ελληνισμός, συνέχισε να βιώνει την Ορθόδοξη Πίστη του προς τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό και τους Αγίους, καλλιέργησε περαιτέρω τις καλές τέχνες και συνέχισε να αναπτύσσει τον πολιτισμό του, που πήγε να πνιγεί από την εικονομαχία. Γράφει σχετικά ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος: «Έκτοτε μετά ζήλου θρησκευτικού συνάγονται και τακτοποιούνται τα διασωθέντα λείψανα της πολυθεϊκής και Χριστιανικής αρχαιότητος, τα ζώπυρα της ιστορίας, φιλοσοφίας και γραμματολογίας των προγόνων».
Η αποκατάσταση της προσκύνησης των εικόνων και των λειψάνων είναι βεβαίως ένας θρίαμβος της Ορθοδοξίας, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια ιστορική πολιτισμική νίκη του Ελληνισμού επί του Ισλάμ. Και αυτό πέτυχαν οι Έλληνες χάρη στην τότε συνεργασία των πολιτικών και
θρησκευτικών ηγετών τους. Αυτή η επέτειος της τότε πετυχημένης συνεργασίας Πολιτείας και Ιεραρχίας για το καλό του λαού δεν εορτάσθηκε φέτος, πράγμα ιδιαίτερα λυπηρό, που πάντως συνέβη με ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης.
Θλίψη προκαλεί η δημοσίως εκφρασθείσα άποψη του ομότιμου καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου κ. Ιωάννη Κονιδάρη, ότι, κατ’ εκείνον, «γίνεται σαφές ότι ο εορτασμός της Κυριακής της Ορθοδοξίας ουδεμία σχέση έχει με την Πολιτεία και μάλιστα την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα». Σημειώνεται ότι ο κ. Κονιδάρης ως Άρχων Μέγας Δικαιοφύλαξ του Οικουμενικού Θρόνου πρέπει να γνωρίζει ότι η Κυριακή της Ορθοδοξίας εορτάζεται μεγαλοπρεπώς στο Φανάρι και το Σύμβολο της Πίστεως εκφωνεί ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβερνήσεως, ακριβώς για να υπογραμμισθεί η συνέχεια του Ελληνισμού και η συναλληλία Πολιτείας και Εκκλησίας, έστω και υπό τους γνωστούς δυσμενείς όρους που ζει το Πατριαρχείο. Και τί σημαίνει το γραφέν «τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα;». Τώρα αλλάζουμε την Ιστορία; Παύουμε με μια κίνηση τη συνέχεια του Ελληνισμού; Γινήκαμε οπαδοί του γουοκισμού, αν και κάτοχοι σπουδαίου εκκλησιαστικού τίτλου ως οφφικιάλιοι του Πατριαρχείου;
Έντονος και ο προβληματισμός από την άποψη του κ. Κονιδάρη. Αν ένας ομότιμος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου, Μέγας Άρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεωρητικά γνώστης της ιστορίας και πρακτικά διάδοχος στην πάλαι ποτέ έδρα σπουδαίων καθηγητών, όπως των Ράλλη, Τρωιάνου και άλλων, γράφει με αυτόν τον τρόπο για τόσο σοβαρά ζητήματα, τί να περιμένει κανείς από τους ανώτατους πολιτειακούς και πολιτικούς παράγοντες που, κατά τεκμήριο, δεν έχουν τόση γνώση της Ιστορίας και της Παράδοσής μας…-