Γράφει ο κ. Παναγιώτης Κατραμάδος, θεολόγος
ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ: Τον παρελθόντα μήνα ο «Ο.Τ.» εδέχθη επωνύμους καταγγελίας υπό πιστών ανηκόντων εις την Ι. Μ. Περιστερίου σχετικώς με την αφαίρεσιν όπισθεν της Αγίας Τραπέζης του Τιμίου Σταυρού εις συγκεκριμένους ι. ναούς.
Η διαχείρισις του ζητήματος απήτει διάκρισιν, ώστε να μη μεγιστοποιηθή το όλον θέμα και δημιουργηθή μείζον σκάνδαλον από αυτό το οποίον ήδη ταλαιπωρεί συνειδήσεις ευσεβών ανθρώπων, και διά τούτο ο «Ο.Τ.» «έσπευδε βραδέως».
Ωστόσον, ενώ η έρευνα του «Ο.Τ.» ευρίσκετο εις εξέλιξιν, εδόθη εις την δημοσιότητα κείμενον του Σεβ. Μητροπολίτου πρ. Καλαβρύτων κ. Αμβροσίου. Εις αυτό ο πολιός Ιεράρχης αναφέρεται εις δύο επιστολάς του (11ης Νοεμβρίου και 23ης Ιανουαρίου), διά των οποίων απετείνετο προς την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον, προκειμένου αυτή να εξετάση και να λάβη τας προσηκούσας αποφάσεις σχετικώς με το ανακύψαν ζήτημα. Παραλλήλως, απηυθύνθη γραπτώς προς τον ίδιον τον Σεβ. Μητροπολίτην Περιστερίου κ. Γρηγόριον (Παπαθωμάν) εκ του οποίου, ως πληροφορεί άπαντας, έλαβε την εξής απάντησιν:
«…αντί άλλης απαντήσεως εδέχθημεν ένα τηλεφώνημα εκ μέρους Του, εις το οποίον μας προέβαλεν ως επιχείρημα, ότι η τοποθέτησις του Εσταυρωμένου όπισθεν της Αγίας Τραπέζης εις το Ιερόν Βήμα είναι καινοτομία των 100 τελευταίων ετών, διό και έδωσεν εντολήν να αφαιρεθή εκείθεν! «Μέχρι του έτους 1900 δεν υπήρχεν ο Εσταυρωμένος εις το Ιερόν Βήμα», μας είπεν επί λέξει!».
Εφ’ όσον το όλον ζήτημα και η συζήτησις έχει λάβει δημοσίους διαστάσεις, δεν κωλύει τίποτε την πέννα μας να αποτυπώσωμεν σκέψεις προς ευρύτερον προβληματισμόν.
Εκ προοιμίου να σημειώσωμεν ότι τείνει να καταστή άτυπος παράδοσις το εξής: όταν ανέρχεται νέος Μητροπολίτης εις οίονδήποτε θρόνον, προβαίνει μονομερώς εις μεταρρυθμίσεις είτε επιβάλλων τας θεωρίας του είτε εκ ζήλου διά την ποιμαντικήν είτε διά το θεαθήναι. Άλλωστε ουδέποτε ερωτάται το ποίμνιον, όπως και δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν η συμφωνία των πρεσβυτέρων διά την εκλογήν του εκάστοτε Ποιμενάρχου των. Ωστόσον, ευσεβείς χριστιανοί, «μη ταρασσέσθω υμών η καρδία», διότι ο,τι είναι εκ Θεού θα παραμείνη, ενώ ο,τι είναι εκ πειρασμού σύντομα η αργά θα καταπέση. Είναι όμως ορθή η συγκεκριμένη απόφασις του Σεβ. Περιστερίου δι’ αφαίρεσιν του Τ. Σταυρού;
Ιστορική προσέγγισις
Ο Σεβ. Περιστερίου διατείνεται ότι η τοποθέτησις του Τ. Σταυρού όπισθεν της Αγ. Τραπέζης είναι μόλις των 100 τελευταίων ετών. Όντως είναι. Όμως αρκεί αυτό; Αφ’ ενός, ως υποστηρίζει και ο πρ. Καλαβρύτων, αποτελεί πλέον παράδοσιν 100 ετών, και αφ’ ετέρου, πολλά εις την Εκκλησίαν καθιερώθησαν, επειδή παρέμειναν επί πλείστα έτη π.χ. η μίτρα των Επισκόπων, το μεγάλον ωμόφορον, ο σάκκος κ.λπ. Θα ηδύνατο, επομένως, ο Σεβ. Περιστερίου να λάβη αρχήν μεταρρυθμίσεων από την αλλαγήν της λειτουργικής του ενδυμασίας. Προφανώς, όμως, αυτό θα ηνόχλη τους συνΙεράρχας του, εις τους οποίους οφείλει την ανάρρησίν του, ενώ η ενόχλησις των πιστών από την αφαίρεσιν του Τ. Σταυρού δεν έχει αξίαν…
Διατί όμως συγκεκριμένως να ασχολήται κάποιος Επίσκοπος με τον «Εσταυρωμένον»; Διότι ήδη αυτή η αφαίρεσις αποτελεί πρακτικήν, την οποίαν εφαρμόζουν εις το Πατριαρχείον Κων/λεως! Ας υπενθυμίσωμεν ότι το έπραξεν ήδη ο Αμερικής Ελπιδοφόρος (ο καινοτομών με τα «πολλαπλά κουταλάκια»…), ακολουθών αυτό που συμβαίνει ήδη εις τον Άγιον Γεώργιον εις το Φανάρι, όπου όταν λειτουργή ο Πατριάρχης ο Εσταυρωμένος αποσύρεται, ενώ όταν ιερουργή κληρικός επανέρχεται. Η μεταφορά και επαναφορά του Τ. Σταυρού ολίγον πλέον απέχει από το να καταντήση η υπόθεσις θεατρινισμός. Πως αιτιολογείται όμως αυτή η αλλαγή; Ως διατείνονται, σκοπός είναι η επαναφορά της σπουδαιότητος του συνθρόνου, δηλ. των θέσεων όπισθεν της Αγίας Τραπέζης εις την κόγχην, όπου κάθεται ο Επίσκοπος και το πρεσβυτέριον.
Η ιδέα αυτή είναι μάλλον ρομαντική, εάν δεν είναι στοχευμένη… Αρκεί να εξετάση κανείς την ιστορίαν του συνθρόνου, διά να αποφανθή με νηφαλιότητα. Το σύνθρονον εμφανίζεται εις την παλαιοχριστιανικήν ναοδομίαν και κορυφώνεται περίπου τον 6ο αι μ.Χ. Ολοένα μεγεθύνεται και υψώνεται, αρχικά προκειμένου ο Επίσκοπος να φαίνεται όπισθεν του υψηλού κιβωρίου της Αγίας Τραπέζης, ενώ μετέπειτα ακολουθεί την πορείαν της εξελίξεως του τέμπλου, το οποίον τελικώς εις την πλήρη εξέλιξίν του θα αποκλείση πλήρως το Ιερόν Βήμα από τον υπόλοιπον ναόν. Όμως, πολύ πριν την ανύψωσιν του τέμπλου έως την οροφήν του ναού, όπου πλέον ήτο αδύνατον να φαίνεται ο Επίσκοπος, ήδη το συνθρόνον ατονεί και εξαφανίζεται περί τον 10ον αι μ.Χ. Η επικράτησις της τιμής των ι. εικόνων, αλλά και η εξέλιξις της ναοδομίας καθιστούν δύσχρηστον το σύνθρονον. Διά τούτο -όπως και δι’ ετέρους λόγους- ήδη κατά την βυζαντινήν περίοδον ο θρόνος του Επισκόπου εξέρχεται από το Ιερόν Βήμα και τοποθετείται εις τον σολέαν, όπου ευρίσκεται και σήμερα.
Αντίθετον πορείαν εις σχέσιν με το σύνθρονον είχεν η χρήσις του Τιμίου Σταυρού, η οποία βαίνει πολλαπλασιαζομένη, καθώς τίθενται εις την λειτουργικήν υπηρεσίαν: «σταυρός ευλογίας», «σταυρός αγιασμού», «σταυρός αρτοφόριον», «σταυρός λειψανοθήκη», επιστήθιος σταυρός ως οφφίκιον κ.λπ. Δύο κύριοι παράγοντες συνέτειναν και εις την καθιέρωσιν Τ. Σταυρού μεγάλου μεγέθους διά τελετουργικούς σκοπούς. Πρώτον, η απόφασις του Μ. Κων/νου να θέση αυτόν ως έμβλημα εις λάβαρα, καθιερώνων κατ’ ουσίαν τον τύπον του «σταυρού λιτανείας», ομού με την ανακάλυψιν του Τ. Σταυρού του Κυρίου από την μητέρα του Αγίαν Ελένην, ανακάλυψις η οποία ωδήγησεν εις καθιέρωσιν πλείστων εορτών του Τ. Σταυρού: εύρεσις, ύψωσις, πρόοδος, σταυροπροσκύνησις κ.α. Τοιουτοτρόπως, εισάγεται από ενωρίς εις την λατρείαν της Εκκλησίας η ανάγκη υπάρξεως ευμεγέθους Σταυρού. Δεύτερος λόγος, η πολύ παλαιά παράδοσις περί της ακολουθίας των Αγ. Παθών, η οποία υφίστατο εις το Πατριαρχείον της Αντιοχείας:
«…κατά την απαγγελία στο ύφος του Ευαγγελίου του πρώτου τροπαρίου του ιε΄ αντιφώνου («Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…») της ακολουθίας των αγίων Παθών, του όρθρου δηλαδή της Μεγάλης Παρασκευής, ελιτανεύετο από τον ιερέα μεγάλων διαστάσεων σταυρός με το σώμα του Χριστού καρφωμένο επάνω σ’ αυτόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δυνατή η αποκαθήλωσίς του… πριν από εκατό περίπου χρόνια, θέλησαν στο Πατριαρχείο της Κων/λεως να μιμηθούν την πράξι της Αντιοχείας (και διέδωσαν αυτήν την πρακτική)…» (Ι. Φουντούλη, Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τ. Α΄).
Από αυτά συνάγεται ότι: ενώ προιόντος του χρόνου το σύνθρονον υπεβαθμίζετο, ο Τ. Σταυρός κατέκτησε κεντρικήν θέσιν, ερχόμενος φυσικώ τω τρόπω να τοποθετηθή όπισθεν της Αγίας Τραπέζης, εις το κέντρον της θείας λατρείας.
Πρακτικά ζητήματα
Δεδομένων τούτων, διερωτάται κανείς: Που αλλού θα ηδύνατο να τοποθετηθή ο Τ. Σταυρός; Μήπως εις αποθήκην, διά να εξάγεται μόνο κατά συγκεκριμένας ημέρας; Όταν μάλιστα σήμερα όλοι οι ι. ναοί έχουν τον «Εσταυρωμένον» όπισθεν της Αγίας Τραπέζης, πως θα τον απομακρύνουν; Τι θα τον κάνουν;
Παρόμοια ισχύουν διά το σύνθρονον. Κατ’ αρχάς πόσους θρόνους θα έχη ο Επίσκοπος; Δύο; Ένα εντός του Ιερού Βήματος και ένα εκτός; Η μήπως θα πρέπη να αποσύρουν εις αποθήκην τον θρόνον από τον σολέαν, ώστε να παραμείνη μόνον εκείνος του συνθρόνου; Πως όμως θα βλέπη ο λαός τον επίσκοπον, όταν το τέμπλον είναι υψηλόν; Η μήπως θα καταργήσουν τα τέμπλα; Παλαιοτέρα απόπειρα Προκαθημένου εναυάγησεν… Ακόμη και αν υποτεθή ότι κάτι διαφαίνεται από την Ωραίαν Πύλην, πόσας φοράς θα μεταβή ο Επίσκοπος εις τον συγκεκριμένον ι. ναόν, διά να λειτουργήση, όταν έχη 40 ι. ναούς εις την επαρχίαν του; Άλλωστε πόσην ώραν ίσταται εις το σύνθρονον; Διά την μίαν φοράν ετησίως, όπου θα επισκεφθή τον ι. ναόν, και διά την ημισείαν ώραν κατά την οποίαν θα καθήση εις το σύνθρονον είναι σκόπιμον να αφαιρεθή ο Τ. Σταυρός όπισθεν της Αγίας Τραπέζης;
Μήπως είναι όλα διά το θεαθήναι; Διότι το σύνθρονον όχι μόνον το ενθυμούνται αποκλειστικώς εις Αρχιερατικά Συλλείτουργα αλλά και έχει παρατηρηθή ότι εις αυτά τα πολυαρχιερατικά συλλείτουργα εις το κέντρον του συνθρόνου κάθεται τιμητικώς ο προσφέρων την Θ. Ευχαριστίαν και όχι ο οικείος Ποιμενάρχης, παρά το γεγονός ότι:
«απαγορεύεται η άνοδος όχι μόνο των λειτουργούντων ιερέων, αλλά και αρχιερέως άλλης επαρχίας, όταν ιερουργή αδεία του κατά τόπον επισκόπου» (Ι. Φουντούλη, Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τ. Α΄).
Θεολογικοί λόγοι
Η απαγόρευσις αυτή πηγάζει εκ θεολογικών συμβολισμών. Η σύγχρονος αρχαιολογική και ιστορική έρευνα προσανατολίζεται εις την εξής άποψιν σχετικώς με τον συμβολισμόν του συνθρόνου:
«Μεταφέρθηκε στην αψίδα του ναού το τυπικό σχήμα της αίθουσας διδασκαλίας της ύστερης αρχαιότητας, όπως τη συναντήσαμε στην Αλεξάνδρεια. Αυτό γίνεται προκειμένου να είναι εύληπτος ο συμβολισμός ότι ο επίσκοπος, που καθόταν στον υψηλό καθηγητικό θρόνο, έφερε μέσα στην σύναξη των πιστών το αξίωμα του διδασκάλου του Λόγου του Θεού αναπαράγοντας τη σχέση του Χριστού με τους μαθητές Του… συγχρόνως συσχετίζονταν με την παιδευτική παράδοση του ελληνισμού και της ιερής γνώσης του αρχαίου κόσμου» (Δ. Χατζηλαζάρου, Η καταγωγή και η σημασία του παλαιοχριστιανικού συνθρόνου, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 40 (2019) 17-28).
Σήμερα όμως η εκπαιδευτική διαδικασία απέχει παρασάγγας από εκείνην της υστέρας αρχαιότητος και ο συμβολισμός αυτός έχει παρέλθει. (Αφήνομεν κατά μέρος την θεολογικήν παιδείαν του εκάστοτε επισκόπου). Επιπροσθέτως, το τότε αυτοκρατορικόν πλαίσιον δεν είναι το ίδιον με το σημερινόν, γεγονός το οποίον εξεικονίζεται και εις την ναοδομίαν. Οι μεγάλοι δρομαίοι βασιλικού τύπου ναοί αντικατεστάθησαν από άλλα είδη ναών με χαρακτηριστικότερον, κατά τας μεταγενεστέρας κυρίως περιόδους, τους ναούς με το σχήμα του Τιμίου Σταυρού. Αυτό δεν ήτο απλώς μία «μόδα», αλλά εξέφραζε την νέαν αυτοσυνειδησίαν των Ανατολικών Χριστιανών ως Ορθοδόξων, ομολογητών της πίστεως και ετοίμων εις σταυρικήν θυσίαν. Αυτό διαφαίνεται και εις τας ερμηνείας της Θ. Λειτουργίας. Μετά την εικονομαχίαν και την Τουρκοκρατίαν υποχωρούν αι εσχατολογικαί ερμηνείαι της Θ. Λειτουργίας και επικρατεί η Χριστολογική, όπου όλη η Θ. Λειτουργία αποτυπώνει την ζωήν του Χριστού με κορυφαίαν στιγμήν το Σταυρικόν Πάθος και την Ανάστασιν. Όταν λοιπόν μεταγενέστερα ο Τ. Σταυρός τίθεται όπισθεν του Κενού Τάφου, τον οποίον συμβολίζει η Αγία Τράπεζα, παράγεται μία φυσική ζεύξις Πάθους και Αναστάσεως.
Εις αυτόν τον Τ. Σταυρόν (προς)βλέπουν ο λειτουργός και οι πιστοί κατά την Θ. Λατρείαν, οι οποίοι προτιμούν –σας διαβεβαιούμεν- να ατενίζουν τον ίδιον τον «Βασιλέα της Δόξης» διά να κατανύσσωνται, παρά τον Κενόν Θρόνον του [εις τύπον και τόπον Χριστού;] τοπικού Δεσπότου…
Άλλωστε, τι επιζητούν με το σύνθρονον; Να αποδείξουν ότι υπάρχει σύμπνοια Επισκόπων, κλήρου και ποιμνίου, όταν τα τελευταία έτη σειρά γεγονότων (εν οις και το Ουκρανικόν με την γνωστήν θέσιν, την οποίαν έχει λάβει ο Σεβ. Περιστερίου υπέρ των αχειροτονήτων) έχει διχάσει το πλήρωμα της Εκκλησίας. Ας διορθώση ο Σεβ. Περιστερίου και η Ιεραρχία όλα τα υπόλοιπα, και τότε ο ίδιος ο λαός θα ανεβάση εις το σύνθρονον τους Ποιμένας του.
Συμπέρασμα: Αν δεν λάβη κανείς όλα όσα εξεθέσαμεν υπ’ όψιν, τότε οίαδήποτε αφαίρεσις του Τ. Σταυρού μόνον δυσαρμονίαν μεταξύ κλήρου και λαού προκαλεί.
Ας ατενίσωμεν όμως και την θετικήν πλευράν. Η πρωτοβουλία του Σεβ. Περιστερίου να κρύψη τον Επίσκοπον εις σημείον μακράν από τους οφθαλμούς και τα ώτα των εκκλησιαζομένων, ίσως να αποβή εναντία εις όσα ο ίδιος και άλλοι προσδοκούν.
Ορθόδοξος Τύπος