Του Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Βολουδάκη
Το άρθρο που ακολουθεί εγράφη το 2009. Σήμερα είναι και πάλι επίκαιρο, μετά την πρόσφατη συνέντευξη Σεβ. Μητροπολίτου, ο οποίος υπεστήριξε την κατάργηση του ενώπιον των Κρατικών Αρχών όρκου. Οι δηλώσεις του Ιεράρχου έρχονται σε αντίθεση με την Πίστη της Εκκλησίας μας, η οποίαεκφράζεται και στο άρθρο μας με πολλά επιχειρήματα αλλά και με το στόμα του Αγίου Νεκταρίου.
Η πρόσφατη ορκωμοσία της νέας Κυβερνήσεως έφερε πάλι στην επικαιρότητα το θέμα τού όρκου. Σε μια ενορχηστρωμένη από αντιχριστιανικούς κονδυλοφόρους προσπάθεια έγινε ευθεία επίθεση κατά τού ιερού έθους της ορκωμοσίας των μελών τού Ελληνικού Κοινοβουλίου και αναζωπυρώθηκε η συζήτηση ενός θέματος που η Ορθοδοξία έχει επιλύσει τελεσίδικα, με αποτέλεσμα ο πολύς κόσμος, που έχει χάσει την σχέση του με την Ορθόδοξη πνευματικότητα, να επηρεασθή, να συγκατανεύση και εν τέλει να επιζητήση την κατάργηση τού όρκου.
Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη περίπτωση μιάς μεγάλης εφημερίδος της Κυριακής 25 Οκτωβρίου, η οποία φιλοξένησε πολλά άρθρα κληρικών και λαικών με θέμα τον όρκο, στα οποία άρθρα όλοι, πιστεύοντες και μη πιστεύοντες, κατέληξαν στο ομόφωνο συμπέρασμα ότι πρέπει να καταργηθή ο όρκος!
Το παράδοξο είναι ότι στην λογικοφανή βαττολογία ενεπλάκησαν και εκκλησιαστικά πρόσωπα, τα οποία εν γνώσει τους ή εν αγνοία τους (ο Θεός οίδεν) έγιναν “νεροκουβαλητές” της αντιχριστιανικής κουστωδίας!
Οι συζητήσεις περί τού όρκου χρονολογούνται εδώ και πολλές δεκαετίες, πολλοί δε Πνευματικοί δεν δίστασαν κατά το παρελθόν να επιβάλλουν μεγάλα πνευματικά επιτίμια σε χριστιανούς για το λόγο και μόνο ότι παρεστάθησαν σε δικαστήρια, αδιακρίτως τού άν ορκίσθηκαν αληθώς, εκλαμβάνοντες και μόνη την παρουσία του χριστιανού στο δικαστήριο ως πνευματικά αξιόποινη πράξη, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν και οι Πνευματικοί με την αδιακρισία τους αυτή στο να πληθυνθή η ανομία στην πατρίδα μας και να γίνουν περισσότερο αδίστακτοι οι παντός είδους πονηρευόμενοι, αφού πλέον είχαν την βεβαιότητα ότι οι χριστιανοί, εμποδιζόμενοι από τον όρκο, δεν θα διεκδικούσαν το δίκαιό τους στα δικαστήρια.
Το εντυπωσιακό είναι ότι την αθεολόγητη νοοτροπία τους υπέρ της καταργήσεως τού όρκου στηρίζουν –όπως ισχυρίζονται οι πολέμιοι τού όρκου– στην Αγία Γραφή, ενώ κάθε άλλο παρά αυτό η Αγία Γραφή υποστηρίζει.
Συγκεκριμένα, στηρίζονται αποκλειστικά στα λόγια του Χριστού, που παρατίθενται στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο στους στίχους 33 έως 37 του πέμπτου κεφαλαίου: «Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου. Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως· μήτε εν τω ουρανώ, ότι θρόνος εστί του Θεού· μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιόν εστι των ποδών αυτού· μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι. Έστω δε ο λόγος υμών ναί ναί, ου ου· το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρούεστιν».
Αυτό το απόσπασμα των λόγων του Χριστού οπωσδήποτε εκφράζει με έμφαση ότι πρέπει να προσέχη διαρκώς οάνθρωπος τα λόγια του στις καθημερινές του συναλλαγές με τους συνανθρώπους του και να μη λησμονή ότι έχει ελλιπή πνευματική όραση, πράγμα που τον εμποδίζει να διακρίνη με απόλυτο τρόπο την αλήθεια από το ψεύδος. Δεν εξαντλεί, όμως, ο λόγος αυτός του Χριστού ολόκληρη την Αγία Γραφή ως προς το θέμα τού όρκου, διότι, το απόσπασμα αυτό, δεν είναι η μοναδική αναφορά της Αγίας Γραφής στο θέμα τού όρκου, ούτε περιέχει το απόσπασμα αυτό καθ’ εαυτό την ερμηνεία και τις προεκτάσεις που θέλει ο Θεός να δώσει στο μέγα αυτό θέμα. Η ερμηνεία κάθε φράσεως της Αγίας Γραφής δίδεται με ολόκληρη την Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη και όχι αυτοτελώς από την ίδια τη φράση. Ιδιαιτέρως δε πιστοποιείται ο νούς της Αγίας Γραφής με τις Πράξεις, δηλαδή την πρακτική των Αγίων Αποστόλων και την ερμηνεία τού Αγίου Πνεύματος, όπως αυτή φθάνει σε μας μέσα από «τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου».
Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στην εξαγωγή συμπερασμάτων, όταν διαβάζουμε την Αγία Γραφή, αλλιώς κινδυνεύουμε να απολυτοποιήσουμε μια φράση εις βάρος του νοήματος του Θείου Λόγου. Όπως, παραδείγματος χάριν, εάν απολυτοποιήσουμε την προτροπή του Χριστού «μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Ματθ. 5,7) θα πρέπει να απενεργοποιήσουμε μέσα μας τη λειτουργία της «κρίσεως», η οποία, όμως είναι στοιχείο του«κατ’ εικόνα» που ελάβαμε από το Θεό. Άνθρωπος χωρίς «κρίση», είναι ένας άνθρωπος άνους που δεν μπορεί να ξεχωρίση τον λόγο του Θεού από τις συμβουλές του διαβόλου, που δεν μπορεί να διακρίνη το καλό από το κακό.
Το σωστό συμπέρασμα από την προτροπή αυτήν του Χριστού είναι ότι πρέπει να γνωρίζουμε πως είναι προτιμότερο να μη εκφέρουμε κρίση για τους ανθρώπους, τον χαρακτήρα και τις προθέσεις τους, γιατί η κρίση των περισσοτέρων ανθρώπων δεν έχει βάθος, δεν γίνεται με πνευματική όραση αλλά είναι επιφανειακή και εμπαθής. Αυτό το επιβεβαιώνει οίδιος ο Χριστός λέγοντας μέςω του Ευαγγελιστού Ιωάννου στο κεφάλαιο 7, στ.24 «μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Συγχρόνως, μας αποκαλύπτει ο Χριστός, με τον ίδιο Ευαγγελιστή, σε άλλο σημείο, και μια άλλη διάσταση του ρήματος «κρίνω», που σημαίνει «καταδικάζω»: «Εάν τις μου ακούση τωνρημάτων και μη πιστεύση, εγώ ου κρίνω αυτόν· ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον» (12,47).Καί πάλι σε άλλο σημείο: «Υμείς κατά την σάρκα κρίνετε·εγώ ου κρίνω ουδένα. Καί εάν κρίνω δε εγώ, η κρίσις ηεμή αληθής εστιν». (8,15-16)
Αυτά τα ίδια κριτήρια πρέπει να ισχύσουν και στην έρευνά μας για το θέμα τούόρκου, εάν θέλουμε να αντλήσουμε το πνεύμα τούαγίου Ευαγγελίου. Γιατί σαφώς το πνεύμα του Ευαγγελίου δεν είναι η κατάργηση των επιταγών της Παλαιάς Διαθήκης αλλά η κατάργηση των αυθαιρέτων δοξασιών, με τις οποίες οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι είχαν επιφορτίσει και ουσιαστικά είχαν αλλοιώσει το Θέλημα και την Ποιμαντική του Θεού. Ο Χριστός δεν κατήργησε καμμιά, ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΜΜΙΑ από τις προσταγές της Παλαιάς Διαθήκης, γιατί ο Λόγος του Θεού δεν μετατρέπεται, ούτε τελειοποιείται και πολύ περισσότερο δεν καταργείται. Εξ άλλου αυτό το εδήλωσε απερίφραστα ο Χριστός για να μη έχουμε επ’ αυτού την παραμικρή αμφιβολία: «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τούςΠροφήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι»! (Ματθ. 5,17).
Γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε να συλλαβίσουμε την Αγία Γραφή με τη βοήθεια των Αγίων μας, γιατί μόνο συλλαβίζοντάς την μπορούμε να αποφύγουμε τα βιαστικά συμπεράσματα.
Κάνοντας έναρξη τού αγιοσυλλαβισμού μας, κρίνουμε απαραίτητο να επισημάνουμε τα κίνητρα όλων εκείνων που συνδυασμένα πολεμούν για την κατάργηση τού όρκου από τη δημόσια ζωή του τόπου μας. Τα κίνητρα είναι προφανή: Ο αποχριστιανισμός της πατρίδος μας και όχι, βεβαίως, η περιφρούρηση του κύρους της Αγίας Γραφής, ούτε το όψιμο ενδιαφέρον αποχριστιανισμένων ανθρώπων για την περιφρούρηση της πνευματικής ακεραιότητος των χριστιανών! Είναι πασιφανές ότι ζητούν την κατάργηση τού όρκου για να εξαλειφθή κάθε αναφορά στον Θεό και για να εμποδισθή κάθε ανάμειξη του Θεού στη ζωή των ανθρώπων.
Ωστόσο, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά και η μέθοδος που χρησιμοποιούν κάποιοι λόγιοι Κληρικοί –μεγαλόσχημοι και μικρόσχημοι– για να καταδικάσουν τον όρκο, χωρίς να τους απασχολή ότι, τελικά,συμπράττουν επί του πρακτέου με τους εχθρούς του Χριστού και της πνευματικής ζωής.
Δεν φαίνεται να τους απασχολούν τα αρνητικά Ποιμαντικά αποτελέσματα που θα προκύψουν από την τυχόν κατάργηση του Δημοσίου όρκου, γιατί έχουν στρέψει εξ ολοκλήρου την προσοχή τους στην αποστήθιση και κωδικοποίηση της Θεολογίας και όχι στην βιωματική εφαρμογή της, από την οποία αντλούμε την βεβαιότητα για την αλήθεια ή την πλάνη των πιστευμάτων μας. Αν κάναμε τον κόπο να εξετάσουμε τα πρακτικά αποτελέσματα των τάχα θεολογικών επιλογών μας, θα είχαμε διαπιστώσει ότι μεγάλο μέρος της διαφθοράς των σημερινών ανθρώπων οφείλεται στις τάχα βαθυστόχαστες και τάχα Πατερικές θεολογικές μας θεωρίες και απόψεις!
Αν κάναμε τον κόπο να αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητα της Ποιμαντικής μας θα είχαμε διαπιστώσει ότι, με την τακτική που ακολουθούμε, όχι μόνο αδυνατούμε να διδάξουμε ως Ποιμένες τους πολιτικούς αλλά και αγόμεθα και φερόμεθα από αυτούς και, ουσιαστικά, οι πολιτικοί είναι αυτοί που μας καθορίζουν την Ποιμαντική μας και, κατά συνέπεια, και την Ποιμαντική του λαού μας. Αυτή είναι και ηεξήγηση του γιατί πολλοί Ποιμένες δεν αντιλαμβάνονται τι σημαίνει στην πράξη ηαντικατάσταση της εν Ονόματι του Θεού διαβεβαιώσεως των Δημοσίων Λειτουργών με την διαβεβαίωση του καθενός στη … συνείδησή του(!), ενώόλοι γνωρίζουμε πως οι περισσότερες συνειδήσεις στις μέρες μας έχουν ταυτίσει απόλυτα το κακό με το καλό,αφούέχει γίνει πιά δημόσια αποδεκτό δόγμα ότι καλό είναι αυτό που εκφράζει και αρέσει στον καθένα!
Αυτή η υποτίμηση των ποιμαντικών αποτελεσμάτων λειτούργησε αρνητικά στους μέχρι σήμερα συνηγόρους της καταργήσεως τού όρκου και, παρ’ ότι είναι λόγιοι και συγγραφείς θεολογικών πραγματειών, αποφεύγουν συστηματικά, όταν διαπραγματεύονται το θέμα τούόρκου, να κάνουν διάκριση μεταξύ τού εφάμαρτου όρκου, που δίδεται σαν “ψωμοτύρι” στην καθημερινή συναλλαγή και συναναστροφή μεταξύ των ανθρώπων, και τού όρκου που δίδεται ενώπιον των Κρατικών Αρχών.
Έτσι, χρησιμοποιούν πληθύν Πατερικών εδαφίων, ιδίως τού Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που αναφέρονται αποκλειστικά στους εφάμαρτους όρκους, που ανταλλάσουν καθημερινά μεταξύ τους οι χριστιανοί, πράγμα το οποίο βεβαίως και πρέπει να καταδικάζουμε όλοι, διότι αποτελούσε και αποτελεί μάστιγα της πνευματικής ζωής και κατάρα για την ψυχή και τη συνείδηση τούανθρώπου. Τέτοιου είδους όρκοι δεν έχουν καμμιά θέση στη ζωή του χριστιανού, διότι δεν πρέπει να ενδιαφέρη τον αληθινό χριστιανό ποιός θα τον πιστέψη στις καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις ή συναλλαγές του, αφού οιανθρώπινες σχέσεις δεν δημιουργούνται με ορκωμοσίες, αληθινές ή ψεύτικες, αλλά με απόλυτη εμπιστοσύνη τούενός στην πνευματική και ηθική ακεραιότητα τού άλλου. Εξ άλλου, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υπολογίζουμε το εάν και κατά πόσον οοποιοσδήποτε μας πιστεύει ή μας αμφισβητεί, γιατί ο χριστιανός πρέπει να υπολογίζη την επικοινωνία και τη σχέση μόνο με τους ανθρώπους εκείνους που αρκούνται στο «ναί ναί» και στο «ου ου».
Εάν, λοιπόν, εξακολουθήσουμε να συναγωνιζόμαστε στις παραθέσεις Πατερικών κειμένων, αντιπαραθέτοντες και κείμενα που δεν απαγορεύουν τον όρκο αλλά τον ευνοούν, όπως λόγου χάριν διαβάζουμε στα Θεολογικά Έπη τού Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ότι «όρκος πίστωσις εμμέσω (=με τη μεσολάβηση) Θεώ· τούτου δε τήρησίς τις η ευορκία (= ο αληθής όρκος)» και ότι ηΑγία Γραφή «ου τον όρκον καταλύει, ζητεί δε τ’αληθή», τότε θα κάνουμε παράλληλες συζητήσεις χωρίς να αγγίξουμε την ουσία του θέματος που δεν είναι γενικά ο όρκος αλλά ο όρκος ενώπιον των Κρατικών Αρχών.
Άρα, για να συνεννοηθούμε μέσα στο πνεύμα της Αγίας Γραφής πρέπει να περιορισθούμε αυστηρά στον όρκο ενώπιων των Δημοσίων Αρχών και να μη αναμειγνύουμε στη συζήτησή μας τους καθημερινούς όρκους μεταξύ των ανθρώπων, που δίδονται “στο πόδι” ή “στην καρέκλα”, στην προσπάθεια για την μεταξύ τους επιβεβαίωση της αξιοπιστίας τους.
Ο όρκος ενώπιον των Δημοσίων Αρχών επέχει θέση ομολογίας πίστεως. Διακηρύσσει ενώπιον ανθρώπων –που έχουν ή δεν έχουν δεσμούς με τη χριστιανική πίστη– ότι οορκιζόμενος αυτοδεσμεύεται με με μεγαλύτερους περιορισμούς από αυτούς που απαιτεί η κρατική νομοθεσία, δεδομένου ότι με την ορκωμοσία αυτή μαρτυρεί ότι δεσμεύει τον εαυτό του –πέραν των δεσμεύσεων των νόμων του Κράτους– και με την πνευματική δέσμευση του Νόμου του Θεού.
Η ομολογία πίστεως είναι και τεκμήριο αξιοπιστίας για εκείνους που δεν γνωρίζουν προσωπικά τον ομολογούντα αλλά είναι και μία πνευματική ευκαιρία τούομολογούντος να συνειδητοποιήση ότι, ορατά μεν ομολογεί ενώπιον ανθρώπων, κατ’ ουσίαν όμως ομολογεί ενώπιον του Θεού, πράγμα το οποίο τον βοηθεί να ανοίξη το στόμα του μετά συνέσεως και να περιορισθή εις «μόνην την αλήθειαν». Εάν ο επισήμως διδόμενος όρκος δεν ήταν μυσταγωγία και πράξη ποιμαντικής, που βοηθάει πνευματικά τον άνθρωπο, δεν θα μας έδιδε πρώτος το παράδειγμα της ορκωμοσίας ο Ίδιος ο Θεός με το να ορκισθή στον ίδιο τον Εαυτό Του, αφού δεν υπάρχει κάποιος ανώτερος για να ορκισθή: «Εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησά σε, ώμοσε Κύριος και ου μεταμεληθήσεται. Συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ».(Ψαλμ. 109(110),3). Αυτός ο όρκος–διαβεβαίωση του Θεού επιβεβαιώνεται και με τον Ψαλμό 130(131): «Ώμοσε Κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν» (στ.11).
Ο Απόστολος Παύλος μας αναλύει τα λόγια αυτά στην προς Εβραίους επιστολή του: «Τω γαρ Αβραάμ επαγγειλάμενος ο Θεός, επεί κατ’ ουδενός είχε μείζονος ομόσαι, ώμοσε καθ’ εαυτού … άνθρωποι μεν γαρ κατά του μείζονος ομνύουσι, και πάσης αυτοίς αντιλογίας πέρας εις βεβαίωσιν οόρκος εν ω περισσότερον βουλόμενος ο Θεός επιδείξαι τοις κληρονόμοις της επαγγελίας το αμετάθετον της βουλής αυτού, εμεσίτευσεν όρκω, ίνα διά δύο πραγμάτων αμεταθέτων, εν οις αδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ισχυράν παράκλησιν έχωμεν οι καταφυγόντες κρατήσαι της προκειμένης ελπίδος». (6,13-18)
Ομοίως και ο Απόστολος Πέτρος, αναφερόμενος στην ομολογία του Δαυίδ για τη σάρκωση του Θεού λέγει ότι «Προφήτης ουν υπάρχων και ειδώς ότι όρκω ώμοσεν αυτώο Θεός εκ καρπού της οσφύος Αυτού το κατά σάρκα αναστήσειν τον Χριστόν καθίσαι επί του θρόνου Αυτού». (Πράξεις 2,30)
Ο Άγιος Απόστολος Παύλος δεν αρκείται μόνο στο να αναφέρεται στον όρκο του Θεού αλλά κάνει και οίδιος πολλές φορές χρήση τού όρκου-ομολογία, διαβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους πιστούς μέσω των Επιστολών του: «μάρτυρα τον Θεόν επικαλούμαι επί την εμήν ψυχήν» (2Κορ.1,23),«μάρτυς γαρ μου εστιν ο Θεός, ω λατρεύωεν τω πνεύματί μου» (Ρωμ.1,9),”μάρτυς γαρ μου ο Θεός ότι επιποθώ υμάς” (Φιλιπ.1,8),«ούτε γαρ ποτε εν λόγω κολακείας εγεννήθημεν, καθώς οίδατε, ούτε εν προφάσει πλεονεξίας, Θεός μάρτυς»(2Θεσ.2,5)
Την παράδοση της ορκωμοσίας ενώπιον Θεού και ανθρώπων ως ομολογίας Πίστεως και κατά συνέπειαν και ως βεβαίωση αξιοπιστίας παρέλαβε η Εκκλησία μας και καθώρισε το Τυπικό της ορκωμοσίας των Αυτοκρατόρων της Ρωμαιοσύνης, παράδοση η οποία διατηρείται μέχρι τις ημέρες μας για την ορκωμοσία των Πολιτικών Αρχών.
Σαν επιβεβαίωση τούότι τα όσα έγραψα δεν αποτελούν αυθαίρετες δικές μου κατασκευές, επικαλούμαι ως μάρτυρα τον μεγάλον άγιόν μας, τον άγιον Νεκτάριον, ο οποίος έζησε στην εποχή μας, εποχή που ίσχυε ο όρκος ενώπιον των Δημοσίων Αρχών. Γράφει στο βιβλίο του «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις»,ερμηνεύοντας την εντολή τού δωδεκαλόγου, «Ου λήψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω…»με το φως της Καινής Διαθήκης, με το Φως των λόγων του Χριστού:
«Τι απαγορεύει η εντολή αύτη;
-Απαγορεύει να αναφέρωμεν το όνομα του Θεού εν παντί λόγω προς πίστωσιν της αληθείας του λόγου ημών, ως ανάξιον προς το θείον μεγαλείον. Αλλ’ όταν η επίκλησις του θείου Ονόματος γένηται προς δόξαν Θεού, προς αίνον και ευχαριστίαν, ουδεμία υπάρχει απαγόρευσις· διότι σκοπός της απαγορεύσεως ήτο η ευλάβεια προς το θείον όνομα.
Τίνες παραβαίνουσι την εντολήν ταύτην;
– α) Οι βλάσφημοι, β) οι ψεύδορκοι και επίορκοι και γ) οι ψευδοπροφήται.
Κατά την εντολήν ταύτην επιτρέπεται ο όρκος;
-Μάλιστα·ο αληθής όρκος ο λαμβανόμενος επί βεβαιώσει ζητουμένης αληθείας ενώπιον της Προισταμένης αρχής επιτρέπεται· διότι εν τοιαύτη περιπτώσει ου μόνον ουδεμία ανευλάβεια επιδεικνύεται εκ της λήψεως του θείου Ονόματος προς βεβαίωσιν και πίστωσιν της της αληθείας, αλλά μάλιστα ευλάβεια μεγίστη επιδεικνύεται υπό πάντων κατά την προφοράν του θείου Ονόματος, εγειρομένων και μετά θρησκευτικής ευλαβείας ακροωμένων του θείου Ονόματος. Όθεν επειδή ο διδόμενος όρκος φέρει χαρακτήρα θρησκευτικόν και επιδεικνύει ευλάβειαν και τιμήν προς το θείον Όνομα επιτρέπεται· δέον όμως να γίνηται πάντοτε μετά θρησκευτικής ευλαβείας, μετά καθαράς συνειδήσεως, εν φόβω Θεού, και μετά πάσης ειλικρινείας, διότι ουαί τοις λαμβάνουσι το Όνομα του Θεούεπί ματαίω χάριν ωφελείας και ιδιοτελείας, και κλοπής και αρπαγής, και των λοιπών πονηρών σκοπών.»
Πιστεύω ότι ο άγιος Νεκτάριος τα είπε όλα…
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»Νοέμβριος 2009
Αριθμ. Τεύχους 89