“Nα είναι δίκαιοι· δεύτερον, να ζούν με αγάπη μεταξύ τους και τρίτον, και να είναι πρόθυμοι («έτοιμον είναι») να πράττουν αυτό που θέλει ο Θεός”ζήτησε στην ομιλία του στο πρόσφατο ΙΣΤ’ Πανέλληνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος ο Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας. Αναλυτικά η ομιλία του:
ΤΟ ΑΓΙΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Ευχαριστώ την Συνοδική Επιτροπή επί των Λειτουργικών θεμάτων για την συμμετοχή μου στο Συνέδριο αυτό με το σπουδαίο θέμα περί ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ. Και είναι σπουδαίο το θέμα, γιατί αποτελεί τον σκοπό του ανθρώπου. Η εντολή στην ταπεινότητά μου είναι να αναφερθώ με την εισήγησή μου στο θέμα κατά την Παλαιά Διαθήκη. Επειδή είναι περιορισμένος ο χρόνος κάθε ομιλητού εισέρχομαι κατ᾽ ευθείαν στο θέμα, το οποίο δηλώ ότι θα παρουσιάσω με βάση και πηγή την Παλαιά Διαθήκη, αλλά με απλότητα, σαν μία κατήχηση για τον λαό.
1. Προλογικά θέλω να πω και να τονίσω δύο πράγματα. Πρώτον, ότι βεβαίως έχουμε αγιότητα και στην Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα η Παλαιά Διαθήκη έβγαλε την Παναγία. Ναί! Ο σκοπός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν να αναδείξει την Γυναίκα Εκείνη, η Οποία θα γινόταν η Μητέρα του Μεσσίου. Η Παλαιά Διαθήκη μας ομιλεί για την έλευση του Μεσσίου. Αυτό είναι το κύριο θέμα της. Αλλά έπρεπε να γεννηθεί η κατάλληλη Γυναίκα για να γίνει η Μητέρα Του. Και εργάζεται λοιπόν η Παλαιά Διαθήκη με τις θεοπτίες των δικαίων της, με τα κηρύγματα των Προφητών και με όλο το οικονομικό σχέδιο του Θεού να αναδείξει την Γυναίκα Αυτή. Και όταν αυτό γίνεται, σταματά το έργο της Παλαιάς Διαθήκης Ναί! Τα έσχατα, το τέλος της Παλαιάς Διαθήκης, είναι με την Γέννηση της Παναγίας. Γι᾽ αυτό και λέγει το τροπάριο, «Άχραντε η διά λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως επ᾽ εσχάτων των ημερών τεκούσα». «Έσχατες ημέρες» για την Παλαιά Διαθήκη είναι ο χρόνος Γεννήσεως της Θεοτόκου.
Το δεύτερον, το οποίο προλογικά πάλι θέλω να πω, είναι να απαντήσω στην απορία: Πως έχουμε αγιότητα στην Παλαιά Διαθήκη, αφού η αγιότητα επιτυγχάνεται με την μετοχή στην αγιότητα του Χριστού, ο Οποίος εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη. Απαντώντας λέγω ότι η Ορθόδοξη θεολογία μας, ακολουθούσα την χριστολογική ερμηνεία της Καινής Διαθήκης, βλέπει την Παλαιά Διαθήκη ως βιβλίον Χριστού. Ο Χριστός δεν εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στην Παλαιά. Η Παλαιά Διαθήκη είναι και αυτή, όπως η Παλαιά, βιβλίο του Χριστού. Είναι πασίγνωστος η περικοπή του ιερού Χρυσοστόμου: «Προέλαβε την Καινήν η Παλαιά και ηρμήνευσε την Παλαιάν η Καινή. Και πολλάκις είπον, ότι δύο Διαθήκαι και δύο παιδίσκαι και δύο αδελφαί τον ένα Δεσπότην δορυφορούσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται, Χριστός εν Καινή κηρύσσεται. Ου καινά τα καινά, προέλαβε γαρ τα παλαιά. Ουκ εσβέσθη τα παλαιά, ηρμηνεύθη γαρ εν τη Καινή» (Ομιλία εις το «Εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου» και εις την απογραφήν της αγίας Θεοτόκου, MPG 50,796). Οι εμφανίσεις του Αγγέλου του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη δεν είναι εμφανίσεις κτιστού αγγέλου, όπως λανθασμένα ηρμήνευσε η καθολική θεολογία, ακολουθούσα τον ιερό Αυγουστίνο, αλλά είναι εμφανίσεις του Υιού του Θεού, ασάρκου έτι όντος, ο Οποίος εβιάζετο, ούτως ειπείν, πότε να σαρκωθεί και να γίνει Εμμανουήλ. Και ενεφανίζετο λοιπόν προ της σαρκώσεώς Του με μορφήν Αγγέλου, του Αγγέλου του Κυρίου (Εβρ. «Μαλ᾽αχ Γιαχβέ»).
Οι άγιοι λοιπόν της Παλαιάς Διαθήκης πέτυχαν την αγιότητά τους από τις θεοπτίες του Υιού του Θεού, του Αγγέλου του Κυρίου.
Μετά από αυτά τα γενικά, ως προλογικά, έρχομαι στην διεξοδική κάπως παρουσίαση του θέματος.
2. Ο Θεός και στην Παλαιά Διαθήκη, όπως και στην Καινή Διαθήκη, καλείται «άγιος». Εμείς όμως δεν έχουμε την σωστή έννοια του «άγιος», γιατί ερμηνεύουμε την έκφραση ηθικολογικά και την ερμηνεύουμε ως ο «αναμάρτητος». Αλλά δεν είναι αυτή η κύρια έννοια της λέξης «άγιος». Η αντίστοιχη εβραική έκφραση διά το «άγιος» είναι το «καδώς», το οποίο σημαίνει τον δεδοξασμένο, τον παντοκράτορα, τον μεγαλοπρεπή. Με αυτήν την έννοια από την Παλαιά Διαθήκη εισεχώρησε και στην λατρεία της Καινής Διαθήκης. Έτσι, λοιπόν, λέγουμε: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε το υποποδίον των ποδών αυτού, ότι άγιος εστί»! Με αυτήν την έννοια του παντοκράτορα, του κυρίου και του παντοδυνάμου, υμνείται ο Θεός ως «άγιος» και στην ευχή του Τρισαγίου ύμνου κατά την θεία Λειτουργία, όπου τονίζεται ο Θεός ως δημιουργός, γιατί στην δημιουργία αναφαίνεται κυρίως ο Θεός ως παντοδύναμος και παντοκράτωρ. Με αυτήν λοιπόν την ερμηνεία, που είναι και η σωστή, «αγιότητα» του Θεού, «καδώς», είναι η δόξα του Θεού. «Άγιος» λοιπόν είναι εκείνος που μπήκε στην δόξα του Θεού. Είναι ανάγκη να πω και κάτι άλλο. Αυτή η δόξα του Θεού, το «καδώς», στην λατρεία μας λέγεται και «μνήμη» Θεού. Τα νέα τα παιδιά με την έννοια της μνήμης, της κεφαλής του κομπιούτερ, θα το νοήσουν καλύτερα αυτό. Έτσι, όταν ευχόμεθα για τον κεκοιμημένο μας «αιωνία η μνήμη», δεν εννοούμε να τον θυμούμεθα για πάντα, γιατί αυτό δεν είναι δυνατόν, αφού και ᾽μείς θα πεθάνουμε. Εννοούμε η ψυχή του νεκρού μας να μπεί στην «μνήμη», δηλαδή, στην «δόξα» του Θεού, στο καδώς και να αγιάσει. Γιατί όλοι οι άγιοι είναι σ᾽ αυτήν την μνήμη του Θεού. Γι᾽ αυτό και λέγουμε «μετά πάντων των αγίων μνημονεύσαντες».
3. Την αγιότητα του Θεού, με την έννοια που εδώσαμε παραπάνω, την ετόνισε ιδιαίτερα ο προφήτης Ησαίας, γι᾽ αυτό και συχνά κατακλείει τις προφητείες του με την έκφραση ο «άγιος του Ισραήλ»! Και από αυτό φαίνεται ότι αυτή πραγματικά είναι η έννοια του Θεού ως άγιος, η έννοια δηλαδή του μεγαλοπρεπούς και του παντοκράτορος Θεού, και όχι η έννοια του «αναμάρτητος». Γιατί την έννοια της ηθικότητος την είχε τονίσει ενωρίτερα ο Αμώς για τον Θεόν, τον οποίο παρέστησε ως το απόλυτον ηθικόν Ον. Ο Ησαίας τώρα τονίζει τον Θεό ως «καδώς» με την έννοια της παντοδυναμίας και παντοκρατορίας. Γι᾽ αυτό και ο προφήτης αυτός, ο Ησαίας, μαζί με το «καδώς» βλέπουμε να χρησιμοποιεί και την λέξη «Σεβαώθ», που έχει ακριβώς την ίδια έννοια με το «καδώς» και σημαίνει τον «Κύριον των δυνάμεων». «Καδώς» και «Σεβαώθ» είναι οι δύο προσφιλείς λέξεις του Ησαίου (βλ. Ησ. 1,4. 5,19.24. 10,17.20. 12,6 κ.α.). Όμως η έννοια του «άγιος» στον Θεό δεν περιορίζεται στην φυσική σφαίρα χαρακτηρίζοντας τον Θεό ως τον υπερκόσμιο, ως τον κύριο όλης της φύσεως, αλλά επεκτείνεται και στην ηθική σφαίρα χαρακτηρίζουσα τον Θεό ως τον τέλειον και υπερτέλειον, ως το απόλυτον ηθικόν Ον.
4. Η κύρια ιδέα και αρετή, που απορρέει από αυτήν την παράσταση του αγίου Θεού και την οποία απαιτείται να εφαρμόσει ο άνθρωπος για να πετύχει την αγιότητά του, είναι η πίστη, η απόλυτη πίστη στον Θεό. Η πίστη δε αυτή αναλύεται στην απόλυτο πεποίθηση, στην εμπιστοσύνη του ανθρώπου στον Θεό, και στον «φόβο» ενώπιόν Του, στο δέος εκείνο που γεννάται από την συναίσθηση της ανθρωπίνης αδυναμίας και αμαρτωλότητος προ της μεγαλειότητος του υπερτελείου, του αγίου Θεού, του καδώς (βλ. Ησ. 7,9. 28,16. 30,15). Γι᾽ αυτό και ως μεγάλη αμαρτία στην Παλαιά Διαθήκη τονίζεται, στον Ησαία ιδιαίτερα, η «ύβρη» του ανθρώπου κατά του Θεού, η υπερηφάνειά του, η υπεροψία του (βλ. Ησ. 10,5 εξ. 14,13 εξ. 16,6 εξ. 37,22 εξ.). Και η απόλυτος αυτή πίστη του ανθρώπου στον Θεό συνεπάγεται βεβαίως την υπακοή στις εντολές Του, την υποταγή στο θέλημά Του (βλ. Λευιτ. κεφ. 26. Δευτ. κεφ. 28. Ησ. 1,2 εξ.). Αυτά είναι τα κύρια, που πρέπει να έχει ο άνθρωπος της Παλαιάς Διαθήκης, για να πετύχει την αγιότητά του.
Στο σημείο που βρίσκομαι είναι ανάγκη να πω ότι και στην Παλαιά Διαθήκη η έννοια της αγιότητος συνδέεται με την σωστή και καθαρή έννοια του Θεού. Για την ύπαρξη του Θεού δεν ομιλεί η Παλαιά Διαθήκη, γιατί το θεωρεί δεδομένο ότι υπάρχει Θεός. Στην παλαιά Ανατολή όλοι πίστευαν στην ύπαρξη ανωτέρων όντων που κυριαρχούν στην φύση. Η Παλαιά Διαθήκη ομιλεί μόνο για περιφρονητές και υβριστές του Θεού, για ανθρώπους, δηλαδή, που δεν είχαν σωστή έννοια Θεού, γιατί αρνούνταν την κυριαρχία Του και δεν ήθελαν να υπακούουν στους λόγους Του. Δηλαδή, δεν τον θεωρούσαν «καδώς», «άγιο». Ο προφήτης Ιερεμίας ομιλεί για συγχρόνους του Ιουδαίους οι οποίοι έλεγαν lo hu, «δεν είναι αυτός» (5,12)! Αυτό δεν σημαίνει άρνηση Θεού, αλλά σημαίνει ότι έλεγαν περί του Θεού, «δεν αξίζει αυτός». Αρνούνταν, δηλαδή, την ισχύ Του, την δύναμή Του, λέγοντες ότι οι θεοί των Βαβυλωνίων και των Χαναναίων είναι ισχυρότεροι από τον ιδικό τους Γιαχβέ (βλ. Ιερ. 51,17-19). Δεν επίστευαν, δηλαδή, τον Θεό τους ως «καδώς», ως «άγιο», με την έννοια του παντοδυνάμου και παντοκράτορος. Άλλες παρόμοιες ύβρεις προς τον Θεό ως αδυνάτου βλ. εις Ψαλμ. 14,1 και 9,25. 9,32. 72,11. 94,7. Σοφ. 1,12. Ιεζ. 8,13· βλ. και 9,9. Ως σε παρέκβαση λέγω εδώ ότι το ερώτημα «υπάρχει Θεός;» τίθεται για πρώτη φορά από τον συγγραφέα του βιβλίου της Σοφίας Σολομώντος, στην τελευταία δηλαδή εκατονταετηρίδα π.Χ. περίπου, όταν οι Ιουδαίοι της Αιγυπτιακής διασποράς είχαν υποστεί την επίδραση του ελευθέρου ελληνικού πνεύματος. Πριν από την εποχή αυτή το ερώτημα ήταν: «Υπάρχει ένας Θεός;». Και οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης απαντώντας στρέφονται κατά του συγκρητισμού και του πολυθεισμού.
5. Τελειώνω τον ταπεινό μου λόγο παρουσιάζοντας μία σπουδαία σχετική με το θέμα μας περικοπή, που την θεωρώ ως την καλυτέρα από όλες τις περικοπές της Παλαιάς Διαθήκης. Και για να μιλήσω με «βελλίτιο» γλώσσα, η περικοπή αυτή, την οποία θα ακούσετε, «είναι μία υψηλή κορυφή της Παλαιάς Διαθήκης, απ᾽ όπου φαίνονται οι καθαροί ουρανοί της Καινής Διαθήκης»! Είναι η περικοπή Μιχ. 6,6-8. Στην αρχή του λόγου μου είπα για τρεις αρετές, για την πίστη στον Θεό και την εμπιστοσύνη και τον «φόβο» προς Αυτόν. Τις αρετές αυτές, τις οποίες τονίζει ο προφήτης Ησαίας και απορρέουν από την παράσταση του Θεού ως καδώς, απαιτείται να έχει ο άνθρωπος από την Παλαιά Διαθήκη ακόμη για να πετύχει την αγιότητά του, που είναι το θέμα του Συνεδρίου μας. Από την περικοπή τώρα των δύο μόνο στίχων του προφήτου Μιχαίου, θα σας πω για άλλες τρεις αρετές, απαραίτητες πάλι για την αγιότητα του ανθρώπου, και που συνιστούν την ουσία της θρησκείας. Θα πρέπει όμως να κάνω ερμηνεία για να κατανοήσετε το μεγαλείο της περικοπής των στιχ. Μιχ. 6,6-8. Παρακαλώ ακούσατε:
Οι άνθρωποι της εποχής του προφήτου Μιχαίου (8ος αιών) αναζητούσαν μεν τον Θεό, αλλά δεν είχαν σωστή έννοια Θεού. Και ενόμιζαν ότι ο Θεός ευαρεστείται με παχυλές θυσίες κριών και μόσχων και με προσφορές ελαίου ή – το ακόμη πολύ χειρότερο – για την άφεση των αμαρτιών τους ενόμιζαν ότι πρέπει να θυσιάσουν το πρωτότοκο παιδί τους. Και ερωτούν, λοιπόν, τον προφήτη Μιχαία: 6,6 Με τι πρέπει να παρουσιασθώ στον Γιαχβέ,
να προσκυνήσω τον ύψιστο Θεό;
Πρέπει να παρουσιασθώ με ολοκαυτώματα,
με ενιαύσιους μόσχους;
7 Ευαρεστείται ο Θεός σε χιλιάδες κριών
και σε μυριάδες ποταμούς ελαίου;
Πρέπει να προσφέρω τον πρωτότοκό μου για την αμαρτία μου,
το γέννημα του σώματός μου για την ανομία της ψυχής μου;
Στα εναγώνια αυτά ερωτήματα των ανθρώπων της εποχής του, για το πως ο άνθρωπος θα βρεί τον Θεό και θα τον ευαρεστήσει, ο προφήτης Μιχαίας απαντά:
8 Σού αναγγέλθηκε, άνθρωπε, τι είναι καλό
και τι ο Γιαχβέ ζητάει από σένα.
Τίποτε άλλο, παρά δικαιοσύνη και αγάπη να εξασκείς
και να είσαι πρόθυμος στο να ακολουθείς τον Θεό σου!
Η απάντηση αυτή του προφήτου Μιχαία είναι ύψος! Είναι η ουσία της θρησκείας! Κατά τον αθάνατο αυτό στίχο της Παλαιάς Διαθήκης, τον Μιχ. 6,8, για να πετύχουμε την αγιότητά μας πρέπει: α) Να είμαστε δίκαιοι προς όλους τους ανθρώπους· β) να αγαπάμε όλους· και γ) να είμαστε πρόθυμοι να πράττουμε ο,τι θέλει ο Θεός («έτοιμον είναι του πορεύεσθαι μετά Κυρίου του Θεού σου», στιχ. 8).
Ας προσέξουμε ότι ο προφήτης στην απάντησή του είπε το: «Σού αναγγέλθηκε, άνθρωπε, τι είναι καλό και τι ο Γιαχβέ ζητάει από σένα». Πραγματικά αυτά τα τρία που λέγει εδώ ο προφήτης στον ερωτώντα αυτόν λαό, του τα είχαν πεί και οι προηγούμενοι από αυτόν προφήτες, γι᾿ αυτό ο προφήτης μας λέγει «σού αναγγέλθηκε, άνθρωπε». Πριν από τον προφήτη Μιχαία προφήτες με γραπτά κείμενα ήταν ο προφήτης Αμώς πρώτα, ο οποίος ετόνισε πολύ την δικαιοσύνη (βλ. Αμ. 2,6 εξ. 5,11· 4,1 εξ. 3,10· 5,7.10.12.15 κ.α.)·
έπειτα έχουμε τον προφήτη Ωσηέ, που εκήρυξε τον Θεό ως αγάπη και παρουσιάζει τον Θεό να λέγει εκείνον τον αθάνατο λόγο στους Ισραηλίτες της εποχής του, που ζητούσαν και αυτοί να βρούν Τον Θεό με παχυλές θυσίες: «Αγάπη θέλω και όχι θυσίες, γνώση Θεού και όχι ολοκαυτώματα» (Ωσ. 6,6)· Μετά τον Ωσηέ έχουμε χρονολογικώς τον προφήτη Ησαία, ο οποίος κήρυξε τον Θεό ως «καδώς», δηλαδή, ως «άγιον», με την έννοια του παντοκράτορος. Και προς τον παντοκράτορα Αυτόν Θεό ο άνθρωπος πρέπει να αισθάνεται προθυμία να υπακούει απόλυτα στο θέλημά Του (Ησ. 6,3.5. 2,10. 8,11 εξ. 30,15. κ.α.). Ο προφήτης Μιχαίας, λοιπόν, προς τον ερωτώντα αυτόν λαό, τι να κάνει για να ευαρεστήσει τον Θεό, για να γίνει δηλαδή, άγιος, ενώνει την διδασκαλία των προηγουμένων του προφητών, του Αμώς, του Ωσηέ και του Ησαίου, και λέγει σ᾽ αυτούς, πρώτον, να είναι δίκαιοι· δεύτερον, να ζούν με αγάπη μεταξύ τους και τρίτον, και να είναι πρόθυμοι («έτοιμον είναι») να πράττουν αυτό που θέλει ο Θεός. Πραγματικά, σ᾽ αυτά τα τρία συνίσταται όλη η αγιότητα. Για το ότι δε ο προφήτης Μιχαίας συνήνωσε σε ένα στίχο όλη την διδασκαλία των προηγουμένων του προφητών διδασκάλων του, θεωρείται ως ο ανώτερος των προφητών!
Ευχαριστώ που με ακούσατε!