Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
«Αύτη ημέρα Κυρίου, αγαλλιάσθε λαοί. Ιδού γαρ του φωτός ο νυμφών και η βίβλος του λόγου της ζωής εκ γαστρός προελήλυθε».
Με τους παρά πάνω λόγους, αγαπητοί μου αδελφοί, ο ιερός υμνογράφος, προτρέπει στο δοξαστικό των αίνων της εορτής σε πνευματική χαρά και αγαλλίαση και σε επάξιο πνευματικό εορτασμό του χαρμοσύνου γεγονότος της εορτής της γεννήσεως της Θεοτόκου, του ευωδεστάτου αυτού άνθους, που βλάστησε «εκ της ρίζης Ιεσσαί».
Το Γενέθλιο της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι η πρώτη, (χρονολογικά), των θεομητορικών εορτών του εκκλησιαστικού έτους. Κατά τον άγιο Ανδρέα Κρήτης εορτάζομε «παγκοσμίου ευφροσύνης γενέθλιον», που καθίσταται «η είσοδος όλων των εορτών και το προοίμιο του μυστηρίου του Χριστού». Και τούτο διότι η γέννηση της Θεοτόκου έγινε το σκεύος εκείνο της εκλογής, που προόρισε ο Θεός προαιωνίως να γίνει η πρόξενος της αναγεννήσεως και αναπλάσεως των πάντων, διά της εν χρόνω γεννήσεως κατά ανερμήνευτο και παράδοξο τρόπο, του αχρόνου και προαιωνίου Θεού Λόγου.
Ο μοναδικός και ανεπανάληπτος ρόλος τον οποίο διεδραμάτισε η Θεοτόκος στο έργο της σωτηρίας του ανθρώπου, προαναγγέλθηκε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης από πλήθος προφητειών και προεικονίστηκε από πλείστες όσες προεικονίσεις και προτυπώσεις. Η άφλεκτος βάτος στο όραμα του Μωϋσή, οι θεόγραφες πλάκες και η κιβωτός του Νόμου, το ουράνιο μάννα και η χρυσή στάμνα, η λυχνία και η τράπεζα, η ράβδος Ααρών η βλαστήσασα, η κλίμακα του Ιακώβ, ο πόκος του Γεδεών, το αλατόμητον όρος του Δανιήλ, η κάμινος που με το πυρ εδρόσιζε τους τρεις Παίδες, αλλά και αυτά τα Άγια των Αγίων της σκηνής του μαρτυρίου, σύμφωνα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, προεικόνιζαν την Θεοτόκο. Αλλά και σε πολλούς προφήτες, όπως στον προφήτη Ησαΐα (7,14), στον προφήτη Ζαχαρία (2,14), στον προφήτη Ιεζεκιήλ (44,1-3), στον προφήτη Δανιήλ, (2,31-35), στον προφήτη Αββακούμ (3,3), έχουμε σαφέστατες αναφορές στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Για την Παλαιά Διαθήκη η Θεοτόκος αποτελούσε το κήρυγμα των προφητών και την προσδοκία των δικαίων, ενώ για την Καινή γίνεται «η τιμιωτέρα των χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ», ο «γλυκασμός των αγγέλων και των θλιβομένων η χαρά», η δόξα των αποστόλων και το καύχημα των μαρτύρων, το εντρύφημα των οσίων και το κεφάλαιον της σωτηρίας όλου του γένους των ανθρώπων.
Καμιά πληροφορία δεν μας δίδουν τα ευαγγελικά κείμενα γύρω από την γέννηση της Παναγίας και τους γονείς της, αλλ’ ό,τι γνωρίζουμε σχετικά με το θέμα αυτό προέρχεται από την αρχαία παράδοση, που ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Σ’ ένα από τα απόκρυφα βιβλία της εποχής εκείνης, το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, διασώζονται ορισμένα γνήσια στοιχεία της αρχέγονης παράδοσης, τα οποία μας πληροφορούν για την γέννηση της Θεοτόκου και την παιδική και νεανική της ηλικία. Βέβαια αν και οι άγιοι Πατέρες γενικά απέρριψαν τα απόκρυφα ευαγγέλια και δεν τα συμπεριέλαβαν στον Κανόνα της αγίας Γραφής, διότι περιείχαν πολλές ανακρίβειες και πλάνες, ωστόσο όμως η εκκλησιαστική συνείδηση σεβάστηκε τα στοιχεία εκείνα, που αναφέρονται στην γέννηση της Θεοτόκου και τα συμπεριέλαβε στην γνήσια εκκλησιαστική μας Παράδοση, διότι τα θεώρησε κατά τον πυρήνα τους ως γνήσια. Σύμφωνα λοιπόν με την παρά πάνω Παράδοση, γονείς της Θεοτόκου ήταν οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα, τους οποίους μνημονεύει η Εκκλησία μας πάντοτε στις ιερές ακολουθίες της και στην απόλυση πριν από την μνημόνευση των εκάστοτε εορταζομένων αγίων. Παρά το γεγονός δε ότι και οι δύο ήταν άμεμπτοι και δίκαιοι και κατ’ εξοχήν ενάρετοι, εν τούτοις ήταν άτεκνοι, διότι η αγία Άννα ήταν στείρα και επί πλέον είχαν φθάσει σε γεροντική ηλικία, οπότε και λόγω ηλικίας ήταν αδύνατη η τεκνογονία. Ωστόσο παρά το προχωρημένο της ηλικίας των δεν έπαυαν να παρακαλούν τον Θεόν με θερμές προσευχές να τους δώσει ο Θεός τέκνο και να πάρει από πάνω τους το όνειδος της ατεκνίας. Υποσχέθηκαν δε ότι αν φέρουν στον κόσμο παιδί, να το προσφέρουν ως αφιέρωμα σ’ Εκείνον. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά οι γονείς της Θεοτόκου «περίλυποι από τις προσβολές, αφού εθυμήθηκαν τον Αβραάμ και την Σάρα και όλους τους άλλους, που εδοκίμασαν την λύπη για την ατεκνία…απεφάσισαν να καταφύγουν και αυτοί στη παράκληση προς τον Θεον. Και ο μεν σώφρων Ιωακείμ αναχωρεί προς την έρημο, κατοικεί σ’ αυτήν και τηρεί νηστεία, αναπέμποντας προς τον Θεόν προσευχή να γίνει πατέρας. Και δεν σταμάτησε την δέηση, ούτε επέστρεψε από εκεί, πριν δεχθεί την βεβαίωση περί της αποδοχής του αιτήματός του από τον Θεόν. Η δε ομόφρων με αυτόν Άννα κλείνεται σ’ ένα γειτονικό κήπο και με πονεμένη καρδιά βοά προς τον Κύριο ‘εισάκουσέ με Θεέ των πατέρων μου και ευλόγησέ με όπως ευλόγησες την μήτρα της Σάρας’». Πράγματι ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου έστειλε άγγελο, καθ’ όν χρόνον εκείνοι προσηύχοντο, για να τους αναγγέλει το χαρμόσυνο γεγονός. Και τους έδωσε κόρη «την θαυμασιωτάτην από όλες τις θαυμάσιες που φάνηκαν ανέκαθεν», κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, «το κειμήλιον της Οικουμένης», κατά την έκφραση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, την γεννήτρια του δημιουργού των όλων, την «του πεσόντος Αδάμ ανάκλησιν και των δακρύων της Ευάς την λύτρωσιν», αυτήν που έκαμε τη γη ουρανό και τον Υιόν του Θεού άνθρωπον, τους δε ανθρώπους υιούς του Θεού κατά Χάριν.
Εάν ο Υιός του Θεού υπήρξε η «προσδοκία των εθνών» και η προσδοκία πάσης της κτίσεως, τους αυτούς προσδιορισμούς μπορούμε να αποδώσουμε κατά παρόμοιο τρόπο και στην Θεοτόκο. Ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας προχωρεί ακόμη περισσότερο και θεωρεί την Παναγία, όχι απλώς την κόρη που περίμενε όλη η κτίση, αλλά τον «καρπό των κτισμάτων», δηλαδή το σημείο εκείνο στο οποίο κατατείνει ολόκληρη η κτίση. Όπως το δένδρο υπάρχει για τον καρπό, έτσι η κτίση υπάρχει για την Παρθένο και η Παρθένος για τον Χριστό. Κατά τους αγίους Πατέρες, όταν ο Θεός στην αρχή των αιώνων ατενίζοντας προς τα δημιουργήματά του, είπε ότι είναι «καλά λίαν», ουσιαστικά έβλεπε μπροστά του τον καρπό όλης της δημιουργίας, την υπεραγία Θεοτόκο. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, το κεφάλαιο της θεολογίας των αγίων Πατέρων, πλημμυρισμένος από ανέκφραστη χαρά, σκιρτών και αγαλόμενος, «αρπάζει την κιθάρα του Πνεύματος» καθώς αναφέρει σ’ ένα λόγο του στη γέννηση της Θεοτόκου και «τραγουδάει την γέννησή της»: «Κοριτσάκι τόσο όμορφο και τόσο γλυκό. Κρίνο που ξεφύτρωσες ανάμεσα στ’ αγκάθια από την πιο ευγενική και βασιλική ρίζα του Δαυΐδ…Τριαντάφυλλο που ξεφύτρωσες μέσα από τ’ αγκάθια των Ιουδαίων και πλημμύρισες με το θεϊκό σου άρωμα τα σύμπαντα. Κόρη του Αδάμ και μητέρα του Θεού. Ευλογημένη η μέση και τα σπλάγχνα, απ’ όπου ξεφύτρωσες. Ευλογημένη η αγκαλιά που σε βάσταξε και τα χείλη που απολαύσανε τα αγνά σου φιλιά, δηλαδή τα χείλη των γονιών σου μονάχα, για να μείνης πάντοτε σ’ όλα παρθένος. Σήμερα αρχίζει η σωτηρία του κόσμου. Δοξολογήστε τον Κύριο όλη η γη, τραγουδήστε και χορέψτε και παίξτε τα όργανα».
Ήταν επίμονες οι προσευχές του Ιωακείμ και της Άννης, προσευχές θερμές με πολλά δάκρυα, για να τους χαρίσει ο Θεός την πανάμωμη κόρη. Προσευχές που συνοδεύονταν με πολλή πίστη, υπομονή και καρτερία, ότι ο Θεός θα εκπληρώσει τελικά το αίτημά τους. Η παράδοση αναφέρει, ότι μετά από πενήντα χρόνια στειρότητας απέκτησε η Άννα την Θεοτόκο. Αυτή η στάση των Θεοπατόρων αποτελεί για όλους μας έξοχο παράδειγμα καρτερίας και υπομονής. Ιδιαίτερα για τα ανδρόγυνα εκείνα, που θέλουν, αλλά για κάποιους λόγους δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδιά, οι οποίοι αντί να κάνουν υπομονή και θερμή προσευχή και αντί να αφήσουν το θέμα αυτό στα χέρια του Θεού, απελπίζονται, δυσφορούν και αγανακτούν. Η σφοδρή επιθυμία να αποκτήσουν παιδί τους οδηγεί συχνά στο να καταφεύγουν στις δυνατότητες της σύγχρονης ιατρικής τεχνολογίας και σε διάφορες τεχνικές εξωσωματικής γονιμοποιήσεως. Ωστόσο ειδικοί μελετητές που ασχολήθηκαν με το θέμα, επισημαίνουν ότι τα προβλήματα που δημιουργούν οι τεχνικές αυτές, ηθικά, ιατρικά, κοινωνικά, ψυχολογικά και νομικά, είναι τεράστια και συνήθως ανυπέρβλητα και σε πολλές περιπτώσεις έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις αρχές της χριστιανικής ηθικής και το θέλημα του Θεού. Όπως αναφέρουν: «Άμεση συνέπεια της εξωσωματικής γονιμοποιήσεως είναι η δημιουργία ‘πλεοναζόντων εμβρύων’. Η Εκκλησία αρνείται τον όρο αυτόν, γιατί δεν μπορεί να δεχθεί, ότι υπάρχουν περισσευούμενοι άνθρωποι, την τύχη των οποίων μάλιστα καθορίζουν κάποιοι τρίτοι. Ο κάθε άνθρωπος -και συνεπώς το κάθε έμβρυο- έχει την μοναδικότητα του προσώπου, την ιερότητα της ανεπανάληπτης εικόνας του Θεού και την αναγκαιότητα της κοινωνίας των υπολοίπων μαζί του. Τα ατυχώς αποκαλούμενα ‘πλεονάζοντα έμβρυα’ διατηρούνται εν καταψύξει, είτε προς μελλοντική χρήση από τους φυσικούς γονείς, είτε προς δανεισμό σε άλλους ‘γονείς’, είτε για επιτέλεση επ’ αυτών πειραμάτων, είτε για να αποτελέσουν εργαστήρια οργανογένεσης για την κάλυψη μεταμοσχευτικών αναγκών, είτε τέλος για να καταστραφούν».
Αντί λοιπόν να καταφύγουμε σε τεχνικές εξωσωματικής γονιμοποιήσεως, ας καταφύγουμε στην προσευχή, ας μάθουμε να κάνουμε υπομονή και να υποτασσόμαστε στο θέλημα του Θεού. Μπορούμε ακόμη να καταφύγουμε σε προσκυνήματα, σε τάματα και σε θαυματουργές εικόνες, σε άγια λείψανα, όπως αυτό της αγίας Άννης, που έχει την ειδική Χάρη, να θεραπεύει περιπτώσεις στειρώσεως και να χαρίζει την ευλογία της τεκνογονίας. Ιδιαίτερη Χάρη να θεραπεύει περιπτώσεις στειρώσεως έχει επίσης η αγία Ζώνη της Θεοτόκου, η οποία φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου αγίου Όρους. Και όλα αυτά βέβαια με την προϋπόθεση της ριζικής αλλαγής της ζωής μας και της τακτικής συμμετοχής μας στα μυστήρια της Εκκλησίας μας, διότι η θαυματουργός δύναμις της Θείας Χάριτος δεν ενεργεί κατά τρόπο μαγικό χωρίς την ενεργό συμμετοχή του ανθρώπου με διαρκή μετάνοια και αγώνα πνευματικό.
Ευχόμεθα η Κυρία μας Θεοτόκος και η Θεοπρομήτωρ Άννα, να θεραπεύσουν τις στείρες από πνευματικά έργα καρδιές μας, ώστε ο άγιος Θεός να πέμψει στις ψυχές μας την θεία Χάρη του και να μας χαρίσει των επουρανίων αγαθών. Αμήν.