Γράφει ο κ. Χαράλαμπος Άνδραλης, δικηγόρος
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΔΡΑΛΗΣ: Η Βαυαροκρατία έκλεισε με το από 25-9-1833 βασιλικό διάταγμα, τετρακόσια δώδεκα (412) μοναστήρια στην τότε Ελληνική Επικράτεια, κρατικοποιώντας την περιουσία τους και δημεύοντας ακόμα και τα ιερά σκεύη της λατρείας, τις εικόνες, τις οικοσκευές κ.λπ.
Άφησε μόλις εκατόν πενήντα ένα (151) μοναστήρια σε λειτουργία, ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε εξάρτηση δηλαδή από το κράτος και μάλιστα με απόλυτη εξουσία του οικείου Επισκόπου πάνω σε αυτά.
Η νομική αυτή διαστροφή και η κατάργηση του αυτοδιοικήτου των μονών, σε συνδυασμό με δυτικές μισσιοναριστικές αντιλήψεις περί κοινωνικής προσφοράς των μοναχών, έπληξαν βαθέως τον ελλαδικό μοναχισμό.
Έκτοτε, ο μοναχισμός στον Ελλαδικό χώρο παρότι δεν εξέλειψε ποτέ, έφθινε μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, όποτε και εμφανίστηκε αθόρυβα ο διωγμένος από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος, ο οποίος υπήρξε ο αναβιωτής του αυτοδιοίκητου μοναχισμού στην Ελλάδα.
Ο Άγιος Νεκτάριος, πριν την ένταξή του στον κοσμικό κλήρο, έζησε ένα μικρό χρονικό διάστημα στο κοινόβιο της Νέας Μονής Χίου, όπου εκάρη μοναχός. Μέσα από τις γνωστές περιπέτειες, κατέληξε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αίγινα, όπου μαζί με πνευματικές του θυγατέρες ίδρυσαν κοινόβιο γυναικείο μοναστήρι, στο οποίο εγκαταβιούσε και εκείνος ως πνευματικός των καλογραιών.
Η στιγμή της άτυπης ίδρυσης της Μονής της Αγίας Τριάδος ήταν ιστορική, όχι μόνο γιατί δημιουργήθηκε ένα μοναστήρι που έμελε να λάβει παγκόσμια ακτινοβολία και να βοηθήσει χιλιάδες ψυχές, αλλά και διότι υπήρξε το πρώτο μοναστήρι ιδιωτικού δικαίου στο Ελληνικό κράτος, νομική μορφή που αργότερα ονομάστηκε «Ησυχαστήριο», για να διαχωρίζεται από εκείνα που είναι δημοσίου δικαίου.
Κάθε αγαθό εκκλησιαστικό έργο, όμως, βρίσκει σθεναρή πειρασμική αντίσταση, ώσπου να εξαγιασθεί με τις αρετές της υπομονής και της ανεξικακίας. Έτσι και το Ησυχαστήριο της Αγίας Τριάδος πέρασε πολλές περιπέτειες μέχρι να αναγνωρισθεί νομικά. Όπως πληροφορούμασθε από τους βιογράφους του, ο Άγιος Νεκτάριος με επιμονή ζητούσε από την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή (τότε Μητρόπολη Αθηνών) την έγκριση και αναγνώριση της Μονής ως ιδιωτικής, υπό την πνευματική εποπτεία της Μητροπόλεως. Την εποχή εκείνη, κάτι τέτοιο ήταν πρωτόγνωρο, καθώς τα μοναστήρια λειτουργούσαν υπό τη μορφή ΝΠΔΔ, ενώ τα ελάχιστα ιδιωτικά κοινόβια ορθοδόξων μοναχών, δεν αναγνωρίζονταν από την Εκκλησία και το κράτος και λειτουργούσαν παράτυπα.
Ο εξόριστος Μητροπολίτης, εκτός από τα άλλα βάσανα που υπέμεινε από το φθόνο εκκλησιαστικών και μη προσώπων, είχε να αντιμετωπίσει και τη σταθερή άρνηση των Μητροπολιτών Αθηνών, Θεοκλήτου Μηνοπούλου και Μελετίου Μεταξάκη, για την αναγνώριση της Μονής του.
Παρά ταύτα ο Άγιος δεν έκανε καμία υποχώρηση στη νομική μορφή που οραματιζόταν να δώσει στο Μοναστήρι του, παρότι ως χαρακτήρας ήταν ήπιος και υποχωρητικός. Το γεγονός αυτό, μας ισχυροποιεί την πεποίθηση ότι η επιθυμία του Αγίου δεν ήταν αποτέλεσμα «καπρίτσιου» η εκκλησιαστικού καπετανάτου, αλλά αποτέλεσμα θείας πληροφορίας για την ανεύρεση του χαμένου – ελέω βαυαροκρατίας – αυτοδιοίκητου και απρόσκοπτου μοναχισμού.
Μάλιστα, ο κανονισμός του Μοναστηριού, κατόπιν παρακλήσεως του Αγίου Νεκταρίου, συνετάχθη από τον Πρύτανη των Ησυχαστών, τον διακριτικό Όσιο Δανιήλ τον Κατουνακιώτη τον Σεπτέμβριο του 1908, ο οποίος δεν έφερε καμία αντίρρηση στην επιθυμία του Αγίου Νεκταρίου για τη νομική φύση της Μονής και ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί απειθής προς την Εκκλησία.
Ο Άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη το 1920 χωρίς να έχει αναγνωρισθεί το μοναστήρι του. Στην ιδιόγραφη διαθήκη του διατύπωσε την επιθυμία του να λάβει το μοναστήρι νομική προσωπικότητα ιδιωτικού δικαίου, γεγονός που πραγματοποιήθηκε κατ’ ευδοκίαν του Κυρίου, αρκετά έτη μετά την κοίμηση του Αγίου. Υπό την παλλαική αναγνώριση του Αγίου ως θαυματουργού και χαριτόβρυτου, αναγνωρίσθηκε από το Κράτος και την Εκκλησία η νόμιμη ίδρυση και λειτουργία μονών ιδιωτικού δικαίου αρχικά με το άρθρο 33 του ν.δ. 126/1969 και αργότερα, καταργουμένου του νομοθετικού διατάγματος, με το άρθρο 39 παρ. 10 του ν. 590/1977.
Έτσι, η Μονή της Αγίας Τριάδος Αιγίνης έγινε το πρώτο επίσημο Μοναστήρι Ιδιωτικού Δικαίου, με τη μορφή ιδρύματος, ανεξάρτητο από το κράτος και υφιστάμενο στην πνευματική μόνο εποπτεία του οικείου Επισκόπου και όχι στην απόλυτη εξουσία του. Ουσιαστικά, έγινε το πρώτο μοναστήρι του Ελληνικού Κράτους, που λειτουργούσε κατά την εκκλησιαστική παράδοση, όπως οι Μονές στη Ρωμανία (Βυζάντιο), οι οποίες κατατάσσονταν στα ευαγή ιδρύματα και μάλιστα με ιδιαίτερη νομική προσωπικότητα[1].
Έκτοτε, ιδρύθηκαν και άλλα ιδιωτικού δικαίου Ησυχαστήρια. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις μονές Αγίου Ιωάννη Ευαγγελιστού Σουρωτής Θεσσαλονίκης και Αγίου Αρσενίου Καππαδόκου Χαλκιδικής, ιδρυθείσες από πνευματικά τέκνα του Αγίου Παισίου του Αγιορείτου κατά τις υποδείξεις του, Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Μήλεσι Ωρωπού, ιδρυθείσα από τον Άγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη, Κεχαριτωμένης Τροιζηνίας, ιδρυθείσα από το Γέροντα Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, Παναγίας Γλυκοφιλούσας Ραψάνης, ιδρυθείσα από πνευματικές θυγατέρες του Γέροντος Εφραίμ Φιλοθείτη και Αριζονίτη κατά τις υποδείξεις του, Τιμίου Προδρόμου στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής, ιδρυθείσα από το Γέροντα Γρηγόριο Παπασωτηρίου, Αγίας Τριάδος και Γενεσίου της Θεοτόκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ιδρυθείσες από το Γέροντα Συμεών Κραγιόπουλο κ.λπ.
Όλοι αυτοί οι οσιακής βιοτής ιδρυτές ησυχαστηρίων, φρόντισαν όχι τυχαία να ιδρύσουν Μονές ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου. Κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει τους Αγίους και τους οσιακής μνήμης Γέροντες για αντιεκκλησιαστικό φρόνημα, ανυπακοή, εγωισμό, ανταρσία. Κινήθηκαν κανονικώς και νομίμως, για την ίδρυση ΝΠΙΔ, διότι η επιθυμία τους ήταν να δώσουν τη συγκεκριμένη νομική μορφή στις Μονές τους, υπολογίζοντας τις διαφορές στο νομικό καθεστώς και τη λειτουργία, από εκείνες τις Ιερές Μονές που λειτουργούν ως ΝΠΔΔ. Στην επιλογή τους να ιδρύσουν ιδιωτικά Ησυχαστήρια, συγκατένευσε τόσο ο οικείος Αρχιερέας, κατά τα οριζόμενα στον Δ΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όσο και η Ιερά Σύνοδος. Ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος, υπέβαλαν στην αρμόδια εκκλησιαστική αρχή (οικείο Ιεράρχη η ΔΙΣ) το αίτημά τους, το οποίο έγινε δεκτό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στα πλαίσια της οικονομικής και κοινωνικής ελευθερίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 του Συντάγματος, συνέταξαν το καταστατικό λειτουργίας, σύμφωνο με τους Ιερούς Κανόνες, τις Ιερές Παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τους νόμους του κράτους.
Οι σημερινοί διάδοχοί τους έχουν την ηθική υποχρέωση (την οποία εκτελούν στο ακέραιο, προς τιμήν τους) να διατηρήσουν το νομικό χαρακτήρα των κοινοβίων τους και η διοικούσα Εκκλησία να σεβασθεί την επιθυμία των ιδρυτών τους, η οποία επιθυμία είχε και την έγκριση της Εκκλησίας.
Η Ελλαδική Εκκλησία για παραπάνω από μισό αιώνα δεχόταν ασμένως και σοφώς την ίδρυση ιδιωτικών ησυχαστηρίων, κάτι που προστάτευε και την περιουσία των Μονών αυτών από τις αυθαίρετες παρεμβάσεις της Πολιτείας, όπως ο εκκλησιομάχος Νόμος Τρίτση. Άλλωστε, τα Ησυχαστήρια πάντα τελούσαν υπό την πνευματική εποπτεία του Επισκόπου, κατά τους Ιερούς Κανόνες και ουσιαστικά αποτελούσαν και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των τοπικών Εκκλησίων, διατηρώντας, όμως, την αυτοδιοίκησή τους.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια επιχειρείται η κατάργηση του αυτοδιοικήτου των ησυχαστηρίων και η εξίσωσή τους με τις μονές δημοσίου δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 50 παρ. 2α του νόμου 4559/2018 (ΦΕΚ Α΄ 142/3.8.2018) τροποποιήθηκε ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε να δίνεται η δυνατότητα να συμπληρώνονται και να τροποποιούνται από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο κατόπιν προτάσεως του οικείου Αρχιερέως, τα καταστατικά των Ησυχαστηρίων, με τα οποία ρυθμίζονται τα της διοικήσεως, διαχειρίσεως ελέγχου και εν γένει λειτουργίας αυτών, ως και τα της υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως του προσωπικού αυτών.
Με την ίδια τροποποίηση δίνεται η δυνατότητα στον οικείο Μητροπολίτη να ασκεί επί των Ιερών Ησυχαστηρίων της επαρχίας του όχι μόνο πνευματική εποπτεία, αλλά και τον έλεγχο της οικονομικής διαχειρίσεως, ασχέτως αντιθέτων προβλέψεων στα ιδρυτικά κείμενα των Ησυχαστηρίων και του έως σήμερα καθεστώτος λειτουργίας τους.
Με αυτόν τον τρόπο τα Ησυχαστήρια χάνουν την αυτοδιοίκησή τους, παρότι είναι αναγνωρισμένες – από την Εκκλησία και από την Πολιτεία – ενώσεις προσώπων ιδιωτικού δικαίου. Δίνεται δε στον εκάστοτε Αρχιερέα η δυνατότητα να τροποποιεί κατά το δοκούν τα καταστατικά και τον κανονισμό λειτουργίας τους, χωρίς τη συγκατάθεση των μοναστών και με τον τρόπο αυτό να καθιστά τα ησυχαστήρια, απολύτως εξαρτώμενα από τον ίδιο.
Η νομοθετική εξίσωση με τα μοναστήρια δημοσίου δικαίου πάσχει πολλαπλής αντισυνταγματικότητας, καθώς έρχεται σε καταφανή σύγκρουση με τα άρθρα 4 (Ισότητα των Ελλήνων), 5 (Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, προσωπική ελευθερία), 13 (Περί θρησκευτικής ελευθερίας), 17 (Προστασία της ιδιοκτησίας) και 109 (Διαθήκη, κωδίκελλος, δωρεά) του Συντάγματος, καθώς η συνταγματικά απαραβίαστη ιδιωτική περιουσία των ησυχαστηρίων που αποκτήθηκε με προσωπική εργασία, κληρονομιές και δωρεές, μπορεί να τεθεί υπό τη διαχείριση τρίτων προσώπων και μάλιστα εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι Ορθόδοξες Μονές, ενώ δεν τυγχάνουν ίδιας μεταχείρισης καθιδρύματα άλλων δογμάτων και θρησκειών, ούτε φυσικά τα μη θρησκευτικά νομικά πρόσωπα.
Επί τη βάσει της παραπάνω αντιμοναστικής νομοθετικής τροποποίησης, κυρώθηκε ο υπ’ αρ. 337/2021 (ΦΕΚ 37/Α/28-2-2022) Γενικός Κανονισμός λειτουργίας των Ιερών Ησυχαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο κανονισμός υιοθετεί τις συνταγματικά απαράδεκτες τροποποιήσεις που εξισώνουν τα ησυχαστήρια με τις Μονές δημοσίου δικαίου και τις θέτουν υπό την απόλυτη εξουσία του επιχωρίου Επισκόπου. Ο κανονισμός έχει προσβληθεί αρμοδίως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και αναμένεται η συζήτηση επί της αιτήσεως ακυρώσεως, εντός του μηνός Ιουνίου.
* * *
Γιατί, όμως, τέτοια σπουδή για τον έλεγχο των ησυχαστηρίων;
Ας θυμηθούμε το θέμα που θίξαμε πριν λίγους μήνες, με τις οργανικές θέσεις και το φίμωμα των κληρικών των ενοριών με την απειλή της διακοπής της μισθοδοσίας τους.
Η Πολιτεία θέλει την Εκκλησία φιμωμένη, χωρίς λόγο, να δρα ως κοσμικό φιλανθρωπικό ίδρυμα. Και κυρίως ο κλήρος, έγγαμος η άγαμος να είναι πλήρως ελεγχόμενος.
Οι μοναχοί δεν έχουν μισθό. Πως θα τους κρατήσουν ελεγχόμενους; Με την απειλή ότι το μοναστήρι τους, το σπίτι τους δηλαδή, θα αλλάξει χέρια. Θα διοικείται από άλλους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνδέονται, κατά τη γνώμη μου, ο νόμος περί οργανικών θέσεων με το νόμο περί ησυχαστηρίων, με κοινό σκοπό το ανελεύθερο καθεστώς της κομματοκρατίας να θέσει τους ρασοφόρους, ενοριακούς η μοναστηριακούς, υπό καθεστώς ομηρίας και σιωπής.
Ο αντιμοναστικός κανονισμός περί ησυχαστηρίων εξυπηρετεί την κοσμική ιδεολογία της πολιτειοκρατίας, η οποία θέλει την Εκκλησία (και ως εκ τούτου και τις μονές) κοινωνικό οργανισμό, να μοιράζει συσσίτια, να αφήσει το λόγο του Θεού και να διακονεί τραπέζαις. Φυσικά και η κοινωνική πρόνοια είναι έργο αξιέπαινο και πρέπει να γίνεται από την Εκκλησία, αλλά ως πάρεργο και χωρίς τυμπανοκρουσίες, κατά την ξεκάθαρη επιταγή του Χριστού, μη γνώτω η δεξιά σου τι ποιεί η αριστερά σου.
Γιατί, όμως, ενοχλούν τα μοναστήρια και μάλιστα τα αυτοδιοίκητα;
Το μοναστήρι είναι ένας θεσμός που προβάλλει ισχυρή αντίσταση στο ρεύμα της κοσμικότητας και του υλισμού και σε όλες τις παγίδες της Νέας Εποχής. Εμπνέει τους πιστούς στην αντίσταση προς το κακό, για αυτό πάντοτε ενοχλούσε, ενοχλεί και θα ενοχλεί τις δυνάμεις που θέλουν τους χριστιανούς αδιάφορους και χλιαρούς.
Πολλοί άνθρωποι με καθόλου η με λίγη πίστη, ευρισκόμενοι σε κάποιο μοναστήρι, άλλαξαν τη ζωή τους, βλέποντας εφαρμοσμένο σε μεγάλο βαθμό το Ευαγγέλιο και αισθανόμενοι τη δύναμη της προσευχής των μοναχών. Στα μοναστήρια οι απελπισμένοι άνθρωποι βρίσκουν ελπίδα και ανθρώπους πρόθυμους να τους ακούσουν και να αποθέσουν σε εκείνους τα βάρη, τις ανησυχίες και τις αμαρτίες τους.
Η Εκκλησία εκτός από το έργο της κήρυξης του Θείου λόγου, έχει εξίσου σημαντική αποστολή να τελεί τις ακολουθίες και να προσεύχεται αδιαλείπτως για όλο τον κόσμο. Τα μοναστήρια είναι οι κατ’ εξοχήν τόποι, όπου τελούνται όλες οι καθιερωμένες ακολουθίες, πολλές από τις οποίες έχουν εκλείψει στις ενορίες. Αυτό το πολύ σημαντικό έργο, για τους υλιστές μπορεί να θεωρείται χαμένος χρόνος, αλλά για κάθε ευσυνείδητο πιστό είναι το σημαντικότερο επί γης έργο, και ταυτόχρονα γνήσια φιλανθρωπία.
Με μόνη την ορθή τέλεση των διατεταγμένων, η παρουσία των ησυχαστηρίων ασκεί δριμύ σιωπηρό έλεγχο σε όλες τις καινοτομίες και παρατυπίες που εξαφανίζουν το αίσθημα της ιερότητας και απομακρύνουν τους πιστούς από το στόχο της σωτηρίας. Αυτός ίσως είναι και ένας λόγος που όλο και περισσότεροι πιστοί εκκλησιάζονται σε ι. μονές και όχι σε ενορίες, διότι έχει διαδοθεί σαν πανδημία η φολκλορική τέλεση των ιερών ακολουθιών και το «σόου» κάποιων προισταμένων, έχει μετατρέψει τις ενορίες σε πεδίον δόξης λαμπρό για κάθε απίθανη καινοτομία, δήθεν για να φέρουμε κόσμο στην Εκκλησία. Αλλά με αυτά ο κόσμος φεύγει, όπως αποδεικνύεται, προτιμώντας είτε να αναζητήσουν κάτι πιο γνήσια πνευματικό, είτε να απομακρυνθούν εντελώς από την Εκκλησία, αφού την ανάγκη για «σόου» μπορούν να την ικανοποιήσουν και στα κοσμικά κέντρα.
Αυτό που αναζητά ο κόσμος, για να έρθει στην Εκκλησία είναι η αγιότητα και όχι οι «έξυπνες ποιμαντικές» που επιχειρούν με αυτό τον τρόπο να καλύψουν το κενό αγιότητας. Τα μοναστήρια μας είναι τα κατ’ εξοχήν εργαστήρια αγιότητας.
Όμως δεν σταματάει εδώ η προσφορά των μοναστηριών. Τα μοναστήρια υπήρξαν πάντοτε τα προπύργια και μαζί με τον πιστό λαό, οι φύλακες του δόγματος. Ειδικά στις μέρες μας που το δόγμα έχει παραθεωρηθεί και η εκκλησιαστική τάξη καταφρονείται, η ισχυρή παρουσία των ανεξάρτητων ησυχαστηρίων, αποτελεί ένα ανάχωμα στην οικουμενιστική λαίλαπα και εγγύηση για τη δογματική σταθερότητα της Εκκλησίας.
Σε όλες τις ταραγμένες περιόδους της εκκλησιαστικής ιστορίας, τα αυτοδιοίκητα μοναστήρια έγιναν οι μπροστάρηδες της αντίστασης, επανδρωμένα από ανθρώπους πλήρως ανεξάρτητους και άρα ανυπότακτους στην ασέβεια. Τα αυτοδιοίκητα μοναστήρια έδωσαν μάρτυρες και ομολογητές σε περιόδους αιρετικών πατριαρχών και ψευδοενώσεων με τον εκπεσόντα Πάπα Ρώμης.
Με το νέο κανονισμό των ησυχαστηρίων, τι θα γίνει αν ένα ησυχαστήριο αρνηθεί να δεχθεί να λειτουργήσουν αυτοχειροτόνητοι σχισματικοί Ουκρανοί; Τι θα γίνει σε μία επόμενη πανδημία, αν τα ησυχαστήρια δεν εφαρμόσουν τα μέτρα που διατάχθηκαν να εφαρμόσουν στην πανδημία του κορωνοιού; Τι θα γίνει αν ένα ησυχαστήριο ελέγξει δημόσια έναν από τους πολιτικούς που τρεισήμισι χρόνια πολιτεύονται ενάντια στην ορθόδοξη πίστη και μισό χρόνο γυρίζουν τα προσκυνήματα, για να μαζέψουν την ψήφο των Χριστιανών; Τι θα γίνει αν προχωρήσουν οι οικουμενιστές στην ένωση με το Βατικανό το 2025 (όπως φημολογείται) η σε κάποια άλλη χρονική περίοδο;
Είναι πολύ απλό. Αν δεν ακολουθήσουν, η ιδιωτική περιουσία του ησυχαστηρίου θα δύναται να δοθεί σε άλλους, πρόθυμους, και εκείνοι να εκδιωχθούν από τα μοναστήρια τους, διότι έτσι θα επιτάσσει ένα νέο καταστατικό που θα έχει επιβάλει ο επιχώριος δεσπότης, με την προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία.
Εδώ, πλέον, δεν μιλάμε για μία απλή διοικητική διαφορά, αλλά για την ίδια την ύπαρξη του θεσμού των ησυχαστηρίων, καθώς ο θεσμός στην ουσία καταργείται με τον ανωτέρω νόμο.
Τα ησυχαστήρια πρέπει να ζήσουν και θα ζήσουν.
Είναι πολύ διδακτική η όχι πολύ παλιά ιστορία της κόντρας κεκοιμημένου σήμερα πρώην επισκόπου και της αδελφότητας γυναικείας Ιεράς Μονής, με σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση της Μονής και του Αγίου της από τον ίδιο (όπως απεφάνθη η Ελληνική Δικαιοσύνη σε ανώτατο επίπεδο), η οποία κόντρα κατέληξε σε διασυρμό του ιδίου και βαρύτατο σκανδαλισμό του χριστεπωνύμου πληρώματος και βεβαιώνει ότι όποιος αδικεί τα Μοναστήρια και τους Αγίους τους, προς κέντρα λακτίζει.
Ισχυρή πεποίθηση του γράφοντος είναι ότι αν το ΣτΕ δεν βάλει ανάχωμα στον αντιμοναστικό και αντισυνταγματικό κανονισμό, θα βάλουν οι Άγιοι ιδρυτές των Ησυχαστηρίων.
Σημείωσις:
[1] Μαρία Τατάγια: Το Νομικό Καθεστώς των Ησυχαστηρίων στην Εκκλησία της Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 2003, σελ 28. (Διατριβή ΑΠΘ)