Τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου
Πρέπει τελικά να υπάρξουν κάποιες ξεχωριστές στιγμές, ώστε να διαπιστώση περίτρανα κανείς, ότι αυτός ο Λαός επιστρέφει ήδη ολοταχώς στην πηγή και την κοιτίδα της ζωής του, της ίδιας της ύπαρξής του.
Πολλές φορές εξ αιτίας της δεινής καταστάσεως και πνευματικής καταπτώσεως, διερωτήθημεν και διερωτώμεθα. Καί τι μέλλει πλέον γενέσθαι; Απέλιπεν η ελπίς; Αλλ’ όχι. Οι πνευματικές αντιστάσεις των Ελλήνων είναι τόσο δυνατές και ισχυρές, που πιστεύομε ότι αν χρειασθή, ακόμη και όρη θα μετακινήσουν. Αφορμή να κάνω αυτές τις σκέψεις μου έδωσε ο Εορτασμός της επετείου των 170 ετών από την προς Κύριον εκδημία του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, που σε πολλές πόλεις της Ελλάδος πραγματοποιήθηκε λαμπρώς, κατά χρέος προς τον γενναίο στρατηγό και θρυλικό πολέμαρχο.
Η Πάτρα δεν θα μπορούσε να υστερήση ως προς τον εορτασμό, αφού είναι πόλη η οποία έχει άρρηκτα συνδεθή με τους υπέρ της πίστεως και της ελευθερίας αγώνες και τους γενναίους αγωνιστάς (Κολοκοτρώνη, Παλαιών Πατρών Γερμανό, Ζαίμη, Πετμεζά, κλπ). Εξ άλλου το Αρκαδικό στοιχείο της πόλεως είναι δυναμικό και πρωτοστάτησε στον λαμπρό εορτασμό και στο μνημόσυνο του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη.
Πλήθη πιστών κατέκλυσαν τον Μητροπολιτικό μας Ναό, με έκδηλη την συγκίνηση για τον Γέρο του Μωρηά, καθώς στον σολέα του Ναού εδέσποζε η εικόνα με την μορφή του δαφνοστεφανωμένη, και τα σπαθιά σταυρωτά επάνω στο τραπέζι το καλυμμένο με την Ελληνική Σημαία.
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια των περισσοτέρων, καθώς μιλούσαμε για τον απελευθερωτή της Ελλάδος, και νοερά ταξιδεύαμε στα λημέρια που περπάτησε, πολέμησε και μεγαλούργησε ο σταυραητός της Ρωμηοσύνης. «Μετά των Αγίων ανάπαυσον Χριστέ την ψυχή του δούλου σου…» έψαλε ο Χορός των Ψαλτών, και μαζί όλος ο Λαός ευχόταν για την ανάπαυση της ψυχής του γιγαντόψυχου και λεοντόκαρδου Έλληνα. Κορύφωμα της συγκινήσεως ο Εθνικός Ύμνος, που δόνησε τον Ναό της Ευαγγελιστρίας βγαλμένος από τις καρδιές των εκγόνων του Κολοκοτρώνη.
Δεν θα σταθώ στα όσα εξέφρασαν για την μορφή του ανεπανάληπτου Έλληνα οι μεγαλύτεροι, αλλά στα όσα είπαν νέοι άνθρωποι που μετείχαν στην Θεία Λειτουργία, κάποιοι μάλιστα χωρίς να γνωρίζουν ότι επρόκειτο να τελεσθή το Μνημόσυνο του Κολοκοτρώνη.
«Συνήθως στα μνημόσυνα φεύγω», μου είπε ένας νεαρός. «Όμως ακούοντας την αναφορά στον Κολοκοτρώνη, δεν μπόρεσα αυτή την φορά να φύγω βιαστικά για τον καθιερωμένο καφέ με τους φίλους μου, αλλά καθηλώθηκα λες και εκείνος (ο Κολοκοτρώνης) με κρατούσε από το χέρι και μιλούσε στην καρδιά μου».
Ευτυχώς, σκέφτηκα, ευτυχώς μέσα στην καρδιά των Ελλήνων υπάρχουν οι ευαίσθ
ητες χορδές, που όταν κάποιος τις αγγίξη βγάζουν παναρμόνιο ήχο. Δόξα τω Θεώ, συνέχισα με την σκέψη μου, υπάρχει η δίψα για το αληθινό, το ηρωικό και ωραίο και γι’ αυτό η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Η κραυγή ήδη ακούεται. Είναι εμπνευσμένη από την φωνή του Κολοκοτρώνη, που διέσχισε βουνά και φαράγγια, παρμένη από της λευτεριάς τον αέρα: «Όπισθεν ολοταχώς στις θέσεις και τα μετερίζια μας!». Εγκαταλείψαμε τις ασφαλείς επάλξεις, και από φρυκτωροί, φύλακες δηλαδή ακοίμητοι και ασυμβίβαστοι αγωνιστές, μεταβληθήκαμε σε αδιάφορους περιπατητές στην ραστώνη της πεδιάδος, η οποία ουδεμίαν ασφάλεια παρέχει στην ύπαρξη και την υπόστασή μας. Μας ωδήγησαν, καλύτερα μας έσπρωξαν, βίαια στον ωκεανό χωρίς την απαραίτητη εξάρτηση με σκοπό να καταποντισθούμε ως Έθνος και ως Λαός.
Καί ιδού ο αγώνας της σωτηρίας. Οι της πεδιάδος σπεύδουν στην ασφάλεια της σκιάς του άπαρτου και γρανιτένιου κάστρου, και οι κινδυνεύοντες να καταποντισθούν στην θάλασσα αγωνίζονται να ξεπεράσουν την φουρτούνα και ήδη ενίκησαν τα κύματα.
Κάποιοι επέχαιραν και επιχαίρουν με τα πάθηματά μας και την ολιγωρία μας. Είχαν και έχουν εξ άλλου τον λόγο τους. Είχαν φροντίσει να βάλουν και δικούς τους φύλακες «των παιδιών», ώστε επίτηδες να αδιαφορήσουν, ή και να σπρώξουν στην καταστροφή χωρίς οίκτο για την κατάντια.
Όμως λογάριασαν με λάθος τρόπο και έπεσαν έξω στους υπολογισμούς. Οι Έλληνες είναι απόγονοι του Κολοκοτρώνη και των άλλων ηρώων και μαρτύρων υπέρ πίστεως και Πατρίδος. Βγήκαν από την θάλασσα και το αστραποβόρι τεσσάρων αιώνων και ύψωσαν τρόπαιο νίκης, αφήνοντας στους επιγενομένους ιερά παρακαταθήκη.
Καί ιδού, τα μανιασμένα κύματα ήδη ελύγισαν τα ίδια, αντί τα κορμιά να τσακίσουν. Ο ήλιος στην πεδιάδα καταμεσήμερο, τόσο καυτός, δεν έριξε καταγής αδύναμους τους πεζοπόρους. Άντεξαν – αντέχουν. Είναι γερό το σκαρί.
Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε. Τι κι αν κάποιοι έκρυψαν τόσα χρόνια την αλήθεια; Τι κι αν τόσοι επολέμησαν παθιασμένα να κόψουν τις ρίζες για να ξεραθή το δένδρο; Τι κι αν ρήμαξαν την οικογένεια και τα σχολεία; Τι κι αν θέλησαν την γλώσσα να ξερριζώσουν και τις πνευματικές αξίες να ευτελίσουν; Τι κι αν συκοφάντησαν τους αγώνες για την πίστη και την λευτεριά; Τι κι αν κουβάλησαν ξένα πρότυπα για να τα προβάλλουν ως «μοντέλα» ενός ξένου προς την Πατρίδα μας και αλλόκοτου τρόπου ζωής; Τι κι αν πολέμησαν και πολεμούν με λύσσα τα ιερά σύμβολα της φυλής και του γένους μας; Προς καιρόν η χαρά. Θα έλεγε ο Ιερός Χρυσόστομος: «Σκιά ην, και παρέδραμε· καπνός ην, και διελύθη· πομφόλυγες ήσαν, και διερράγησαν…» (Εις Ευτρόπιον, 52. 391). Υπελόγισαν ότι θα επιτύχη η «κάθοδος» και θα συντριβή το «θύμα». Όμως τους κατερχομένους προέφθασε η ευχή όλων αυτών που αγωνίστηκαν για την σωτηρία αυτού του οίκου, της Ελλάδος δηλ. και των παιδιών της, κυρίως όμως η κραταιά σκέπη του Υψίστου.
Έζησαν, δυστυχώς, κάποια χρόνια τα Ελληνόπουλα με το παραμύθι, με την ψεύτικη απόλαυση, με τις πλάνες παροχές, με τους ξενόφερτους τρόπους. Φόρεσαν «αταίριαστο» για το παράστημά τους κουστούμι. Είπαν, «εδώ είναι η χαρά και η ευτυχία». Όμως ο,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Διεπίστωσαν, δόξα τω Θεώ, ότι για μας χρυσάφι σ’ αυτές τις ατραπούς δεν υπάρχει.
Τώρα, προσγειωμένοι, πιάστηκαν από το αγέρωχο δένδρο, που τόσους αιώνες αγέρες δεν τ’ ακούμπησαν, ούτε η βαρυχειμωνιά το άγγιξε. Κάθησαν κάτω από την βαθύσκια φυλλωσιά του και ξεδίψασαν από την πηγή που αναβλύζει από την ρίζα του. Χάσανε, ευτυχώς, τις ψεύτικες «ακτίνες», απώλεσαν τις ψεύτικες απολαύσεις, αλλά βρήκαν την σιγουριά.
Η φωνή επαναλαμβάνεται, είναι τόσο δυνατή: «Όπισθεν ολοταχώς στις θέσεις και τα μετερίζια μας!». Έλληνες, σταθήτε στην Πίστη την Ορθόδοξη, στην αξία του ανθρωπίνου προσώπου, στην τιμή της οικογένειας, στο αθάνατο και αδούλωτο πνεύμα και φρόνημα της φυλής μας!
Τώρα δεν το φωνάζει ο Κολοκοτρώνης μόνος του. Ακούονται πολλές φωνές, «ως ήχος και βροντή υδάτων πολλών». Ξεχωρίζουν οι φωνές των νέων μας, των παιδιών μας, που διψάνε για την αλήθεια και την ζωή και θα πάρουν «εκδίκηση» για τους καιρούς που χάσανε.
Οι γιορτές σαν αυτή του Κολοκοτρώνη, οι εθνικές επέτειοι, ο Εθνικός μας Ύμνος, οι ενθουσιώδεις λόγοι ψυχώνουν μικρούς και μεγάλους, και δείχνουν την δίψα του Έλληνα για την λευτεριά του, αφού για όλες τις εποχές ισχύει το:
«Ραγιάς ο Έλληνας δεν ζεί
και ξέρει να πεθαίνει».
Αυτή η δίψα για την λευτεριά, που περνάει μέσα από τον «θάνατο», οδηγεί στην Ανάσταση.
Αυτή την δίψα την εκφράζουν πλέον τόσο φανερά οι νέοι μας, παρασύροντας και όλους τους άλλους.
Ευτυχώς για την Ελλάδα η αντίστροφη μέτρηση άρχισε.
«Το έναυσμα του ηρωισμού είναι η δυσχέρεια».