του π. Βασιλείου Γοντικάκη, π. Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Ιβήρων
Μέσα στη θεία μυσταγωγία της Ορθοδόξου λατρείας βρίσκεις τον ουρανό στη γη όχι ως θεατρική αναπαράστασι, αλλά ως λειτουργική πραγματικότητα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα βασιλεύει και διευθετεί τα πάντα η ασύγχυτη και αδιαίρετη ένωσις του θείου και ανθρωπίνου· δωρεά της παρουσίας του Θεανθρώπου Κυρίου, που είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος.
Μα, δεν είναι μητέρα μας η Μεγάλη Εκκλησία; Δεν βρίσκεται εκεί η καρδιά μας, η δύναμις και το πώς ζήσαμε μέχρι τώρα; Και δεν βρίσκεται εκεί η εξασφάλισις της ελπίδος για το πώς μπορούμε να ζήσωμε στην εποχή της παγκοσμιοποιήσεως και διεθνοποιήσεως;
Βλέποντας τα πράγματα από το Αγιον Ορος θα ήθελα (μου ζήτησαν και κάποιοι αδελφοί) να έλεγα δυο λόγια.
Ως αγιορείτης, βρίσκεσαι σε τόπο και τρόπο ασφαλείας, εάν είσαι αληθινός μοναχός. Είσαι νεκρός και είσαι ελεύθερος.
Ρώτησε κάποιος μοναχός: «Γιατί, περπατώντας στην έρημο, φοβάμαι;» Ο γέροντας του απαντά: «Ακμήν ζης», ακόμα ζης. «Εάν ήσουν νεκρός, δεν θα φοβόσουν τίποτα. Θα ήσουν απόλυτα ελεύθερος και ευαίσθητος. Θα ήσουν μια αίσθησι».
Ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι να φτάση σ’ αυτή την αίσθησι, να γίνη μια αίσθησι. Εάν σου δοθή αυτή η χάρις, τότε κινείσαι ελεύθερα. Κυκλοφορείς κεκλεισμένων και ανεωγμένων των θυρών, με λυμένα και άλυτα τα προβλήματα.
Αν κάποια εμπειρία σε σφράγισε· εάν κάτι τέτοιο, έστω ελάχιστα, σου δόθηκε· εάν βρήκες την παρηγοριά έπειτα από την πολλή δοκιμασία· εάν είσαι «της Αναστάσεως την πείραν ειληφώς»· εάν πέρασες, έστω και μια φορά αλλά πραγματικά, διά του θανάτου (του αληθινού) στη ζωή· τότε μπορείς να ελπίζης. Μπορείς να προχωρής. Χρειάζεται όμως, εφόσον ακόμη βρίσκεσαι σε τούτο τον κόσμο, τον μεταβαλλόμενο και αλλοιούμενο, να προχωρής με πολύ δέος και προσοχή, στηριζόμενος στην αγάπη (που είναι θυσία των πάντων) και στην ταπείνωσι (που είναι αγάπη εξαφανίσεως), για να φανερώνεται ο Αλλος, που είναι παρηγοριά όλων.
* H ιστορία του Γένους μας
Επειτα απ’ όλα αυτά μπορούμε να ρίξωμε μια ματιά στην ιστορία του Γένους μας. Νομίζω ότι ο Ελληνισμός έχει διαγράψει μια παρόμοια πορεία. Αναζήτησε. Πέρασε από δοκιμασίες πολλές. Εφτασε κάπου. Βρήκε κάτι που δεν είναι του παρόντος αιώνος και ταυτόχρονα τον βοηθά να προχωρήση ξεκάθαρα και σταθερά στον νυν αιώνα. Ολο αυτό βρίσκεται μέσα στην Ορθόδοξη λειτουργική θεολογία.
Ελληνες. Ενας μικρός λαός με μεγάλες απαιτήσεις. Αναζητούν την αλήθεια. Αγαπούν την καλλιέπεια και πάνε πέρα απ’ αυτή.
Ψάχνουν, ζητούν σε όλους τους τομείς να βρουν την πρώτη αιτία· να βρουν απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα για τον άνθρωπο, τον κόσμο, τον Θεό. Είναι έτοιμοι να ακούσουν καθετί νέο. Να ασπαστούν την αλήθεια που τους πείθει. Να απορρίψουν ό,τι δεν τους αναπαύει. Ταξιδεύουν, μελετούν, μαθαίνουν. Κάνουν τη μελέτη του θανάτου φιλοσοφία· τα προσωπικά τους προβλήματα και τις ιστορικές συμφορές τέχνη και τραγωδία.
Δεν αναπαύονται στην τέχνη (και την πιο υψηλή) ούτε στη φιλοσοφία («παίδων αθύρματα»). Θέλουν να προχωρήσουν προς κάτι τολμηρότερο και θεϊκότερο· προς κάτι που τους σπρώχνει και τους προετοίμασε η μέχρι τώρα πορεία, κατάκτησις και δίψα τους.
* Οι Ελληνες και οι Ρωμαίοι
«Πολιτισμός των Ελλήνων. Καμιά λατρεία της δύναμης. Το χρονικό ήταν μονάχα μια γέφυρα. Στις ψυχικές καταστάσεις, δεν ζητούσαν την έντασι, αλλά την καθαρότητα». (Simone Weil)
H συνάντησις του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό σφράγισε την ιστορία του, αλλά και της ανθρωπότητος. Οταν ζήτησαν να δουν τον Χριστό Ελληνες, ο Κύριος είπε: «Νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου».
Οι Ελληνες (όχι οι Ρωμαίοι ούτε οι Εβραίοι) δέχονται το μήνυμα της Καινής Κτίσεως. Είναι προετοιμασμένοι από τους φιλοσόφους, ποιητές και τραγικούς.
Διά των Ελλήνων μεταδίδεται το μήνυμα της Καινής Κτίσεως στον κόσμο. Γι’ αυτό ο π. Γεώργιος Φλωρόβσκι τολμά να διακηρύξη: «Το να είμαστε Χριστιανοί σημαίνει να είμαστε Ελληνες, μιας και η Καινή Διαθήκη, την ύψιστη αυθεντία της οποίας αποδεχόμαστε, είναι διά παντός ένα ελληνικό βιβλίο».
Στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία επεκτείνεται ως δύναμις, ο Ελληνισμός διεισδύει ως πνεύμα. Μετά τους διωγμούς και τη μεταφορά της πρωτευούσης της αυτοκρατορίας από την παλαιά στη νέα Ρώμη, το ρωμαϊκό δίκαιο υπάρχει ως πλαίσιο και βάσις διοικήσεως, η λατινική γλώσσα ως επίσημη του κράτους. Με τον καιρό φυσιολογικά σβήνει η λατινική. Τη θέσι της παίρνει η ελληνική, ομιλούμενη από τον λαό. Αυτή γίνεται γλώσσα του κράτους, της λατρείας, της θεολογίας, της λογοτεχνίας…
H αυτοκρατορία λέγεται ρωμαϊκή, από την αρχή μέχρι τέλους. Σε ελληνική εξελίσσεται. Τελικά είναι η χριστιανική αυτοκρατορία· η του χριστιανικού Ελληνισμού. Ξεπερνιέται ο παγανιστικός Ελληνισμός. Μένει η ψυχή του και η δουλειά του, μεταμορφωμένη. Φτάνουμε σ’ αυτό που ζητούσαν οι Ελληνες.
Τους κλασικούς φιλοσόφους διαδέχονται οι Πατέρες της Εκκλησίας. Οι πρώτοι είναι υποδείγματα στη σκέψι και στη διανόησι. Οι δεύτεροι αναδεικνύονται οικουμενικοί διδάσκαλοι, γιατί δεν προσφέρουν το αποτέλεσμα της διανοητικής των δουλειάς και ανησυχίας, αλλά τη χάρι του Θεού, που δίδεται σε αυτούς που παραδίδονται εξ ολοκλήρου στο θέλημα του Θεού. Δεν είναι οι διανοούμενοι αλλά οι πάσχοντες τα θεία. Φανερώνονται ως μεγάλα φώτα που φωτίζουν με άκτιστο φως την οικουμένη. Είναι οι πυρπολούμενοι από το άστεκτο πυρ του θείου και εκστατικού έρωτος.
Ξεπερνούν την κτίσι και τη διανόησι. Φτάνουν στη θεία ανάπαυσι της αιωνίου παρακλήσεως που σώζει τον άνθρωπο, χαρίζοντάς του την ελευθερία του μέλλοντος αιώνος, ενώ ζη στον χώρο και στον χρόνο. Είναι νεκροί και αείζωοι. Καθ’ ημέραν αποθνήσκουν και ανασταίνονται. «Οι της καθ’ ημάς θεοσοφίας αρχηγικοί καθηγεμόνες υπέρ αληθείας αποθνήσκουσιν πάσαν ημέραν ως εικός, και λόγω παντί και έργω τη ενιαία των χριστιανών αληθογνωσία». (Αγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης)
Μια μεταμόρφωσις του παλαιού κόσμου ιερουργείται. Μια μετάβασις πραγματοποιείται. Από τα παλαιά περνούμε στα καινά. Από τα συγκεχυμένα και βέβηλα στα συλλειτουργούντα καθαρώς και οσίως. Από τις σκοτεινές υποθέσεις και αναζητήσεις του «ζητείν τον Θεόν ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν» (Πράξ. 17, 27) στο «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός».
Προχωρούμε από τη φιλοσοφία στη θεολογία· από την τραγωδία στη θεία μυσταγωγία. Διαμορφώνεται ως θεία κεκαθαρμένη λατρεία η Θεία Λειτουργία, η Μεγάλη Εβδομάδα.
* Βυζαντινή λατρεία και θεολογία
Στο θαύμα της βυζαντινής λατρείας και λειτουργικής θεολογίας όλες οι ελληνικές προσπάθειες και κατακτήσεις στη φιλοσοφία, στη γλώσσα και στην τέχνη βρίσκονται παρούσες, αξιοποιημένες και μεταμορφωμένες. Ολα διακρίνονται, υπάρχουν μεμυημένα και συλλειτουργούντα μέσα σε μια γαληνιαία λάμψι ακτίστου φέγγους και κάλλους θεϊκού.
Μέσα στη θεία μυσταγωγία της Ορθοδόξου λατρείας βρίσκεις τον ουρανό στη γη όχι ως θεατρική αναπαράστασι, αλλά ως λειτουργική πραγματικότητα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα βασιλεύει και διευθετεί τα πάντα η ασύγχυτη και αδιαίρετη ένωσις του θείου και ανθρωπίνου· δωρεά της παρουσίας του Θεανθρώπου Κυρίου, που είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος. Εδώ ταυτίζεται η άκρα ταπείνωσις με την άφατη δόξα, η θεία αγάπη με το αμήχανον κάλλος, η ελευθερία με την ενότητα. Δεν υπάρχουν χωρισμοί. Δεν υπάρχει Ιουδαίος και Ελληνας. Ολοι είναι ένα εν Χριστώ Ιησού.
H Θεία Λειτουργία προσφέρεται υπέρ της οικουμένης. Είναι το προζύμι της Βασιλείας που ζυμοί όλο το φύραμα, η χώρα του Αχωρήτου που αγκαλιάζει την οικουμένη, το χωνευτήρι, η χοάνη που δέχεται και αφομοιώνει, χωνεύει και αξιοποιεί θείως τα θετικά στοιχεία κάθε πολιτισμού και νοοτροπίας.
Δεν αγνοεί τη Δύσι (προέρχεται από αυτήν η Νέα Ρώμη). Προσλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ανατολής (το πάθος και το βάθος της). Ολα δοκιμάζονται, καθαίρονται· «οποίον το έργον εκάστου εστί το πυρ δοκιμάσει».
Ενας νέος κόσμος αναδύεται. Είναι η δημιουργία του νέου πολιτισμού, του σεμνού και μεγαλοπρεπούς, του ερασμίου και γαλήνιου. Ανέχεται όλους. «Πάντα στέγει, πάντα ελπίζει».
* Το ορθόδοξο Βυζάντιο
Αυτό εμποδίζει, αλλοιώνει και αγιάζει τον άνθρωπο ολόκληρο και τη δημιουργία του. Φαίνεται στο συνοδικό σύστημα διοικήσεως που επιβάλλεται, στο κατανυκτικό μέλος των ύμνων που ακούγεται· στην ιεροπρεπή έκφρασι των εικόνων, που φωτίζει την Εκκλησία, και στην άγια αρχιτεκτονική των ναών, που δέχεται τον άνθρωπο. Ολα, με τον λόγο και τη σιωπή, το έργο και το ήθος, φανερώνουν την ίδια θεανθρώπινη πραγματικότητα.
«Ιδού θυσία μυστική τετελειωμένη δορυφορείται».
Αυτή η τετελειωμένη λατρεία και θεολογία προσφέρεται δωρεάν σε όλο τον κόσμο.
H διάδοσις της Πίστεως πραγματοποιείται ως διάσωσις και μεταμόρφωσις, όχι ως κατάκτησις και υποδούλωσις, των εκχριστιανιζομένων λαών.
Αυτό που προσφέρει το ορθόδοξο Βυζάντιο στους πολίτες του, είναι μια χάρι που στον καιρό της αυτοκρατορίας τούς κρατά σεμνούς και στην περίοδο της δουλείας αγέρωχους.
Οταν πέφτη και χάνεται η αυτοκρατορία, μένει η Μεγάλη Εκκλησία ως εθναρχούσα δύναμις των Ορθοδόξων λαών. Με την άλωσι της Πόλεως χάνομε την αίγλη της αυτοκρατορίας και κερδίζομε την ευλογία της δοκιμασίας.
Μέσα στην Εκκλησία αποδεικνύεται ότι, όταν χάνης κάτι σημαντικό που σε πονά, σου προσφέρεται (αν φανής άξιος της δοκιμασίας) κάτι πιο πολύτιμο, πνευματικό και ακατάλυτο, που δεν θα το κέρδιζες χωρίς την προηγηθείσα απώλεια.
Μέσα στις συνθήκες της σκλαβιάς, που μας έφερε στο «εξαπορηθήναι και του ζην», υπάρχει, ως δύναμις ζωής, η πίστις. Μένει η Θεία Λειτουργία, η Μεγάλη Εβδομάδα, που παίρνει όλο τον υπόδουλο λαό, τον μυσταγωγεί και τον φέρνει διά του πάθους του στο γεγονός της Αναστάσεως, στην εσωτερική βεβαιότητα ότι κάτι υπάρχει που δεν χάνεται· μια παρηγοριά που σε συντροφεύει στη σκλαβιά και καταργεί τον θάνατο.
Αυτό φαίνεται και ψηλαφείται στο πώς ο πιστός λαός έζησε στη μακραίωνη περίοδο της Τουρκοκρατίας· πώς αντιστάθηκε πνευματικά και σωματικά· πώς έκλαψε, τραγούδησε τον πόνο του· έκτισε τα σπίτια και τους ναούς· διοργάνωσε την παιδεία· αγωνίστηκε, θυσιάστηκε, κυοφορώντας πάντοτε μέσα στην καρδιά του τον πόθο της ελευθερίας, τη Μεγάλη Ιδέα. «Πάλι με χρόνους με καιρούς…»
Έρχεται η επανάστασις. Ελευθερώνονται ελληνικές επαρχίες. Δημιουργείται το ελληνικό κράτος. Πλησιάζει η πραγμάτωσις της Μεγάλης Ιδέας. Φτάνομε σε απόστασι αναπνοής από την Αγια-Σοφιά.
Ακολουθεί η Μικρασιατική Καταστροφή (μεγαλύτερη, κατά πολλούς, συμφορά από την πτώσι της Πόλης). Δεν φαίνεται να υπάρχη πια η προσδοκία, ο αγώνας για την Αγια-Σοφιά.
Ουσιαστικά όμως δεν χάνεται, αλλά λαμπρύνεται, διαστέλλεται και ανυψώνεται η Μεγάλη Ιδέα. Αν χανόταν με μια ιστορική καταστροφή, αυτό θα σήμαινε ότι δεν ήταν και τόσο μεγάλη, αλλά μικρή και χαμένη, πριν ακόμα χαθή. Τελικός σκοπός μας δεν είναι η κατάληψις ενός γεωγραφικού τόπου, αλλά η ανάληψις σε έναν λειτουργικό κόσμο.
Χάνομε κάτι υλικό και ανοίγεται μπροστά μας κάτι διαρκώς πιο άγιο και πνευματικό. Συνεχίζεται η επώδυνη και σωτήρια πορεία. Μένει πάντοτε η Θεία Λειτουργία, δηλαδή η δύναμις που ανιστά τους νεκρούς και κτίζει την Αγια-Σοφιά.
Τελικά η Μεγάλη Ιδέα του Γένους μας ταυτίζεται με τη μεγάλη ιδέα του ανθρωπίνου γένους (και αυτήν πρέπει να υπηρετούμε), που είναι η σαρκωθείσα Αγάπη, η θυσία για τον άλλον. Η ζωή μας είναι ένας Γολγοθάς που φέρνει στην Ανάστασι. Οι ιστορικές δοκιμασίες μας ανάγουν σε μια μυσταγωγία, που φανερώνεται ατελεύτητη άνοδος από το σχετικό και ανθρώπινο στο άσχετο και θεανθρώπινο.
Το κεμαλικό καθεστώς που ακολουθεί τη Μικρασιατική Καταστροφή, στερούμενο και την όποια ευγένεια της οθωμανικής θεοκρατίας, προχωρεί στη φυλετική κάθαρση με τη γενοκτονία των μειονοτήτων.
Φτάνομε στη σημερινή πραγματικότητα, τώρα που η Μεγάλη Εκκλησία διαρκώς κενούται, ταπεινώνεται, αδυνατίζει, μένει κρεμάμενη στον σταυρό του χρέους. Και τα βγάζει πέρα θείως και ιερώς.
Φαίνεται κατά γράμμα η αλήθεια της άλλης λογικής, η τελική δόξα του πνεύματος που ταυτίζεται με την άκρα ταπείνωσι, η δύναμις που εν ασθενεία τελειούται. Ετσι, αντιλαμβάνεται τον πόνο των αδυνάτων και συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις αυτών.
Είναι θεϊκά ιερό και πανάγιο ο πρώτος τη τάξει μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών να είναι ενδεδυμένος τη χλαμύδα της αδυναμίας.
Και συνεχίζεται η πορεία. Πορευόμαστε. Πορεύεται η Ιστορία.
Την Κωνσταντινούπολι, μόλις την παίρνουν οι Τούρκοι, την ονομάζουν Κωνσταντινιέ. Με τον χρόνο αλλοιώνεται, ξεθωριάζει. Νιώθουν ότι χάνεται αυτό που κατέκτησαν. Αλλά τη θέλουν όπως ήταν. Θέλουν τη ζωή που τους σώζει. Και παίρνει άλλο όνομα γι’ αυτούς η Πόλις, γίνεται Ισταμπούλ. Γίνεται μια νοσταλγική πορεία προς την Πόλι που χάνεται.
Και πορευόμαστε μαζί. Καταλαβαίνομε ότι όλοι, ως άνθρωποι, Ρωμηοί και Τούρκοι, ελεύθεροι και σκλάβοι, κάτι περισσότερο προσδοκούμε. «Ουκ έχομεν μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Και η ζωή μας γίνεται μια πορεία προς κάποια Πόλι.
Στην ιστορική μας πορεία μια στιγμή δεν αντιπαλεύομε, αλλά συμβαδίζομε με την Τουρκία. Μια χρονική στιγμή προηγούμαστε. Βρισκόμαστε στην Ευρωπαϊκή Ενωσι. Και οι Τούρκοι θέλουν να μπουν σ’ αυτήν. Θέλουν (είναι ιστορική ανάγκη) να απαλλαγούν από κάποια κληρονομημένη βαναυσότητα· να μπουν σε άλλον κόσμο· να ασπαστούν μια διαφορετική λογική· να αρχίσουν να σέβωνται λίγο τον άνθρωπο· να σταματήσουν να εξολοθρεύουν τόσο εύκολα και αβασάνιστα τους αδυνάτους.
Αυτό είναι παρήγορο για όλους. Και ο ελληνικός λαός, στο σύνολό του σχεδόν, αυτό θέλει, εύχεται και προωθεί.
Όμως κάπου ακούγεται μια διαμαρτυρία παράφωνη. Μια φωνή που λέει όχι. Και δεν καταλαβαίνεις από πού ξεκινά, πού στηρίζεται και τι επιδιώκει. Και την εντοπίζεις κάπου πιο συγκεκριμένα.
Στην Κρήτη γίνεται μια πανορθόδοξη συνάντησις. Η αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ζητεί από τους συμμετέχοντες αντιπροσώπους να υποβληθή μια αίτησις προς την Ευρωπαϊκή Ενωσι, ώστε στο διαμορφούμενο ευρωπαϊκό Σύνταγμα να αναφερθή το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως θεσμός πανευρωπαϊκής εμβέλειας, τη στιγμή που, ως πρώτη τη τάξει Ορθόδοξος Εκκλησία, έχει την ευθύνη και το διακόνημα της διαιτησίας για την επίλυσι των Ορθοδόξων προβλημάτων.
Το αυτονόητο και πανορθόδοξα δεκτό αρνούνται οι αντιπροσωπείες δύο τοπικών Εκκλησιών, της Ρωσίας και της Ελλάδος. Κατά την πρόοδο των συζητήσεων η θέσις τους αυτή γίνεται απόλυτα σαφής. Οπότε, ο μεγάλος υποχωρεί. Ο αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, φειδόμενος της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αποσύρει την αίτησί του.
Και το ερώτημα είναι: Πώς και γιατί συνέβη αυτό; Και για τη μεν ρωσική άρνησι, τα πράγματα μπορεί να είναι κατανοητά, και ίσως όχι πρωτάκουστα. Για την ελληνική όμως άρνησι, τα πράγματα είναι ακατανόητα και ασφαλώς πρωτάκουστα.
Τι συμβαίνει;
Αυτό το Γένος που γεννά τους μεγάλους Πατέρες, που αναδεικνύονται οικουμενικοί διδάσκαλοι, ως φωστήρες παγκόσμιοι, το ίδιο μπορεί (αρνούμενο τη Χάρι) να γεννά την ίδια ώρα τη μεγαλύτερη προδοσία;
Σε μια τέτοια πτώσι και κατρακύλα όλοι βρισκόμαστε συνένοχοι. Κανείς δεν μπορεί να νίψη τας χείρας, ως άμοιρος ευθύνης. Ολοι οφείλομε να δούμε κατάματα τα χάλια μας να αρχίσωμε να σκεφτώμαστε σοβαρά και να μετανοούμε.
Με τέτοια αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά δεν δημιουργούμε προβλήματα μόνο στον εαυτό μας και στον τόπο μας, αλλά και σε ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία και την οικουμένη. Και δεν έχομε κανένα δικαίωμα να ανοηταίνωμε. Είναι δεδομένο το χρέος μας και ο τρόπος εκπληρώσεώς του. Δεν ανήκομε στον εαυτό μας αλλά σε μια ιερά αποστολή. Και αυτή ορίζεται από το πώς έζησαν, πώς πολιτεύτηκαν και τι μας κληροδότησαν αυτοί που μας γέννησαν κατά σάρκα και κατά πνεύμα.
Τώρα που βρισκόμαστε στην εποχή της παγκοσμιοποιήσεως· τώρα που τρομάζουν οι ισχυροί από την αντίδρασι των καταδυναστευομένων. Τώρα που την τρομοκρατία θέλουν να καταστείλουν (δεν έχουν άλλον τρόπο) με την απειλή της υπεροπλίας και την επίδειξι της δυνάμεως, που μόνο μεγαλύτερες αντιδράσεις γεννά και τυφλές εκρήξεις πυροδοτεί. Τώρα που γίνεται λόγος για τον επανευαγγελισμό της Ευρώπης..
Μόνη δύναμις που μπορεί να βοηθήση, να αναζωογονήση όλους και να εκκλησιάση την οικουμένη, δεν είναι η ανθρώπινη δύναμις που κατακυριεύει και κατεξουσιάζει τους αδυνάτους, αλλά η θεϊκή δύναμις της θυσιαστηρίου Αγάπης. Είναι η λογική και η συμπεριφορά του Ενός που προσφέρεται θυσία για να σωθούν οι αδελφοί Του, δηλαδή οι πάντες, ακόμη και αυτοί (ή προ παντός αυτοί) που Τον μισούν, Τον φτύνουν και Τον σταυρώνουν. Αυτή είναι η μόνη λογική (η ανατροπή της παραλόγου λογικής μας). Είναι η θεϊκή καταλλαγή της αγάπης. Αυτήν όλοι την δέχονται, την κατανοούν, και αυτή νικά χάριν όλων. Και μεις, ως αδύνατοι, δεν έχομε τίποτε άλλο λειτουργικά να προσφέρωμε, έξω απ’ αυτή την ελάχιστη δύναμι, που νικά τον θάνατο δια του θανάτου.
– Η βυζαντινή αυτοκρατορία αποδεικνύει ότι «ο χριστιανικός Ελληνισμός, ο μεταμορφωθείς δια της επιφανείας του Λόγου και της ελεύσεως του Πνεύματος, είναι πλέον εξ ολοκλήρου γεγονός της Ιστορίας» (π. Γ. Φλωρόβσκι). Αυτός γέννησε τον ιερό πολιτισμό μας με την θεανθρώπινη χάρι.
– Η πτώσις της Πόλεως φανερώνει τη ζώσα και εθνάρχουσα δύναμι της Μεγάλης Εκκλησίας.
– Η Μικρασιατική Καταστροφή δείχνει ότι, και αν χάνεται η Μικρασία, όμως δεν χάνεται, αλλά θάλλουν και λάμπουν η χάρις και η δύναμις της Θείας Λειτουργίας· δηλαδή η μεγάλη ιδέα και προσδοκία της ανθρωπότητος: Πάλι με χρόνους, με καιρούς… να κερδίσωμε όλοι. Να νικήση η αγάπη και η αδελφοσύνη. Να έλθη επί γης ειρήνη.
Για όλα αυτά κάποιο μήνυμα έρχεται από το Αγιον Όρος και την Πόλι.
Έναν αιώνα πριν πέση η Πόλι, ο αγιορείτης άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ανακεφαλαιώνοντας τη θεολογία και την ευσέβεια της Ανατολικής Εκκλησίας, ξεκαθαρίζει τις σχέσεις μεταξύ κτιστού και ακτίστου, μεταξύ ορθοδοξίας και ετεροδοξίας. Σύμφωνα με την παράδοσι της Εκκκλησίας και την εμπειρία του Αγίου, πνευματική ζωή είναι η δια της Χάριτος αλλοίωσις, μεταμόρφωσις και θέωσις του ανθρώπου ψυχοσωματικά. Δεν είναι η απλή διανοητική ενασχόλησις με θεωρητικά και θεολογικά θέματα. Αυτή η θέσις είναι σήμερα κατανοητή και από πολλούς Δυτικούς, που, υφιστάμενοι την πνευματική αφυδάτωσι και καχεξία – συνεπεία του σχολαστικισμού -, ζητούν βοήθεια από την Ανατολή, ακόμη και από την Απω Ανατολή.
Ταυτόχρονα, η ευσέβεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι πιο κατανοητή από τη μουσουλμανική νοοτροπία που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στον χώρο της Ανατολής.
Το Αγιον Ορος, ως τέκνο και γέννημα της Μεγάλης Εκκλησίας, έχει τη συγγένεια πνεύματος και τη συνεχή σχέσι (καθορισμένη από την Παράδοσι) με την Μητέρα Εκκλησία, που του χαρίζει την αντοχή της επιβιώσεως και ανανεώσεως.
Όταν πέφτη η αυτοκρατορία, το Αγιον Ορος επιζή, ως ψυχή και εικόνα της αυτοκρατορίας – μεταίχμιο ιστορίας και αιωνιότητος – όπου οι μοναχοί των Ορθοδόξων λαών συνεχίζουν «παλαμικώς» τη ζωή και την άσκησί τους. Σήμερα, με τη χάρι του Θεού, αναβιώνει (ενώ πολλοί το είχαν διαγράψει) τρεφόμενο από το πανάρχαιο και αγέραστο πνεύμα της λειτουργικής ζωής και συνοδικότητος που κληρονόμησε από τη Μητέρα Εκκλησία.
Στη σημερινή Πόλι των πολλών εκατομμυρίων νιώθεις να δεσπόζη και να επιβάλλεται διαρκώς η παρουσία της Αγια-Σοφιάς, που, με μια ουράνια ευρυχωρία κατανοήσεως – ξένη από την ταραχή μικρών επιδιώξεων -, ιερουργεί το μυστήριο της σωτηρίας πάντων.
Και όλα τα τζαμιά, προσπαθώντας είτε να την ξεπεράσουν σε μέγεθος είτε να τη μιμηθούν σε χάρι, δείχνουν ότι σε καμιά περίπτωσι δεν μένουν αδιάφορα μπροστά σ’ αυτή την ανερμήνευτη μεγαλοπρέπεια του θεϊκού Κάλλους της ταπεινώσεως.
Και η Αγια-Σοφιά μένει σιωπηλή. Δεν ενοχλείται. Δεν ενοχλεί. Μόνο φωτίζει, παρηγορεί, ανέχεται και περιμένει.
Ισως δεν θα ήταν άσχημο εάν οι σημερινοί Νεοέλληνες μπορούσαμε – για το καλό όλων – να ακούγαμε τη φωνή της Αγια-Σοφιάς.