ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ: Η πρόσφατη απόφαση της Πειθαρχικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου να αποπέμψει οκτώ δικαστικούς λειτουργούς – επτά δικαστές και έναν εισαγγελέα – αποτελεί μια σπάνια αλλά απολύτως αναγκαία κίνηση για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης.
Του Γιώργου Θεοχάρη – ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Οι απολύσεις αυτές, αν και φαίνεται να είναι μεμονωμένα περιστατικά, ρίχνουν φως σε ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα: τη διαβρωμένη εικόνα της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα και την αναποτελεσματικότητα των εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου.
Όταν η Δικαιοσύνη αποτυγχάνει να αυτοκαθαρθεί
Η απόφαση του Αρείου Πάγου αφορά υποθέσεις που αγγίζουν τα όρια της κοινωνικής πρόκλησης. Αντεισαγγελέας Εφετών, η οποία δεν δίσταζε να προβαίνει σε σκαιότατες ύβρεις και απειλές προς τους γείτονές της στην Κυψέλη, απομακρύνθηκε τελικά λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Άλλοι δικαστικοί λειτουργοί απολύθηκαν λόγω εξωφρενικών καθυστερήσεων στην απονομή της Δικαιοσύνης. Δεν πρόκειται για απλές παραλείψεις, αλλά για περιπτώσεις που υπονομεύουν το ίδιο το κράτος δικαίου.
Όταν ένας πολίτης περιμένει δέκα χρόνια για μια απόφαση και στο τέλος η υπόθεση παραγράφεται, δεν μιλάμε για τυχαία διοικητικά λάθη, αλλά για συστηματική αποτυχία. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, οι καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη κατατάσσουν την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης.
Δικαστές: Υπεράνω του Νόμου;
Η ελληνική κοινωνία έχει κάθε λόγο να αναρωτιέται: αν αυτές είναι οι περιπτώσεις που εντοπίστηκαν και τιμωρήθηκαν, πόσες άλλες παραμένουν στο σκοτάδι; Οι δικαστές είναι οι μόνοι δημόσιοι λειτουργοί που χαίρουν τόσο υψηλού βαθμού ανεξαρτησίας, αλλά η ανεξαρτησία δεν σημαίνει ασυλία.
Είναι χαρακτηριστικό πως για να αποπεμφθεί δικαστικός λειτουργός απαιτείται μια χρονοβόρα πειθαρχική διαδικασία, που συχνά καταλήγει σε ελαφρές ποινές. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ελλάδα έχει έναν από τους πιο επιεικείς μηχανισμούς ελέγχου δικαστών στην Ευρώπη.
Ακόμη και στις περιπτώσεις που αποκαλύπτεται ανεπάρκεια ή ανάρμοστη συμπεριφορά, η απομάκρυνση έρχεται ως έσχατη λύση και όχι ως αυτονόητη συνέπεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι περιπτώσεις των απομακρυνθέντων προέδρων Πρωτοδικών που για χρόνια συσσώρευαν εκκρεμείς υποθέσεις, χωρίς ουσιαστικές κυρώσεις μέχρι σήμερα.
Δικαστική αυθαιρεσία και διαφθορά: Πόσο εκτεταμένο είναι το πρόβλημα;
Είναι αφέλεια να πιστεύουμε πως οι συγκεκριμένοι οκτώ δικαστικοί λειτουργοί είναι οι μοναδικοί που παρεκτρέπονται. Το πρόβλημα είναι διαρθρωτικό και ενδημικό. Η Ελλάδα έχει βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο οργανισμών όπως η Διεθνής Διαφάνεια για κρούσματα δικαστικής διαφθοράς.
Από υποθέσεις που “θάβονται” στα συρτάρια μέχρι περίεργες δικαστικές αποφάσεις που ευνοούν ισχυρούς κατηγορούμενους, οι πολίτες έχουν πάψει προ πολλού να εμπιστεύονται το δικαστικό σύστημα. Η αργοπορία απονομής δικαιοσύνης και η έλλειψη λογοδοσίας για τους δικαστικούς λειτουργούς αποτελούν τη μεγαλύτερη θεσμική παθογένεια που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα.
Η ανάγκη για μεταρρύθμιση: Τι πρέπει να γίνει
Η αποπομπή οκτώ δικαστικών λειτουργών δεν αρκεί. Η ελληνική Δικαιοσύνη χρειάζεται ριζική μεταρρύθμιση. Τα βασικά σημεία που πρέπει να αλλάξουν είναι:
1. Γρηγορότερες πειθαρχικές διαδικασίες: Οι δικαστές που δεν ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους πρέπει να απομακρύνονται άμεσα, χωρίς χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες.
2. Περισσότερη διαφάνεια: Οι πειθαρχικές διαδικασίες δεν πρέπει να είναι μυστικές. Ο πολίτης έχει δικαίωμα να γνωρίζει ποιοι δικαστές κρίνονται ανεπαρκείς και γιατί.
3. Αξιολόγηση με αντικειμενικά κριτήρια: Δεν μπορεί η αξιολόγηση των δικαστών να γίνεται εσωτερικά, από συναδέλφους τους, χωρίς συμμετοχή ανεξάρτητων φορέων.
4. Αυστηρότερη εποπτεία: Η εισαγγελία του Αρείου Πάγου πρέπει να έχει αυξημένο ρόλο στον έλεγχο των δικαστών και των αποφάσεών τους, με βάση διεθνή πρότυπα.
5. Μέτρα για την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης: Η Ελλάδα χρειάζεται δικαστική ψηφιοποίηση και αναδιάρθρωση των δικαστηρίων για να μην παραμένουν χιλιάδες υποθέσεις εκκρεμείς για χρόνια.
Το χρέος της Δικαιοσύνης προς τους πολίτες
Οι δικαστές δεν είναι υπεράνω του νόμου. Το γεγονός ότι αυτοί που αποπέμφθηκαν ήταν ακραίες περιπτώσεις δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πολλοί άλλοι που λειτουργούν στα όρια της ανεπάρκειας ή της κατάχρησης εξουσίας. Οι πολίτες αξίζουν ένα δικαστικό σύστημα που απονέμει Δικαιοσύνη έγκαιρα, αμερόληπτα και χωρίς σκιές αδιαφάνειας.
Είναι καιρός το κράτος να αντιμετωπίσει τη Δικαιοσύνη όχι ως ένα κλειστό κλαμπ προνομίων, αλλά ως έναν από τους βασικούς πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και αυτό σημαίνει λογοδοσία, διαφάνεια και αυστηρότερες κυρώσεις για όσους δεν τιμούν τον όρκο τους.
Αν η Πολιτεία δεν προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές, τότε η επόμενη γενιά απολυμένων δικαστών δεν θα είναι απλώς οκτώ, αλλά πολλοί περισσότεροι. Και η κοινωνία θα συνεχίσει να ζει με ένα δικαστικό σύστημα που περισσότερο θυμίζει καρικατούρα δικαιοσύνης παρά πραγματική απονομή του Δικαίου.