1. Στο προηγούμενο κήρυγμά μας, αδελφοί χριστιανοί, σας μίλησα γενικά για το βιβλίο του Ιώβ. Είπαμε ότι ο Ιώβ ήταν δίκαιος και πλούσιος άνθρωπος από την Αυσίτιδα χώρα, αλλά, κατά παραχώρηση Θεού, κτυπήθηκε με αλλεπάλληλες συμφορές από τον Σατανά.
Στην οδυνηρή κατάστασή του τον επισκέφθηκαν τρεις φίλοι του, οι οποίοι όμως τον πόνεσαν, γιατί του είπαν ότι τα παθήματά του προέρχονται από αμαρτίες του. Αλλά ο Ιώβ υπεραμύνεται την αθωότητά του και διαμαρτύρεται και επιμένει ότι δοκιμάζεται αδίκως. Δεν μπορεί να ερμηνεύσει το μυστήριο, πως ο Θεός τιμωρεί τον δίκαιο. Αλλά ένα νέο πρόσωπο ο Ελιούς, δίνει μια άλλη ερμηνεία στο πρόβλημα. Κατ᾽ αυτόν όλα ερμηνεύονται από την αγάπη του Θεού: Με την αγάπη του ο Θεός επιτρέπει δεινοπαθήματα στον αμαρτωλό για να εξιλεωθεί, αλλά και από αγάπη πάλι επιτρέπει και παθήματα στον δίκαιο και τον ενάρετο, για να αναδειχθεί περισσότερο η αρετή του. Τέτοια είναι και η περίπτωση του Ιώβ. Και επιβεβαιώνοντας ο Θεός την αρετή του Ιώβ, του χαρίζει πάλι την υγεία του και την ευτυχία του, περισσότερη από την πρώτη. Αυτά λέγαμε γενικά στο προηγούμενο κήρυγμά μας, αδελφοί χριστιανοί.
2. Στο σημερινό μου κήρυγμα θα μιλήσω πάλι για το βιβλίο του Ιώβ, αλλά σχετικά με το κύριο θέμα του. Και το κύριο θέμα του βιβλίου είναι το πρόβλημα της θεοδικίας. Πως, δηλαδή, λέγουμε ότι είναι δίκαιος ο Θεός, αφού γύρω μας βλέπουμε να δυστυχούν οι καλοί και ευσεβείς άνθρωποι και να ευτυχούν οι κακοί και οι ασεβείς; Το πρόβλημα αυτό, αγαπητοί μου, ταράσσει την Παλαιά Διαθήκη, χωρίς τελικά να λύνεται σ᾽ αυτήν. Η λύση του είναι στην Καινή Διαθήκη. Ακούστε: Η Παλαιά Διαθήκη μέχρι την εποχή του προφήτου Ησαίου (8ος αιών) και έπειτα δεν είχε αναπτύξει με σαφήνεια την πίστη στην ζωή μετά τον θάνατο. Και δεν την είχε αναπτύξει λόγω του πολέμου της κατά της νεκρομαντείας των Χαναναίων, μεταξύ των οποίων ζούσαν οι Ισραηλίτες. Αφού, λοιπόν, στα πρώτα χρόνια της η Παλαιά Διαθήκη δεν είχε αναπτύξει μεταθανάτια διδασκαλία, τόνισε την παρούσα ζωή. Η αμοιβή των καλών για την αρετή τους και η τιμωρία των κακών για την κακία τους θα γίνει στην παρούσα ζωή. Η Παλαιά Διαθήκη έχει πράγματι εγκόσμιο χαρακτήρα.
[irp posts=”401674″ name=”Γόρτυνος Ιερεμίας στο ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η Εκκλησία πρωτοστατεί στους αγώνες – Καταχθόνιο το σχέδιο των Σκοπίων””]
Η αμοιβή για την αρετή των ευσεβών θα είναι η απόλαυση των επιγείων αγαθών· και η τιμωρία για την αμαρτία των ασεβών θα είναι η στέρηση των αγαθών αυτών. Αλλά στην παρούσα ζωή δεν βλέπουμε να παρατηρείται σε γενική κλίμακα αυτό. Αντίθετα βλέπουμε να δυστυχούν οι ευσεβείς και να ευτυχούν οι ασεβείς. Έτσι αρχίζει το πρόβλημα της θεοδικίας. Από τους συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης γίνεται μεγάλη προσπάθεια για την λύση του χωρίς, επαναλαμβάνω, να δίνεται μία ικανοποιητική λύση. Και το βιβλίο του Ιώβ που μελετάμε είναι αφιερωμένο στο θέμα της θεοδικίας. Προσωπικά, ως καλύτερο λόγο στην Παλαιά Διαθήκη για το πρόβλημα της θεοδικίας θεωρώ τον λόγο του προφήτου Αββακούμ, που λέγει: «Ο δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται» (Αβ. 2,4)! Ο ευσεβής άνθρωπος, δηλαδή, πρέπει να είναι στερεωμένος στην πίστη του ότι ο Θεός είναι δίκαιος και δεν πρέπει καθόλου να κλονίζεται σ᾽ αυτή την πίστη.
Το πρόβλημα της θεοδικίας δημιουργήθηκε με την σύνδεση της αρετής και της κακίας προς τα υλικά αγαθά. Αν είσαι ενάρετος θα τα απολαύσεις και αν είσαι αμαρτωλός θα τα στερηθείς. Αυτό όμως, αγαπητοί μου, δεν είναι σωστό. Αγαπάμε τον Θεό μας όχι για να καλοπεράσουμε, αλλά γιατί η αγάπη Του μας ευφραίνει την ψυχή και δίνει νόημα στην ζωή μας. Και θα αγαπάμε τον Θεό έστω και αν γίνουμε πάμπτωχοι ή ακόμα και αν μας κλείσουν σ᾽ ένα μπουντρούμι. Ας μη συνδέουμε, λοιπόν, την ευσέβεια με τα υλικά αγαθά και την ασέβεια με την δυστυχία, γιατί αυτός ο σύνδεσμος δημιουργεί, ξαναλέμε, το πρόβλημα της θεοδικίας. Τον σύνδεσμο αυτό τον καταργεί η Καινή Διαθήκη. Τα πνευματικά πρέπει να συνδέονται με τα πνευματικά. Ο απόστολος Παύλος λέγει: «Πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες» (Α´ Κορ. 2,13).
3. Στην συνέχεια, αδελφοί, θέλω να παραθέσω δύο ωραία χωρία από το βιβλίο του Ιώβ, τα οποία θα ερμηνεύσω χριστολογικά: (α) Σε μια στιγμή του πονεμένου λόγου του ο Ιώβ λέγει λαχταριστά: «Είθε να ήξερα που να Τον βρω» (23,3)! Το κείμενο των Ο´ λέγει: «Τις άρα γνοίη ότι εύροιμι αυτόν και έλθοιμι εις τέλος;»! Αυτός ο λόγος του Ιώβ εκφράζει τον πόθο όλων των ανθρώπων της Παλαιάς Διαθήκης. Όλη η Παλαιά Διαθήκη ζητά τον Μεσσία, τον Χριστό. Ψάχνει να Τον βρεί. Και στην αναζήτηση αυτή της Παλαιάς Διαθήκης απαντά η Καινή Διαθήκη λέγοντας: «Ευρήκαμεν» (Ιωάν. 1,46)!
(β) Αλλά πιο συγκεκριμένα τον Μεσσία Χριστό τον γευόμεθα με την θεία Κοινωνία της αγίας Του σαρκός. Ένα λόγο, λοιπόν, στο βιβλίο του Ιώβ τον ερμήνευσαν ως πόθο για την θεία Κοινωνία που γευόμαστε εμείς στην Καινή Διαθήκη. Είναι ο λόγος: «Ποιος θα μου δώσει την σάρκα Του να την φάγω;» «Τις αν δώη ημίν των σαρκών αυτού εμπλησθήναι;» (Ιώβ 31,31). Με αυτή την ερμηνεία ο λόγος αυτός είναι προφητικός. Προφητεύει ότι ο Υιός του Θεού θα σαρκωθεί και θα μας καλεί να φάγουμε το Σώμά Του και να πίουμε το Αίμά Του!
4. Το βιβλίο του Ιώβ, αδελφοί χριστιανοί, είναι υπέροχο. Είναι ένα από τα μεγαλοφυέστατα αριστουργήματα της παγκοσμίου λογοτεχνίας. Η καλύτερη δε τιμή σ᾽ αυτό είναι το να το διαβάζουμε. Η Εκκλησία μας πολύ τιμά το βιβλίο. Την Μ. Εβδομάδα έχουμε πολλά αναγνώσματα απ᾽ αυτό, γιατί τα δεινοπαθήματα του Ιώβ προτυπώνουν τα πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αλλά και η θεία Λειτουργία τελειώνει με τον λόγο του Ιώβ, «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» (1,21)!
Με πολλές ευχές
† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας