Γράφει η Δέσποινα Χίντζογλου Αμασλίδου
Ο Άγιος Δημήτριος (270-306 μ.Χ) ήταν «χαρίεις την μορφήν, ψυχήν δε χαριέστατος, ηδύς το φθέγμα, τον τρόπον ηδύστερος, γλυκύς τον λόγον, το ήθος γλυκύτερος».
Κατήγετο από αριστοκρατική οικογένεια και γρήγορα ξεχώρισε απ’ όλους τους νέους για την ομορφιά, το ήθος και τη μόρφωση. Κατατάχθηκε στον Ρωμαϊκό στρατό και γρήγορα στα 22 του χρόνια έγινε συγκλητικός, έφθασε στο αξίωμα του χιλίαρχου και τελικά ο βασιλεύς Μαξιμιανός τον έκανε ανθύπατο όλης της Ελλάδας. Χριστιανός από νηπιακή ηλικία, άρχισε να διδάσκει την Αγία Γραφή στις υπόγειες καμάρες δίπλα στα δημόσια λουτρά, στη λεγόμενη «Καταφυγή».
Ήταν η Χαλκευτική Στοά (κάπου κοντά στην Παναγία Χαλκέων). Όταν το ‘μαθε ο Μαξιμιανός τον κάλεσε σε απολογία, τον φυλάκισε και στη συνέχεια τον εκτέλεσε δια λογχισμού, μετά τη νίκη του φίλου του Νέστορος, κατά του Λυαίου.
Η λατρεία του Αγίου Δημητρίου αρχίζει τον 4ο αιώνα, προστάτης δε της πόλης γίνεται τον 6ο αιώνα με τις επιδρομές των Σλάβων. Οι Θεσσαλονικείς από τους πρώτους αιώνες, τον θεωρούν υπέρμαχο της Πίστης και της Πατρίδας και πρότυπο αυτοθυσίας. Στις κρίσιμες στιγμές της πόλης επεμβαίνει, περπατάει στη θάλασσα και σηκώνει τρικυμία που βουλιάζει τα πλοία των εχθρών και ακόμη ανεβαίνει σαν ωραίος καβαλάρης στα τείχη και τρέπει τους βάρβαρους σε φυγή.
Ενσαρκώνει εν τέλει θρησκευτικό και πατριωτικό αίσθημα. Με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων, η λατρεία του μεταδίδεται στα Βαλκάνια και σιγά-σιγά καθιερώνονται γιορτές προς τιμήν του. Εκκλησιαστικές στην αρχή, λαϊκές μετά (με εμπορικό χαρακτήρα) και σύντομα με πνευματικό και αθλητικό. Τους πρώτους αιώνες υπάρχουν ανταγωνισμός στη διεκδίκησή του, μεταξύ του Σιρμίου της Παννονίας (σημερινή Ουγγαρία) και της Θεσσαλονίκης.
Η αιτία είναι, ότι ο Μαξιμιανός έκανε στην αρχή το Σίρμιο πρωτεύουσα του θέματος των Βαλκανίων και αργότερα, βλέποντας τη στρατηγική θέση της Θεσσαλονίκης, άλλαξε γνώμη κι έκανε τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα. Αλλά η αντιπαράθεση των 2 πόλεων, οφείλεται ίσως και στην αναμέτρηση του Λυαίου από το Σίρμιο, με τον Νέστορα από την Θεσσαλονίκη και την ήτα του πρώτου… Μεταγενέστερα μάλιστα, η πόλη διεκδίκησε και την καταγωγή του Αγίου, πράγμα τελείως ανιστόρητο (ίσως δημιουργήθηκε σύγχισις μεταξύ του Αγίου και του μάρτυρα διακόνου Δημητρίου από το Σίρμιο).
Καθιερώνονται λοιπόν οι γιορτές προς τιμήν του. Εδώ μπορούμε να θυμίσουμε την πανάρχαια λατρεία του Θερμαίου Διόνυσου (βλέπε Θέρμη και Θερμαϊκός), στους Κάβειρους, που με το πέρασμα από την ειδωλολατρία στον Χριστιανισμό αντικαταστάθηκε από τον Άγιο Δημήτριο και τα Δημήτρια. Οι εμπορικές γιορτές μεταφέρονται με τον καιρό έξω από τα Δυτικά Τείχη, για λόγους χώρου και ασφάλειας, γιατί πολλές φορές εισέβαλλαν στην πόλη κατάσκοποι μαζί με τους εμπόρους και τους προσκυνητές.
Έρχονταν λοιπόν έμποροι απ’ όλο τον κόσμο με πλοία στο ασφαλές λιμάνι ή με καραβάνια από Ανατολή και Δύση. Υφάσματα πολύτιμα, βιοτεχνικά προϊόντα, αντικείμενα μικροτεχνίας, είδη χαλκού και σιδήρου, αλλά και ζώα γέμιζαν τον τόπο. Στήνονταν σκηνές κι έμοιαζε ο χώρος έξω από τα τείχη, σαν μια νέα πόλη. Όντας πάνω στην Εγνατία και στο αντάμωμα Ανατολής και Δύσης μάζευε χιλιάδες επισκέπτες.
Σώζεται ένας διάλογος του 12ου αιώνα μεταξύ του σοφιστή Τιμαρίωνα και του άρχοντα Κυδίωνα, στον οποίο περιγράφονται σκηνές της πανήγυρης. Εκτός από τα αγωνίσματα στον Ιππόδρομο, σχοιναβάτες, γελωτοποιοί, μίμοι, θεατρίνοι, γυρολόγοι με αρκούδες, ελέφαντες και φίδια, ξυλοπόδαροι, μουσικοί και θεατρίνοι διασκέδαζαν τους επισκέπτες, αλλά γύριζαν και στις γειτονιές και τα καπηλειά της πόλης.
Παράλληλα γίνονταν και πολλές ομιλίες φιλοσόφων και λογίων. Μια προσφιλής παράσταση ήταν τα «άκτα»: παραστάσεις διαμάχης μεταξύ του βασιλιά και του λαού, με θέμα την κοινωνική δικαιοσύνη. Επίσης πολλοί επισκέπτες-προσκυνητές έρχονταν για το θείο μύρο που μοιράζονταν με τα «κουτρούβια», τα ειδικά γι αυτό δοχεία από τον τάφο του Αγίου, την «ακένωτον πηγήν θείων μύρων».
Ο θρησκευτικός εορτασμός είχε Πασχαλινό χαρακτήρα, λόγω του δια λογχισμού θανάτου του Αγίου και γινόταν, όπως αναφέρεται «κατά τον Τύπον της Αγίας και Μεγάλης Κυριακής της του Χριστού Αναστάσεως». Στη λιτανεία έπαιρναν μέρος επίσκοποι, άρχοντες, ιερείς, μοναχοί και πολύ συχνά και ο ίδιος ο αυτοκράτορας (ένας απ’ αυτούς είναι ο Μιχαήλ Παφλαγόνας, του οποίου η αγάπη για τον Άγιο ήταν γνωστή. Κοιμόταν πάνω στον τάφο του, για να γιατρευτεί από τις αρρώστιες του).
Ο εορτασμός άρχιζε στις 20 Οκτωβρίου και ονομαζόταν «προεόρτιος». Την παραμονή το βράδυ, στις 25, οι ναοί της πόλης φωταγωγημένοι όλοι εόρταζαν και υποδέχονταν τους πιστούς. Η ιερά πομπή ξεκινούσε από την «καταφυγή», τον τόπο που συνελήφθη ο Άγιος και ανέβαινε προς τον ναό του.
Την μεγαλοπρέπεια, την «εμμέλεια» των ύμνων, τη φωτοχυσία, τις κωδωνοκρουσίες, τις αναμμένες λαμπάδες, τους ήχους των σαλπίγγων περιγράφει ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος και ο μοναχός Συμεών γράφει με θαυμασμό: «Εις τον Άγιον και πανένδοξον του Χριστού μεγαλομάρτυρα Δημήτριον… το σον τέμενος άπαν δαλιψεί την φωτοχυσίαν, άπαντας τους παρόντας περιαστράπτον, της ευωδίας των θυμιαμάτων αναπιμπλέμενον τον αέρα, πάσαν ηλικίαν και τάξιν επικροτούντας ασπασίως τους άθλους σου».
Η άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς, η κατάκτησή της από τους Φράγκους, οι πόλεμοι με τους Βούλγαρους, οι θεολογικές έριδες (Ησυχαστές-Αντιησυχαστές) και οι πολιτικές έριδες (Ζηλωτές) του 14ου αιώνα, και μετά οι Τούρκοι, θα οδηγήσουν στον τερματισμό των εορτασμών, για να ξαναρχίσουν πάλι τον 18ο αιώνα. Θα τελειώσω την μικρή αυτή αναφορά στα Δημήτρια και τον Άγιο της Θεσσαλονίκης με έναν όρκο των Θεσσαλονικέων από τότε, που δείχνει τον σεβασμό και την πίστη τους στον πολιούχο της πόλης τους…
«Μα τον σον και ημών απάντων Δημήτριον, τον κηδεμόνα της Θεσσαλονίκης και πολιούχον»!