Υπό του Γέροντος Μαξίμου Ιβηρίτου – Προς το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΙΒΗΡΙΤΗΣ: Ο Ιησούς Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού. Είναι ο ιδρυτής και αρχηγός της Ορθοδόξου ημών χριστιανικής θρησκείας.
Η κυριωτέρα πηγή του βίου του Κυρίου, του Ιησού της χριστιανικής πίστεως, είναι τα τέσσαρα κανονικά Ευαγγέλια, ένθα υπάρχει αποτεθησαυρισμένη η παλαιοτάτη περί του βίου αυτού χριστιανική παράδοσις. Ως συμπλήρωμα της πηγής ταύτης δύνανται να θεωρηθούν και τα λοιπά βιβλία της Καινής Διαθήκης, ένθα
ευρίσκονται αποκεκρυσταλλωμέναι αι περί αυτού γνώμαι των Αγίων Αποστόλων, και εν γένει η περί αυτού εντύπωσις της πρώτης Εκκλησίας.
Το κύριον όνομα, το οποίον εδόθη εις αυτόν παρ’ αυτού του Θεού πατρός, είναι Ιησούς (Ματθ. α ́ 21, Λουκ. α ́ 31). Πρόκειται δι’ εβραικήν λέξιν, σημαίνουσαν: «ο Κύριος σώζει», συμφώνως προς το έργον, το οποίον είχε να επιτελέση εν τω κόσμω: «αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών» (Ματθ. α ́ 21).
Ο ίδιος, εν τοις Ευαγγελίοις, ονομάζεται και Χριστός, το οποίον όνομα συναπτόμενον πολλάκις εν τη Καινή Διαθήκη μετά του προηγουμένου [= Ιησούς Χριστός], χαρακτηρίζει αυτόν ως θεόπεμπτον σωτήρα, διότι η λέξις Χριστός [= εβραιστί Μασίαχ και αραμαιστί Μεσιχά, εξελληνιζόμενον εις Μεσσίας] δηλοί τον υπό του Θεού χρισθέντα και καθιερωθέντα προς επιτέλεσιν της κοσμοσωτηρίου αποστολής του.
Αι προσωνυμίαι, αι απονεμόμεναι εις τον Ιησούν Χριστόν εν τοις Ευαγγελίοις παρ’ του περιβάλλοντος αυτού, είναι ουκ ολίγαι, όπως: «αμνός του Θεού, βασιλεύς, διδάσκαλος, κύριος, μεσσίας, ραββί, υιός Δαβίδ, υιός Θεού» κ.λπ. Αυτός δε ο Ιησούς ευηρεστείτο να χαρακτηρίζη εαυτόν: «υιόν ανθρώπου».
Η κατά λέξιν έκφρασις: «ο Βασιλεύς της Δόξης», είναι μετάφρασις μιάς εβραικής εκφράσεως, η οποία εις την λειτουργικήν γλώσσαν επιβιοί εις την εξηλλησμένην μορφήν της ως: «Κύριος Σαββαώθ», και δηλοί τον Θεόν ως Κύριον του Σύμπαντος.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, επειδή βιοί το πλήρωμα της χαράς της Αναστάσεως, παρουσιάζει τον Χριστόν ως: «Βασιλέα της Δόξης» εις την Σταύρωσιν, ως και ήπτιον νεκρόν εις τον Επιτάφιον. Η Εικών αύτη αποτελεί, πράγματι, μίαν ομολογίαν πίστεως και φανερώσεως του εκκλησιαστικού ήθους.
Ιδιαιτέρως χαρακτηριστική είναι η χρήσις ψαλμικών στίχων εις το πλαίσιον μιάς τελετής, η οποία έχει επικρατήσει να τελήται εις ορισμένας Κοινότητας κατά την επιστροφήν του Επιταφίου εις τον Ναόν, μετά την περιφοράν αυτού υπό των πιστών· όπως συμβαίνει και κατά την είσοδον των πιστών εις τον Ναόν, μετά την τελετήν της Αναστάσεως, ότε ιστάμενος ο λειτουργός έμπροσθεν των κεκλεισμένων θυρών του Ναού απευθύνει προς τους έσωθεν ευρισκομένους την προσταγήν του 7ου στίχου, του 23ου ψαλμού του προφητάνακτος Δαβίδ: « Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης».
Και ενώ εκείνοι απευθύνουν την ερώτησιν, η οποία περιλαμβάνεται εις τον επόμενον στίχον: «Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;», λαμβάνουν ως απάντησιν την διαβεβαίωσιν των επομένων ημιστιχίων: «Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω».
Μία ανάλογος τελετή περιλαμβάνεται και εις το τυπικόν της Ακολουθίας των εγκαινίων ενός Ναού, μετά την Λιτάνευσιν των προς κατάθεσιν εν τη Αγία Τραπέζη ιερών λειψάνων πέριξ του εγκαινιαζομένου Ναού.
Μεγάλην σπουδαιότητα έχει και ο σχετικός ορισμός: «η βασιλεία των ουρανών ή βασιλεία του Χριστού». Η βασιλεία του Θεού αποτελεί κεντρικήν διδασκαλίαν της θείας Αποκαλύψεως και είναι ο σκοπός της εν Χριστώ απολυτρώσεως του κόσμου, και το ευφρόσυνον γεγονός όπερ εξήγγειλεν ο Κύριος ευθύς ως ήρχισε την δημοσίαν αυτού εμφάνισιν και δράσιν, λέγων «ότι πεπλήρωται ο καιρός και ήγγικεν η βασιλεία του Θεού»(Μαρκ. α ́, 15, Ματθ. δ ́, 17).
Συμφώνως με τον Προφήτην Δανιήλ, η βασιλεία του Θεού θα δοθή εις τους Αγίους του Υψίστου, και δηλούται με τον λίθον της προφητείας όστις απεκόπη εξ όρους υψηλού, δίχως να την εγγίσουν χείρες· και αφού κατεθρυμμάτισε την εικόνα, εις το τέλος εγένετο όρος μέγα το οποίον εκάλυψεν όλην την γην.
Εις το τέλος, λοιπόν, ο άνομος και οι κάθε άνομοι θα εξαφανισθούν με την ένδοξον Παρουσίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και με την βασιλείαν αυτού, η οποία κατά τον αυτόν Προφήτην θα είναι αιώνιος: «και η βασιλεία και η εξουσία και η μεγαλωσύνη των βασιλέων εδόθη αγίοις Υψίστου, και η βασιλεία αυτού βασιλεία
αιώνιος, και πάσαι αι αρχαί αυτώ δουλεύσουσι και υπακούσονται» (Δαν. ζ ́, 27).
Εις το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η λέξις βασιλεύς αποδίδεται και εις τους κατέχοντας εν τω κόσμω την βασιλικήν καθέδραν, η οποία είναι ανωτέρα μεν εκείνης των λαικών, κατωτέρα δε του Κλήρου.
Την θέσιν ταύτην κατέκτησαν οι βασιλείς εντός της Εκκλησίας διά τας υπηρεσίας, τας οποίας
προσέφεραν ούτοι κατά καιρούς εις αυτήν.
Κατά τον Κωνσταντίνον Οικονόμον τον εξ Οικονόμων, ο βασιλεύς έχει την ην κατέχει εν τη Εκκλησία θέσιν, διότι λαμβάνει ιδαίτερον χάρισμα παρά Θεού, χριόμενος μεν «το ιερόν χρίσμα της βασιλείας, αλλά μη χριόμενος «και το τελεταρχικόν και μυσταγωγικόν του Πνεύματος χρίσμα, καθιερούμενος διά της
χειροτονίας» (βλ. Περί των τριών ιερατικών της Εκκλησίας βαθμών, Αθήναι 1835, σελ. 323-324).
Ο πρώτος βασιλεύς των χριστιανών Μέγας Κωνσταντίνος, δι’ όσα είχε πράξει υπέρ του χριστιανισμού, εφρόνει ότι είναι «των εκτός υπό Θεού καθεστάμενος επίσκοπος». Οι δε μετ’ αυτόν αυτοκράτορες επίσης πολλαχώς εξεδήλωσαν την ιδιάζουσαν αυτών θέσιν εν τη Εκκλησία.Τας αντιλήψεις αυτάς ησπάζοντο και οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, και αυταί μάλιστα αι Οικουμενικαί Σύνοδοι.
Κατά το τέλος του 14ου αιώνος, ο Πατριάρχης ΚΠόλεως Αντώνιος έγραφεν, ότι: «βασιλεία και εκκλησία πολλήν ένωσιν και κοινωνίαν έχει και ουκ έστι δυνατόν απ’ αλλήλων διαιρεθήναι… ο δε κράτιστος και άγιός μου αυτοκράτωρ, χάριτι Θεού, ένι ορθοδοξότατος και πιστότατος και πρόμαχος της εκκλησίας δεφέντωρ και εκδικητής».
Απαριθμών δε ο ίδιος τους λόγους, διά τους οποίους η Εκκλησία δέον να τιμά τον βασιλέα, γράφει: «ο βασιλεύς ο άγιος πολύν τόπον έχει εις την εκκλησίαν… διότι απ’ αρχής οι βασιλείς εστήριξαν και εβεβαίωσαν την ευσέβειαν εις πάσαν την οικουμένην, και τας οικουμενικάς συνόδους οι βασιλείς συνήγαγον, και τα περί των ορθών δογμάτων και τα περί της πολιτείας των χριστιανών, α λέγουσιν οι θείοι και ιεροί κανόνες, αυτοί εβεβαίωσαν και ενομοθέτησαν στέργησθαι, και πολλά ηγωνίσαντο κατά των αιρέσεων… δι’ α και μεγάλην τιμήν και τόπον έχουσιν εν τη εκκλησία» (βλ. Miklosich- Müller, Acta et diplomata, II, 191, 190).
Σπουδαίον παράδειγμα αποτελεί και ο πρώτος βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ελλήνων Μέγας Αλέξανδρος· όστις αν και έζησε προ Χριστού, ήτο ένθεος και χριστιανός, καθώς και οι λοιποί της αρχαιότητος εθνικοί ημών φιλόσοφοι, ποιηταί και ρήτορες, οι έχοντες τον λεγόμενον «σπερματικόν λόγον».
Συγκρίνοντες τα ανωτέρω με την παρούσαν εποχήν, παρατηρούμεν μετά μεγάλης λύπης, ότι ο κόσμος ζη εις μίαν περίοδον δημοκρατικής αναρχίας, ήτις προηγείται του Αντιχρίστου ως σημείον προειδοποιητικόν και ανησυχητικόν.
Ως γνωστόν, από της εποχής του Προφήτου Δανιήλ έχει προφητευθή, ότι η δημοκρατική αναρχία θα είναι η τελευταία μορφή εξουσίας επάνω εις τον πλανήτην μας, η οποία ως ελέχθη προηγείται του Αντιχρίστου και θα ανακοπή εν ευθέτω χρόνω από τον πεπροφητευμένον εγερθησόμενον ημών Βασιλέα εν ΚΠόλει, και
ακολούθως «… ότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος», όστις θα έχη τυραννικήν επί γης εξουσίαν (Β ́ Θεσ. β ́, 8).
Καθώς παρατηρούμεν, σήμερον η εξουσία του κόσμου ασκείται και παρουσιάζεται υπό δημοκρατικόν δήθεν μανδύαν. Όμως εις την πραγματικότητα, η δημοκρατία έχει καταργήσει εαυτήν δι’ ανόμων νόμων και ανιέρων πολιτικών συμμαχιών· οι δε ηγέται της νέας εποχής πόρω απέχουσι των ευσεβών εκείνων ταγών του
Ελληνισμού, οίτινες μετελαμπάδευσαν το πολιτισμόν εις τα πέρατα της γης και κατέστησαν το ημέτερον Έθνος φάρον τοις άλλοις λαοίς. Εκείνων όμως το πολίτευμα εν ουρανοίς υπήρχεν, εξ ου και απεκδέχοντο Σωτήρα Κύριον Ιησούν Χριστόν (Φιλιπ. γ ́, 20).
Εκείνοι επίστευον εις την βασιλείαν του Θεού και εθεώρουν το Έθνος των Ελλήνων ως θείον βλάστημα· οι σημερινοί πιστεύουν εις την βασιλείαν των ανθρώπων και είναι διεθνισταί με όλην την σημασίαν της λέξεως, διά τούτο και στοχεύουν κυρίως ανθρώπους τε και πολιτικάς παρατάξεις με θρησκευτικήν και εθνικήν συνείδησιν.
Επειδή κατά τον σοφόν Ηράκλειτον: «πόλεμος πατήρ πάντων», χρειάζεται εγρήγορσις και ουχί αθυμία τοις αγωνιζομένοις Ηρακλείς, ώστε πολεμούντες και πολεμούμενοι να διέλθωμεν την του βίου θάλασσαν και να καταντήσωμεν εις εύδιον λιμένα. Δεν πρέπει δε να μας διαφεύγη, ότι ο «τολμών Νικά»· και εις πάσαν
περίπτωσιν, η νίκη πάντων των φιλοθέων και φιλαγίων, είναι και νίκη του Θεού!
Ο πιστός χριστιανός πρέπει να γνωρίζη, ότι εις το τέλος αι δυνάμεις του σκότους, αίτινες επιδιώκουν τον αποχριστιανισμόν της Ελλάδος, θα συντριβούν από τον Παντοδύναμον Ιησούν Χριστόν, όστις διεκήρυξεν: «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» [= εφ’ όσον είσθε εν μέσω του κόσμου, θα έχετε θλίψιν· αλλ’ έχετε θάρρος, εγώ έχω νικήσει τον κόσμον και με την νίκην μου αυτήν εξησφάλισα και εις υμάς τον θρίαμβον και την δόξαν]( Ιωάν. ιστ ́, 33).