Του κ. Δημητρίου Ἰ. Κάτσουρα*
ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ: Tο Ουκρανικό ζήτημα έγινε ευρύτερα θέμα προς συζήτηση τελευταία, κυρίως εξαιτίας της στρατιωτικής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο (2022).
Ουσιαστικά πρόκειται για μία αναμενόμενα δύσκολη σχέση Μόσχας (Ρωσίας) και Κιέβου (Ουκρανίας) που, πέραν της βεβαρυμένης προϊστορίας της, προέκυψε κυρίως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, την αποκοπή της Ουκρανίας (πρώην Σοβιετικής Δημοκρατίας) και τη δημιουργία του ανεξάρτητου Ουκρανικού Κράτους, το 1991.
H αντιπαράθεση προκλήθηκε κυρίως από τη σταδιακή αποξένωση της Ουκρανίας, υπό τη νέα διακυβέρνησή της, από τη Ρωσία και τον προσανατολισμό του Ουκρανικού Κράτους προς τη Δύση, αλλά και την προοπτική ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και τη συνεργασία της με τον αμυντικό στρατιωτικό σχηματισμό του ΝΑΤΟ.
H Ρωσία επικαλούμενη διώξεις του ρωσόφωνου πληθυσμού της χώρας και θεωρούσα απειλή την προοπτική επέκτασης της ΝΑΤΟϊκής παρουσίας μέχρι τα σύνορα της επικράτειάς της, μάλιστα παρά τις σχετικές συμφωνίες/δεσμεύσεις για αποφυγή τέτοιων επιλογών από το Ουκρανικό Κράτος, κλιμάκωσε την αντιπαράθεση και την μετέφερε σε όλα τα πεδία. Μία ιδιαίτερη, αλλά όχι μεμονωμένη η αμελητέα σε επίδραση και συνέπειες, πτυχή και παράμετρος της αντιπαράθεσης Μόσχας και Κιέβου είναι και το παράλληλα δημιουργημένο εκκλησιαστικό ζήτημα από τη συγκρότηση μίας νέας Εκκλησίας στην Ουκρανία, με την πρωτοβουλία και συνδρομή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και των υποστηρικτών του, η οποία επισφραγίζει και σε εκκλησιαστικό επίπεδο την διάρρηξη (και) των διαχρονικών εκκλησιαστικών δεσμών Μόσχας-Κιέβου, με παράλληλη περιθωριοποίηση του πολυάριθμου ποιμνίου και των Ποιμένων του στην Ουκρανία, που επιμένουν να διατηρούν την εκκλησιαστική τουλάχιστον σχέση με το επί αιώνες Πατριαρχείο τους στη Μόσχα. Αυτής της παραμέτρου οι διαστάσεις φαίνονται να είναι σημαντικές, ιδιαιτέρως όταν διαπιστώνεται (και) σε αυτό το πεδίο, η εμπλοκή και διαπλοκή, πέραν των αντιπαρατιθέμενων Κρατών και Εκκλησιών, και τρίτων πολιτικών δυνάμεων και παραγόντων, επιβεβαιώνοντας μία διευρυμένη διαπλοκή και αλληλεπίδραση πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Ουκρανία είναι μία μεγάλη Ευρωπαϊκή χώρα με πλούσιο ιστορικό παρελθόν και πολλές δραματικές στιγμές και ορόσημα στην πορεία της αυτή, τα οποία είναι χρήσιμο και τελευταία αποδείχθηκε και αναγκαίο να έχουν μελετηθεί και προσεχθεί.
Είμασθε όλοι πεπεισμένοι και το συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο ότι ο κόσμος αλλάζει με καταιγιστικούς ρυθμούς. Ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο πολλές από τις αλλαγές αυτές ήταν σε ένα βαθμό προβλέψιμες, μετά την ιστορικής σημασίας κατάρρευση του προπυργίου του λεγόμενου υπαρκτού Σοσιαλισμού, δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης.
Σημαντικές υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι, αφού μάλιστα δεν έχουν ολοκληρωθεί, και οι εξελίξεις που ακολούθησαν και αφορούν στη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Έχουν μάλιστα ένα κοινό με τις εξελίξεις που προκάλεσε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης : Πρόκειται για μία αντίστροφης κατεύθυνσης προοπτική από την πολιτική συνένωση με βάση την πολιτική ιδεολογία, τις περισσότερες φορές βίαιη και αναγκαστική, λαοτήτων, γεωγραφικών χώρων και χωρών, προς την αποδέσμευση, απελευθέρωση και αυτονόμηση-ανεξαρτητοποίηση αυτών αντιστοίχως.
Επειδή μάλιστα πρόκειται για λαούς, περιοχές και χώρες με παραδοσιακά χαρακτηριστικά, με έντονη και δύσκολη ιστορική διαδρομή, αλλά και μεταξύ τους αντιπαραθέσεις και επώδυνες διαφοροποιήσεις στο πέρασμα του χρόνου, δεν θα είναι εύκολο, ούτε ανώδυνο να ολοκληρωθεί αυτή η αντίστροφη διαδικασία και πολύ πιθανό και αναμενόμενο είναι να προκαλέσει και πέραν των ορίων τους ανακατατάξεις και μεταβολές.
Ειδικότερα, τόσο στην περίπτωση της Ουκρανίας όσο και της πρώην Γιουγκοσλαβίας, πέραν των άλλων πολιτικών και οικονομικών παραμέτρων και διαστάσεων είναι μάλλον βέβαιο ότι επιβάλλεται να προσεχθεί και ληφθεί υπ όψιν, στις όποιες εκτιμήσεις, αποτιμήσεις και τυχόν σχεδιασμούς αντιμετώπισης σχετικών με αυτές τις περιοχές προβλημάτων, η θρησκευτική και πολιτιστική ιστορία, παράδοση και εμπειρία αυτών των λαών, πολύ δε περισσότερο εφ όσον παραμένει σε αυτές τις περιοχές ζωντανή, ενεργή και αξιοσημείωτα συμμετοχική.
δεν πρέπει να λησμονείται και παραθεωρείται ότι στις περισσότερες των επιμέρους κρατικών διαιρέσεων και οντοτήτων αυτών των περιπτώσεων η εθνική και θρησκευτική ταυτότητα και συνείδηση προηγείται της όποιας κρατικής συγκροτήσεως και επομένως έχει βαθύτερες ρίζες και αναφορές στη συλλογική μνήμη αυτών των χωρών, των λαών και των πληθυσμών τους.
Σκόπιμο, λοιπόν, είναι, με δεδομένη μάλιστα την ισχυρή θρησκευτική η εκκλησιαστική παρουσία των ανάλογων δομών και θεσμών σε αυτές τις χώρες, καθώς επίσης με δεδομένη την έκπαλαι διασύνδεση η αλληλεπίδραση της θρησκευτικής και της πολιτικής εξουσίας, να συνυπολογίζεται και η εμπλοκή και διαπλοκή (όχι με την αρνητική, αλλά με την κυριολεκτική έννοια της λέξης) της εκκλησιαστικής, μίας και μιλάμε για κατά πλειοψηφία ορθόδοξες η πάντως χριστιανικές χώρες και λαούς, εξουσίας.
προς αυτή την κατεύθυνση και με δεδομένο το, ίσως όχι τυχαία, κοινό στοιχείο της ορθόδοξης η απλώς χριστιανικής παράδοσης όλων αυτών των Ανατολικών και Βαλκανικών περιοχών και χωρών, επιβάλλεται να είναι γνωστή και να έχει μελετηθεί η θρησκευτική ιστορία και πνευματική πορεία-διαδρομή όλων αυτών των λαών, όπως και η εθνική τους συλλογική συνείδηση και ταυτότητα, αλλά και η γλώσσα που έχουν επιλέξει να χρησιμοποιούν και να εκφράζονται πολιτιστικά.
O συνδυασμός αυτών των τριων στοιχείων πολλές φορές είναι αξεδιάλυτος και υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να γίνει εκρηκτικός, ανεξέλεγκτος και καθοριστικός για τις όποιες πολιτικές και γεωστρατηγικές εξελίξεις στην παγκόσμια σκηνή. Μπορεί να υπάρχουν, δικαιολογημένα, διαφορετικές προσεγγίσεις, ιδίως στην ιεράρχηση και τον συσχετισμό αιτίας και αιτιατού στο ανωτέρω πλέγμα, κύριου και δευτερεύοντος η ουσιώδους και επουσιώδους και για τις επιπτώσεις στο σύγχρονο γίγνεσθαι. Άλλωστε, η Ιστορία, παλαιότερη και νεότερη, μας διδάσκει ότι «δεν είναι μικρό το παραμικρό» και όλα έχουν τη σημασία τους, εκεί που πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος που διαθέτει και λογική, και νου αλλά και συναίσθημα σε μία απρόβλεπτη σύνθεση μεταξύ τους.
Tο Ουκρανικό ζήτημα που αφορά σε όλη την Ευρώπη και κατ επέκταση όλο τον κόσμο αναμφίβολα και ιδιαιτέρως αναφορικά με τη στάση της Ρωσίας που είναι ένα μεγάλο Κράτος με έντονα, έστω και απομειωμένα σε έκταση και δυναμισμό, παραδοσιακά χαρακτηριστικά (ο λεγόμενος ορθόδοξος ρωσικός κόσμος), επιβάλλεται να προσεγγίζεται και στις δύο κύριες όψεις και διαστάσεις του : την πολιτική και την ιστορική. και σε αυτή την τελευταία μεγάλο μερίδιο έχει η θρησκευτική και εκκλησιαστική παράδοση του λαού και η αντίστοιχη εξουσία και ισχύ των εκπροσώπων και θεσμών της.
1. ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΟΣΧΑΣ ΚΙΕΒΟΥ ΜΕΤΑ την ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΠΟΙΗΣΙΝ τησ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ
Η ουσιαστική ανεξαρτησία της Ουκρανίας πραγματοποιήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991. Προηγουμένως η σύνδεσή της, ως χώρου και πληθυσμού, με τον ευρύτερο χώρο και τον λαό της σημερινής Ρωσίας για πολλούς αιώνες ήταν στενή και παράλληλη, αλλά σχεδόν αυτονόητη και αδιάσπαστη, αν και πέρασε από ποικίλες φάσεις και διαμορφώσεις στο διάβα της ιστορίας.
Μετά, όμως, από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ουκρανία ήταν από τις πρώτες περιοχές που αυτονομήθηκε και διεκδίκησε την ανεξαρτησία της, αλλά και την αναγνώρισή της ως ανεξάρτητου κράτους[2]. η άμεση γειτνίασή της με την Ρωσική πλέον επικράτεια, καθώς και η θέση της ανάμεσα στην υπόλοιπη Ευρώπη και την άλλοτε επικεφαλής των Ανατολικών Κρατών σημερινή Ρωσία προμήνυαν το ειδικό βάρος που θα αποκτούσε στις σχέσεις της τελευταίας με τον Δυτικό κόσμο.
Μπορεί ο Ουκρανικός λαός να ανήκει στην ευρύτερη Σλαβική οικογένεια η και να θεωρείται, αν όχι ομοεθνής, αλλά αδελφικός-συγγενικός λαός του Ρωσικού, όμως από νωρίς φάνηκε ότι το ανεξάρτητο πλέον Ουκρανικό Κράτος έστρεφε πλέον το βλέμμα του περισσότερο προς τη Δύση και την Ευρωπαϊκή του προοπτική.
Mε δεδομένο ότι, ναι μεν, ο πάλαι ποτέ ψυχρός πόλεμος μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και ΗΠΑ έπαψε να υφίσταται, τουλάχιστον με τα αρχικά του εμφανή και σκληρά χαρακτηριστικά, η Ρωσία δε, μετά τα πρώτα χρόνια της προσαρμογής της στο νέο πλαίσιο μιας νέας πραγματικότητας εξακολούθησε και παραμένει ένα ισχυρό Κράτος (λιγότερο στα οικονομικά) σε διαφορετική ωστόσο στάση και πορεία από τον λεγόμενο Δυτικό κόσμο, οι σχέσεις Μόσχας-Κιέβου, μετά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, εντάσσονται πλέον σε μία νέα, δύσκολη, μεταβατική και απρόβλεπτη περίοδο.
Tο Ουκρανικό Κράτος από γεωγραφικής και γεωστρατηγικής απόψεως αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ, αφ ενός, του μεγάλου μέρους της Ευρώπης, που αποτελεί και τον κύριο όγκο των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφ ετέρου, της αχανούς Ρωσικής επικράτειας, η οποία, παρά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και της κυριαρχίας της κομμουνιστικής ιδεολογίας της σε αυτήν και τους δορυφόρους της, παραμένει σε αντί-δυτικό και, προφανώς, αντινατοϊκό αστερισμό.
Αντικειμενικές δυσκολίες στις σχέσεις Μόσχας Κιέβου από μίας αρχής διαφάνηκε ότι θα αποτελούσαν, σε μία περίοδο επανατοποθέτησης της συνεργασίας η μη των δύο Κρατών τους, οι συμπαγείς ρωσόφωνοι πληθυσμοί[3] σε συγκεκριμένες περιοχές του Ουκρανικού πλέον εδάφους. Ιδιαιτέρως των περιοχών εκείνων που έχουν ξεχωριστή γεωστρατηγική σημασία για τα συμφέροντα αμφοτέρων, όπως οι ανατολικές περιοχές και δη εκείνες που γειτνιάζουν με την Αζοφική και τη Μαύρη Θάλασσα.
2. ο ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ της ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ εις την ΔΥΣΙΝ και ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ της ΜΟΣΧΑΣ
Όσο οι κυβερνήσεις του ανεξάρτητου Ουκρανικού Κράτους ήταν φιλορωσικές, οι σχέσεις Μόσχας Κιέβου δεν αντιμετώπιζαν κρίσεις. Νωρίς, όμως, φάνηκαν τα σύννεφα στον ορίζοντα των σχέσεών τους, κυρίως με τη δράση και την πρόσβαση στην πολιτική και αργότερα την κυβερνητική εξουσία πολιτικών που προέρχονταν η εκπροσωπούσαν δυνάμεις με αντιρωσικό προσανατολισμό, μεταξύ των οποίων και φιλοναζιστικές οργανώσεις. στο στόχαστρο των τελευταίων, που παραδόξως θεωρούνταν η εμφανίζονταν και ως ευρωπαϊστές, ήταν συχνά οι ρωσόφωνοι πληθυσμοί και χώροι δράσης τους οι περιοχές αυτών των πληθυσμών της χώρας[4].
Η ανατροπή της τελευταίας φιλορωσικής Κυβέρνησης[5] και η ανάδειξη στην Κυβερνητική εξουσία των Κυβερνήσεων του προηγουμένου και του σημερινού Προέδρου της Ουκρανίας (σε ένα ημιπροεδρικό σύστημα διακυβερνήσεως που ισχύει στη χώρα), με πολλές εκατέρωθεν καταγγελίες για νοθεία και έξωθεν παρεμβάσεις, άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου στις σχέσεις Μόσχας-Κιέβου.
Βασικό πρόβλημα ωστόσο προκάλεσε η αρχικά διαφαινόμενη και εν συνεχεία επιβεβαιωθείσα πρόθεση της Ουκρανικής Κυβέρνησης να ενταχθεί όχι μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στο ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με την μη τήρηση σχετικών συμφωνιών που είχαν γίνει μεταξύ των δύο πλευρών για τήρηση εκ μέρους του Κιέβου μίας γενικότερα ουδέτερης στάσης και τοποθέτησης ιδιαιτέρως όσον αφορά στον βορειοατλαντικό στρατιωτικό σχηματισμό. η προοπτική ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ήταν από πλευράς Μόσχας δεδηλωμένη κόκκινη γραμμή[6], που αν παραβιαζόταν θα μετέτρεπε τις ήδη τεταμένες σχέσεις με το Κίεβο σε εχθρικές.
Τελικώς το Κίεβο υπέβαλε αίτημα εντάξεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο έγινε δεκτό από την τελευταία, αλλά προχώρησε και σε συνεννοήσεις με το ΝΑΤΟ, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο στενής στρατιωτικής συνεργασίας η και εντάξεως σε αυτό. το τελευταίο θεωρείται ότι υπήρξε και η θρυαλλίδα για την εκρηκτική αντίδραση της Μόσχας, η οποία με πρόσχημα την προστασία των ρωσόφωνων πληθυσμών, την υπεράσπιση της κηρυχθείσας αυτόνομης περιοχής της Κριμαίας, την οποία είχε ήδη καταλάβει σε προηγούμενο χρόνο, και την αντιμετώπιση της αντιρωσικής δράσης των φασιστικών και φιλοναζιστικών Ταγμάτων Αζόφ, προχώρησε σε ειδική επιχείρηση, όπως την ονόμασε, δηλαδή σε πολεμική εισβολή στην Ουκρανία. η εισβολή αυτή ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του προηγούμενου έτους (2022) και σοβεί ακόμη, με χιλιάδες θύματα, νεκρούς και τραυματίες και για τις δύο πλευρές, με μετακινήσεις προσφύγων από τις εμπόλεμες περιοχές σε ασφαλείς προορισμούς, καθώς και πολλές και μεγάλες υλικές καταστροφές σε υποδομές, σε δημόσια κτίρια και σε κατοικίες στις πληττόμενες τοποθεσίες.
Αι ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΟΣΧΑΣ ΚΙΕΒΟΥ εις το ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΠΕΔΙΟΝ. ο ΡΟΛΟΣ του ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Οι σχέσεις Μόσχας Κιέβου στο εκκλησιαστικό πεδίο, αντίστοιχα με τις πολιτικές, υπήρξαν και αυτές σχέσεις με πολλές διαφοροποιήσεις και διακυμάνσεις. η ιστορία τους είναι μεγάλη και όχι τόσο απλή. Σημασία πάντως έχει και πρέπει να επισημανθεί ότι το Κίεβο ως ιστορικός χώρος κατέχει μεγάλη και σημαντική θέση στην ιστορία του Ρωσικού λαού, αφού εκεί αναγεννήθηκε ο τελευταίος ως Χριστιανικός πλέον λαός, μετά την καθοριστική επιλογή των ιστορικών ηγετών του και του ίδιου του λαού να ασπασθούν τον Χριστιανισμό, με τη μεσολάβηση και βοήθεια της Κωνσταντινούπολης ως ηγέτιδας δύναμης στον γνωστό τότε κόσμο σε πνευματικό, πολιτικό, στρατιωτικό και πολιτιστικό επίπεδο.
δεν πρέπει να λησμονείται ότι το Κίεβο είναι για τον Ρωσισμό ότι η Κωνσταντινούπολη για τη Ρωμιοσύνη και τον Ελληνισμό εκείνης της περιόδου. στα νερά του Δνείπερου ποταμού που διατρέχει ολόκληρη την Ουκρανία και διασχίζει το Κίεβο βαπτίστηκαν, από τους Βυζαντινούς, χριστιανοί οι Ρώσοι, με πρώτους τους Βασιλείς τους, Βλαδίμηρο και Όλγα, το 988 μ. Χ.
Μία βασική κανονική Αρχή του Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου λέει ότι τα εκκλησιαστικά πράγματα, όσον αφορά τις γεωγραφικές δικαιοδοσίες και τα κέντρα των διοικήσεων, συμμεταβάλλονται ανάλογα με τις πολιτικές, δηλαδή τις εκάστοτε κρατικές αλλαγές, διαμορφώσεις και τροποποιήσεις[7]. και ως εκ τούτου οι ποικίλες κατά καιρούς διαφοροποιήσεις σε πολιτικό και κρατικό επίπεδο επηρέασαν και τις σχέσεις Μόσχας και Κιέβου.
Αρχικά το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το επονομαζόμενο και Οικουμενικό, λόγω της ιεραρχικής του τιμής και προβαδίσματος που προερχόταν από την αξία και τιμή της ιστορικής έδρας του που ήταν κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δηλαδή της Κωνσταντινούπολης, έδωσε, βάσει της σχετικής δικαιοδοσίας του, την αναγνώριση, τιμή και αξία στην πρώην εκκλησιαστική επαρχία του (μέχρι τον 16ο αιώνα), την Ρωσία, ώστε να είναι πλέον ανεξάρτητο Πατριαρχείο.
Σε αυτό συμφώνησαν και τα υπόλοιπα πρεσβυγενή Πατριαρχεία της Ανατολής, επί Πατριάρχου Ιερεμίου του β΄του Τρανού, κατά τον 16ο αιώνα[8], και το Κίεβο, που υπήρχε πάντα μία σπουδαία και αρχικά μάλλον η κύρια για τη Ρωσία εκκλησιαστική έδρα, θα βρεθεί πλέον, για ευνόητους γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους, στην ανώτερη πλέον αυτής ιεραρχικά εκκλησιαστική δικαιοδοσία και εξουσία της Μόσχας[9] (Πατριαρχείο Μόσχας και πασών των Ρωσσιών).
Ωστόσο, τόσο οι αντικειμενικές πολιτικές μεταβολές που μεσολάβησαν και που δικαιολογημένα, όπως προελέχθη, μέχρις ενός βαθμού επηρεάζουν, σε επίπεδο χωρικών διαμορφώσεων, τις εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, όσο και η επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Ουκρανικού και Ρωσικού Κράτους, κυρίως μετά τη στροφή του πρώτου, όπως θα λέγαμε σχηματικά, προς τη Δύση, άρχισαν να επιδρούν και στις σχέσεις Μόσχας-Κιέβου σε εκκλησιαστικό επίπεδο.
Έτσι, τη δεκαετία του 1990, η Μητρόπολη Κιέβου άρχισε να ενδιαφέρεται περισσότερο, με τη στήριξη αν όχι και παρότρυνση των Αρχών του νέου Κράτους, παρότρυνση που γινόταν όλο και πιο έντονη, έως καθοδηγητική όσο οι σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας αντιμετώπιζαν δυσκολίες, για τη σταδιακή ανεξαρτητοποίησή της από το Πατριαρχείο Μόσχας και για την προοπτική αποκτήσεως καθεστώτος αυτοκεφαλίας, υποβάλλοντας σχετικά αιτήματα, χωρίς όμως θετική ανταπόκριση.
Το Πατριαρχείο Μόσχας έχει και αυτό μακρά ιστορία και παράδοση επιδράσεων και παρεμβάσεων στο έργο και τις αποφάσεις του, κυρίως όταν δεν αφορούν αμιγώς πνευματικά και θεολογικά ζητήματα. Ιστορία που έφθασε την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης, ώστε το πανίσχυρο τότε κομμουνιστικό Κόμμα ως ουσιαστική Κρατική Αρχή να εναλλάσσει την τακτική του από τον διωγμό της Εκκλησίας και του θρησκευτικού φαινομένου στην πλήρη χειραγώγηση της Ιεραρχίας της και χρησιμοποίησή της στο πλαίσιο των πολιτικών και κρατικών σκοπών και στόχων του.
Η τακτική των παρεμβάσεων συνεχίστηκε και στο νέο ιστορικό πλαίσιο μεταξύ της μετασοβιετικής Ρωσίας και της ανεξάρτητης Ουκρανίας, με το Κρεμλίνο από τη μία να μη θέλει το Πατριαρχείο Μόσχας να παραχωρήσει αυτονομία στη Μητρόπολη του Κιέβου, κάτι βεβαίως που και το ίδιο δεν επιθυμούσε, κινούμενο στο χώρο της θεωρίας του Ρωσικού κόσμου (θρησκευτικός εθνικισμός) και της Μόσχας ως τρίτης Ρώμης (μετά την Κωνσταντινούπολη που μειονεκτεί, κατά τη θεωρία αυτή, ευρισκόμενη σε μη χριστιανικό Κράτος)[10] να κυριαρχεί σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, κρατώντας προφανώς τις μεγάλες επαρχίες της δικαιοδοσίας της υπό τον πλήρη εκκλησιαστικό και κατ επέκταση Ρωσικό έλεγχο.
Μέσα στο ανωτέρω κλίμα και πλαίσιο η Μητρόπολη του Κιέβου, έχοντας υπό τη δικαιοδοσία της ολόκληρο τον ορθόδοξο πληθυσμό της Ουκρανίας ανερχόμενο σε πολλά εκατομμύρια, διασπάστηκε σε επίπεδο διοικήσεως (Ιεραρχίας) με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκκλησιαστικό σχίσμα. η μία πλευρά του, η μάλλον πολυπληθέστερη σε ποίμνιο, έμεινε υπάκουη και συνδεδεμένη με το Πατριαρχείο Μόσχας, ενώ η άλλη αυτοανακηρύχθηκε αυτόνομη και ανεξάρτητη, μέχρι σημείου να αυτό-αναγορευθεί ο επικεφαλής της σε Πατριάρχη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας, προκαλώντας την κανονική εκκλησιαστική καταδίκη του Πατριαρχείου Μόσχας, στο οποίο κανονικά το Κίεβο υπαγόταν.
Σε αυτό το σημείο των εξελίξεων δίνει το παρών το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στο οποίο είναι γεγονός ότι απευθύνθηκε η καταδικασμένη από το Πατριαρχείο Μόσχας πλευρά. το πρώτο με επίκληση του δικαιώματός του (το οποίο αμφισβητείται από ορισμένους όσον αφορά στο πλαίσιο, τα όρια και το δικαιοδοσιακό εύρος του) να δέχεται προσφυγές και να ανακρίνει εκκλησιαστικές υποθέσεις άλλων δικαιοδοσιών σε ανώτερο βαθμό (έκκλητο) αποφασίζει να αποκαταστήσει στην κανονικότητα τους καταδικασμένους (11-10-2018), δηλαδή περιφρονώντας τις σχετικές τελεσίδικες κανονικές Αποφάσεις του Πατριαρχείου Μόσχας και να δώσει εντολή να γίνει ένωση των διϊσταμένων, αλλά και να αναγνωρίσει, παρά την ύπαρξη κανονικού Μητροπολίτη Κιέβου, νέο επικεφαλής, ανταποκρινόμενη ακόμη και σε παραχώρηση Αυτοκεφαλίας (6-1-2019) στην Εκκλησία της Ουκρανίας με τον νέο Μητροπολίτη Κιέβου ως νέο Προκαθήμενο.
Εδώ, όμως, ξεκίνησαν νέα μεγάλα και ήδη ακανθώδη προβλήματα, με πολύ σοβαρές και απρόβλεπτες ακόμη συνέπειες και προεκτάσεις που απειλούν την ενότητα των ανά τον κόσμο Ορθοδόξων Εκκλησιών! Αυτό το επιβεβαιώνουν τα εξής γεγονότα : α) Εξαιτίας της αποκαταστάσεως και αναγνωρίσεως υπό του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως των τελεσιδίκως καταδικασμένων από το Πατριαρχείο Μόσχας πρώην Κληρικών (καθαιρεθέντων και αφορισθέντων) καθώς και άλλων φερομένων ως κληρικών, κατηγορουμένων όμως ως αυτοχειροτονήτων η αχειροτονήτων, της αναγνωρίσεως νέου Μητροπολίτου Κιέβου, αντί του υπάρχοντος και αναγνωρισμένου πανορθοδόξως και της παραχωρήσεως Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας, το Πατριαρχείο Μόσχας διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατηγορώντας το τελευταίο ότι ενήργησε αντικανονικά και καθ υπόδειξη πολιτικών παραγόντων και συγκεκριμένα του Ουκρανού (πρώην) Προέδρου Ποροσένκο και των ΗΠΑ, β) Δημιουργήθηκε διχασμός και διάσπαση στην ενότητα και εκκλησιαστική κοινωνία των ανά τον κόσμο τοπικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, με τις μεν να αναγνωρίζουν τις Αποφάσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και τις δε να συμμερίζονται τη θέση του Πατριαρχείου Μόσχας. Συγκεκριμένα επί συνόλου δεκατεσσάρων (14) τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών (Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες) οι 10 τάσσονται κατά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και τέσσερεις (4) κατά του Πατριαρχείου Μόσχας! Τώρα πλέον στο Ουκρανικό Κράτος υφίστανται δύο τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες (όπερ αντικανονικό κατά το Εκκλησιαστικό και Κανονικό Δίκαιο), μία που εξαρτάται από το Πατριαρχείο Μόσχας και μία που είναι αναγνωρισμένη από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως Αυτοκέφαλη και την οποία υποστηρίζει το Ουκρανικό Κράτος ως συνέχεια της ανέκαθεν Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, με ο, τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς νομιμοποιήσεως, παροχών και σχέσεων με την επίσημη Πολιτεία.
4. Η ΣΤΑΣΙΣ και η ΕΜΠΛΟΚΗ ΚΙΕΒΟΥ, ΚΡΕΜΛΙΝΟΥ και ΗΠΑ εις τας ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ εις την ΟΥΚΡΑΝΙΑΝ
Όσο και αν τα ανωτέρω φαίνεται να αφορούν μόνο τον εκκλησιαστικό χώρο, εντούτοις η κάθε άλλο παρά διακριτική ανάμιξη των πολιτικών παραγόντων σε αυτές τις εξελίξεις επιβεβαιώνει ότι πολιτική και θρησκευτική (εκκλησιαστική) εξουσία εμπλέκονται και διαπλέκονται σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να μιλάει κανείς για συγκοινωνούντα δοχεία.
Οι επικριτές του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο είναι γνωστό ότι υποστηρίζεται σταθερά και διαχρονικά από τις ΗΠΑ και διατηρεί καλές σχέσεις με την Αμερικανική Κυβέρνηση, το κατηγορούν για προώθηση των θέσεων και απόψεών τους στο συγκεκριμένο ζήτημα. Επικαλούνται δε σειρά επαφών και συζητήσεων μετά δηλώσεων για το ζήτημα που έγιναν από υψηλούς αξιωματούχους των ΗΠΑ[11] στις επαφές τους τόσο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, όσο και με υψηλόβαθμους Κληρικούς και τον ίδιο τον νέο Προκαθήμενο κ. Επιφάνιο Ντουμένκο[12] που τέθηκε επικεφαλής της νέας Εκκλησίας στην Ουκρανία.
Εξάλλου, οι Πρόεδροι της Ουκρανίας, πρώην και νυν, είχαν ενεργό ανάμιξη στις εξελίξεις είτε μεταφέροντας προσωπικώς στην Κωνσταντινούπολη και στον Οικουμενικό Πατριάρχη αιτήματα του Κοινοβουλίου και της Κυβερνήσεώς τους για αναγνώριση από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως της Αυτοκεφαλίας της νέας Εκκλησίας της Ουκρανίας, είτε προωθώντας με σπουδή προς ψήφιση τα απαιτούμενα για την αναγνώριση και νομιμοποίηση του νέου εκκλησιαστικού σχήματος στην Ουκρανία.
Από την άλλη πλευρά το Κρεμλίνο δεν δίστασε όχι μόνο παρασκηνιακά, αλλά και ευθέως να κατηγορήσει και επικρίνει τις ΗΠΑ και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για αντιθεσμική στάση και ανάμιξη σε ζητήματα της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας και προώθηση των συμφερόντων και σχεδιασμών της Δύσης σε βάρος της Ρωσίας.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ακόμη και η χρονική συγκυρία των παράλληλων η και συγχρόνων καταιγιστικών εξελίξεων στις σχέσεις Ουκρανίας και Ρωσίας, τόσο στο πολιτικό όσο και στο εκκλησιαστικό πεδίο, η οποία έκανε ακόμη πιο εμφανή την αλληλεπίδραση και εμπλοκή όλων των παραγόντων, σε βαθμό που να είναι δυσδιάκριτη η αλληλουχία στη σειρά και διαδοχή αιτίας και αιτιατού στο πλήθος των ενεργειών και προκλήσεων που έλαβαν χώρα. Τέλος, περί των εκκλησιαστικών εξελίξεων στην Ουκρανία αξίζει να σημειωθεί ότι παρότι πρόκειται για παραδοσιακά ορθόδοξη χώρα, δεν έκρυψαν το ενδιαφέρον τους για τις εξελίξεις στα εκκλησιαστικά της πράγματα τόσο το Βατικανό, όσο και η Ουνιτική κοινότητα της χώρας (κοινότητα που αναγνωρίζει ως πνευματικό ηγέτη της τον Πάπα, αλλά διατηρεί τα εξωτερικά γνωρίσματα των ορθοδόξων) που επέλεξαν και αποδέχθηκαν την προσέγγιση με τη νέα Εκκλησία που δημιούργησε και αναγνώρισε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
5. ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ και ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ του ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΑΠΟ την ΑΛΛΗΛΕΠIΔΡΑΣΙΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ και ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΕΔΙΟΥ
Ήδη έγινε ανωτέρω αναφορά στις συνέπειες και επιπτώσεις στις διεκκλησιαστικές σχέσεις όλων των ορθοδόξων χωρών και λαών, από τη στάση τους έναντι των δύο και εν συνεχεία τριων πρωταρχικώς εμπλεκομένων (Μόσχας-Κιέβου-Κωνσταντινουπόλεως), αλλά και μεταξύ τους (των λοιπών χωρών και λαών), λόγω των εξελίξεων στο εκκλησιαστικό ζήτημα της Ουκρανίας.
Αυτή την περίοδο εξακολουθεί να υπάρχει το άτυπο σχίσμα μεταξύ Μόσχας και Κωνσταντινουπόλεως, με τις θέσεις της πρώτης να συντάσσονται, όπως ήδη αναφέρθηκε, συνολικά δέκα από τις δεκατέσσερεις τοπικές Εκκλησίες (Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες) ανά τον κόσμο και κατά συνέπεια η συντριπτική πλειοψηφία του ορθοδόξου ποιμνίου ανά την υφήλιο.
Ειδικότερα, η Μόσχα (το Πατριαρχείο της) μετά την συμπαράταξη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας (μίας εκ των τεσσάρων τοπικών Εκκλησιών που αναγνωρίζουν τη νέα Εκκλησία της Ουκρανίας) με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αποφάσισε τη διακοπή κοινωνίας και με αυτό και προχώρησε στην ίδρυση Πατριαρχικής Εξαρχίας[13] στο έδαφος της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, την αχανή Αφρικανική Ήπειρο, κάνοντας δεκτούς στη δικαιοδοσία της δεκάδες Κληρικούς του τελευταίου, στην οποία μέχρι τώρα η Ρωσία και η Εκκλησία της δεν είχε πρόσβαση και δραστηριότητα.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση της Αυτοκεφάλου και ιστορικά αρχαιότερης, ανά τον κόσμο, Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Εκκλησίας της Κύπρου, της οποίας ο μεν Προκαθήμενός της τασσόταν υπέρ των θέσεων του Κωνσταντινουπόλεως, οι δε επίδοξοι και επικρατέστεροι διάδοχοί του (επειδή εκείνος ασθενούσε βαριά) έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους στην Ουκρανική Εκκλησία, την οποία αναγνωρίζει το Πατριαρχείο της Μόσχας.
[ Σημείωση : ο εν λόγω Προκαθήμενος (Κύπρου Χρυσόστομος) απεβίωσε προσφάτως, ο δε εκλεγείς διάδοχός του, ο από Πάφου Γεώργιος, συνεχίζει την γραμμή και τη στάση του στο συγκεκριμένο θέμα. ]
Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο που έκανε τελευταία ο γνωστός Διεθνολόγος Καθηγητής κ. Δημήτρης Καιρίδης, Βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος, συνδέοντας την αλλαγή στάσης όσον αφορά την άρση του εμπάργκο όπλων στην Κύπρο των ΗΠΑ (και) με την (τότε) επικείμενη ανάδειξη νέου Προκαθημένου στο Νησί και τις θέσεις των πιθανών διαδόχων του στο Ουκρανικό!
Ακόμη, στην Ελλάδα η στάση της Ελλαδικής Εκκλησίας (ακριβέστερα, της Ιεραρχίας αυτής) υπέρ της θέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα (Οκτώβριος 2019)[14] προκάλεσε τα αρνητικά σχόλια και την επίκριση του Πατριαρχείου Μόσχας και του Κρεμλίνου, ενώ σε καθαρά πρακτικό και οικονομικό επίπεδο είχε δυσμενείς επιπτώσεις, αφού σε συμφωνία Κράτος και Εκκλησία στη Ρωσία ουσιαστικά αποθάρρυναν και απαγόρευσαν αντιστοίχως στους Ρώσους την επιλογή της χώρας μας ως τουριστικού και προσκυνηματικού προορισμού!
Τέλος, όσον αφορά στις επιπτώσεις και αλληλεπιδράσεις του εκκλησιαστικού στο πολιτικό πεδίο και αντιστρόφως με αφορμή το Ουκρανικό (κυρίως την εκκλησιαστική του διάσταση) φαίνεται ότι δεν είναι άσχετες και οι εξελίξεις στο σχετικό ζήτημα της Εκκλησίας των Σκοπίων, αλλά και στο Μαυροβούνιο. Όσον αφορά στα Σκόπια, η εκεί επί δεκαετίες σχισματική τοπική Εκκλησία επιδίωξε να προκαλέσει και γι αυτήν την παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προκειμένου να επανέλθει στην εκκλησιαστική κοινωνία των υπολοίπων Ορθοδόξων Εκκλησίων, αλλά και να πετύχει την αναγνώρισή της ως Αυτοκεφάλου, μίας και ο χώρος της δικαιοδοσίας της απέκτησε κρατική υπόσταση και τη διεθνή αναγνώρισή της. και εδώ οι πολιτικοί παράγοντες αναμίχθηκαν και εμφανώς υποστήριξαν αυτές τις εξελίξεις με προσωπική συμμετοχή, παραστάσεις και σχετικές δηλώσεις τους, τις οποίες όμως τελικά ανέτρεψε όσον αφορά την παρέμβαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως η ταχύτατη αντίδραση του φιλορωσικού Πατριαρχείου Σερβίας που θέλησε δια του νέου Πατριάρχου του κ. Πορφυρίου να πάρει αυτό την πρωτοβουλία των κινήσεων και όχι μόνο να σπεύσει να δεχθεί σε κοινωνία την Εκκλησία των Σκοπίων που το ίδιο είχε αποκόψει, ως σχισματική, αλλά και να της προσφέρει την αναγνώρισή της ως Αυτοκεφάλου!
Όσον αφορά στο Μαυροβούνιο οι εκεί πολιτικοί παράγοντες, χωρίς τη συμφωνία της τοπικής Ορθόδοξης Μητροπόλεως που εξαρτάται από το Σερβικό Πατριαρχείο, επεδίωξαν και επιδιώκουν την αυτονόμηση της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αυτής της χώρας που επίσης σχετικά πρόσφατα και μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την αποκοπή της από την ενότητα με τη Σερβία απέκτησε διεθνώς αναγνωρισμένη κρατική οντότητα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η σοβούσα αντιπαράθεση Μόσχας και Κιέβου, η οποία ατυχώς έχει εξελιχθεί σε πολεμική σύρραξη μετά την πρόσφατη εισβολή (Φεβρουάριος 2022) των Ρωσικών στρατευμάτων στα Ουκρανικά εδάφη, με οποιαδήποτε αιτιολογία, δικαιολογία η πρόφαση κι αν έγινε αυτή, εξεταζόμενη ευρύτερα και σε όλες τις διαστάσεις και πτυχές της, επιβεβαιώνει την εμπλοκή αλλά και τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζει η θρησκευτική και εν προκειμένω εκκλησιαστική εξουσία σε διαπλοκή με την πολιτική (εξουσία) για τις εξελίξεις που σχετίζονται με την τύχη ενός σχετικά νεοπαγούς Κράτους που βαδίζει προς την ολοκλήρωση και παγίωση της θέσης του, τη διαμόρφωση των συμμαχιών του και της προοπτικής του στην ευρύτερη περιοχή και τον κόσμο.
Η θρησκεία (η, αναλόγως, η Εκκλησία) όπως και η γλώσσα και ο ταυτοτικός προσδιορισμός ενός λαού είχαν λόγο στην εθνογένεση λαών και σήμερα εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικές παραμέτρους (ιδιαίτερα στον χώρο της Ανατολής), αλλά συνάμα (αποτελούν) και μέσα που πολλές φορές επικαλούνται οι δρώντες και τα οποία εργαλειοποιούνται κατάλληλα για να χρησιμοποιήσουμε μία συχνά τελευταία αναφερόμενη λέξη και έννοια προκειμένου να εξυπηρετηθούν αναλόγως τα κρατικά, εθνικά η πολιτικά συμφέροντα υπέρ και κατά του ενός η του άλλου δρώντος στις αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις τους.
Καλό θα ήταν να είναι διακριτοί οι ρόλοι και να γίνονται σεβαστά τα όρια και οι αρμοδιότητες κάθε εξουσίας η θεσμού, αντί δε να χρησιμοποιούνται στις αντιπαραθέσεις, είναι προτιμότερο και επωφελέστερο να συμβάλλουν, όταν και εφ όσον μπορούν, στην επίλυση των προβλημάτων που δημιουργούνται, ιδιαιτέρως όταν επαγγέλλονται την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και τη συμφιλίωση ανθρώπων και λαών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλασίου Φειδά Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα». Έκδοση Αποστολικής Διακονίας, 5η έκδοση, Αθήνα 2005.
Αναστασίου Γκοτσόπουλου, Πρωτοπρεσβυτέρου, Διδάκτορος Θεολογίας Παν/μίου Αθηνών, «Ουκρανικό Αυτοκέφαλο Συμβολή στον Διάλογο». Εκδόσεις το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2019.
Γεωργίου Β. Τσούπρα, Σλαβολόγου Θεολόγου Πολιτικού Επιστήμονα, «Εκκλησία και Εθνογένεση, η Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία στην υπηρεσία των Σκοπίων». Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2018.
Νικηφόρου Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας, «το σύγχρονο Ουκρανικό Ζήτημα και η κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνες επίλυσή του». Εκδόσεις Κέντρου Μελετών ι. Μ. Κύκκου, Λευκωσία 2020.
Σταυρίδου Β., «Συνοπτική Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Έκδοση Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1991.
Άρθρο του Μητροπολίτη Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Βλάχου, «Ρωσία και Ουκρανία». Περιοδικό Παρέμβαση, Τεύχος 280, Νοέμβριος 2019.
Άρθρο του Μητροπολίτη Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Βλάχου, «το Ουκρανικό και ο ρόλος του Πατριαρχείου». Εφημερίδα το ΒΗΜΑ της 3. 8. 2008.
Αναστασίου-Ιωάννη Λάλλου, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας, η θεωρία της Τρίτης Ρώμης». Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη 2016. [dspace. lib. uom. gr].
Σημειώσεις :
* Σπούδασε Θεολογία στη Θεολογική Σχολή Βελιγραδίου, Πολιτική Επιστήμη & Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και είναι, επίσης, πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
[2] m. naftemporiki. gr [3] web. archive. org, 2001. ukrcensus. gov. ua [4] για τα νεοναζιστικά τάγματα Αζόφ, που και πως δρουν : huffingtonpost. gr [5] Βίκτορ Γιανουκόβιτς (2010-2014). el. m. wikipedia. org [6] dimosiografia. com [7] τα εκκλησιαστικά και μάλιστά γε τα περί των ενοριών δίκαια (δηλαδή ορίων διοικήσεως, ταις πολιτικαίς επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλεσθαι είωθε, Μέγας Φώτιος, και ει δε και τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις, ει αύθις καινισθείη, τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις και των εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθείτω. Καθορίζεται, δηλαδή, για την αναγκαία ευταξία και ενότητα, η συμπόρευση των εκκλησιαστικών διοικητικών μεταβολών από πλευράς ορίων, με την επικρατούσα πολιτική διαίρεση. ιζ΄ Κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Χαλκηδών, 451 μ. Χ. ). Πηδάλιον, σελ. 199, Εκδόσεις βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1987. [8] Βλέπε Θ. Ζήση, Κωνσταντινούπολη και Μόσχα, Εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 198-203. [9] Βλέπε πρωτ. Θ. Ζήση, το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, Εκδόσεις το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2019, σ. 95 [10] Ναυπάκτου Ιερόθεος : Υπάρχει Τρίτη Ρώμη ; vimaorthodoxias. gr [11] οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υποστηρίζουν την χορήγηση αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ανακοίνωση της Εκπροσώπου Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Χίθερ Νάουερτ. romfea. gr [12] Υπήρξε μία κομβικής σημασίας στήριξη από τις ΗΠΑ και στο πλαίσιο αυτό, πιστεύω ότι θα διατηρήσουμε επαφή, για να διασφαλίσουμε ότι η αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας θα έχει την ίδια υποστήριξη και στο μέλλον. Δήλωση του νέου Προκαθημένου Επιφανίου, αναφερόμενος σε τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάϊκ Πομπέο. aktines. blogspot. com [13] dogma. gr [14] kathimerini. gr
Ορθόδοξος Τύπος