ΑΝΤΕΤΟΚΟΥΝΜΠΟ: Τον όρο «Ελληνοαμερικανός», υποθέτω, τον γνωρίζουμε. Υποθέτω επίσης ότι αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει: κάποιος που κατάγεται από την Ελλάδα και ζει στην Αμερική.
Ο όρος δεν διευκρινίζει αν έχει γεννηθεί στην Ελλάδα ή κατάγεται από γονείς, παππούδες ή προπαππούδες, Έλληνες. Δεν διευκρινίζει αν μιλάει καλά Ελληνικά, πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα ή έχει περιουσία εδώ. Δεν διευκρινίζει πού ζούσαν οι πρόγονοί του το 1500 μ.Χ., το 500 μ.Χ. ή το 500 π.Χ. Δεν διευκρινίζει αν όλοι οι πρόγονοί του ήταν Έλληνες ή υπήρχε και κάποια γιαγιά Αγγλίδα, Γερμανίδα, Ιρλανδή.
Άρα, χωρίς να ορίσουμε τους παράγοντες που διαμορφώνουν την εθνοτική ταυτότητα, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το ποσοστό Έλληνα και Αμερικανού που συνθέτουν την προσωπικότητα του Τζον Πάππας, έτσι δεν είναι; Υπάρχει ο Ελληνοαμερικανός 5ης γενιάς που δεν ξέρει ούτε πού βρίσκεται η Ελλάδα στον χάρτη, υπάρχει κι ο Ελληνοαμερικανός που έφυγε στις ΗΠΑ για σπουδές, έμεινε και παντρεύτηκε εκεί, έρχεται μια φορά τον χρόνο τουλάχιστον, κι ονειρεύεται συνέχεια την επιστροφή. Αν ο πρώτος είναι 5% Έλληνας και 95% Αμερικανός, ο δεύτερος είναι το αντίστροφο.
Κάποιος, λοιπόν, που γεννήθηκε από γονείς Νιγηριανούς στην Ελλάδα και μεγάλωσε, πήγε σχολείο, έδεσε κόκκαλο εδώ και τώρα κάνει καριέρα στην Αμερική είναι και Νιγηριανός σε κάποιο ποσοστό, και Έλληνας σε κάποιο ποσοστό, και Αμερικάνος σε κάποιο ποσοστό. Ταυτόχρονα. Η αναλογία εξαρτάται από πολλούς αντικειμενικούς παράγοντες. Αν ο Giannis ριζώσει στην Αμερική, μετά από 40 χρόνια το «Αμερικανός» θα αυξήσει πολύ τα ποσοστά του σε σχέση με το «Έλληνας» και με το «Νιγηριανός», διαφωνεί κανένας; Εξαρτάται όμως κι από έναν υποκειμενικό: πώς νιώθει ο ίδιος. Κι ο Giannis μας έχει πει πώς νιώθει: Έλληνας με νιγηριανή καταγωγή. Λογικό δεν είναι; Θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο;
Κι επειδή έχει την ελληνική υπηκοότητα, παίζει στην Εθνική και μας εκπροσωπεί όπως μας εκπροσωπούσαν παλιότερα η Μιρέλα Μανιάνι, ο Κάχι Καχιασβίλι ή ο Αρτιόμ Κιουρεγκιάν, που κανένας τους δεν είναι γέννημα θρέμμα της χώρας μας. Μας πειράζει; Εμένα, καθόλου. Σ΄ έναν κόσμο χωρίς στεγανά, το αίμα ανακατεύεται. Ο Γιώργος Παπανδρέου έχει 37,5% ελληνικό αίμα (25% από τον παππού του και 12,5% από τη σύζυγο του Πολωνού προπάππου του). Αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει πρωθυπουργός.
Δεν μπορώ, λοιπόν, να καταλάβω ούτε όσους εξαπολύουν πυροτεχνήματα του τύπου «ο Γιάννης είναι πολύ περισσότερο Έλληνας από κάποιους που…» ούτε τους άλλους, στον αντίποδά τους, που δυσανασχετούν επειδή φοράει τη φανέλα της Εθνικής όντας ο κατά τεκμήριο καλύτερος παίκτης του κόσμου. Κι επειδή πολλοί από αυτούς είναι και θεούσοι, τους υπενθυμίζω πως ο Όσιος Μωϋσής, του οποίου τη μνήμη η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά στις 28 Αυγούστου, επονομάζεται «ο Αιθίοπας» και ήταν κατράμι, πιο μαύρος από τον Γιάννη. Αν ο Θεός τον δέχτηκε στους κόλπους της αγιοσύνης (ήταν μάλιστα ληστής, πριν μετανοήσει), γιατί εσύ, θεούσε μου, δεν δέχεσαι τον Γιάννη στους κόλπους της ελληνικής μπασκετοσύνης;
Θυμάμαι πολλούς σκουρόχρωμους παίκτες, τους οποίους επευφημούσε το πανελλήνιο όταν οδηγούσαν τις ελληνικές ομάδες και την Εθνική σε διακρίσεις: από τον αδικοχαμένο Ρόι Τάρπλεϊ που είχε χαρίσει στον Άρη το ευρωπαϊκό κύπελλο το 1993, μέχρι τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη που κι αυτός είναι πιο μαύρος από τον Γιάννη.
Για να μην αναφερθώ σε πολλά άλλα θρυλικά ονόματα των ελληνικών γηπέδων, μπάσκετ και ποδοσφαίρου, που δεν είχαν ίχνος από ελληνικό αίμα στις φλέβες τους. Σε όλες τις μεγάλες ελληνικές ομάδες μπάσκετ οι ξένοι είναι περισσότεροι από τους Έλληνες, αλλά δεν μας ενοχλεί να εκπροσωπούν τον Πειραιά, το Τριφύλλι της Αθήνας, τη Θεσσαλονίκη, την Ένωση Κωνσταντινουπολιτών. Και μάλιστα, με ετήσια συμβόλαια – σήμερα είμαι, αύριο δεν είμαι – χωρίς να μιλάνε γρυ ελληνικά. Αν λοιπόν γι’ αυτούς είναι πειστικό να αισθάνονται τιμή, όπως είπε ο Μαρσέλο (στα Αγγλικά), φορώντας την κόκκινη (πράσινη, κίτρινη κ.λπ.) φανέλα, γιατί φαίνεται μη πειστικό που ο Γιάννης αισθάνεται την ίδια τιμή με τη φανέλα της Εθνικής;
Υπάρχει, βέβαια, μια διαφορά. Οι άλλοι παίκτες ήρθαν στη χώρα νόμιμα, όχι παραβιάζοντας τα σύνορα, όπως έκανε η οικογένεια του Γιάννη. Αυτή η διαφορά οδηγεί κάποιους στο σφαλερό συμπέρασμα πως όσοι καμαρώνουν (εγώ είμαι ένας από αυτούς) τον Γιάννη να δρασκελίζει το μισό γήπεδο με τρία βήματα πριν καρφώσει, είναι και υπέρ της λαθρομετανάστευσης (εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς). Στην παρανόηση συντείνει το ότι η πλευρά των «αλληλέγγυων» χρησιμοποιεί ένα βλακώδες επιχείρημα: αν δεν είχε έρθει ο Γιάννης στην Ελλάδα, δεν θα είχε αναδειχθεί το ταλέντο του. Άρα, να αφήνουμε να μπαίνουν τα μιλιούνια των Αφροασιατών, μπας και προκύψει κανένα μεγάλο ταλέντο στο μπάσκετ ή και στο κέρλινγκ, πού ξέρεις! Ο συλλογισμός είναι αντίστοιχης σοφίας με τον «αν δεν είχε γίνει η Μικρασιατική Καταστροφή δεν θα είχε έρθει ο παππούς σου από το Αϊβαλί, δεν θα γνώριζε τη γιαγιά σου από το Φάληρο, άρα δεν θα υπήρχες.» Αυτό σημαίνει ότι χρωστάς ευγνωμοσύνη στον Κεμάλ; Ξέρεις πόσα ταλέντα είναι χαμένα τώρα κάπου στα βάθη της Αφρικής; Πρέπει να μεταναστεύσει όλη η Αφρική στα Σεπόλια για να αναδειχθούν; Πάντως, το πόσα ελληνικά ταλέντα φεύγουν από μια χώρα που κατέληξε δυστοπικός εφιάλτης, και λόγω της λαθρομετανάστευσης, το ξέρουμε πολύ καλά.
Εάν έπρεπε, από τη μια να σταθμίσω τα αθλητικά, επιστημονικά, καλλιτεχνικά κ.λπ. ταλέντα που προέκυψαν από την αθρόα εισβολή, κι από την άλλη τη μετατροπή της χώρας μου σε πολυπολιτισμικό οχλοπολτό και της Αθήνας σε Ισλαμαμπάντ, θα προτιμούσα χίλιες φορές να τα χάναμε αυτά τα ταλέντα, και τον Giannis μαζί, και να ξανακερδίζαμε την Ελλάδα που είχαμε τη δεκαετία του ’60. Δες την Ομόνοια, την Πανεπιστημίου και την Πατησίων σε ταινίες της εποχής και κάνε τη σύγκριση.
infognomonpolitics.gr