Tης Δέσποινας Αμασλίδου
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ: Η πρώτη Αγια-Σοφιά του Μεγάλου Κωνσταντίνου που ολοκληρώθηκε το 360 μ.Χ., από τον γιο του Κωνστάντιο, κάηκε τα χρόνια του Αρκαδίου, από τον οργισμένο λαό στα γεγονότα του 404, όταν η αυτοκράτειρα Ευδοξία εξόρισε τον Ιωάννη Χρυσόστομο.
Αλλά και η δεύτερη που κτίστηκε επί Θεοδοσίου Β’ θα έχει παρόμοια τύχη το 532 μ.Χ., στα χρόνια του Ιουστινιανού, κατά τη Στάση του Νίκα.
Οι Ίωνες, Ανθέμιος και Ισίδωρος, από τις Τράλλεις και τη Μίλητο αντίστοιχα, είχαν έτοιμα τα σχέδια της Αγια-Σοφιάς από καιρό, όπως βεβαιώνουν οι ιστορικοί, γιατί μόλις 36 μέρες μετά την πυρκαγιά, ξεκίνησαν τις εργασίες!
Οι επίλεκτοι αυτοί γεωμέτρες είχαν το ελεύθερο από τον αυτοκράτορα, να εφαρμόσουν τα επαναστατικά τους πλάνα, χωρίς να σκεφτούν καθόλου το κόστος. Ήρθαν λοιπόν τεχνίτες απ’ όλο τον κόσμο, όπως γράφει ο Προκόπιος, οι μισοί δούλευαν στη βόρεια πλευρά και οι άλλοι μισοί στη νότια, και κάθε ομάδα προσπαθούσε να τελειώσει πρώτη αυτό που της ανατέθηκε και η κατασκευή προχωρούσε γρήγορα.
Στο μεταξύ σ’ όλες τις επαρχίες έφθασε αυτοκρατορική εντολή, να ερευνήσουν οι έπαρχοι στα ερείπια αρχαίων κτισμάτων για κατάλοιπα κλασσικής τέχνης, κατάλληλα να ενσωματωθούν στο νέο κτίσμα. Πράγματι σύμφωνα με τα κείμενα, έφθασαν από τη Ρώμη οκτώ πορφυροί στύλοι, που βρίσκονταν κάποτε στον ναό του Ηλίου και από την Έφεσο άλλοι οκτώ, από πράσινο μάρμαρο.
Ακόμη εξορύχθηκαν μάρμαρα όλων των αποχρώσεων, για να καλύψουν τους τοίχους της εκκλησίας (με τη γνωστή ορθομαρμάρωση), φερμένα από τα άκρα της γης, αφού ως γνωστό η αυτοκρατορία επί Ιουστινιανού ήταν τεράστια. Ας ακούσουμε όμως, πώς ένας ποιητής της εποχής, ο Παύλος Σιλεντιάριος, με την ομηρική του γλώσσα περιγράφει σ’ ένα ποίημά του το κατασκευαστικό αυτό θαύμα.
«Μπορεί να δει κανείς το δροσερό πράσινο μάρμαρο από την Κάρυστο καθώς κι ένα σωρό μάρμαρα από τη Φρυγική οροσειρά, με ρόδινες αποχρώσεις πάνω σε άσπρο ή κάποια άλλα με βαθυκόκκινα και ασημένια στίγματα, που μοιάζουν με άνθη. Ένας ολόκληρος πλούτος από πορφυρίτη πασπαλισμένο με λαμπερά αστέρια, που κάποτε βάραινε πλοία στον ποταμό Νείλο.
Άλλο σμαραγδένιο πράσινο από τη Σπάρτη και γυαλιστερό μάρμαρο με κυματιστές φλέβες που άφησε πάνω του το εργαλείο, καθώς το έκοβε από τα έγκατα των λόφων του Ιασίου. Ήρθαν κι άλλες πέτρες από τις σκοτεινές σχισμές των λόφων της Μαυριτανίας, που τις ζέστανε ο ήλιος της Λιβύης και που λαμποκοπούν με τα κιτρινωπά τους χρώματα.
Ακόμη από τους κελτικούς απόκρημνους βράχους, πλούτος πραγματικός από κρυστάλλους που θυμίζουν γάλα που χύνεται πάνω σε γυαλιστερή μαύρη επιφάνεια. Εκεί και οι πολύτιμοι όνυχες, που μοιάζουν να τους διαπερνά χρυσάφι, αλλά και μάρμαρα από τον Άτρακα *(Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας) με δροσερή πράσινη απόχρωση, σαν θάλασσα σμαραγδένια, ίσως και λίγο μπλε σαν γαλάζια κενταύρεια* (φυτό μπλε, πήρε το όνομά του από τον Κένταυρο Χείρωνα) πάνω σε γρασίδι…
Λίγα χρόνια αργότερα θα γράψει και για τη διακόσμηση των αψίδων με χρυσές τετράγωνες ψηφίδες… «Το χρυσό φως των ακτίνων τυφλώνει τα κατάπληκτα μάτια των ανθρώπων οι οποίοι μετά βίας μπορούν να τα αντικρύσουν. Είναι σαν να κοιτάζει κάποιος το μεσημεριανό ήλιο την άνοιξη, όταν αυτός λαμπρύνει τα βουνά και τα υψώματα».
Να θυμίσουμε ότι ο ποιητής μιλάει για τη διακόσμηση και όχι για τα περίφημα ψηφιδωτά *( Δέηση, Λέων ο Σοφός, Θεοτόκος ένθρονη με το θείο βρέφος, Μέγας Κωνσταντίνος και Ιουστινιανός, Αλέξιος Κομνηνός και Ειρήνη, Ζωή και ο Μονομάχος, Αρχάγγελλοι κ.α.) που φτιάχτηκαν πολύ αργότερα, μετά τις εικονομαχίες,*(Αν υπήρχαν κατά τις εικονομαχίες, θα είχαν καταστραφεί) κατά τον Ι’ έως ΙΒ’ αιώνα και είναι όλα πολύ υψηλής αισθητικής.
Εκατό λοιπόν εργοδηγοί με εκατό εργάτες ο καθένας στη δούλεψή του, 10.000 στο σύνολο, εργάσθηκαν για πέντε χρόνια και τέλειωσαν το πιο φιλόδοξο έργο της εποχής τους. Στις 27 Δεκεμβρίου του 537, ο Ιουστινιανός θα κάνει τα εγκαίνια και θα αναφωνήσει συγκινημένος: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών!»
Από αρχιτεκτονική άποψη η Αγια Σοφιά ήταν για την εποχή εκείνη ένα θαύμα. Για τον ιστορικό Ευάγριο ήταν «ένα μεγάλο και ασύγκριτο έργο που η ομορφιά του ξεπερνούσε κάθε δυνατή περιγραφή».
Για δε τον Προκόπιο, έδινε την εντύπωση ότι ανερχόταν στους ουρανούς καθώς ξεπρόβαλε πάνω από τα κτίρια που βρίσκονταν ολόγυρα, σαν… «ένα τεράστιο πλοίο αγκυροβολημένο ανάμεσά τους». Αλλά για τους περισσότερους παρατηρητές το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της εκκλησίας ήταν ο τρούλος της, με τα 40 παράθυρα στη βάση του, που έδινε την εντύπωση (κατά τον Προκόπιο) ότι: «κρεμόταν από τον ουρανό με χρυσή αλυσίδα».
Πράγματι μέχρι τότε οι ναοί ήταν ορθογώνιες βασιλικές, τύπος που συμβόλιζε την πνευματικότητα του Χριστιανισμού. Η καινοτομία των επίλεκτων αρχιτεκτόνων, με τον τρούλο που μέχρι τότε ήταν το σύμβολο της επίγειας εξουσίας (με αντιπροσωπευτικό αρχιτεκτονικό δείγμα τον Πάνθεον της Ρώμης), έρχεται να ενώσει τους δύο κόσμους, θρησκευτικό και κοσμικό, συνδυάζοντας τα σύμβολά τους, τον κύκλο και το τετράγωνο.
Ο κυκλικός λοιπόν τρούλος πάνω στη τετράγωνη βάση που σχημάτιζαν οι τέσσερις αψίδες, απογείωσε την αισθητική της, η δε αντισεισμική τεχνική που αποδεδειγμένα εφαρμόσθηκε *(Πανεπιστήμιο Πρίστον), της εξασφάλισε την αθανασία.
Από την άλλη ο εξοπλισμός από ξύλο ήταν θαυμάσιος. Το εικονοστάσι 50 πόδια ψηλό, από ατόφιο ασήμι, διακοσμημένο με χρυσές εικόνες αγγέλων και Αποστόλων και στο μέσον του η Παναγία στην πιο τιμητική θέση. Η Αγία Τράπεζα στολισμένη με χρυσό και πολύτιμες πέτρες και με ασημένιο δισκοπότηρο που ακουμπούσε σε τέσσερις μικρές διακοσμημένες κολόνες.
Ο τεράστιος κυκλικός άμβωνας, ντυμένος με πολύχρωμα μάρμαρα και μωσαϊκά. Ατελείωτα χρυσά λυχνάρια και καντηλέρια, ιερά λείψανα, ο Τίμιος Σταυρός που έφερε η Αγία Ελένη από τα Ιεροσόλυμα, το Ιερό Σάβανο του Χριστού, η εσθήτα της Παναγίας, εκατοντάδες προσκυνήματα και πολύτιμα αντικείμενα.
Χρυσάφι και ασήμι άφθονο παντού, τόσο άφθονο, που έκαμνε τον επισκέπτη να αδυνατεί να σηκώσει το βλέμμα του ψηλά, εξ αιτίας της λάμψης. Το φως, καθώς έμπαινε από τα παράθυρα του θόλου, έκαμνε το χρυσάφι και τις πολύτιμες πέτρες να αστράφτουν και να παράγουν έτσι έναν αυτόνομο φωτισμό και μια θεϊκή λάμψη.
Στα χρόνια του Ιουστινιανού η Αγια Σοφιά θα έχει περίπου 800 άτομα προσωπικό: 80 ιερείς, 150 διακόνους, 40 διακόνισσες, 70 υποδιακόνους, 50 αναγνώστες, 25 ψάλτες, 75 θυρωρούς, όπως αναφέρει η Νεαρά του αυτοκράτορα Ηρακλείου τον Ζ’ αιώνα, αριθμός που αυξανόταν ή μειωνόταν ανάλογα με την ευημερία του κράτους.
Ήταν το κέντρο της πολιτικής, εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας. Εκεί ο λαός θα υποδεχθεί τους νικητές στρατηγούς και αυτοκράτορες και θα γιορτάσει τους θριάμβους τους, εκεί θα θρηνήσει τις συμφορές, θα προσευχηθεί στην Παναγία στους κινδύνους, θα αποθεώσει τους αυτοκράτορες κατά τη στέψη τους, εκεί θα βαφτιστούν οι διάδοχοι.
Στον άμβωνά του θα ακουστεί ο κατηχητικός λόγος του Ιωάννη Χρυσοστόμου: «ει τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως…», αλλά και ο «εις τον Ευτρόπιον» λόγος του, με το γνωστόν: «Που της Υπατείας η περιβολή… » και το «… ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης… », με τον οποίο, θα προσπαθήσει να τον σώσει από τον οργισμένο λαό και τους στρατιώτες. Εκεί στην Αγια Σοφιά ο λαός θα ζητήσει τη βοήθεια της Παναγίας και μετά θα ψάλλει τον Ακάθιστο Ύμνο, για να ευχαριστήσει την υπέρμαχο στρατηγό που έσωσε την Πόλη από τους Άβαρους το 626.
Σε λίγο ο Ηράκλειος θα στήσει μπροστά στην Αγία Τράπεζα τον Τίμιο Σταυρό που θα φέρει νικητής από την Κτησιφώντα, στις 14 Σεπτεμβρίου του 627 και ο λαός θα παραληρεί όταν θα τον υποδεχθεί κουρασμένο και γερασμένο, μετά την εξαετή εκστρατεία, αυτόν τον πρώτο πραγματικό Σταυροφόρο. Και μετά πάλι ο Πατριάρχης Φώτιος το 860, όταν θα κατέβουν οι Ρώσοι, θα πάρει την εσθήτα της Θεοτόκου από την Αγια Σοφιά, θα την εμβαπτίσει στη θάλασσα και με θεϊκή παρεμβολή, όπως λέει η παράδοση, η θαλασσοταραχή θα καταστρέψει τον εχθρικό στόλο.
Στην Αγία Τράπεζα ο καρδινάλιος Ουμβέρτος το 1054 θα εναποθέσει επιδεικτικά τη βούλα του αφορισμού του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου και θα γίνει το Σχίσμα και ο Χριστιανικός κόσμος θα διχαστεί για πάντα. Τέλος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, στις 29 Μαΐου του 1453, εδώ μες την Αγια Σοφιά θα προσευχηθεί, θα ζητήσει συγχώρεση από όλους και θα κοινωνήσει, πριν ξανανέβει στα τείχη.
Σύμβολο του Βυζαντίου η Αγια Σοφιά και στόχος των πολεμίων του ανέκαθεν. Η Ιστορία διάλεξε εκεί να γραφτεί για 1.000 χρόνια, για αυτό και την προστάτευσε. Ο τρούλος της έπεσε, αλλά πάλι αναστηλώθηκε, τα ψηφιδωτά της σκεπάστηκαν με σοβά, αλλά σίγουρα κάποτε θα αποκαλυφθούν με ασφάλεια. Τα εκλεκτά μαρμάρινα δάπεδα θάφτηκαν από άλλα κακότεχνα, αλλά πάντα υπάρχει η ελπίδα να αναδειχθούν.
Η Αγια Σοφιά… δεν θα γεράσει γιατί είναι ιδέα, δεν θα ξεχαστεί γιατί είναι Ιστορία, και δεν θα κατακτηθεί από κανένα, γιατί είναι «Η του Θεού Σοφία»!