Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Δαλαγιώργου
ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: Σε δύο μακαρισμούς του Χριστού, αναφέρεται η έννοια της δικαιοσύνης: «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται» και «μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Ο Χριστός μας, μιλά για την δικαιοσύνη του Θεού η οποία διαφέρει πολύ από την δικαιοσύνη των ανθρώπων, διότι ο Θεός βλέπει ως «Παντογνώστης» αυτό που εμείς δεν βλέπουμε, την μετάνοια. Η διαφορά αυτή φαίνεται έντονα στην εικόνα του άσωτου Υιού, όπου η ανθρώπινη δικαιοσύνη αγανακτεί μπροστά στην αδικία της τιμής του πατέρα προς τον άσωτο υιό.
Η Θεία δικαιοσύνη όμως «διαγράφει» κάθε ατόπημα με την ειλικρινή μετάνοια και τα δάκρυα στο «Μέγα Μυστήριο» της μετανοίας, στην εξομολόγηση. Κάποτε πήγαν ένα Γεροντάκι του Αγίου Όρους στο δικαστήριο για ένα ατόπημα που έπεσε.
Του λέγει ο Πρόεδρος:
-Τι έχεις να πείς γι’ αυτά που σε κατηγορούν; Κι εκείνος με απλότητα απαντά: -Ευλόγησον! που σημαίνει στην Εκκλησιαστική γλώσσα «συγγνώμη».
Του απαντά τότε ο Δικαστής:
-Εδώ τα καλογερικά δεν πιάνουν! Τότε ο Γέροντας λυπημένος κοίταξε την εικόνα του Χριστού και είπε:
-Χριστέ μου, άλλη η δική σου Δικαιοσύνη και άλλη των ανθρώπων.
Η δικαιοσύνη του Θεού είναι η αγάπη του Θεού η οποία θέλει τον άνθρωπο μέσα στην «Βασιλεία Του» και υπάρχει μέσα στον άνθρωπο από την σύλληψή του ακόμα. Χωρίς όμως να κατανοούμε αυτό το δώρο, διαπράττουμε την «μεγαλύτερη Αδικία» στον κόσμο… αφαιρούμε την Χάρη του Θεού από πάνω μας, μένοντας στην αμαρτία, έξω από τις Ευαγγελικές παραδόσεις και Αποστολικές διαταγές. Παρ’ όλα αυτά η αγάπη του Θεού υπάρχει μέσα μας ως σπίθα, η οποία με την προσευχή της Εκκλησίας ως κοινότητα Αγάπης θα βοηθήσει ώστε να γίνει φωτιά και αυτό είναι η «πνευματική πανήγυρις» της Στρατευομένης και Θριαμβεύουσας Εκκλησίας για την Σωτηρία ενός ανθρώπου.
Μέσα στην Εκκλησία, όντες Βαπτισμένοι Χριστιανοί υφιστάμεθα δύο είδη διωγμών: α) τον πνευματικό και β) τον ηθικό. Εάν δηλαδή ένας Χριστιανός θελήσει να τηρήσει το θέλημα του Θεού, τότε διώκεται. Παράδειγμα οι Άγιοι και Μάρτυρες της Εκκλησίας μας από την στιγμή της εντάξεως τους στην Εκκλησία του Χριστού αρχίζει το μαρτύριο του πνευματικού διωγμού της πίστεως. Σήμερα όμως ζούμε έναν άλλο διωγμό τον ηθικό ο οποίος υφίσταται ακόμα και μέσα στην Εκκλησία.
Εάν ένας Χριστιανός θελήσει να κάνει λίγο παραπάνω νηστεία ή προσευχή ή μετάνοιες από έναν άλλον χριστιανό, αμέσως ενεργοποιείται ο έλεγχος (π.χ. είναι καλύτερος χριστιανός από εμένα; Μήπως μας κάνεις την αγία;). Όλ’ αυτά είναι αποτέλεσμα της δικής μας ατελής φύσεως η οποία μπορεί να συμμετέχει στα Μυστήρια της Εκκλησίας μας, όμως δεν τελειοποίησε την αρετή της «Αγάπης». Γι’ αυτό καλούμαστε μέσα στην Εκκλησία να αναστήσουμε την «νεκρή ψυχή» μας από αρετές, αλλά έχουμε χρέος με το παράδειγμά μας ν’ αναστήσουμε και την «νεκρή ψυχή» του αδελφού μας.
Αυτό το πρότυπο αρετής και υπακοής του θελήματος του Θεού, προβάλλει η Εκκλησία στο πρόσωπο του Αγίου Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως, ο οποίος έφυγε από την ζωή αυτή δηλητηριασμένος από το σατανικό κεντρί της καχυποψίας, της συκοφαντίας και της δολοπλοκίας των ανθρώπων.
Η ραγδαία εξέλιξη και άνοδο του Αγίου Νεκταρίου κοντά στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, ερεθίζει αφάνταστα πολλούς οφικιούχους κληρικούς του Πατριαρχείου, οι οποίοι διαδίδουν ότι ετοιμάζει το έδαφος για να γίνει αυτός Πατριάρχης. Η συκοφαντία βρίσκει έδαφος και στις 3-3-1890 ο Πατριάρχης Σωφρόνιος τον παύει απ’ όλες τις θέσεις που κατείχε και τον διώχνει στην Αθήνα.
Ο διωγμός συνεχίζεται και στην Ελλάδα, ως Ιεροκύρηξ στην Χαλκίδα διώκεται, ακόμα και στο Μοναστήρι στην Αίγινα που έκτισε δεν παύει να υφίσταται αυτόν τον διωγμό.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος τον καλεί σε απολογία, ενώ ήταν 68 ετών, γιατί συνέστησε το γυναικείο «άνευ βουλής και γνώμης ημών», ενώ ο Άγιος Νεκτάριος είχε πάρει νωρίτερα, προφορικά, την ευλογία και έγκριση του Θεοκλήτου.
Μεστωμένος πλέον και πολύπαθος με αναγνωρισμένη Εκκλησιαστική προσφορά και δράση το 1918 σε ηλικία 72 ετών, αντιμετωπίζει πάλι την συκοφαντία της ανηθικότητας. Τον κατηγόρησαν ότι κατέστησε το μοναστήρι του, άνδρο ακολασίας.
Έκανε δήθεν παιδιά με τις μοναχές και τα πετούσε στο πηγάδι. Η δικαίωση ήρθε οριστικά και αμετάκλητα, εις πείσμα και διάψευση των συκοφαντών του, στη συνείδηση του πιστού λαού και στη πράξη της διοικούσας Εκκλησίας και του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας το οποίο αναγνώρισε την άδικη απομάκρυνσή του και ζήτησε επισήμως στον μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, συγγνώμη για την δίωξη του, το 1890.
Σε όλες αυτές τις διώξεις υπέμεινε καρτερικά, σιωπώντας στις ύβρεις και στις κατηγορίες, δείχνοντας στα πνευματικά του παιδιά με την ράβδο τον Ουρανό, για να ανατρέχουμε όλοι στην Θεία Δικαιοσύνη και όχι στην ανθρώπινη.