Αγαπητέ μου κ. Υπουργέ,
Τά τελευταία χρόνια η ελληνική Πολιτεία μέ διάφορες πράξεις της ή παραλείψεις της φαίνεται νά μήν εκτιμά στόν πρέποντα βαθμό τήν ύψιστη αποστολή καί τήν πολυσχιδή προσφορά στό Έθνος καί στήν κοινωνία τής Ορθόδοξης Θεολογικής παιδείας, στό πλαίσιο μιάς εκσυγχρονιστικής συμπόρευσης τού σύγχρονου σχολείου μέ τίς κυρίαρχες τεχνοκρατικές καί υλιστικές, ήτοι αθεϊστικές επιταγές.
Μάλιστα, η μείωση τών διδακτικών ωρών τού μαθήματος τών Θρησκευτικών στό «Νέο Λύκειο» καί οι μηδενικές, αντίθετα μ’ άλλους κλάδους, προσλήψεις Θεολόγων καθηγητών κατά τό τρέχον έτος, πού έχουν ως συνέπεια θλιβερή σέ αρκετά σχολεία νά μή… διδάσκεται τό μάθημα ή νά «διδάσκεται» από εκπαιδευτικούς άλλων ειδικοτήτων, ερμηνεύονται καί ως σταδιακή κατάργησή του από τά Αναλυτικά Σχολικά Προγράμματα.
Έχει επισημανθεί πλειστάκις ότι η αξία τού μαθήματος τών Θρησκευτικών δέν αποτελεί έναν μεμονωμένο, ανεδαφικό καί παρωχημένο ισχυρισμό, αλλά γενικότερη πεποίθηση καί ομολογία, πού θεμελιώνεται σέ πολλαπλά τεκμήρια.
Καταρχήν, τό εν λόγω μάθημα προσφέρει στόν ταλαιπωρημένο νέο τόν κατελθόντα, σαρκωθέντα καί ενανθρωπήσαντα Υιό καί Λόγο τού Θεού, πού είναι «η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή» (Ιω. 14,β). Μέ τή συνεχή γνώση καί εγκόλπωση τής Αλήθειας ο άνθρωπος αποκτά τήν ακριβοθώρητη πραγματική ελευθερία. Η ελευθερία αυτή μεταφράζεται πρωτίστως σ’ αποδέσμευση από τό κράτος τών εσωτερικών σωματικών καί ψυχικών προσωπικών παθών καί αδυναμιών, η οποία επιτρέπει καί τή χειραφέτηση από εξωτερικές δοκιμασίες καί καταπιέσεις, πού σήμερα πλεονάζουν.
Επιπλέον, ένας τέτοιος άνθρωπος, ελεύθερος, φύσει καί θέσει ανήσυχος, γνώστης τής αυθεντικής αλήθειας, τού ορθού καί τού δικαίου μπορεί να νιώθει, αλλά καί νά εμπνέει σιγουριά, ασφάλεια, ελπίδα, όραμα, αισιοδοξία. Μέσα στή σημερινή υλόφρονα κοινωνία τής τεχνολογικής αποθέωσης, τής βρώσης καί τής πόσης, τού άκρατου υποκειμενισμού, τής καχυποψίας, τής αβεβαιότητας, τού ψυχικού κενού ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος γνωρίζει από πού έρχεται, πού καταφεύγει καί πού κατευθύνεται.
Η φυσική του οξύνοια, διαφωτιζόμενη από τή γνώση τής Αλήθειας καί διαποτιζόμενη από τήν αρετή τής χριστιανικής αγάπης, δέν εκφυλίζεται σέ πονηρία, κακία, μοχθηρία καί αδικία, παράγοντες πολλών δεινών καί αντικοινωνικών συμπεριφορών.
Αντίθετα, η φυσική ευστροφία ανυψώνεται σ’ ευφορία, σέ καρποφορία, σέ κοινωνική καί εθνική προσφορά. Περαιτέρω, η εγγυημένη ασφάλεια καί βεβαιότητα καί η παραγωγή κοινωνικού έργου χαρίζουν ψυχική πλήρωση, χαρά, ευτυχία, ευφροσύνη, γαλήνη. Ο Κύριος τό λέγει σαφώς: «Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν ή καί η χαρά υμών πληρωθή»( Ιω. 15,11).
Γενικότερα, όπως ομολογούν κορυφαίοι θεράποντες τής επιστήμης καί τής διεθνούς πολιτικής σκηνής, τά μηνύματα τού Ευαγγελίου καί τής Ορθοδοξίας συντελούν στήν επικράτηση αξιών καί αρχών γιά τίς οποίες δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι σημερινές προηγμένες κοινωνίες. Σταχυολογούμε καί μνημονεύουμε τήν υπερνίκηση τών φυλετικών διακρίσεων, τήν κοινωνική δικαιοσύνη, τήν ελευθερία συνειδήσεως, τήν εξύψωση τής γυναίκας, τήν ειρήνη, τό δημοκρατικό φρόνημα, τήν οικολογική ευαισθησία, τήν αλληλεγγύη προσώπων καί λαών κ. ά.
Αυτές οι αξίες, πού εισήχθησαν καί διά τής διαδόσεως τού χριστιανικού πνεύματος, συμβάλλουν οπωσδήποτε καί στήν ενότητα τών ευρωπαϊκών πολιτειών καί στήν ορθή παγκοσμιότητα.
Τελικά, η θρησκευτική σχολική παιδεία, εφόσον βέβαια έχει κατηχητικό καί όχι θρησκειολογικό περιεχόμενο καί παρέχεται από ορθόδοξους Θεολόγους μέ γνωστικά καί πνευματικά προσόντα καί χρηστό ήθος, συνεργεί στή διαμόρφωση ισορροπημένων πολιτών καί τής Ελληνικής Πολιτείας καί τής Ευρωπαϊκής Κοινοπολιτείας. Τέτοιοι πολίτες δέ θά αναζητούν σέ ψυχοφθόρα καί σωματοκτόνα κέντρα επίπλαστους παραδείσους καί συγχρόνως θά είναι απαλλαγμένοι από επιθετικές συμπεριφορές καί αντικοινωνικές τάσεις.
Επομένως, δέν είναι μόνο καθήκον, επιβεβλημένο καί από τό Σύνταγμα, αλλά καί συμφέρον τής Πολιτείας νά ενισχύει τό μάθημα τών Θρησκευτικών καί νά σέβεται τόν καθηγητή-δάσκαλο αυτού τού μαθήματος, νά τόν υποστηρίζει, νά αναγνωρίζει τή σοβαρότητα τής αποστολής του καί νά τόν αντιμετωπίζει ως ισότιμο μέ τούς εκπαιδευτικούς τών υπόλοιπων γνωστικών αντικειμένων.
Εκφράζοντας, γιά τούς παραπάνω λόγους, τήν προσδοκία ότι η Ελληνική Πολιτεία, παρά τίς ποικίλες συμπληγάδες, όχι μόνο δέ θά υποβαθμίσει περισσότερο, αλλά θά ενδιαφερθεί ουσιαστικά γιά τή θρησκευτική αγωγή τών νέων μας, τήν πεμπτουσία τής διαπαιδαγώγησής τους, διατελώ,
Μετά τιμής και ευχών