του δρ. Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου
Η μονή του Αρχαγγέλου στο Θάρι της Ρόδου είναι ένα από τα σημαντικότερα χριστιανικά προσκυνήματα του νησιού. Η μονή είναι κτισμένη ψηλά, σε ένα δασωμένο λόφο και καθώς λέει η λαϊκή ρήση, «Όποιος δεν επήγε στο Θάρρι, τον κόσμο δεν εχάρει».
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση μια βασιλοπούλα που έπασχε από ανίατη ασθένεια ήρθε από την Κωνσταντινούπολη στη Ρόδο. Ο πατέρας της την έστειλε σ’ αυτό το μέρος ελπίζοντας ότι, το ιδανικό του κλίμα θα την βοηθούσε.
Ένα βράδυ είδε σε ενύπνιο τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, ο οποίος της είπε «Θάρσει, θα γίνεις καλά». Όταν η βασιλοπούλα θεραπεύτηκε θέλησε να φτιάξει αυτό το μοναστήρι. Για να προσδιορίσει το μήκος του μοναστηριού, πέταξε το δαχτυλίδι της με όση δύναμη είχε. Τότε άρχισαν να ψάχνουν για το δακτυλίδι αλλά δυσκολεύτηκαν να το βρούνε, λέγοντας ο ένας «θαρώ πως έπεσε εδώ» και ο άλλος «θαρρώ πως έπεσε εκεί». Γι’ αυτούς τους δύο λόγους o Αρχάγγελος ονομάστηκε Θαρινός ή Θαρενός και η μονή ονομάστηκε Θάρρι ή Θάρι. Το καθολικό είναι ότι σώζεται από τη βυζαντινή μονή. Ο ναός είχε διακοσμηθεί με τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τον 12ο έως και το 18ο αιώνα. Για την παρούσα ανακοίνωση μάς ενδιαφέρουν οι μεταβυζαντινές τοιχογραφίες στο νότιο σκέλος του σταυρού της εκκλησίας. Οι τοιχογραφίες αποδόθηκαν από τη Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου στον ζωγράφο Γρηγόριο από τη Σύμη (δράση 1738-1779). Στο μέτωπο του νοτίου τοίχου και κάτω από τη σκηνή του Εν Χώναις Θαύματος, εικονίζεται στη μεγάλη επιφάνεια «Ο ΑΡΧΩΝ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΘΑΡΙΝΟΣ» σύμφωνα με τη συνοδευτική επιγραφή. Από τη μορφή του Αρχαγγέλου σώθηκε μόνο μικρό τμήμα. Ο Μιχαήλ θα απεικονιζόταν όρθιος και μετωπικός, προφανώς με στρατιωτική στολή και με κατεβασμένες στα πλάγια τις ολόχρυσες φτερούγες του. Στο αριστερό χέρι του κρατά φασκιωμένη ψυχή με τη μορφή παιδιού, προφανώς του νεκρού που απεικονιζόταν στα πόδια του.
Η παράσταση εύκολα θα μπορούσε να αποκατασταθεί σύμφωνα και με άλλες απεικονίσεις του Αρχαγγέλου Ψυχοπομπού, με ποιο σημαντική εκείνη στην πλησιέστερη προς τη μονή απεικόνισή του στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Ασκληπειό, η οποία χρονολογείται το 1677 και είναι έργο του ιερέα Μιχαήλ από το Nεοχώριο της Χίου.Τον Μιχαήλ περιβάλλουν μικρογραφημένοι άγγελοι σε μετάλλια και συνοδεύουν οι αρχάγγελοι Γαβριήλ και Ραφαήλ στον ανατολικό και δυτικό τοίχο αντίστοιχα. Οι τρεις επώνυμοι άγγελοι εμφανίζονται μαζί σε εικόνα στο ναό της Αντιβουνιώτισσας του 17ου αιώνα στην Κέρκυρα, καθώς και με άλλους αγγέλους σε εικόνα του 13ου αιώνα από τον Καλοπαναγιώτη.
Στο εσωράχιο του τόξου παριστάνονται 4 σκηνές από τα θαύματα του Αρχαγγέλου, οι οποίες χρονολογούνται στον 17ο αιώνα.
Η υφιστάμενη μεγάλη προσκυνηματική εικόνα του Αρχαγγέλου του 19ου αιώνα, τοποθετημένη μπροστά από την τοιχογραφία του 18ου αιώνα, αντιγράφει εκείνη του τύπου του Ψυχοπομπού, ενώ δεν αναφέρει την επωνυμία του Μιχαήλ ως Θαρινού. Η εξάπλωση του συγκεκριμένου εικονογραφικού κατά την ύστερη τουρκοκρατία, αλλά και αργότερα, μαρτυρείται σε άλλες θαυματουργές εικόνες λ.χ. του Αρχαγγέλου Πανορμίτη στη Σύμη και του Αρχαγγέλου Ρουκουνιώτη στα Μάσσαρι.
Στο δίτομο έργο του Αλέξανδρου Καρυώτογλου, με τίτλο «Κωνσταντινούπολη η Πρωτόθρονη», το οποίο κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1996, παρουσιάζεται μια ενδιαφέρουσα εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Η εικόνα που φυλάσσεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει διαστάσεις 64,3×48 εκ. Ο μεγαλόπρεπος Αρχάγγελος εικονίζεται επάνω σε χρυσό βάθος ημίτομος, με χαμηλωμένα φτερά και με στρατιωτική εξάρτηση. Κρατά πράσινο σπαθί στο δεξιό χέρι και στο αριστερό θηκάρι. Χαρακτηριστική είναι η ελαφριά κλίση του κεφαλιού του η οποία απαντά και σε έργα του 16ου αιώνα στην Κύπρο.
Ο αρχάγγελος φέρει την επωνυμία Θαρενός. Η εικονογραφία του Θαρενού, η οποία παρουσιάζεται και σε μεταβυζαντινά έργα, αποτελεί παραλλαγή του Αρχαγγέλου με ξίφος στο ένα χέρι και ειλητάριο ή σφαίρα στο άλλο. Παρουσιάζει επίσης ομοιότητες με την εικονογραφία στρατιωτικών αγίων κυρίως προς την στρατιωτική στολή.
Η υψηλής ποιότητας εικόνα από το Πατριαρχείο, κυπροαναγεννησιακής τεχνοτροπίας, χαρακτηρίζεται από επιμελημένο σχέδιο, την άρτια εικονογραφική οργάνωση και διακρίνεται για τη ζωντάνια και την ελευθερία που της παρέχεται από τη χρήση νέων εικαστικών μέσων της δυτικής ζωγραφικής της εποχής. Την τεχνοτροπία αυτή υιοθετούν ευγενείς, αλλά και πλούσιοι αστοί της Κύπρου και όχι μόνο, που ανερχόμενοι κοινωνικά προσπαθούν να προσεταιρισθούν την τέχνη της Δύσης.
Η εικόνα του Θαρενού παρουσιάζει τεχνοτροπικές και σχεδιαστικές ομοιότητες με εικόνες του ανώνυμου εργαστήριου που εκτέλεσε τις δεσποτικές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας «της από του Κύκκου» και του Αρχαγγέλου για το ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο χωριό Άγιος Νικόλαος Πάφου, καθώς και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με ευγενή δωρητή στο ναό της Παναγίας Ποδύθου στη Γαλάτα.
Ο Αρχάγγελος στις πιο πάνω εικόνες παρουσιάζεται με αυτοκρατορική στολή και με την επωνυμία «Ο Φύλαξ» δηλώνεται ξεκάθαρα η ιδιότητά του, ως προστάτη του χώρου, όπου τελείται η θεία ευχαριστία.
Σε τοιχογραφίες στη Μονή του Αναπαυσά Μετεώρων, όπως και στη Μονή Διονυσίου στο Άγιο Όρος, ο Μιχαήλ δεν παρουσιάζεται με αυτοκρατορική στολή αλλά με στρατιωτική, είναι ξιφοφόρος και επιγράφεται και πάλι ως “Ο ΦΥΛΑΞ». Θα ήταν λογικό να υποστηρίξουμε ότι ο «Θαρενός» ξιφοφόρος Μιχαήλ του Οικουμενικού Πατριαρχείου ζωγραφίζεται σύμφωνα την εικονογραφία του «Φύλακος» αγγέλου. Παραλείπεται φυσικά το ενεπίγραφο ειλητάριο και η σφαίρα, ή το μετάλλιο με τον Χριστό. Στο χέρι του κρατά το θηκάρι χωρίς σπαθί, προφανώς για να δηλώσει την ετοιμότητα να προστρέξει σε αυτόν που χρειάζεται την προστασία του.
Δυστυχώς δεν διαθέτουμε κανένα στοιχείο για το ποιος παρήγγειλε την εικόνα του «Θαρενού», ούτε ακόμη και το όνομα του ζωγράφου, ούτε ακόμη και για το πώς βρέθηκε στην ΚΠολη.
Πρόσφατη ταύτιση της εικόνας του Αρχαγγέλου από τη Γαλάτα με τον ζωγράφο Τζένιο Παπαλεοντίου Πρετώρι, ο οποίος έδρασε γύρω στο 1562 μας βρίσκει αντίθετους, αφού δεν υπάρχει τίποτα κοινό μεταξύ τους. Η εικόνα από την ΚΠολη θα μπορούσε να χρονολογηθεί στα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα, ίσως λίγο μετά το 1502, οπότε τέλειωσε το κτίσιμο του ναού της Ποδύθου στην Γαλάτα.
Στο ναό του Αγίου Νικολάου στο χωριό Μαριτσά της Ρόδου, ο συνάδελφος Νίκος Μαστροχήστος εντόπισε και δημοσίευσε την παλαιότερη γνωστή απεικόνιση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ «Θαρενού» χρονολογημένη στα 1434/5, έργο του ζωγράφου Αλεξίου. Όπως σημειώνει ο αρχάγγελος Μιχαήλ εξαίρεται από τους άλλους αγίους με τις μνημειακές του διαστάσεις και σαν θέμα είναι προσφιλές σε ναούς της περιοχής που χρονολογούνται από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα. Εδώ ο αρχάγγελος εικονίζεται με αυτοκρατορικά ενδύματα.
Να υπενθυμίσω και τους δικούς μας μνημειώδεις αρχαγγέλους στις πλείστες τοιχογραφημένες εκκλησίες της Κύπρου, ήδη από τον 12ο αιώνα, όπου ο Μιχαήλ θεωρείται προστάτης φύλακας των εισόδων και των πυλών της εκκλησίας.
Γνωρίζουμε ότι όπως και οι άνθρωποι, έτσι και τα έργα τους ταξιδεύουν. Το μαρτυρούν άλλωστε και άλλες κυπριακής προέλευσης εικόνες, όπως αυτές που παρουσιάστηκαν και θα παρουσιαστούν στη συνέχεια.
Η θαυμάσια εικόνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου που αδρομερώς παρουσιάσαμε είναι η παλαιότερη γνωστή φορητή εικόνα του Ταξιάρχη Θαρενού της Ρόδου, η οποία δεν συνεχίζει την εικονογραφία από τα Μαριτσά. Ο ζωγράφος της ή κατάγεται από την Κύπρο ή εργάστηκε στο νησί ή πέρασε και από τη Ρόδο.
Θα κλείσω την εισήγησή μου διαβάζοντάς σας κάποιους στίχους με ικεσία προς την κυπρία Παναγία Τσαμπίκα από το έργο Στίχοι εις την Σταύρωσιν του Κυρίου του Σάββα Στεφάνου Διμέλη από τον Αρχάγγελο της Ρόδου, το οποίο εξέδωσε ο Σταυροβουνιώτης ιερομόναχος Σάββας Λάμπρου «΄Ακουσε Παναγία μου, φωνάς μετά δακρύων και σπεύσε και γενού βοηθός, των αδελφών Κυπρίων. Υπό των Άγγλων τον ζυγόν, να τους ελευθερώσεις. Βοήθα και συνόδευε τον θείον ιεράρχην, Μακάριον τον ένδοξον της Κύπρου τον Εθνάρχη».
*Το κείμενο είναι η ανακοίνωση του δρα Χατζηχριστοδούλου στο επιστημονικό συμπόσιο “ΡΟΔΟΣ-ΚΥΠΡΟΣ: ΝΗΣΟΙ ΠΕΛΑΓΙΑΙ ΚΑΙ ΟΛΟΕΣΣΑΙ” , που οργάνωσαν η Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, η Κυπριακή Επιτροπή Βυζαντινών Σπουδών και το ΚοινοτικόΣυμβούλιο του κατεχόμενου χωριού Μάσσαρι της Κύπρου.