Επιμέλεια: ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
΄΄Είναι καιρός για προσευχή και ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΙΩΠΗ, με μετάνοια και συντριβή, με ταπείνωση και θυσία μέχρι του σημείου να δώσουμε τη ζωή μας για τους αδελφούς και τους φίλους, καιρός επιστροφής στον Πατέρα μας. Ζούμε μια μοναδική τραγωδία΄΄ εξηγεί σε μήνυμα του ο μητροπολίτης Φαναρίου κ. Αγαθάγγελος και μία από τις διεθνείς προσωπικότητες της Ελλαδικής Εκκλησίας .
Το μήνυμα του :
Aδελφοί μου,
Νιώθω ότι ο κόσμος όλος ζει το νέο σκοτάδι της γης από ώρας έκτης έως ενάτης. Ίσως είμαστε ανυποψίαστοι για το τι συντελείται επί της γης.
Είναι καιρός για προσευχή και ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΙΩΠΗ, με μετάνοια και συντριβή, με ταπείνωση και θυσία μέχρι του σημείου να δώσουμε τη ζωή μας για τους αδελφούς και τους φίλους, καιρός επιστροφής στον Πατέρα μας. Ζούμε μια μοναδική τραγωδία. Νιώθω ότι ο Θεός, μέσα από αυτά που συμβαίνουν και επιβάλλονται παγκόσμια, δεν μας επιτρέπει, όπως και με την Οσία Μαρία την Αιγυπτία, να εισέλθουμε στα ιερά του.
Ίσως «κουράστηκε» να Τον υπερασπιζόμαστε σαν να το είχε ανάγκη. Μας εχάρισε στην καθημερινότητά μας τόσες ευλογίες! Τόσα δώρα! Μας επλούτισε με την αγάπη Του! Με το καθημερινό θαύμα το ψωμί και το κρασί να γίνονται Σώμα και Αίμα Χριστού.
Και μείς εξακολουθούμε καθημερινά να του ζητάμε να κατέβει από τον Σταυρό, για να αποδείξει τη θεότητα και τη δύναμή Του. Να που έφθασε ο καιρός ο Θεός να σιωπήσει. Από την καρδιά μου σας γράφω ότι και τα δικά μου μάτια δακρύζουν. Είχα πολύ καιρό να κλάψω για τον εαυτό μου, τις αδυναμίες μου, τον Χριστό μου.
Δεν έχω τη δύναμη, ούτε το κουράγιο να ψελλίσω «Κύριε, γιατί;». Είμαι λυπημένος, Κύριε. Βρήκα ανάπαυση και παρηγοριά στην προσευχή του Οσίου Πατέρα μας Ιωάννου του Δαμασκηνού που σας αποστέλλω, για να προσευχηθούμε όλοι μαζί, γιατί η ελπίδα μας, η χαρά μας, η ζωή μας είναι Εκείνος. Γιατί χωρίς Εκείνον δεν θα ζήσουμε. Γιατί Εκείνος μας δίνει τη δύναμη να προσδοκάμε.
Από την καρδιά μου σας εύχομαι καλή υπομονή! Καλή δύναμη και καλή υγεία!
Με αγάπη και τιμή
+Ὁ Φαναρίου Αγαθάγγελος
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.
Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.
Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!
Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!
Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!
Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!
Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!
Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!
Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας,
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι,
πάλιν δεῦρο,
οὐκ ὀνειδίζω σε,
οὐ βδελύσσομαι,
οὐκ ἀποῤῥίπτω,
οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,
τὸ ἐμὸν τέκνον,
τὴν ἐμὴν εἰκόνα,
ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,
ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,
οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,
οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,
οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις,
διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,
τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας Δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.
Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος,
εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.
Ἀλλ’ αὐτὸς με, πανάγαθε,
πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,
Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε,
ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ’ ἐμοὶ.
Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον,
μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,
ἀσθενής τῇ γνώμη,
ἀσθενής τῇ προαιρέσει.
Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς, ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.
Ἀλλ’ ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.
Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;
Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;
Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι».